Read More

Τα Κουλέντια

Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης. Το χωριό βρίσκεται σκαρφαλωμένο στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά....
Read More

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στο Νομό Λακωνίας.
Read More

Η προβλήτα της Αγίας Μαρίνας,

Η σιδηροδρομική γέφυρα (ή προβλήτα) της Αγίας Μαρίνας, αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παραθαλάσσιου χωριού και ταυτόχρονα είναι ένα πολύ σημαντικό νεότερο Βιομηχανικό μνημείο, ηλικίας 130 ετών. Εκεί μάθαινα να κολυμπώ και δέθηκα με την θάλασσα...
Read More

Βλυχάδα Ρειχιάς: Η κρυμμένη παραλία που μαγεύει τους επισκέπτες

Κάποια μέρη που βλέπουμε, ακόμα και μέσα από μερικές φωτογραφίες, μας κάνουν να θέλουμε να τα επισκεφθούμε, γιατί απλά, φαίνεται πως είναι από αυτά που λέμε κρυμμένοι παράδεισοι.
Read More

5 χιλιόμετρa από την Σούρπη, συναντάμε τον οικισμό Νήες.

Είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός, με μοναδικές γωνιές, που όσοι τις έχουν απαθανατίσει με την φωτογραφική τους μηχανή, τις παρομοιάζουν με πίνακα ζωγραφικής.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Ο πλανήτης Gliese 163c συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες εξωγήινης ζωής

Ακόμη ένας εξωπλανήτης προστίθεται στη λίστα των πλανητών εκτός του ηλιακού μας συστήματος που είναι υποψήφιοι να φιλοξενούν κάποια μορφή ζωής. Πρόκειται για τον Gliese 163c, σε απόσταση 50 ετών φωτός από τη Γη, στον αστερισμό Dorado. Είναι μάλιστα ένας εκ των δύο πλανητών του άστρου Gliese 163, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για τρίτο πλανήτη γύρω από το συγκεκριμένο άστρο που μένει να επιβεβαιωθούν.
Ο Gliese 163 c βρίσκεται στη λεγόμενη κατοικήσιμη ζώνη, την περιοχή δηλαδή γύρω από ένα άστρο στην οποία το νερό μπορεί να υπάρξει σε υγρή μορφή, μια προϋπόθεση που θεωρούμε απαραίτητη για την ανάπτυξη ζωής. «Η δομή και η σύνθεση του πλανήτη μας επιτρέπουν να τον κατατάξουμε στους κατοικήσιμους πλανήτες», προσθέτει ο αστρονόμος του πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ Ξαβιέ Μπονφίς.
Ο Μπονφίς, μαζί με μια διεθνή ομάδα αστρονόμων μελέτησαν περίπου 400 κόκκινους νάνους, μια ειδική κατηγορία αστέρων αρκετά πιο «θαμπών» από το δικό μας Ήλιο, με τη βοήθεια του φασματογράφου του τηλεσκοπίου 3.6 μέτρων στο ευρωπαϊκό παρατηρητήριο La Silla της Χιλής. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσαν, ο Gliese 163 c έχει 7 φορές μεγαλύτερη μάζα από αυτή της Γης, ενώ δεν είναι ακόμη σαφές εάν είναι πετρώδης πλανήτης, όπως η Γη, εάν καλύπτεται από ωκεανούς ή εάν αποτελείται κυρίως από αέρια, όπως για παράδειγμα ο Ποσειδώνας. Κινείται σε τροχιά στα όρια της κατοικήσιμης ζώνης προς την πλευρά του άστρου και εκτελεί μία πλήρη περιστροφή γύρω από το Gliese 163 κάθε 26 μέρες. Σύμφωνα με την ομάδα, υπάρχει μια πιθανότητα 2% ο πλανήτης να περάσει μπροστά από το μητρικό του άστρου έτσι όπως το βλέπουμε από τη Γη, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην ομάδα να αποκρυπτογραφήσει πολλά ακόμη χαρακτηριστικά του, καθώς θα εντοπίσει τη μεταβολή στο φάσμα του άστρου. Σύμφωνα με τη λίστα που έχει καταρτίσει το πανεπιστήμιο του Πόρτο Ρίκο για τους πλανήτες που είναι πιθανά κατοικήσιμοi, ο Gliese 163 c είναι στην πέμπτη θέση, πίσω από τους Gliese 581 g, Gliese 667C c, Kepler-22 b, και HD 85512b. Για την κατάρτιση αυτής της λίστας μετράται η ομοιότητα κάθε πλανήτη με το μοναδικό πλανήτη που μέχρι στιγμής γνωρίζουμε πως φιλοξενεί ζωή, τη Γη. Ένα πλήθος παραγόντων λαμβάνεται υπόψη, όπως το μέγεθος, η απόσταση από το μητρικό άστρο, η σύνθεση ή και η θερμοκρασία η οποία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί λόγω και των ατμοσφαιρικών φαινομένων. Μια τέτοια λίστα είναι εξαιρετικά χρήσιμη, καθώς θα αποτελέσει την αφετηρία για την έρευνα στο μέλλον με πιο εξελιγμένα τηλεσκόπια. Στο μεταξύ, η ομάδα του Μπονφίς συνεχίζει να μελετά τα στοιχεία από το παρατηρητήριο της Χιλής, στην προσπάθειά τους να εμπλουτίσουν τη λίστα των πιθανά κατοικήσιμων πλανητών.

Πηγή:
Read More

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

ο Ιησούς τούς είπε, "η γυναίκα μου!"

Την έντονη αντίδραση του χριστιανικού κόσμου έχει προκαλέσει ένα κομμάτι από πάπυρο, στο οποίο αναφέρεται μια πρόταση γραμμένη στα αρχαία κοπτικά, που υποδηλώνει ότι ο Ιησούς ήταν παντρεμένος. Σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, οι οποίοι ανακάλυψαν το αμφιλεγόμενο κείμενο, ο άγνωστης προέλευσης πάπυρος, που χρονολογείται από τον 4o αιώνα μ.Χ. και έχει μέγεθος πιστωτικής κάρτας, περιλαμβάνει ένα διάλογο στον οποίο ο Ιησούς φέρεται να αναφέρεται στη σύζυγό του Μαρία με τη φράση, «ο Ιησούς τούς είπε, η γυναίκα μου…».
Αν και η χριστιανική παράδοση εδώ και χρόνια υποστηρίζει σθεναρά ότι ο Ιησούς ήταν ανύπαντρος, βασίζοντας τα επιχειρήματά της σε παγκοσμίως αποδεκτές και αναγνωρισμένες ιστορικές πηγές, όπως αυτή της Καινής Διαθήκης, η επικεφαλής της μελέτης του αρχαίου παπύρου, κ. Κάρεν Κινγκ, αναφέρει ότι το νέο εύρημα ίσως αποτελεί στοιχείο που να αποδεικνύει το αντίθετο.
«Μπορεί αυτή η φράση να μην αποδεικνύει ότι ο Ιησούς ήταν παντρεμένος, αλλά μας λέει ότι το ζήτημα αυτό ήρθε στην επιφάνεια, στο πλαίσιο των έντονων αντιπαραθέσεων για τη σεξουαλικότητα και το γάμο, την εποχή εκείνη», ανέφερε η ίδια κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στη Ρώμη, τονίζοντας ότι η χριστιανική παράδοση πρόβαλε μόνο εκείνες της φωνές που ισχυρίζονταν ότι ο Ιησούς δεν είχε παντρευτεί ποτέ.
Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα αναλύσεις του αρχαίου παπύρου, οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι το πρωτότυπο κείμενο, από το οποίο προέρχεται η συγκεκριμένη πρόταση, είναι ένα ευαγγέλιο που πιθανότατα γράφτηκε στα ελληνικά το 2ο μ.Χ. αιώνα και μεταφράστηκε στα κοπτικά αργότερα εκείνη την εποχή. Ωστόσο, η κακή κατάσταση του παπύρου και το πολύ μικρό απόσπασμα του κειμένου, καθώς οι διαστάσεις του ευρήματος είναι μόλις 3,8×7,6 εκατοστά, χρήζουν περαιτέρω εξέτασης και μελέτης για να εξαχθούν περισσότερα συμπεράσματα για την αυθεντικότητά του.
Παρά τις αντιπαραθέσεις που έχει πυροδοτήσει η ανακάλυψη των Αμερικανών ειδικών, επιστήμονες δεν διστάζουν να ρίξουν και άλλο λάδι στη φωτιά, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για γνήσιο κείμενο και πρώτη απόδειξη ότι ορισμένοι χριστιανοί στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν παντρεμένος. Ο κ. Ρότζερ Μπάγκναλ, διευθυντής του Ινστιτούτου για τη Μελέτη του Αρχαίου Κόσμου, εξέφρασε μάλιστα την πεποίθηση ότι ο πάπυρος, τον οποίο η Κινγκ ονομάζει «Το Ευαγγέλιο της Συζύγου του Ιησού», είναι καθ’ όλα αυθεντικός.
Ωστόσο, ο πάπυρος όπως ανέφεραν οι ειδικοί, ανήκει σε ανώνυμο συλλέκτη, ο οποίος επικοινώνησε με την καθηγήτρια Κινγκ για να τον βοηθήσει να το μεταφράσει και να το αναλύσει, με τον ίδιο να πιστεύει ότι ανακαλύφθηκε στην Αίγυπτο ή στη Συρία.
Πάντως, δεν είναι η πρώτη φορά που το θέμα αυτό αποτελεί συχνό πεδίο εντάσεων. Οκτώ χρόνια πριν, στα μέσα του 2003, ο συγγραφέας Νταν Μπράουν, στο βιβλίο του «Ο Κώδικας Ντα Βίντσι», ήταν ακόμα ένας από εκείνους έχουν ισχυριστεί ότι ο Ιησούς ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Μαγδαληνή, εξοργίζοντας τότε τους πιστούς ανά την υφήλιο.
Από τον Ελεύθερο Τύπο


ΣΗΜΕΡΑ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ ΤΗΝ ΣΥΖΥΓΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ!!ΟΛΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΔΩ
22 Ιουλίου 2012
Πηγή: http://apollonios.pblogs.gr/
Λίγο μετά την σταύρωση ο Πέτρος και ο φίλος του Παύλος πήγαν πρώτα στην Αντιόχεια , μετά στην Ρώμη, όπου και ξεκίνησαν κίνημα που σήμερα ονομάζεται Χριστιανισμός. Όπως λένε , όμως τα άλλα αρχεία, ο Ιησούς , ο αδερφός του Ιάκωβος και η πλειοψηφία των άλλων Αποστόλων συνέχισαν να προωθούν την διδασκαλία των Ναζωραίων στην Ευρώπη. Έτσι δημιουργήθηκε η Κέλτικη Εκκλησία. Τα αρχεία της αναφέρουν πως ιδρύθηκε το 37 μ.χ. δηλ. 4 χρόνια μετά την Σταύρωση του Χριστού και ονομάστηκε Εκκλησία του Ιησού. Η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε μετά από 3 αιώνες και αφού οι Χριστιανοί του Πέτρου και του Παύλου είχαν υποστεί τους διωγμούς 300 χρόνων. Η Κέλτικη Εκκλησία αντιστάθηκε στον Παπισμό της Ρώμης, γι ' αυτό και οι συχνές κόντρες μεταξύ τους. Τα διδάγματα της Κέλτικης Εκκλησίας, βασίζονταν στα ίδια τα διδάγματα του Ιησού και όχι στην Παπική θρησκεία. Μιλούσαν για δικαιοσύνη, για ηθικούς κώδικες και για ισότητα όπως δεν είχε διδάξει ποτέ η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Ακόμα και το 195 μ.χ. 1800 χρόνια πριν, ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας έσβησε ο ίδιος κάποια κείμενα του Απόστολου Μάρκου. Σε μια επιστολή του έγραφε: «ακόμα και αν θεωρηθούν αληθινά, αυτός που αγαπάει την αλήθεια , δεν πρέπει να τα λάβει υπόψη του, γιατί δεν πρέπει όλες οι αλήθειες  να λέγονται σε όλους τους ανθρώπους». Ενδιαφέρων , δεν νομίζετε; Από τότε ακόμα , φάνηκε πως οι Πατέρες δεν ήθελαν να διδάξουν το Ευαγγέλιο αυτούσιο, αλλά την ερμηνεία που ήθελαν να δώσουν αυτοί. Παραδόξως, το κείμενο που λείπει, αντικαταστάθηκε με ένα άλλο, το τελευταίο (16ο) κεφαλαίο του Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον. Αυτό το κεφαλαίο περιγράφει την Ανάσταση του Ιησού και δεν περιλαμβάνονταν στο αρχικό Ευαγγέλιο. Όμως , ποιο ήταν το κείμενο που αφαίρεσε ο Κλήμης; Αυτό λοιπόν το κείμενο ήταν η Ανάσταση του Λαζάρου. Σε αυτό παρουσιάζονταν ο Λάζαρος να μην έχει αναστηθεί πραγματικά από νεκρών, απλά είχε τοποθετηθεί μέσα στον τύμβο ζωντανός. Ο Ιησούς πήγε να τον «αναστήσει», αλλά όχι επειδή είχε πεθάνει. Τον ανέστησε από τον πνευματικό θάνατο στον οποίο είχε καταδικαστεί. Οι νόμοι εκείνης της εποχής υπαγόρευαν αυτόν τον συμβολικό θάνατο σαν τιμωρία για κάποια εγκλήματα που είχε διαπράξει το άτομο που είχαν καταδικάσει. Το έγκλημα του Λάζαρου στην συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ότι είχε ηγηθεί μιας ομάδας ενόπλων που με βίαιο τρόπο φύλαγαν τα δημόσια αποθέματα νερού που είχαν μεταφερθεί με την νέα Ρωμαϊκή υδροφόρα στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιησούς παράνομα , αφού δεν κατείχε ακόμα κάποιον ιερατικό τίτλο που να του επέτρεπε την παρέμβαση, γλύτωσε τον Λάζαρο από βέβαιο θάνατο, μιας και μετά την έλευση 3 ημερών παραμονής στον τύμβο, ο καταδικασμένος τυλίγονταν με πανιά και θάβονταν πλέον ζωντανός! Το θαύμα που έκανε ο Ιησούς λοιπόν δεν ήταν η «ανάσταση' του Λαζάρου, αλλά η ατιμωρησία η δική του , μιας και δεν είχε το δικαίωμα να εκτελέσει μια τέτοια πράξη χωρίς να κατέχει τον νόμιμο τίτλο του ιερέα. Και το παράδοξο της όλης υπόθεσης είναι πως μόλις ακούστηκε η πράξη του αυτή, εκείνος που εισηγήθηκε την ατιμωρησία του, ήταν ο Ηρώδης Αντύπας! Αυτό λοιπόν χαρακτηρίστηκε σαν θαύμα. Όπως καταλαβαίνετε η συγκεκριμένη ιστορία έπρεπε να μείνει κρυφή για το συμφέρον των διδαγμάτων που προσπαθούσαν να περάσουν οι Επίσκοποι. Η ιστορία του Λαζάρου, όπως παρουσιάζεται από τον Ιωάννη,  με την καινούργια προσθήκη του 16ου κεφαλαίου του ευαγγελίου του Μάρκου ενισχύει τα διδάγματα των Καθολικών Πατέρων. Υπάρχει , όμως κι άλλος ένας λόγος που το συγκεκριμένο κείμενο διεγράφη από τον Κλήμη. Σε αυτό το κείμενο περιγράφεται καθαρά πως ο Ιησούς και η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν ζευγάρι ! Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη υπάρχει μια περίεργη αναφορά στον Ιησού και την Μαγδαληνή. Λέει πως όταν ο Ιησούς κατέβηκε στην Βηθανία για να βοηθήσει τον φίλο του τον Λάζαρο, η αδερφή του Μάρθα έτρεξε να τον προϋπαντήσει, ενώ η αδελφή της η Μαρία Μαγδαληνή έμεινε στο σπίτι να περιμένει. Στο κείμενο που διέγραψε ο Κλήμης ο Μάρκος λέει πως η Μαρία βγήκε μαζί με την Μάρθα να υποδεχτεί τον Ιησού, αλλά οι μαθητές την επέπληξαν γι 'αυτή της την ενέργεια και την έστειλαν πίσω στο σπίτι να περιμένει την εντολή του Ιησού για να βγει. Κατά τον εβραϊκό νόμο, σε περίπτωση πένθους στην οικογένεια η γυναίκα έπρεπε να φυλάει το σπίτι και την περιουσία , μέχρι ο άντρας της να της δώσει την εντολή να βγει.
Υπάρχουν στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτήν την θεωρία εκτός της Βίβλου. Αυτό που μας ενδιαφέρει , όμως , είναι να βρούμε στοιχεία μέσα στην Βίβλο που να την στηρίζουν. Υπάρχουν τέτοια στοιχεία στην Βίβλο; Ναι, υπάρχουν, μόνο που μερικά είναι συγκεκριμένα και άλλα επιδέχονται ερμηνείας. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον κατάλογο με τους μόνιμους ακολούθους του Ιησού. Στις 6 από τις 7 λίστες που υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη, με τα ονόματα των ακολούθων του υπάρχει το όνομα της Μαρίας της Μαγδαληνής και μάλιστα πρώτο, πιο πάνω και από την μητέρα του Χριστού, την Μαρία ! Όποιος έχει ασχοληθεί με την ιεραρχία εκείνης της εποχής, γνωρίζει πως το όνομα της συζύγου τοποθετούνταν πάντα πρώτο, πιο πάνω ακόμα και από το όνομα των γονέων. Η φράση «Πρώτη Κυρία» χρησιμοποιείται κατά κόρον σήμερα και υποδηλώνει τον τίτλο που έχει δοθεί στην σύζυγο ενός αρχηγού κράτους, κάτι σαν αναγνώριση της σημασίας που δίνεται στο έτερον ήμισυ ενός ηγέτη. Ίσως , αυτή είναι η πιο ακριβής περιγραφή που μπορούμε να δώσουμε στην Μεσσιανική Βασίλισσα, την Μαρία Μαγδαληνή.
Όμως αυτός ο γάμος αναφέρεται πουθενά στην Καινή Διαθήκη; Μερικοί υποστηρίζουν πως ο περίφημος γάμος στην Κανά ήταν στην πραγματικότητα ο γάμος του Ιησού και της Μαγδαληνής. Μάλλον δεν ισχύει αυτό, η τελετή όμως τελικά περιγράφεται στην Καινή Διαθήκη. Στον Λουκά βλέπουμε ένα ίχνος που μας οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα, όταν ο Λουκάς αναφέρει τις δυο συναντήσεις του Ιησού και της Μαγδαληνής, με διαφορά 2,5 χρόνων η μια από την άλλη. Ίσως ο κοινός αναγνώστης να μην αντιλαμβάνεται την χρονική διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δυο συναντήσεων, αλλά αυτή είναι καθορισμένη στα δυόμισι χρόνια και σημαίνει μέρος ενός ιεροτελεστικού που πραγματοποιούσαν εκείνη την εποχή. Τον γάμο ! Μεσσίας σημαίνει «Αυτός Που Θα Έρθει» η «Ο Αναμενόμενος» και αναφέρεται στον Ιησού αυτή η έκφραση σε όλα τα ευαγγέλια. Αν ψάξουμε στην Παλαιά Διαθήκη, όμως , θα δούμε πως αυτός ο τίτλος του Μεσσία δίνονταν σε όλους τους «αναμενόμενους» ιερείς και στους συγγενείς του Δαυίδ. Και όπως γνωρίζουμε, ο Ιησούς ήταν απόγονος του Δαυίδ από την μεριά του πατέρα του, του Ιωσήφ. Δεν μπορούσε όμως να φέρει αυτόν τον τίτλο ανύπαντρος. Ήταν απαραίτητο να παντρευτεί ώστε να του επιτρέψουν να χαρακτηριστεί Μεσσίας. Και η τελετή αυτού του γάμου θα ήταν η απαρχή της Μεσσιανικής Δυναστείας. Έτσι και έγινε. Το τελετουργικό απαιτούσε άλειμμα με λάδι του άντρα από την νύφη, κατόπιν σκούπισμα με τα μαλλιά της και ύστερα η νύφη έκλαιγε για τον υποχρεωτικό χωρισμό τους που θα διαρκούσε 2,5 χρόνια. Το άλειμμα με λάδι ήταν μέρος της ιεροτελεστίας του γάμου και είμαι σίγουρος πως αν ψάξετε την Καινή Διαθήκη, θα βρείτε πλήθος από αναφορές που υποστηρίζουν αυτό το συμπέρασμα. Ένα άλλο στοιχείο που μας δίνεται είναι το όνομα της νύφης. Η γυναίκα του Μεσσία, ακόμα και αν δεν την έλεγαν Μαρία, έπαιρνε αυτό το όνομα, γιατί περισσότερο ήταν τίτλος παρά όνομα. Η μητέρα του Ιησού λέγονταν Μαρία και αυτό ήταν το πραγματικό της όνομα. Όμως η Μαρία , λέγονταν και Μαγδαληνή, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως το Μαρία ήταν ο τίτλος της. Ακόμα και σήμερα, ορισμένα μοναστικά τάγματα χρησιμοποιούν αυτό το όνομα σαν τίτλο. Αδελφή Μαρία Τερέζα, Αδελφή Μαρία Λουίζα και άλλα.
Όπως είπαμε πιο πάνω, ο γάμος είχε 2 στάδια. Το πρώτο στάδιο ήταν η ιεροτελεστία που αναφέραμε, ενώ το δεύτερο στάδιο, της επικύρωσης του γάμου, γίνονταν όταν η νύφη βρίσκονταν στον 3ο μήνα της εγκυμοσύνης της. Αυτό συνέβαινε επειδή πολλές γυναίκες ήταν στείρες η απέβαλλαν συνέχεια. Προκειμένου να εξασφαλιστεί λοιπόν η «καρπερότητα»της γυναίκας, που ήταν απαραίτητη για την διαιώνιση του ιερού αίματος,, ο γάμος επικυρώνονταν μόνο μετά τον 3ο μήνα της εγκυμοσύνης της , μιας και θεωρούσαν, πως πέραν των 3 μηνών ήταν δύσκολη η αποβολή του παιδιού. Μετά και την επικύρωση του γάμου, η νύφη κουβαλούσε γύρω από το λαιμό της ένα φιαλίδιο με μύρο το οποίο θα κρατούσε επάνω της, για όσα χρόνια ζούσε ο άντρας της. Όταν αυτός θα πέθαινε, θα χρησιμοποιούσε αυτό το μύρο για να αλείψει το νεκρό σώμα του. Όπως και φαίνεται τελικά , πως κάνει η Μαγδαληνή μετά τον «θάνατο» του Ιησού στον Σταυρό. Κατά την διάρκεια της Αναγέννησης, ο έξοχος καλλιτέχνης Φρα Αντζέλικο ζωγράφισε την Μαγδαληνή με στέμμα, δίπλα στον Ιησού, σαν να υποδείκνυε κάτι που το γνώριζε μόνο ο ίδιος. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όμως δεν δέχτηκε ποτέ την Μαγδαληνή σαν αγία ,αλλά αντίθετα πόρνη την ανέβαζε, πόρνη την κατέβαζε. Σε πλήρη αντίθεση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η Κέλτικη Εκκλησία και οι Ναϊτες Ιππότες την θεωρούσαν αγία. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι πως την χαρακτήριζαν σαν προστάτιδα του οίνου, φύλακα του κρασιού, φύλακα του 'γιου Δισκοπότηρου και της ιερής γραμμής αίματος. Όμως , υπάρχουν τόσα πολλά στην Καινή Διαθήκη, που δεν καταλαβαίνουμε, η που δεν μας άφησαν να καταλάβουμε. Τώρα πια ,γνωρίζουμε πως σαφώς και υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτά που μας έχουν ερμηνεύσει οι επίσημες αρχές της εκκλησίας. Τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας μας έχουν βοηθήσει να αντιληφθούμε καλύτερα τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Μιλάνε για την ζωή των Αποστόλων, για τα αξιώματα που κατείχαν και την πολιτική που ακολουθούσαν, τους κανόνες και τα καθήκοντα τους. Ξέρουμε τώρα μερικά πράγματα παραπάνω για τις αλληγορίες που χρησιμοποιούνται κατά κόρον στα ευαγγέλια και τις επιστολές. Μια από αυτές τις αλληγορίες αντιπροσωπεύει και η λέξη «ψάρια» η «ψαράς». Στον Μεσσιανικό τρόπο ζωής ,τα ψάρια ήταν οι υποψήφιοι πιστοί, αυτοί που έπρεπε να καθοδηγηθούν προκειμένου να σωθούν, και οι καθοδηγητές τους , ονομάζονταν ψαράδες. Αυτοί που βοηθούσαν τους ψαράδες στο έργο τους , λέγονταν υποψήφιοι ψαράδες. Οι Απόστολοι Ιάκωβος και Ιωάννης ήταν ψαράδες, ενώ ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν υποψήφιοι. 'λλωστε, ο ίδιος ο Ιησούς τους είχε πει: «Εγώ θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Λογικό είναι να μην καταλαβαίνουμε τους χαρακτηρισμούς εκείνης της εποχής, όπως αυτοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να καταλάβουν τους αντίστοιχους χαρακτηρισμούς της δικής μας εποχής. Αν κάποιος τους έλεγε για παράδειγμα πως ο Ζιντάν είναι «αστέρι» του ποδοσφαίρου τι θα καταλάβαιναν; Βλέπετε, όταν γράφτηκαν τα ευαγγέλια και οι επιστολές, βρίσκονταν ακόμη κάτω από την Ρωμαϊκή κυριαρχία και έτσι έπρεπε αυτά που έγραφαν να τα κωδικοποιήσουν προκειμένου να αποφύγουν τις διενέξεις με τον Ρωμαίο κατακτητή. Γι 'αυτό και σε ορισμένα σημεία της Καινής Διαθήκης υπάρχει η φράση : «ο έχων ώτα ακουέτω», που σημαίνει πως αυτό το σημείο πρέπει να ερμηνευτεί διαφορετικά. Ίσως και τα θαύματα του χωρούν πλέον και άλλης επεξήγησης πέραν του υπερφυσικού. Ίσως να ήταν σημαίνουσες πολιτικές πράξεις που έδιναν άλλο χαρακτήρα στην δράση του Ιησού. Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός πως ο Ιησούς ήταν ένας εξαιρετικός καθοδηγητής προς τον δρόμο της αλήθειας, όμως τώρα ξέρουμε πλέον πως δεν ήταν αυτός ακριβώς που μας περιέγραφαν τόσα χρόνια οι Πατέρες της Εκκλησίας. Τώρα πλέον γνωρίζουμε γιατί η Καινή Διαθήκη περιέχει τόσες ασάφειες και αντιθέσεις. Πάρτε για παράδειγμα τον Μάρκο: σε ένα σημείο λέει πως ο Ιησούς σταυρώθηκε την 3η ώρα, ενώ ο Ιωάννης λέει πως σταυρώθηκε την 6η ώρα. Σε μερικούς μπορεί να μην φαίνεται σημαντική αυτή η διαφορά 3 ωρών, πιστέψτε με όμως πως και αυτό έχει τον λόγο του που υπάρχει σαν αντίθεση. Ας κοιτάξουμε λίγο το νερό και το κρασί του γάμου της Κανά. Αυτό το θαύμα βρίσκεται καταγεγραμμένο μόνο από τον Ιωάννη. Αν είχε τόση σημασία σαν θαύμα για την θρησκεία, γιατί δεν το αναφέρουν και τα άλλα 3 ευαγγέλια; Εδώ θέλω να τονίσω πως , αντίθετα από αυτά που έχουμε διδαχθεί, σε κανένα σημείο ο Ιωάννης δεν λέει, «τους τέλειωσε το κρασί». Αντίθετα, η μητέρα του Ιησού γυρίζει και του λέει: «Δεν έχουν κρασί». Και ο Ιησούς της απαντάει: «Τι επεμβαίνεις σ' εμέ, γυναίκα; Δεν ήλθε ακόμη η ώρα μου». Τότε η μητέρα του φώναξε τους υπηρέτες και επέσπευσε την διαδικασία: « Κάνετε ό,τι σας πει». Η παρουσία κάποιου ατόμου σαν προϊσταμένου της γιορτής φανερώνει πως δεν ήταν ακριβώς γάμος , αλλά μια γιορτή που γίνονταν προ της επίσημης τελετής. Σ' αυτή την γιορτή κρασί δεν είχαν δικαίωμα να πίνουν, πλην των ιερέων και των διακεκριμένων Ιουδαίων. Οι υπόλοιποι έπιναν μόνο νερό, από τις στάμνες που είχαν εκεί, όπως αναφέρει και ο Ιωάννης. Εκείνη την εποχή , ούτε και ο Ιησούς θεωρούνταν διακεκριμένο πρόσωπο, αλλά ούτε και ιερέας ήταν. Γι ' αυτό η Μαρία , δυσαρεστημένη από το γεγονός τον παρότρυνε να δώσει κρασί σε όλους τους καλεσμένους, να σπάσει την παράδοση δηλαδή. Κρασί για όλους! Αυτό ήταν στην ουσία το θαύμα της Κανά. Κάποιοι λένε πως ο γάμος της Κανά , ήταν στην πραγματικότητα ο γάμος του Ιησού και της Μαγδαληνής. Από τα αρχεία, μαθαίνουμε πως ο γάμος της Κανά έγινε τον Ιούνιο του 30 μ.χ. συνήθως οι γάμοι εκείνης της εποχής γίνονταν τον μήνα Σεπτέμβρη και οι γιορτή 3 μήνες πριν, δηλαδή τον Ιούνιο. Επίσης γνωρίζουμε τώρα πως το πρώτο μέρος του γάμου του Ιησού , η επάλειψη, δηλαδή, έγινε τον Σεπτέμβριο του 30 μ.χ. γεγονός που ενισχύει την άποψη πως ο γάμος της Κανά ήταν ο γάμος του Ιησού και της Μαγδαληνής. Τα ευαγγέλια μας λένε μια ιστορία που αν και έχει διαφορές από το ένα κείμενο στο άλλο, ωστόσο μπορούμε να τις επιβεβαιώσουμε και από τα αρχεία των Ρωμαίων. Μιλάμε για την δίκη του Ιησού από τον Πόντιο Πιλάτο και την σταύρωση του, τον Μάρτιο του 33 μ.χ. κατά την διάρκεια του Πάσχα. Το δεύτερο μέρος του γάμου που έγινε στην Βηθανία, τελέστηκε μια βδομάδα πριν από αυτά τα γεγονότα και γνωρίζουμε πως η Μαγδαληνή ήταν ήδη 3 μηνών έγκυος. Θα επανέλθουμε αργότερα όμως σε αυτό.
Στα ευαγγέλια αναφέρεται πως ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας, αυτός που θα έβγαζε τον λαό των Εβραίων από την καταπίεση των Ρωμαίων, ο απελευθερωτής. Εκείνη την εποχή, η Ιουδαία, ήταν ως γνωστόν κατεχόμενη από τους ρωμαίους που επέβαλλαν την τάξη με τον στρατό κατοχής, ενώ αντάρτες πολεμούσαν και σαμποτάριζαν τους εισβολείς. Ο Ιησούς αναμένονταν λοιπόν σαν Μεσσίας και στο τέλος κατάφερε να το πάρει το χρίσμα. Στον 1ο αιώνα μ.χ. τα αρχεία των Ιουδαίων τον αναφέρουν σαν «σοφό», σαν «δάσκαλο» και σαν «βασιλιά», αλλά πουθενά δεν αναφέρεται η θεικότητα του. Όταν , μάλιστα τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας τον  ονομάζουν Μεσσία του Ισραήλ, Ανώτατο Στρατιωτικό Διοικητή του Ισραήλ, τότε δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία πως οι Απόστολοι ήταν οπλισμένοι! Από την αρχή της στρατολόγησης τους, ο Ιησούς είχε φροντίσει να είναι οπλισμένοι. Μην ξεχνάμε τον Πέτρο που τράβηξε το σπαθί του και έκοψε το αυτί του δούλου Μάλχου, όταν πήγαν να συλλάβουν τον Ιησού. Ο Ιησούς είπε: « δεν φέρνω ειρήνη, αλλά ένα σπαθί».
Εκείνη την εποχή λοιπόν, μαζί με τους Ρωμαίους κατακτητές συντάσσονταν και το Συμβούλιο των Ιουδαίων. Στα μάτια της Εβραϊκής κοινότητας, οι Ιουδαίοι ήταν ο λαός του Θεού. Ανήκαν στον Θεό και ο Θεός ανήκε σ' αυτούς. Τα πολιτικά παιχνίδια εξουσίας, ήταν κάτι συνηθισμένο σε μια φυλή που οι αιρέσεις της ( Ναζωραίοι, Εσσαίοι κλπ) ήταν τόσες πολλές και σημαντικές. Ο Ιησούς θεωρούνταν ήδη σαν μια απειλή στα μάτια των επικριτών του, των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων. Αν μέσα σε όλους αυτούς προσθέσετε και το Εβραϊκό Συμβούλιο , τότε εύκολα αντιλαμβάνεστε πόσους πραγματικά εχθρούς είχε ο Ιησούς. Σίγουρα, πολύ θα ήθελαν όλοι αυτοί να τον καταδικάσουν, αλλά αν το έκαναν θα ξεσήκωναν εναντίον τους τον λαό που τον πίστευε και τον ακολουθούσε. Έτσι, αναπόφευκτα έπρεπε να βρουν κάποιον άλλο τρόπο να τον ξεφορτωθούν. Ο Ιησούς αντιπροσώπευε πολλούς κινδύνους για όλους αυτούς , ο σημαντικότερος όμως ήταν η δυτικότροπη παιδεία και φιλοσοφία που προσπαθούσε να περάσει μέσα από τα διδάγματα του. Βασίζονταν κυρίως στην Αρχαία Ελληνική Σκέψη οι θέσεις του και μην ξεχνάτε πως ο Ελληνικός τρόπος ζωής ήταν ανεπιθύμητος στην Ιουδαία. Για να τον ξεφορτωθούν , λοιπόν, τον κατέδωσαν στους Ρωμαίους, μια και αυτοί δεν μπορούσαν να συγκροτήσουν δικαστήριο να τον καταδικάσει , λόγω του ότι ήταν Πάσχα και ως γνωστόν, μέχρι και σήμερα , κατά την διάρκεια του Εβραϊκού Πάσχα, απαγορεύεται δια νόμου η σύγκληση του Συμβουλίου για νομικά θέματα. Αυτή ήταν και η επίσημη δικαιολογία τους προς τους Ρωμαίους, όταν ρωτήθηκαν γιατί δεν τον δίκαζαν οι ίδιοι. Όσο για τον θάνατο του Ιησού στον Σταυρό,  αυτός μπορεί να θεωρηθεί πιο πολύ σαν «πνευματικός» θάνατος παρά σαν φυσικός. Αυτό καθορίζεται από τον «κανονισμό των 3 ημερών» που όλοι κατά την διάρκεια του 1ου αιώνα γνώριζαν. Για τα πολιτιστικά και νομικά πεπραγμένα της εποχής εκείνης, ο Ιησούς ήταν ήδη «νεκρός» πριν καν ανέβει στον Σταυρό. Αυτό στην Αρχαία Ελλάδα το ονόμαζαν «εξοστρακισμό» και νομίζω πως αυτή η περιγραφή μπορεί να δώσει την αληθινή έννοια του «θανάτου» του. Για 3 μέρες ο Ιησούς ήταν νομικά άρρωστος , με τον απόλυτο θάνατο να έρχεται την 4η μέρα. Αυτή την μέρα θα θάβονταν ζωντανός, εκτός αν «ανασταίνονταν», όπως και συνέβη. Και μάλιστα , το είχε προβλέψει και ο ίδιος.
«Αναστάσεις» εκείνη την εποχή μπορούσε να πραγματοποιήσει μόνο ο Ανώτατος Ιερέας η ο Πατέρας της Κοινότητας. Εφόσον ο Ανώτατος Ιερέας ήταν ο Ιωσήφ Καϊάφας , ο άνθρωπος που ζήτησε την καταδίκη του Ιησού, απέμενε ο Πατέρας της κοινότητας για να τον «αναστήσει». Ο Πατέρας αυτός ,όπως ίσως θυμάστε, ήταν ο Σίμων ο Ζηλωτής. Στα Ευαγγέλια, αναφέρεται πως ο Ιησούς πάνω στον Σταυρό, λέει: «Πατέρα , εις τα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου» και γνωρίζουμε πως κατά αυτήν την περίοδο, πατέρας του ήταν ο Σίμων ο Ζηλωτής.
Ο θάνατος του Ιησού επιβεβαιώνεται στις Γραφές από το «κέντημα» στα πλευρά του, με ένα δόρυ, που του έκανε ένας στρατιώτης «και ευθύς εξήλθεν αίμα και ύδωρ». Όμως δεν λέει πουθενά πως τον τρύπησε με το ακόντιο, αλλά πως «αυτού την πλευράν ένυξε» δηλαδή πως την έγδαρε. Επίσης λέει, πως έτρεξε αίμα και νερό από την πληγή του. Πρώτα από όλα δεν είναι λογικό να τρέξει νερό από πληγή είτε ζωντανού, είτε πεθαμένου. Σύμφωνα με την ιατρική επιστήμη (έκανα την σχετική έρευνα) το νερό δεν μπορεί να τρέξει από το ανθρώπινο σώμα μέσα από πληγή. Και το αίμα που τρέχει είναι δείγμα ζωής και όχι θανάτου, εφόσον μετά τον θάνατο σταματάει η κυκλοφορία του αίματος.
Ας δούμε, όμως, τι λένε και τα Ευαγγέλια επί του θέματος. Λένε , λοιπόν, πως ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία ήρθε και πήρε το σώμα του Ιησού για να το θάψει. Όταν αναφερόμαστε σε ένα ζωντανό άνθρωπο, χρησιμοποιούμε την λέξη σώμα. Π.χ. «αυτή η κοπέλα έχει ωραίο σώμα». Όταν θέλουμε να αναφερθούμε στο σώμα κάποιου πεθαμένου, όμως, λέμε για το πτώμα του. Η λέξη σώμα υπονοεί ένα ζωντανό κορμί, ενώ η λέξη πτώμα το πεθαμένο. Αυτά είναι βασικά ελληνικά και μην ξεχνάτε, πως η Καινή Διαθήκη, γράφτηκε στα ελληνικά. Ο Χριστός προφανώς επέζησε της σταυρώσεως. Ακόμα και το Κοράνι, αναφέρει πως ο Ιησούς έζησε και μετά την Σταύρωση. Στα ευαγγέλια, παρατηρείται μια διαφορά ως προς τον καθορισμό της ώρας της Σταύρωσης. Σε κάποια αναφέρεται πως έγινε την 3η απογευματινή και σε άλλα την 6η. Φαίνεται πως αυτή η διαφορά ώρας ήταν σημαντική. Εκείνη την εποχή, συνήθιζαν να χωρίζουν το 24ωρο σε 12 ώρες νύχτας και 12 ώρες μέρας. Ο Ιησούς είπε: «δεν υπάρχουν 12 ώρες σε μια μέρα;» Ο χρόνος μετρούνταν με την θέση του ήλιου και με την μέτρηση της διάρκειας των προσευχών από τους ιερείς. Το μέτρημα της ημερήσιας ώρας ξεκινούσε από το πρωί, από την ανατολή του ήλιου. Από καιρό σε καιρό η μέτρηση της μέρας άλλαζε, όπως άλλαζαν και οι εποχές. Προστίθονταν η αφαιρούνταν ώρες, ανάλογα με την εποχή. Εκείνο τον Μάρτιο, η μέρα ξεκινούσε στις 6 το πρωί. 'λλοτε πάλι, προστίθονταν ώρες στην νύχτα. Αυτό λογικά σημαίνει πως οι ώρες που προστίθονταν στην νύχτα, παίρνονταν από την διάρκεια της μέρας και έτσι είχαν 3 ώρες νύχτας, που στην ουσία ήταν μέρα! Αυτές οι 3 ώρες ήταν που έκαναν τη διαφορά στην σταύρωση του Ιησού. Ο λόγος ήταν , πως ενώ για τους περισσότερους ίσχυε το υπάρχον σύστημα μέτρησης της ώρας, για τους Εσσαίους, τους Ναζωραίους και κάποιες άλλες αιρέσεις υπήρχε άλλο σύστημα. Αυτοί άλλαζαν την ώρα από τα μεσάνυχτα. Δηλαδή ενώ για τους περισσότερους Εβραίους η ώρα ήταν η 3η απογευματινή, γι ' αυτούς ήταν η 6η απογευματινή. Και δεδομένου πως για τους περισσότερους Εβραίους το Σάββατο ξεκινούσε στις 9, για τους υπόλοιπους ξεκινούσε τα μεσάνυχτα, πράγμα που σημαίνει πως είχαν 3 ολόκληρες ώρες καιρό να κάνουν ότι είχαν να κάνουν πριν φύγει η Παρασκευή. Και γι 'αυτό τα Ευαγγέλια λένε πως «από την έκτην ώραν έγινε σκοτάδι εις όλην την γην μέχρι της ενάτης ώρας». Γιατί για αυτούς άλλαζε η μέρα σε νύχτα , με την προσθήκη αυτών των 3 ωρών. Και σε αυτό το χρονικό περιθώριο των 3 ωρών οι μαθητές του Ιησού, μπορούσαν να τον βοηθήσουν άνετα, αφού γι ' αυτούς ήταν ακόμα Παρασκευή, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που είχαν Σάββατο και όπως όλοι γνωρίζετε , το Σάββατο απαγορεύονταν κάθε φυσική δραστηριότητα, γιατί ήταν η μέρα του Θεού.
Έτσι, φτάνουμε σε ένα από τα πιο παρεξηγημένα σημεία της Βίβλου, και από κει, θα προχωρήσουμε σε άλλες εποχές μέσα στην Ιστορία, για να διηγηθούμε την γέννηση του γιου του Ιησού και της Μαγδαληνής , τον Σεπτέμβρη του 33 μ.χ., ένα από τα πιο παρεξηγημένα σημεία της Καινής Διαθήκης είναι και η Ανάληψη και συζητώντας γι 'αυτήν , θα ασχοληθούμε με τα 3 παιδιά του ιερού ζεύγους και των συγγενών αυτών.
Γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια πως η επικύρωση του γάμου του Ιησού και της Μαγδαληνής, στην Βηθανία, έγινε μια βδομάδα πριν την Σταύρωση και η Μαγδαληνή ήταν ήδη 3 μηνών έγκυος, προκειμένου να γεννήσει τον Σεπτέμβρη. Τι μας λένε τα Ευαγγέλια για τα γεγονότα εκείνου του Σεπτέμβρη; Τίποτα, αλλά οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν τον Σεπτέμβρη ως τον μήνα που έγινε η Ανάληψη του Ιησού στους ουρανούς. Όμως η λέξη «Ανάληψη δεν εμφανίζεται πουθενά στο αρχαίο κείμενο, το οποίο λέει: « Όταν είπε αυτά, εσηκώθηκε εις τον αέρα, ενώ εκείνοι(οι μαθητές) τον εκοιτούσαν, και ένα σύννεφο τον απέκρυψε από τα μάτια τους. Και καθώς εκοιτούσαν με προσοχήν προς τον ουρανόν, ενώ αυτός ανυψώνετο, αίφνης δυο άνδρες με ενδύματα λευκά εστάθηκαν κοντά τους και τους είπαν: άνδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεσθε και κοιτάζετε εις τον ουρανόν; Αυτός ο Ιησούς... θα έλθει κατά τον ίδιο τρόπο όπως τον είδατε να ανεβαίνει εις τον ουρανόν». Σε ένα άλλο σημείο λέει πως ο ουρανός θα πρέπει να δεχθεί τον Ιησού «έως την μέραν της αποκαταστάσεως του». Δεδομένου πως αυτός ήταν ο μήνας που θα γεννούσε η Μαγδαληνή, μήπως υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ της γέννας και της Αναλήψεως; Φυσικά υπάρχει και αυτό επιβεβαιώνεται από την μνεία της μέρας της αποκατάστασης. Δεν υπήρχαν νόμοι μόνο για την τελετή του γάμου, αλλά και νόμοι που αφορούσαν και την ίδια την έγγαμη ζωή. Οι κανόνες του Μεσσιανικού γάμου ήταν φυσικά διαφορετικοί από τους κανόνες που όριζαν τον γάμο των απλών θνητών. Οι Μεσσιανικοί γονείς τυπικώς χώριζαν μετά την γέννηση ενός παιδιού. Ακόμα μεγαλύτερη προτεραιότητα έδιναν στον κανόνα που έλεγε πως δεν έπρεπε να συνευρίσκονται άλλο μήνα πλην του Δεκεμβρίου, ώστε η γέννα να γίνονταν τον Σεπτέμβρη που γι 'αυτούς θεωρούνταν ιερός μήνας. Αυτόν τον κανόνα φυσικά, έσπασαν οι γονείς του Ιησού, και αυτός ήταν και ο λόγος που υπήρχε διχογνωμία μεταξύ των φίλων και των εχθρών του, για το αν ήταν πράγματι ο Μεσσίας. Όταν ένα Μεσσιανικό παιδί συλλαμβάνονταν την λάθος εποχή του χρόνου, η μητέρα τίθονταν σε απομόνωση, προκειμένου να κρύψει την ντροπή της και να αποφύγει την κατακραυγή του κόσμου. Το αναφέρει και ο Ματθαίος , λέγοντας πως «Ο άνδρας της ,ο Ιωσήφ, επειδή ήτο δίκαιος και δεν ήθελε να την εκθέσει, εσκέφθηκε να την διώξει κρυφά». Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, επενέβη ο Αρχάγγελος Συμεών που εκείνη την εποχή κρατούσε τον τίτλο του Γαβριήλ. Στα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας και στο Βιβλίο του Ενώχ, (που αποκλείστηκε από την Παλαιά Διαθήκη), αναφέρεται πως οι Αρχάγγελοι ήταν οι Αρχιερείς του Κουμράν, κρατώντας τίτλους όπως Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ραφαήλ, Σαριήλ κλπ.
Στην περίπτωση του Ιησού και της Μαγδαληνής, ωστόσο, τηρήθηκε αυτός ο νόμος κατά γράμμα, και το πρώτο τους παιδί γεννήθηκε τον Σεπτέμβρη του 33 μ.χ. αφού είχε προηγηθεί η συνεύρεση τους τον Δεκέμβρη του 32 μ.χ. Από την ώρα της γέννησης του παιδιού, το ζευγάρι έπρεπε να χωρίσει για 3 χρόνια, αν το παιδί ήταν κορίτσι, και για 6 χρόνια αν το παιδί ήταν αγόρι. Ο γάμος τους θα γίνονταν «κανονικός» μόνο την ύστατη ώρα της αποκατάστασης. Εντωμεταξύ, η γυναίκα και το παιδί θα εισχωρούσαν στους κόλπους κάποιας πίστης, ενώ ο πατέρας θα έμπαινε στο «Βασίλειο των Ουρανών». Αυτό το Βασίλειο των Ουρανών ήταν στην συγκεκριμένη περίπτωση, το Ανώτατο Εσσαϊκό Μοναστήρι που βρίσκονταν στο Μίρντ, κοντά στην Νεκρά Θάλασσα, και η τελετή εισαγωγής γίνονταν από τους Αρχιερείς, κάτω από την επίβλεψη του εκάστοτε διορισμένου Ηγέτη των Προσκυνητών. Στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο Έξοδος, οι Ισραηλίτες προσκυνητές οδηγήθηκαν στην Γη της Επαγγελίας από ένα «σύννεφο» και σύμφωνα με την ορολογία της Εξόδου, ο Ηγέτης των Προσκυνητών ονομάζονταν και σύννεφο.
Έτσι, αν τώρα διαβάσουμε ξανά τις Πράξεις των Αποστόλων και με βάση τις πληροφορίες που αποκομίσαμε, θα διαπιστώσουμε ότι: ο Ιησούς ανέβηκε με την βοήθεια του σύννεφου(Ηγέτη των Προσκυνητών) στο Βασίλειο των Ουρανών (το Ανώτατο Εσσαϊκό Μοναστήρι) και οι άντρες με τα λευκά (Αρχάγγελοι- Αρχιερείς) είπαν πως θα γυρίσει  την ώρα της Αποκατάστασης (του Μεσσιανικού Γάμου).
Αν τώρα δούμε την Επιστολή του Απόστολου Παύλου προς Εβραίους, ανακαλύπτουμε πως εξηγεί το γεγονός της Ανάληψης με κάποιες περισσότερες λεπτομέρειες, αφού ο Παύλος λέει πως ο Ιησούς εισήλθε στην ιεροσύνη του ουρανού, ενώ δεν κατείχε ιερατικό αξίωμα. Εξηγεί πως ο Ιησούς από την μεριά του πατέρα του (του Ιωσήφ) ανήκε στην Δαυιδική οικογένεια που κρατούσε το δικαίωμα της Βασιλείας, αλλά δεν είχε δικαίωμα στα ιερατικά αξιώματα γιατί αυτά ήταν αποκλειστικά δικαιώματα της γενιάς του Ααρών και του Λευί. Όμως , όπως λέει ο Παύλος μια ειδική συγκατάθεση δόθηκε γιατί, όπως η ιεροσύνη άλλαξε ,έτσι έπρεπε να αλλάξει και ο νόμος. Σαν αποτέλεσμα αυτής της ανάγκης αλλαγής του νόμου, εξηγεί πως ο Ιησούς κατάφερε να μπει στην Βασιλεία των Ουρανών.
Έτσι, τον Σεπτέμβρη του 33 μ.χ. η Μαγδαληνή γέννησε το πρώτο της παιδί και ο Ιησούς μπήκε στην Βασιλεία των Ουρανών. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά που να δείχνει πως το παιδί ήταν αγόρι, (όπως υπάρχει για τα επόμενα δυο) και δεδομένου του γεγονότος πως ο Ιησούς γύρισε 3 χρόνια αργότερα, υποθέτουμε πως το παιδί ήταν κορίτσι. Ακολουθώντας τις χρονολογίες που μας δίνουν οι Πράξεις, βλέπουμε πως τον Σεπτέμβρη του 37 μ.χ. ένα δεύτερο παιδί γεννήθηκε και μετά ένα τρίτο τον Σεπτέμβρη του 44 μ.χ. Η περίοδος μεταξύ των 2 γεννήσεων κατά την διάρκεια της δεύτερης αποκατάστασης, μας υποδεικνύει πως το δεύτερο παιδί ήταν σαφέστατα αγόρι. Επίσης οι κωδικοποιημένες αναφορές στις Πράξεις ορίζουν και το τρίτο παιδί σαν αγόρι. Σύμφωνα με τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας, οτιδήποτε «κρυφό» υπάρχει στην Καινή Διαθήκη σηματοδοτείται από την φράση-κλειδί : ο έχων ώτα ακουέτω. Όταν αυτοί οι κώδικες και οι αλληγορίες κατανοηθούν, δεν χάνουν ποτέ το νόημα τους. Σημαίνουν πάντα το ίδιο πράγμα όπου χρησιμοποιούνται, και όταν χρησιμοποιούνται είναι για να καλύψουν το κενό που θα δημιουργηθεί με την έλλειψη τους. Για παράδειγμα , τα Ευαγγέλια μας εξηγούν πως ο Ιησούς ονομάζονταν και ο Λόγος του Θεού. «Και ο Λόγος ενσαρκώθηκε...» κλπ. Ο Ιωάννης μπαίνει σε μεγάλο κόπο προκειμένου να μας εξηγήσει ποιος είναι ο Λόγος του Θεού και επόμενα χωρία λένε: «ο Λόγος του Θεού στάθηκε δίπλα στην λίμνη» και «ο Λόγος του Θεού ήταν στην Σαμάρεια». Μηνύματα που περιέχουν πληροφορίες για την καρπερότητα και την καινούργια ζωή μας παρέχει η Παραβολή του Σπορέα του οποίου η σοδειά «γέννησε φρούτα και αυξήθηκε...». Έτσι, όταν λέγεται, «ο Λόγος του Θεού αυξήθηκε» «ο έχων ώτα ακουέτω» θα καταλάβουμε πως εννοεί ότι ο Ιησούς αυξήθηκε, δηλαδή έκανε γιο. Υπάρχουν 2 τέτοια χωρία στις Πράξεις που ακολουθούν τις χρονολογίες 37 και 44 μ.χ.
Ίσως το πιο παρεξηγημένο βιβλίο της Καινής Διαθήκης είναι η Αποκάλυψις του Ιωάννου, που διαστρέβλωσε το νόημα του η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Αυτό το βιβλίο δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Είναι γεμάτο με υπερφυσικές αναφορές, με φρικιαστικές λεπτομέρειες και, εν ολίγοις, δεν έχει το νόημα που προσπάθησε να του δώσει η εκκλησία. Δεν είναι κάποιο εσχατολογικό κείμενο η ένα προφητικό βιβλίο. Το κείμενο δεν ονομάζεται «Η Προφητεία» η «Η Προειδοποίηση». Ονομάζεται «Η Αποκάλυψη».
Λοιπόν τι μας αποκαλύπτει το βιβλίο; Χρονολογικά, η ιστορία του ακολουθεί τις Πράξεις των Αποστόλων και η Αποκάλυψη του Ιωάννη είναι στην πραγματικότητα η συνεχιζόμενη ιστορία του Ιησού και της Μαγδαληνής και των γιων τους, ειδικά του μεγαλύτερου γιου τους του Ιησού Ιούστου. Ακολουθεί την ζωή του και μιλάει λεπτομερώς για τον γάμο του, μαζί με την γέννηση του δικού του γιου. Αυτό το βιβλίο δεν είναι τελικά ένα προειδοποιητικό μήνυμα η ένα εσχατολογικό κείμενο, όπως μας το παρουσιάζει η εκκλησία, αλλά είναι αυτό που μας λέει και ο τίτλος του: Αποκάλυψη!
Όπως είδαμε νωρίτερα, οι επίσημοι ιερείς έφεραν το όνομα «ψαράδες», οι βοηθοί τους «αλιείς» και οι δοκιμαζόμενοι στην πίστη υποψήφιοι, «ψάρια». Ο Ιησούς απέκτησε τον τίτλο «ψαράς» όταν εισήλθε στην Βασιλεία των Ουρανών, μα μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε κανένα απολύτως ιερατικό αξίωμα. Οι ιερατικοί κανόνες των Λευιτών ιερέων καθόριζαν πως στους υποψηφίους έπρεπε να δοθούν 5 κομμάτια ψωμιού και 2 ψάρια, αλλά μόνο σε αυτούς που ήταν κατά συνθήκην Ιουδαίοι. Σαμαρείτες και λοιποί δεν είχαν δικαίωμα στην λήψη αυτής της τροφής και επομένως δεν μπορούσαν να κρατήσουν ιερατικό η άλλο αξίωμα. Πράγματι, αυτό το ιεροτελεστικό ήταν που εκτέλεσε ο Ιησούς στον περίφημο «χορτασμό των 5 χιλιάδων», γιατί διεκδικούσε το δικαίωμα να εισαχθεί στα ιερατικά αξιώματα. Προσφέροντας, αυτήν την τροφή σε όλο αυτόν τον κόσμο που προφανώς δεν είχε τα δικαιώματα των Ιουδαίων μια και υπήρχαν και άλλες φυλές ,εισήγαγε μια καινοτομία στους ιερούς κανόνες. Εκτός του ότι λέγονταν «ψαράς» πλέον ο Ιησούς, επίσης αναφέρεται με το όνομα Χριστός. Η λέξη Χριστός στα ελληνικά σημαίνει χρισμένος (Βασιλιάς δηλαδή) η χρήσιμος. Αλλά τότε θα ονομάζονταν Χρηστός (δηλαδή χρήσιμος. Οπότε υποθέτουμε πως το Χριστός μάλλον σημαίνει αυτός που είναι χρισμένος σε κάποια εξουσία, ίσως Βασιλιάς. Οπότε λέγοντας το όνομα Ιησούς Χριστός εννοούμε τον Βασιλιά Ιησού.και η Βασιλική του κληρονομιά προερχόταν από τον Βασιλικό Οίκο του Ιούδα (Οίκος του Δαυίδ) όπως αναφέρθηκε τόσες φορές στα ευαγγέλια και στις επιστολές του Απόστολου Παύλου.
Επομένως, από το 33 μ.χ. έφερε τον τίτλο του Ιερέα Χριστού, η όπως πολύ συχνά έχει αναφερθεί του Βασιλιά Ψαρά. Αυτός ο ορισμός, όπως θα δούμε, έμελλε να γίνει ένα κληρονομικό και δυναστειακό αξίωμα για τους απογόνους του, που αργότερα όλοι ονομάστηκαν Βασιλιάς Ψαράς και ήταν στενά συνδεδεμένοι με τον μύθο του 'γιου Δισκοπότηρου.
Πριν την γέννηση του δεύτερου γιου της το 44 μ.χ. η Μαρία η Μαγδαληνή εξορίστηκε από την Ιουδαία ακολουθώντας έναν πολιτικό ξεσηκωμό στον οποίο ενεπλάκη. Μαζί με τον Φίλιππο, τον Λάζαρο και μερικούς πιστούς, ταξίδεψε (με την συγκατάθεση του Βασιλιά Ηρώδη-Αγρίππα ΙΙ) για να ζήσει σε μια επαρχία κοντά στην Λυών της Γαλλίας.
Από εκείνους τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, μέσα από την Μεσαιωνική Εποχή και έως την Αναγέννηση, η πορεία της Μαγδαληνής σημαδεύτηκε από απαστράπτοντα χειρόγραφα και υπέροχα κείμενα, ειδικά στην Προβηγκία και το Λανγκουεντόκ, κάτι που φαίνεται όχι μόνο στα σκοτεινά αρχεία κάποιων βιβλιοθηκών, αλλά και στην Ρωμαιοκαθολική λογοτεχνία-μέχρι που η ιστορία της «φιμώθηκε» από το Βατικανό.
Η εξορία της Μαγδαληνής φαίνεται και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, που αναφέρεται πως ήταν και έγκυος εκείνη την περίοδο. Επίσης λέει πως η Μαγδαληνή, οι γιοι της και οι κληρονόμοι της καταδιώχθηκαν από τις Ρωμαϊκές αρχές: «Ήτο έγκυος και εφώναζε από τους πόνους και την αγωνίαν να γεννήσει. Εφάνηκε τότε ένα άλλο σημείον εις τον ουρανόν. Ιδού, ένας μεγάλος κόκκινος δράκος με επτά κεφάλια και δέκα κέρατα. Εις τα κεφάλια του ήσαν επτά στέμματα. Και η ουρά του έσυρε το τρίτον των αστέρων του ουρανού και τους έρριξε εις την γην. Ύστερα εστάθηκε ο δράκος εμπρός εις την γυναίκα, που ήτο ετοιμόγεννη, δια να καταφάγει το παιδί της, μόλις θα το εγεννούσε. Και εγέννησε παιδί αρσενικό, εκείνον ο οποίος μέλλει να ποιμάνει όλα τα έθνη με σιδερένια ράβδον. Αλλά το παιδί της αρπάχτηκε προς τον Θεόν και προς τον θρόνον του. Και η γυναίκα έφυγε εις την έρημον, όπου έχει τόπον ετοιμασμένον δι' αυτήν από τον Θεόν δια να την τρέφουν εκεί χίλιες διακόσια εξήντα ημέρες.» Και παρακάτω αποκαλύπτει ότι αφού πετάχτηκε ο δράκος στην γη, μετά την μάχη του με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και τους αγγέλους του, «κατεδίωξε την γυναίκα που εγέννησε το αρσενικό παιδί. Αλλ' εδόθηκαν εις την γυναίκα δυο πτέρυγες του αετού του μεγάλου, δια να πετάξει εις τον τόπον της εις την έρημον, όπου θα τρέφεται έναν καιρόν, δυο καιρούς και μισόν καιρόν, μακρυά από το φίδι. Τότε το φίδι έχυσε από το στόμα του νερό σαν ποτάμι, πίσω από την γυναίκα, δια να την παρασύρει. Αλλ' η γη εβοήθησε την γυναίκα και άνοιξε η γη το στόμα της και κατάπιε το ποτάμι που έχυσε ο δράκος από το στόμα του. Και ωργίσθηκε ο δράκος εναντίον της γυναίκας και έφυγε δια να πολεμήσει εναντίον των λοιπών παιδιών της, εκείνων που τηρούν τας εντολάς του Θεού και δίνουν μαρτυρία δια τον Ιησουν».
Ήταν στην Γαλλία η Μαγδαληνή που μετέφερε το Sangre grave al (το Βασιλικό Αίμα, το 'γιο Δισκοπότηρο) και εκεί που έζησαν και μεγάλωσαν τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους για περισσότερα από 300 χρόνια. Οι απόγονοι τους απέκτησαν εκεί τον τίτλο Βασιλιάς Ψαράς (Fisher King) για πρώτη φορά. Το αιώνιο σύνθημα όλων αυτών των Βασιλιάδων, ήταν «Στην Δύναμη» και ήταν εμπνευσμένο από το όνομα του προγόνου τους του Βοόζ που ήταν προπάππους του Δαυίδ και το όνομα του σήμαινε «Στην Δύναμη». Όταν μεταφράσθηκε στα λατινικά, έγινε «Ιn Fortis» και σε μια παράφραση του, «Αnfortas» που είναι το κλασικό πλέον όνομα του Fisher King στο μύθο του Δισκοπότηρου. Μπορούμε τώρα να γυρίσουμε στον παραδοσιακό συμβολισμό του Δισκοπότηρου σαν ένα δοχείο που περιέχει το Αίμα του Ιησού. Επίσης αν αναλογιστούμε την ευρύτερη έννοια του δοχείου αυτού θα δούμε πως γύρω στο 3500 π.χ. το δοχείο συμβόλιζε το θηλυκό στοιχείο. Αυτό που εννοούσε συγκεκριμένα ήταν πως το δοχείο συμβόλιζε την γυναικεία μήτρα και την ικανότητα της στην γέννηση της ζωής. Αυτονόητα πράγματα, δηλαδή, έστω και για την σημερινή εποχή.
Και έτσι, η Μαγδαληνή πήγε στην Γαλλία ( η Γαλατία όπως λέγονταν τότε) κουβαλώντας μαζί της το Sangr egrave al μέσα στο Ιερό Δοχείο που συμβόλιζε όπως είπαμε, η μήτρα της και όπως αναφέρεται στην Αποκάλυψη. Και το όνομα του δεύτερου γιου της ήταν Ιωσήφ.
Το παραδοσιακό εσωτερικό σύμβολο του άνδρα ήταν η λεπίδα η το κέρατο ( καμία σχέση με τον προβλεπόμενο συνειρμό) και συνήθως αναπαρίστονταν με ένα σπαθί η ένα μονόκερο. Στην Παλαιά Διαθήκη, στους Ύμνους του Σολομώντα και στους Ψαλμούς του Δαυίδ ο μονόκερως σχετίζονταν με την βασιλική οικογένεια του Ιούδα και γι αυτόν τον λόγο οι Καθαροί της Προβηγκίας χρησιμοποιούσαν αυτό το μυθικό τέρας για να συμβολίσουν το 'γιο Δισκοπότηρο.
Read More

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Ύβρις, Νέμεσις, Τίσις

Νέμεσις, -εως (η)· αρχ.,
η αγανάκτηση του ανθρώπου κατά του παρ’ αξία ευτυχούντος· κατά τον Αριστοτέλη είναι αρετή, ως μεσότητα κειμένη μεταξύ δύο ακροτήτων, φθόνου και χαιρεκακίας, «λύπη ἐπὶ τῷ ἀναξίως εὐπραγοῦντι» ║ η τιμωρός δύναμη η επερχόμενη κατά του αδικήσαντος, ή αλλιώς θεία δίκη.
Νέμεσις [Μυθολ.] Μία των θεοτήτων της ελληνικής μυθολογίας. Στον Όμηρο είναι ακόμη αυτή απλώς ηθικό αίσθημα, που όφειλε την προέλευσή του στην περί διανομής μεταξύ Διός και Προμηθέως των αγαθών παράδοση, κατά την οποίαν ο κλήρος των ανθρώπων είναι τα δεινά με ελάχιστη ανάμειξη αγαθών. Περί αυτούς είναι όρια και φραγμοί, τους οποίους δεν δύνανται να υπερβούν, Ο αποπειραμένος να υπερβεί τον φραγμό του ηθικού νόμου εμφανίζεται στους οφθαλμούς των ανθρώπων ως υβριστής του θείου, και την ύβρη αυτή αποδοκίμαζε το αίσθημα της νεμέσεως, της αποδοκιμασίας δηλαδή από του βαθμού της αγανακτήσεως δια μία πράξη εγκληματική μέχρι του ενδομύχου ψόγου δι’ εν ελαφρό πταίσμα. Η παράβαση καθήκοντος, οφειλομένου εις γονείς, άρχοντας ή πρεσβυτέρους, και γενικά πάσα υπερβολή προκαλούσε την νέμεση. Εις την νέμεση και την αιδώ των ανδρών έκαναν επίκληση οι αρχηγοί των Αχαιών, οσάκις ήθελαν να παρορμήσουν αυτούς σε γενναία τινά πράξη. Ο φόβος της προκλήσεως της θείας ταύτης οργής υπήρξε η αρχή της λατρείας και της προσωποποιήσεως αυτής στην θεότητα Νέμεση, την αποδοκιμάζουσαν πάσα βία και πάσα ύβρη. Ύβρης δε ήταν και πάσα υπέρμετρος ευτυχία, διότι ο κάτοχος ταύτης από ανθρώπου ανυψώνονταν στο επίπεδο των θεών, των οποίων και μόνον ήταν κλήρος η διαρκής ευτυχία. Έτσι από τον Ησίοδο και εφεξής η προσωποποιηθείσα νέμεση γίνεται θυγάτηρ της Νυκτός ή της Νυκτός και του Ερέβους, όπως όλες οι ολέθριες δια τον άνθρωπο δυνάμεις, ή του Ωκεανού, εις δήλωση ότι ήταν εκ των αρχαιοτάτων, θεοτήτων, και μήτηρ, δια της ενώσεως της μετά του Διός, της Ελένης (κατά τον ποιητή των Κυπρίων επών), προς δήλωση, δια της μυθολογικής αυτής γλώσσας, ότι πηγή πασών των ανθρωπίνων δυστυχιών είναι η οργή των θεών, ή τής Δίκης, προς δήλωση ότι η θεία οργή, ως δικαία οργή, ως δικαία θεότητα, στρέφεται μόνον κατά των αλαζόνων και ασεβών. Διά τον αυτό λόγο η Νέμεσις ως θεά ευρίσκεται εις σχέση με την Θέμιδα, θεά της παγκοσμίου τάξεως, και ταυτίζεται με την Αδράστεια, ανατολική θεότητα, σημαίνουσα, κατά τους αρχαίους Έλληνας, το αναπόφευκτο, την οποία βραδύτερον κατέστησαν εν των επιθέτων της Νεμέσεως, πλάσαντες τον μύθο ότι ονομάσθηκε η θεά Αδράστεια, διότι ο Άδραστος πρώτος ανέγειρε στην Νέμεση ναό στη αρχαία Ελλάδα (Στρ. C. 588)
Αρχαιότατος τόπος λατρείας της Νεμέσεως ήταν ο Ραμνού της Αττικής, ένθα υπήρχαν ναοί και βωμοί αυτής. Πλην του Ραμνούντος ελατρεύονταν η Νέμεση εν Σμύρνη, ένθα υπήρχε ιερό των Νεμέσεων και «ξόανα ἁγιώτατα» (Παυσ. Ι. 33,7), διότι οι Σμυρναίοι πίστευαν ότι ήσαν δυο Νεμέσεις, θυγατέρες του Ωκεανού και της Νυκτός. Επίσης στην Πάτρας, ένθα υπήρχε επίσης ναός αυτής και άγαλμα εκ λίθου λευκού, και αλλαχού. Εντός του νεότερου, των δύο ναών της Νεμέσεως στη Ραμνούντα υπήρχε το δεκάπηχυ (4,50 μ. περίπου) εκ λευκού μαρμάρου της Πάρου άγαλμα της, έργο του μαθητού του Φειδία Αγορακρίτου. Το άγαλμα τούτο, το οποίο, κατά την παράδοση, είχε γλυφή επί του μαρμάρου, το οποίο είχαν κομίσει οι Πέρσες εκ Πάρου εις Μαραθώνα διά ν’ ανεγείρουν τρόπαιο νίκης, βέβαιοι όντες περί αυτής, απεικόνιζε την Νέμεση ορθή και κρατούσαν φιάλη εν τη δεξιά και κλάδο μηλέας στην αριστερά. Ο στέφανος της κεφαλής του αγάλματος κοσμούνταν με περίοπτους Νίκας και ελάφια, το δε βάθρο με ανάγλυπτες παραστάσεις, στις οποίες απεικονίζονταν η Λήδα προσάγουσα την Ελένη προς την Νέμεσιν και εκατέρωθεν της παραστάσεως αυτής οι Διόσκουροι, ο Αγαμέμνων, ο Μενέλαος, ο υιός του Αχιλλέα Πύρρος και άλλοι. Το άγαλμα ήταν τόσον τέλειο, ώστε πολλοί απέδιδαν αυτό εις τον Φειδία, με την εισήγηση του οποίου και έλαβε το μάρμαρο την μορφή της Νεμέσεως, ως θεάς τιμωρού της αλαζονείας και ύβρεως των Περσών. Του αγάλματος τούτου διασώθηκε τμήμα της κεφαλής, αποκείμενο στο Βρεττανικό μουσείο, και τεμάχια τίνα εκ του βάθρου, αποκείμενα στο Εθνικό Αρχαιολογικό μουσείο. Στα εν Σμύρνη  αγάλματα των απεικονίζονταν οι Νεμέσις κρατώντας πήχη, εις δήλωση του μέτρου το οποίο τηρούσαν σε επιβολή της τιμωρίας, και χαλινό, προς δήλωση της χαλιναγώγησης των ανθρώπων και συγκρατήσεως αυτών από της υπερβολής. Σε μερικά μετάλλια από την Σμύρνη η Νέμεση απεικονίζεται μετά της Αδράστειας, φερόμενη επί άρματος γρυπών και φέρουσα τον δείκτη της δεξιάς επί του στόματος, εις δήλωση ότι ο άνθρωπος οφείλει να συγκρατεί την γλώσσα του, διά να μη επισύρει εναντίον του την οργή της Νεμέσεως. Εκτός των ειρημένων μεταλλίων διασωθήκαν παραστάσεις της Νεμέσεως και επί δύο αγαλμάτων αποκειμένων στο μουσείο της Ολυμπίας, ανάγλυφων εκ Θεσσαλονίκης και Θάσου, και επί νομισμάτων και δακτυλιολίθων. Κατά τους μεταγενεστέρους της αρχαιότητος χρόνους η Νέμεσις συνδέθηκε και προς την Τύχη και τον Έρωτα- δια τούτο και απεικονίζονταν και αυτή, ως ο Έρως, πτερωτή.
Η Νέμεσις, ως αγανάκτηση δια πάσα παράβαση καθήκοντος και αποδοκιμασία πάσης πράξεως απρεπούς, δεν έπαυσε να είναι σπουδαίο ελατήριο του ηθικού αγαθού και κατά τους μεταγενεστέρους των ομηρικών χρόνους, ως μαρτυρούν τα έργα των τραγικών (του Αισχύλου ιδίως), των φιλοσόφων (του Πλάτωνος) και των ρητόρων (του Ισοκράτους).
Βιβλιογραφία
1. Chr. Walz, De Nemesi Graecorum
2. Tournier, Nemesis et la jalousie des dieux
3. Η.  Posnansky. Nemesis und Adrasteia.
4. L. Schmidt, Η ηθική των αρχαίων Ελλήνων (μετάφ.στο βιβλίο Μαρασλή Δ. Ι. Ολυμπίου)
5. Χρ. Τσούντα, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης
6. Roscher, Mythol. Lexicon. Nemesis n. a.
Πηγή: Καψάλης Γερ. Δ., Πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου της Μέσης Εκπαίδευσης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιη΄, σσ. 185-186

Νέμεσις
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η θεά Νέμεσις κρατώντας τον τροχό της τύχης, ενώ με το δεξί της πόδι πατάει στο κεφάλι ηττημένου αντιπάλου. Η περίτεχνη κόμμωση και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της θυμίζουν τη ρωμαία αυτοκράτειρα Φαουστίνα Α'. Ρωμαϊκό αγαλματίδιο, περ. 150 μ.Χ.
Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη Νέμεσι, αυτή την αρχαιότατη θεότητα, που προσδιορίζεται άλλοτε ως Ιχναίη, άλλοτε ως Αδράστεια ή Ραμνουσία. Η ετυμολογία, η ρίζα του ονόματος «νέμω», δήλωνε αρχικά τη δίκαιη διανομή, τη μοιρασιά που γίνεται βάσει νόμιμης εξουσίας. Με τον καιρό απέκτησε τη σημασία της ανάληψης δικαστικής δράσης εκ μέρους της εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Ως λέξη η «Νέμεσις» έχει αντικειμενική αξία και όχι υποκειμενική. Αναφέρεται στο φορέα της εξουσίας που την ασκεί. Μεταφορικά λέγοντας «Νέμεσι» εννοούμε τη θεία δίκη.
Ήταν η Νύχτα σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου και τον Παυσανία, που δίχως σύντροφο αρσενικό γέννησε την Νέμεσι, για να κρατά σε ισορροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις. Στα Διονυσιακά του Νόννου έχουμε μια διαφορετική άποψη, που θέλει την Νέμεσι κόρη του Ωκεανού, ενώ ο Υγίνος την περιγράφει ως δημιούργημα του Ερέβους και της Νύχτας.
Ονομαζόταν, επίσης, Ραμνουσία, εξαιτίας ενός αγάλματος και ενός ναού της στον Ραμνούντα, χωριό της βόρειας Αττικής. Το επίθετο Αδράστεια που της αποδόθηκε, «εκείνη από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει», ανήκε μάλλον αρχικά στη φρυγική θεότητα Κυβέλη και της αποδόθηκε μεταγενέστερα. Η Νέμεσις ως θεότητα προσωποποιούσε μαζί με άλλες (Θέμιδα, Ειμαρμένη κ.ο.κ.) την έννοια της δικαιοσύνης και αποκαθιστούσε την τάξη (της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας, του κόσμου), όταν αυτή διασαλευόταν. Τότε τιμωρούσε την υπεροψία και την αλαζονεία των ανθρώπων (την ύβριν). Αν κάποιος αδικεί τους άλλους συνεχώς, και κάποια στιγμή η ίδια η ζωή του θέσει οδυνηρό φρένο στη στρεβλή πορεία του, τότε μιλάμε για «θεία δίκη».
Το μυθολογικό πλαίσιο
Ας δούμε όμως το μυθολογικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η Νέμεσις. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι υπήρχε ναός αφιερωμένος στη θεά στη Σμύρνη. Ορισμένοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Απολλόδωρος, γράφουν πως η Νέμεσις όταν ενώθηκε με τον Δία, γέννησε την Ελένη. Παρόλο που η Νέμεσις υπέστη μεγάλη καταδίωξη για να αποφύγει τον πόθο του Δία, ενώθηκε μαζί του με τη μορφή χήνας, όταν ο Δίας είχε τη μορφή κύκνου. Κατά την καταδίωξή της πέρασε η Νέμεσις χώρες και ηπείρους, θάλασσες όπου μεταμορφώνονταν σε ψάρι, και γενικά άλλαζε εκείνη συνέχεια μορφή. Η Νέμεσις γέννησε ένα αυγό το οποίο βρήκε στο δάσος ένας βοσκός και το έδωσε στη Λήδα. Η Λήδα το έκλεισε σε ένα ερμάρι και όταν γεννήθηκε η Ελένη, την ανέθρεψε σαν κόρη της. Υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το αυγό αυτό:
    ότι ο Ερμής το έριξε στον κόρφο της Λήδας
    ότι έπεσε από τον ουρανό.
Υπάρχει και μια άλλη άποψη της μυθολογικής διαδρομής της Νέμεσης. Λεγόταν πως από την ένωση του Ταρτάρου και της Νέμεσης γεννήθηκαν οι Τελχίνες. Τα ονόματά τους ήταν Χρυσός, Άργυρος και Χαλκός, από τα μέταλλα που είχαν ανακαλύψει ή κατά τον Βακχυλίδη Ακταίος, Μεγαλήσιος, Ορμενός και Λύκος. Οι Τελχίνες ήταν μάγοι και προκαλούσαν βροχή, χαλάζι, χιόνι και κεραυνούς. Ήταν πνεύματα της φωτιάς-ηφαιστειακά, από ρίζες έφτιαχναν φίλτρα θαυματουργά και κατείχαν τρομερές δεξιότητες. Περιγράφονται ενίοτε δίχως χέρια ή πόδια. Ήταν όντα αμφίβια και είχαν κάτι από άνθρωπο και κάτι από ψάρι, σαν τον Όανες της σουμερο-βαβυλωνιακής μυθολογίας. Τους περιέγραφαν με μεμβράνη στα δάχτυλα και φημισμένες οικογένειες ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τη γενιά τους.
Σύμβολα
Σύμβολα της θεάς είναι ο πήχυς και το χαλινάρι. Τα σύμβολα αυτά είναι ενδεικτικότατα της λειτουργίας της να προσμετρά τις ανθρώπινες σκέψεις, συναισθήματα, δράσεις και να θέτει ένα όριο στην αχαλίνωτη ασυδοσία του εγωισμού των ανθρώπων. Έτσι η έπαρση των θνητών έναντι των Κοσμικών Νόμων (ύβρις) και η κατάφωρη αδιαφορία για το Κοινό Καλό, σαρώνονται με τη δράση της Νέμεσης και εδώ μοιάζει με Συμπαντική Ζυγαριά που απονέμει αέναα Δικαιοσύνη.
Ορφικός Ύμνος
Εσένα τη Νέμεση καλώ,
τη βασίλισσα την πανίσχυρη,
μέσω της οποίας αποκαλύπτονται οι πράξεις των θνητών ανθρώπων,
την αιώνια, την αξιοσέβαστη, με την απεριόριστη όραση,
εκείνη που αγαλιάζει με το ορθό και το δίκαιο
[...]σε κάθε θνητό είναι γνωστή η επιρροή σου,
και οι άνθρωποι βογγούν πίσω από τα δίκαια δεσμά σου,
γιατί κάθε σκέψη καλά κρυμμένη στο μυαλό,
ξεκάθαρα αποκαλύπτεται στη θέα σου.
[...] Έλα ευλογημένη και ιερή Θεά, εισάκουσε την προσευχή μου,
και βάλε στη φροντίδα σου τη ζωή του πιστού σου,
την αγαθοεργή σου βοήθεια δώσε στην ώρα της ανάγκης,
και άφθονη ισχύ στη δύναμη της λογικής,
τις σκέψεις τις ασεβείς, τις αλαζονικές και τις χαμερπείς διώξε μακριά.
–Ορφικός Ύμνος 61 στην Νέμεσι
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
    Στράβων 9.1.17
    Απολλόδωρος 3.127f
    Υγίνου, Αστρονομία, 2.8
    Ησίοδου, Θεογονία, 223
    Παυσανίας, 7.5.3
    Νόννου, Διονυσιακά, 48.375
    Βακχυλίδης, Αποσπ.
    Ομηρικός Ύμνος III στον Δήλιο Απόλλωνα 89f
    Ορφικός Ύμνος 61 στην Νέμεσιν
    Greek Lyric IV, Βακχυλίδης Αποσπ. 52 (από τον Τζέτζη περί Θεογονίας)
    Dr. Vollmer's Wörterbuch der Mythologie aller Völker, Stuttgart: Hoffmann'sche Verlagsbuchhandlung, 1874.
    Λεξικόν Σουΐδα, λήμμα: Ραμνουσία Νέμεσις

Ύβρις
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ύβρις ήταν βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων. Όταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμή του (σωματική[1], αλλά κυρίως πολιτική[2], στρατιωτική[3] και οικονομική[4]), συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση-, θεωρούνταν ότι διέπραττε «ὓβριν», δηλ. παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομοιωθεί με τους θεούς[5], με συνέπεια την προσβολή και τον εξοργισμό τους.
Η βίαια, αυθάδης και αλαζονική αυτή στάση/συμπεριφορά, που αποτελούσε για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο παραβίαση της ηθικής τάξης και απόπειρα ανατροπής της κοινωνικής ισορροπίας και γενικότερα της τάξης του κόσμου, πιστευόταν ότι (επαναλαμβανόμενη, και μάλιστα μετά από προειδοποιήσεις των ίδιων των θεών[6]) οδηγούσε τελικά στην πτώση και καταστροφή του «ὑβριστοῦ»[7] (ὓβρις > ὑβρίζω > ὑβριστής).
Αποδίδοντας την αντίληψη σχετικά με την ύβρη και τις συνέπειές της, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στην αρχαιότερή της μορφή, με το σχήμα ὓβρις→ἂτη→νέμεσις→τίσις[8] μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως μια «ὓβρις»[9] συνήθως προκαλούσε την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «ἂτην»[10], δηλαδή το θόλωμα, την τύφλωση του νου. Αυτή με τη σειρά της οδηγούσε τον υβριστή σε νέες ύβρεις, ώσπου να διαπράξει μια πολύ μεγάλη α-νοησία, να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν»[11], την οργή και εκδίκηση δηλαδή των θεών, που επέφερε την «τίσιν»[12], δηλ. την τιμωρία και τη συντριβή/καταστροφή του.
Από την κλασική εποχή και μετά, σε πολλές περιπτώσεις οι έννοιες Άτη, Δίκη και Νέμεσις φαίνεται να αποκτούν στη συνείδηση των ανθρώπων ισοδύναμη σημασία, αυτήν της θείας τιμωρίας.
Η λέξη ύβρις πέρα από τη λόγια νεοελληνική χρήση της με τις σημασίες «βρισιά» (κυρίως στον πληθυντικό αριθμό «ύβρεις») και συνακόλουθα «κάτι που θίγει την τιμή και την αξιοπρέπεια κάποιου» -οι οποίες είναι φυσιολογικές εξελίξεις της αρχαίας σημασίας-, αρκετές φορές χρησιμοποιείται και στην εποχή μας, σε πιο προσεγμένο επίπεδο λόγου, με την αρχαιοελληνική σημασία της για να χαρακτηρίσει ανάλογες αλαζονικές συμπεριφορές συνανθρώπων μας.
Πρωτογενείς πηγές
    ↑ ἄνασσα, τοῖς ἄλλοισιν Ἀργείων πέλας ἵστω, καθ᾽ ἡμᾶς δ᾽ οὔποτ᾽ ἐκρήξει μάχη. Σοφοκλής, Αίας, 774-775
    ↑ οὒ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νομίζεται; Σοφοκλής, Αντιγόνη, 738
    ↑ εἰ δέ κε μὴ δώωσιν ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι ἢ τεὸν ἢ Αἴαντος ἰὼν γέρας, ἢ Ὀδυσῆος ἄξω ἑλών·· ὃ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι.Ομήρου Ιλιάς, Oxford University Press, Α 137-139
    ↑ Ηρόδοτος, Ιστοριών α΄(Κλειώ), 30, 34.1
    ↑ ὅστις ἀνθρώπου φύσιν βλαστὼν ἔπειτα μὴ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονῇ. Σοφοκλής, Αίας, 760-761
    ↑ ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς, Ἑρμείαν πέμψαντες. Ομήρου Οδύσσεια, Oxford University Press, α 37-38
    ↑ ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρεΐδαο, ὁππότ᾽ ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης. ὣς ἔφαθ᾽ Ἑρμείας, ἀλλ᾽ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο πεῖθ᾽ ἀγαθὰ φρονέων· νῦν δ᾽ ἁθρόα πάντ᾽ ἀπέτισεν. Ομήρου Οδύσσεια, Oxford University Press, α 40-43
    ↑ ὓβρις γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἂτης, Αισχύλος, Πέρσαι, 821-822
    ↑ Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, έκδ. Herbert Weir Smyth, 423-446
    ↑ πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται, οὐλομένη· τῇ μέν θ᾽ ἁπαλοὶ πόδες· οὐ γὰρ ἐπ᾽ οὔδει πίλναται, ἀλλ᾽ ἄρα ἥ γε κατ᾽ ἀνδρῶν κράατα βαίνει βλάπτουσ᾽ ἀνθρώπους. Ομήρου Ιλιάς, Oxford University Press, Τ 91-94
    ↑ τοιοῖσδέ τοι λόγοισιν ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ᾽ ὀργήν, οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονῶν. Σοφοκλής, Αίας, 776-777
    ↑ Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥα ἔτ᾽ ἔστε θεοὶ κατὰ μακρὸν Ὄλυμπον, εἰ ἐτεὸν μνηστῆρες ἀτάσθαλον ὕβριν ἔτισαν. Ομήρου Οδύσσεια, Oxford University Press, ω 351-352
Δευτερογενείς πηγές
1. A. Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφρ. Α. Τσοπανάκη, Αδελφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1985, 5η έκδ., σελ. 120, 194-196, 229, 356-357, 399, 401, 522, 831
2. C.M.Bowra, Οι τραγωδίες του Σοφοκλή, Αντιγόνη, Οιδίπους Τύραννος, μετάφρ. Αικ. Τσοτάκου-Καρβέλη, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1990

 
Read More

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


 (ΑΦΙΕΡΩΜΑ
 - Ιστορικά -
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25, 06 - 04 - 2000)
 - Εισαγωγικά -
 Μια πρακτική λύση διακυβέρνησης
 Φαίδων Μαλιγκούδης
 Αναφερόμενος, γύρω στα μέσα του 6ου μ.Χ. αιώνα, στα ήθη και στα έθιμα ενός λαού που μόλις είχε εμφανιστεί στο προσκήνιο της Ιστορίας, γράφει ο Προκόπιος: «Τα έθνη αυτά, οι Σλάβοι και οι Αντες, δεν κυβερνώνται από έναν και μόνον άνδρα, αλλά από παλιά διαβιούν υπό το καθεστώς της δημοκρατίας» («...εν δημοκρατία εκ παλαιού βιοτεύουσι»). Για έναν πεπεισμένο εκπρόσωπο της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας, όπως ο Προκόπιος, ο όρος «δημοκρατία» έχει αναμφίβολα ένα αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο. Στο έργο του ιστορικού αυτού της εποχής του Ιουστινιανού, που έζησε από κοντά τη στάση των δήμων, που συγκλόνισε τη βασιλεύουσα τον Ιανουάριο του 532 («Στάσις του Νίκα») ο όρος «δημοκρατία» χρησιμοποιείται για να αντιδιαστείλει το πολιτειακό καθεστώς της «βαρβαρικής» κοινωνίας από εκείνο της αυτοκρατορίας: στην κοινωνία εκείνη «κρατούν» οι «δήμοι», οι φατρίες και οι φυλές και όχι ο βασιλεύς - αυτοκράτωρ.
Χίλια χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και τη γέννηση του πολιτειακού όρου, ο όρος «δημοκρατία» θα διατηρήσει, στη χρήση του αττικίζοντος γλωσσικού του απογόνου Προκόπιου, την αρχική αμφισημία του. Για τον Προκόπιο, όπως και για τους φιλοσόφους της κλασικής περιόδου, το δίλημμα παραμένει το ίδιο: είναι δίκαιο να έχει η πολυπληθέστερη κοινωνική τάξη του δήμου, ο χύδην όχλος, το δικαίωμα να ανατρέπει δια της ψηφοφορίας τις αποφάσεις των εκλεκτών του πνεύματος ή των οικονομικά ισχυρότερων συμπολιτών; Ιχνηλατώντας τις απαρχές του όρου θα διαπιστώσει κάποιος ότι η μορφή αυτή διακυβέρνησης είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβίωση πολλών ατόμων σε έναν αστικό οικισμό, στην πόλη. «Δήμος» σημαίνει αρχικά την οικο­δομημένη περιοχή, την πόλη. Η σημασιολογική διεύρυνση ως πολιτειακού όρου είναι η δευτερεύουσα.
Ως μορφή διακυβέρνησης αποτελεί η δημοκρατία μια πρακτική λύση, που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες του αττικού άστεως της εποχής του Κλεισθένη. Δεδομένο, το οποίο θα σημαδέψει τον όρο σημασιολογικά σε όλη τη διαχρονική πορεία του: οι κανόνες συμβίωσης πολλών ατόμων σε ένα αστικό κέντρο και, κυρίως, οι αμοιβαίες παραχωρήσεις που συνεπάγονται αυτοί, δεν θα βρουν πάντοτε ένθερμους υποστηρικτές. Για τον Λένιν, για παράδειγμα, οι κανόνες συμβίωσης στο άστυ, η δημοκρατική διακυβέρνηση αποτελούν ένα φαινόμενο αρνητικό: «Η Δημοκρατία είναι το κράτος εκείνο που αναγνωρίζει την υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, την επιβολή, δηλαδή, συστηματικής χρήσης βίας από τη μια κοινωνική τάξη εις βάρος μιας άλλης, από ένα μέρος του πληθυσμού εις βάρος ενός άλλου» (Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», 1919, κεφ. 4).
Μια διέξοδο από το δίλημμα προσφέρουν ίσως οι σκέψεις που διατύπωσε σε έναν λόγο του, στις 11/11/1947, ένας άνθρωπος της πολιτικής πράξης, ο Γ. Τσόρτσιλ: «Κανείς δεν ισχυρίσθηκε ότι η Δημοκρατία είναι τέλεια ή πάνσοφη. Αντίθετα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, η Δημοκρατία είναι η χειρότερη μορφή διακυβέρνησης - αν εξαιρεθούν βέβαια όλες οι άλλες μορφές που δοκιμάστηκαν στο παρελθόν».

*  *  *
Στην Αθήνα, μετά την τυραννία των Πεισιστρατιδών, εμφανίζεται ο Κλεισθένης, ο άνθρωπος που θέσπισε την άμεση δημοκρατία, δίδοντας σε όλους τους πολίτες ίσα πολιτικά δικαιώματα: ισοπολιτεία, ισονομία και ισηγορία, επειδή το ίσον το θεωρούσαν τότε Δίκαιον και σωστικόν ομονοίας.
Το «Δίκαιον» παράγεται από το «δίχα» - ετυμολογεί ο Αριστοτέλης - και σημαίνει το μισό-μισό: το να υπάρχουν ίσες μερίδες για όλους.
Τι κάνουν λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες; θέτουν την έδρα του δικαστή, το βήμα της αγόρευσης και το έπαθλο του αγώνα στο μέσον ενός κύκλου ίσων, όμοιων πολιτών. Την ίση απόσταση του καθενός από το μέσον, την ακτίνα του κύκλου, την ονομάζουν Μέτρον, για να μετριάζουν με αυτό τη ματαιοδοξία, την υπερβολή, την ύβρι καθενός από τους όμοιους και για να τα βρίσκουν μεταξύ τους με Μέτρο τον άνθρωπο. Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, έλεγαν.
Η τεχνική του Κλεισθένη στηρίζεται στο δεκαδικό σύστημα. Διαιρεί την Αττική σε περισσότερους από 170 δήμους, ίσους ως προς τον αριθμό των πολιτών και απ' αυτούς τους δήμους, που λειτουργούσαν ως μικρές τοπικές δημοκρατίες, φτιάχνει τις δέκα φυλές, που πριν τη μεταρρύθμιση ήταν τέσσερις.
Αυτές οι δέκα νέες φυλές κατανέμονται σε ισάριθμα τεχνητά «πολιτειακά» διαμερίσματα που δεν έχουν κοινά γεωγραφικά σύνορα. Το έδαφος τους δεν είναι συνεχόμενο. Το 1/3 του χώρου και των κατοίκων κάθε φυλής θα ανήκει στο άστυ, το 1/3 στη μεσογαία, το 1/3 στην παραλία. Έτσι η νέα φυλή Ακαμαντίς λ.χ. θα περιλαμβάνει το 1/3 ή την τριττύα των κατοίκων του Κεραμεικού (άστυ), την τριττύα του Θορικού (Λαύρτο) κατ την τριττύα του Σφηττού (μεσογαία). Ή η νέα Πανδιονίς φυλή θα περιλαμβάνει τις τριττύες. Κυδαθηναίων (άστυ), Παιανίας (μεσογαία), Μυρινούντος (παραλία) κ.o.k.
Γιατί αυτή η αναστάτωση; Γτα να κάθονται στον ίδιο κυβερνητικό χώρο (στη θόλο λ.χ.) οι πενήντα πρυτάνεις της ιδίας φυλής, δηλαδή οι 16-17 βουλευτές εκλεγμένοι με τον κλήρο από το άστυ με τους ισάριθμούς τους από την παραλία και από τη μεσογαία.
Αυτοί, λοιπόν, το όλον πενήντα, κατά το 1/3 πάμπλουτοι τραπεζίτες, εφοπλιστές, Βιοτέχνες του άστεως, κατά το 1/3 γεωργοκτηνοτρόφοι της μεσογαίας, κατά το 1/3 ναύτες και αλιείς της παραλίας, εγκαθίστανται κάθε αττικό μήνα διαδοχικά στο «προεδρικό μέγαρο», στη θόλο αποτελούν το συλλογικό «Προεδρείο της Βουλής», και εκλέγουν μεταξύ τους, με τα κουκιά τον ημερήσιο «Πρόεδρο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας». Οι πενήντα πρυτάνεις - Βουλευτές επί δέκα, όσες οι νέες φυλές, απαρτίζουν τη Βουλή των Πεντακοσίων, που επί Σόλωνα είχε τετρακόσια μέλη. Εκτός από τη Βουλή, κάθε πολιτειακό όργανο είναι δεκαμελές. Οι Στρατηγοί λ.χ., που ο επικρατέστερος απ’ αυτούς είναι ο «πρωθυπουργός». Ακόμα οι άρχοντες και οι υπόλοιποι: Ταμίες, Αστυνόμοι, Αγορανόμοι κ.ο.κ. Και 10 επί 600 ίσον 6.000 θα είναι οι Ηλιαστές, μοιρασμένοι σε δέκα δικαστήρια των 500 μελών με 1.000 αναπληρωτές.

Νίκος Βαρδιάμπασης

ΑΜΕΣΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΙΣΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Μιχαήλ Σακελλαρίου
Η αθηναϊκή δημοκρατία γεννήθηκε το 508 π.Χ. μέσα στο πλαίσιο πολιτειακής μεταρρύθμισης που πρότεινε ο Κλεισθένης. Μία από τις διατάξεις της έδωσε στο «Δήμο» (συνέλευση των πολιτών), στον οποίο μετείχαν και οι άποροι, το δικαίωμα να αποφασίζει κυριαρχικά και τελεσίδικα περί όλων των δημοσίων υποθέσεων. Με αυτή τη διάταξη θεσπίστηκε η λαϊκή κυριαρχία, που είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας. Συγχρόνως έγιναν δεκτοί στο σώμα των πολιτών απόγονοι παλαιών μεταναστών που ζούσαν στην Αττική από πολλές γενεές και πάρθηκαν μέτρα ώστε να μην υπάρχουν πια ενδείξεις διακρίσεων μεταξύ ευγενών και μη ευγενών και μεταξύ παλαιών και νέων Αθηναίων. Οι άποροι πολίτες απέκτησαν επίσης δικαίωμα να αναδεικνύονται μέλη της «Βουλής», η οποία είχε έργο την επεξεργασία των νομοσχεδίων που ενέκρινε ο «Δήμος». Ωστόσο, διατηρήθηκαν μερικές ανισότητες μεταξύ των πολιτών, καθώς μόνον οι ευγενείς και πλούσιοι «πεντακοσιομέδιμνοι» μπορούσαν να αναδεικνύονται «άρχοντες».
Οι ανισότητες που άφησε ο Κλεισθένης σταδιακά απαλείφθηκαν. Οι «ιππείς» ήταν οι πρώτοι που απέκτησαν το δικαίωμα να κατέχουν τα αξιώματα των «αρχόντων»
Οι ανισότητες που άφησε ο Κλεισθένης απορροφήθηκαν στη συνέχεια με διαδοχικές αποφάσεις του «Δήμου». Τα αξιώματα των «αρχόντων», πλην των «Στρατηγών» και μερικών άλλων «αρχόντων» με οικονομικές αρμοδιότητες, έγιναν Βαθμιαία προσιτά στους «τριακοσιομεδίμνους» ή «ιππείς» (487 π.Χ.), στους «Ζευγίτες» (458 π.Χ.) και, τέλος, στους «θήτες» (μετά το 450 π.Χ.). Με άλλες αποφάσεις ίου «Δήμου» η ανάδειξη «βουλευτών» και «αρχόντων», πλην των «Στρατηγών» και λίγων άλλων, έπαψε να γίνεται με εκλογές: αφού δοκιμάστηκαν διάφορα μικτά συστήματα κληρώσεων και εκλογών, τελικά επικράτησε η καθαρή κλήρωση.
Παράλληλα καθιερώθηκαν «μισθοί», δηλαδή ημερήσιες αποζημιώσεις ίσες με ημερομίσθιο ανει­δίκευτου εργάτη, για τους πολίτες που ασκούσαν καθήκοντα «βουλευτή» ή «άρχοντα», καθώς και για τους πολίτες που κληρώνονταν μέλη λαϊκών δικαστηρίων. Οι «μισθοί» ενθάρρυναν τους άπορους πολίτες να μην αυτοαποκλείονται από τη συμμετοχή τους στα κοινά.
Το 462 π.Χ. οι ριζοσπαστικοί δημοκρατικοί αφαίρεσαν από τον «Άρειο Πάγο», σώμα που είχε ακόμη τη δυνατότητα, χάρη στο κύρος του, να αντιδρά στις μεταρρυθμίσεις, όλες τις αρμοδιότητες που είχαν πολιτικό βάρος και τις μετέφεραν άλλες στο «Δήμο», άλλες στη «Βουλή», άλλες στα λαϊκά δικαστήρια. Τα λαϊκά δικαστήρια διαδέχθηκαν την «Ηλιαία» που είχε ιδρύσει ο Σόλων. Η σολώνεια «Ηλιαία» ήταν ουσιαστικά ο «Δήμος» που συνερχόταν, με συμμετοχή τουλάχιστον 6.000 πολιτών, για να εκδικάσει εφέσεις πολιτών εναντίον δικαστικών αποφάσεων «αρχόντων». Η νέα «Ηλιαία» αποτελείται από 6.000 Αθηναίους άνω των 30 ετών, που έχουν ληφθεί με κλήρο κατ έχουν δώσει όρκο ως προς την τήρηση των δικαστικών αρμοδιοτήτων τους. Από αυτούς λαμβάνονται τα μέλη των λαϊκών δικαστηρίων, που λέγονται απλώς «Δικαστήρια».
Σε όσους κατείχαν αξιώματα δίνονταν «μισθοί». Έτσι μπορούσαν και οι άποροι πολίτες να συμμετέχουν στα κοινά
Οι μετακλεισθένειες εξελίξεις, πολύ σημαντικές για την εμπέδωση και εμβάθυνση της δημοκρα­τίας, περατώθηκαν λοιπόν λίγο μετά το 450 π.Χ. Από τότε και έως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., δοκιμάστηκαν οι δυνατότητες, οι αρετές κατ οι αδυναμίες του ριζοσπαστικού δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο ριζοσπαστικός δημοκρατικός ηγέτης Περικλής κατορθώνει να επιβάλλεται στο λαό. Μετά το θάνατο του, και ενώ η Αθήνα έχει εμπλακεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο, τα λαϊκά στρώματα άγονται κατ φέρονται από δημαγωγούς που τα ωθούν να πιστεύουν ότι, αφού ο «Δήμος» δικαιούται να αποφασίζει κυριαρχικά περί πάντων, μπορεί κατ να παραβιάζει τους νόμους. Παρά ταύτα, συνειδητοποιούνται τα προβλήματα που προκύπτουν από νόμους με αντίθετες διατάξεις και λαμβάνεται ένα θεραπευτικό μέτρο, η «γραφή παρανόμων», δηλαδή μία αγωγή ακυρώσεως νέου νό­μου που συγκρούεται με παλαιό. Γρήγορα όμως ανακαλύπτεται ότι αυτό το μέτρο εμποδίζει και χρήσιμες νομοθετικές βελτιώσεις.
Ηττημένη του Πελοποννησιακού πολέμου, η Αθήνα υποχρεώθηκε από τους νικητές της να δεχθεί ένα τυραννικό καθεστώς, που δεν μπόρεσε να ριζώσει (404-403 π.Χ.). Η δημοκρατία αποκαταστάθηκε μέσα σε οικονομικές δυσχέρειες, αλλά με ένα νέο δυναμισμό. Οι δημοκρατικές δυνάμεις αναδύθηκαν με αυτοπεποίθηση και αρκετή ευρετικότητα, ενώ οι αντιδημοκρατικές δεν σήκωσαν πια κεφάλι.
Υπέρ της δημοκρατίας ήταν μικροϊδιοκτήτες και ακτήμονες.
Εναντίον, αριστοκράτες και ιδιοκτήτες γαιών και δούλων
Μεταξύ των πρώτων νομοθετημάτων της νέας εποχής ήταν η ημερήσια αποζημίωση για τους πολίτες που θα μετείχαν σε «εκκλησία του Δήμου», μία βελτιωμένη μέθοδος διαχείρισης ίων δημοσίων εσόδων και εσόδων και η διαδικασία τακτικής ετήσιας αναθεώρησης του σώματος των νόμων. Το πρώτο μέτρο απέβλεπε στο να προσελκύονται στις «εκκλησίες του Δήμου» ακόμη περισσότεροι φτωχοί πολίτες, ώστε να εξασφαλίζεται σταθερά η πλειοψηφία ίων ακράδαντα ακραίων δημοκρατικών πολιτών. Με το δεύτερο μέτρο ο «Δήμος» παραιτήθηκε από το δικαίωμα που είχε επιφυλάξει στον εαυτό ίου να αποφασίζει ο ίδιος για κάθε δαπάνη και επέτρεψε στους «άρχοντες» με οικονομικές αρμοδιότητες να καταρτίζουν και να εκτελούν ειδικούς προϋπολογισμούς. Το τρίτο μέτρο πέτυχε τη μη εφαρμογή της «γραφής παρανόμων» σε περιπτώσεις όπου αυτό το μέτρο ήταν χρήσιμο και, κατά συνέπεια, την κατάργηση νόμων απαρχαιωμένων ή επιβλαβών. Αργότερα καθιερώθηκε και μία μέθοδος άμεσης αντικατάστασης ενός νομού με νέο. Επί πλέον τούτων, ο «Δήμος» επέβαλε στον εαυτό του αυστηρότερες προδιαγραφές ein Λήψη αποφάσεων του.
Η αθηναϊκή δημοκρατία αποδείχθηκε αρκετά δημιουργική έως το τέλος της που επήλθε όχι από εσωτερικούς λόγους, αλλά από εξωτερικούς, το 322 π.Χ.
Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες
Η αθηναϊκή δημοκρατία γεννήθηκε και λειτούργησε μέσα σε οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες τελείως διαφορετικές από εκείνες που εξέθρεψαν τη νέα δημοκρατία.
Η οικονομία της αρχαιότητας ήταν προβιομηχανική και δουλοκτητική. Ακόμη και η αθηναϊκή οι­κονομία, που ήταν mo προχωρημένη από την οικονομία άλλων ελληνικών πόλεων, ήταν βασικά α­γροτική. Περισσότερα από τα δύο τρίτα του πληθυσμοί; αποζούσαν από το μέρος του εθνικού πλούτου που παραγόταν στην ύπαιθρο.
Οι κοινωνικές δυνάμεις που επέβαλαν, στήριξαν και εξέλιξαν τη δημοκρατία, αποτελούνταν από ιδιοκτήτες μικρών αγροτικών κλήρων και από ακτήμονες, συγκεντρωμένους στην Αθήνα και στον Πειραιά, που επιβίωναν είτε αυτοαπασχολούμενοι, ως μικρέμποροι και μικροεπαγγελματίες, είτε εκμισθώνοντας την εργατική δύναμη τους. Μερικοί από τους μικρεμπόρους και τους μικροεπαγγελματίες μεγάλωσαν τις επιχειρήσεις τους, όχι όμως σημαντικά, τόσο μάλλον που ξεπεράστηκαν από μετοίκους. Πράγματι, οι ιδιοκτήτες των πιο μεγάλων βιοτεχνικών επιχειρήσεων, με δεκάδες δούλους, ανήκαν σε μετοίκους. Οι πιο σημαντικοί τραπεζίτες ήσαν απελεύθεροι δούλοι που εξομοιώνονταν με μετοίκους. Οι μέτοικοι όμως δεν μετείχαν στο δημόσιο Βίο, έτσι δεν επηρέαζαν τις πολιτικές εξελίξεις. Οι κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονταν στις δημοκρατικές προόδους ήσαν αριστοκράτες, ιδιοκτήτες γαιών και δούλων, τους οποίους ενοικίαζαν.
Το αθηναϊκό κράτος ήταν τύπου πόλεως, του mo διαδεδομένο«; και ίου mo εξελιγμένου στον ελληνικό κόσμο. Τα κράτη ανιόν τον τύπου είχαν ως ανθρώπινη βάση τους μια κοινότητα με πολιτιστική συνοχή και ενδοστρέφεια. μικρό πληθυσμό και περιορισμένο έδαφος.
Το αθηναϊκό κράτος, μολονότι ήταν το πολυπληθέστερο ελληνικό (μαζί με το κράτος των Συρακουσών), έφθασε να έχει, το 431 π.Χ., το πολύ πολύ, 318.000 κατοίκους (165.000 Αθηναίους, 33.000 μετοίκους. 120.000 δούλους). Κατά τα μέσα του 4ου αιώνα είχε πληθυσμό της τάξης των 250.000 (93.000 Αθηναίους, 20.000 μετοίκους). Οι Αθηναίοι πολίτες, δηλαδή οι ενήλικοι άρρενες της πολιάδας κοινότητας, ήσαν περίπου 45.000 το 431 π.Χ., 31.000 το 322 π.Χ. Το μικρό μέγεθος του πολιτικού σώματος και οι μικρές αποστάσεις επέτρεψαν στην αθηναϊκή δημοκρατία να γίνει και να μείνει άμεση και όχι αντιπροσωπευτική.
Το αθηναϊκό κράτος αριθμούσε κατά τα μέσα του 5ου αιώνα 165.000 Αθηναίους, 33.000 μέτοικους και 120.000 δούλους.
Τα ποσοστά των οικονομικών τάξεων μέσα στο σύνολο των πολιτών υπολογίζονται ως εξής: Αυτοαπασχολούμενοι και ημερομίσθιοι: τον 5ο αιώνα 50-55%, τον 4ον αιώνα από 60 έως 70%. Μεσαία στρώματα: τον 5ο αιώνα 40-45%, τον 4ο αιώνα 24-26%. Ανώτερα στρώματα: 5%. Έτσι εξηγείται η επικράτηση των ακραίων δημοκρατικών στις ψηφοφορίες και χειροτονίες στις «εκκλησίες του Δήμου» και στις ψηφοφορίες στα ηλιαστικά Δικαστήρια.
Οι φτωχότεροι Αθηναίοι τρέφονταν με χυλό (από κριθάρι ή στάρι), όσπρια, ελιές, κρεμμύδια, σκόρδα, χόρτα, ξερά σύκα, λίγες ζωικές πρωτεΐνες (αλλαντικά, ξερά ή παστά ψάρια, σπανίως κρέας και φρέσκα ψάρια), λάδι, κρασί και ενδύονταν πενιχρά. Παρά ταύτα δεν αντιδρούσαν στη συμμετοχή μετοίκων και δούλων στην αγορά εργασίας. Άλλωστε οι ίδιοι άφηναν χώρο σ’ αυτές τις κατηγορίες εργαζόμενων, προτιμώντας να εισπράττουν τις αποζημιώσεις από ανάληψη κρατικών λειτουργημάτων και συμμετοχή στις «εκκλησίες του Δήμου», καθώς και να λαμβάνουν γεωργικούς κλήρους σε εδάφη της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Οι φτωχότεροι μεταξύ των Αθηναίων πολιτών επιδίωξαν και πέτυχαν την πολιτική εξίσωση τους, δεν απαίτησαν όμως και οικονομική ισότητα. Αντί γι’ αυτήν σταθερά προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν εισοδήματα από το κρατικό ταμείο κατ γεωργική α­ποκατάσταση σε ξένα εδάφη. Για τούτο ψήφίζαν υπέρ πολέμων για την επέκταση του ζωτικού χώρου της Αθήνας κατ υπέρ της οικονομικής εκμετάλλευσης των συμμάχων.
Οι μέτοικοι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία, ενώ ορισμένοι δούλοι να έχουν χρηματική περιουσία
Η κατάσταση των μέσων παραγωγής, που ίσχυε στον ελληνικό κόσμο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, σαφώς εμπόδισε την αθηναϊκή δημοκρατία να καταργήσει τη δουλεία. Πράγματι, με τις τότε τεχνολογικές συνθήκες, καμιά κοινωνία δεν μπορούσε να μη χρησιμοποιεί δούλους στην παραγωγική διαδικασία.
Αθηναϊκή και νεότερη δημοκρατία
Οι θεσμοί της αθηναϊκής δημοκρατίας εν μέρει μοιάζουν με τους θεσμούς της νεότερης δημοκρατίας, εν μέρει διαφέρουν από αυτούς.
Κοινά γνωρίσματα της αθηναϊκής δημοκρατίας κατ των νεοτέρων δημοκρατιών είναι (1) η λαϊκή κυριαρχία, (2) η απόλυτη ισότητα των πολιτών. (3) η ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών.
Οι διαφορές τους προκύπτουν από το γεγονός ότι η αθηναϊκή δημοκρατία αλλού ήταν mo προωθη­μένη από τη σημερινή και αλλού υστέρησε σε σύγκριση με αυτή:
Η αθηναϊκή δημοκρατία εφάρμοσε τη λαϊκή κυριαρχία όχι δι’ αντιπροσώπων, αλλά άμεσα: ήταν όχι κυβέρνηση από το λαό για το λαό, αλλά κυβέρνηση του λαού για το λαό. Το κράτος δεν διακρινόταν από τους πολίτες, αλλά ταυτιζόταν με αυτούς, καθώς αυτοί νομοθετούσαν, κυβερνούσαν και δίκαζαν. Οι πολίτες δεν ήσαν μόνον ίσοι, αλλά και εί­χαν ίσες ευκαιρίες προκειμένου να ασκήσουν τα δικαιώματα τους. Έτσι συμμετείχαν στα κοινά ενεργώς και ήσαν πλήρως ενήμεροι για όλες τις δημόσιες υποθέσεις. Οι πολιτικοί αγώνες διεξάγονταν από τους ίδιους μέσα στο «Δήμο».
Αντίστροφα, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν κατάργησε τη δουλεία, δεν εξίσωσε τις γυναίκες με τους άνδρες και υπήρξε πολύ φειδωλή στην παροχή πολιτικών δικαιωμάτων σε μετοίκους. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη κατ τα εξής: 1) Μία από τις σπουδαίες νεότερες δημοκρατίες άργησε πολλές δεκαετίες να καταργήσει τη δουλεία, οι πιο προχωρημέ­νες νέες δημοκρατίες εξίσωσαν τις γυναίκες κατά τις δεκαετίες του μεσοπολέμου κατ μετά το Λεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και ότι η πολιτογράφηση μεταναστών δεν γίνεται εύκολα ούτε και σήμερα. 2) Η αθηναϊκή δημοκρατία δέχθηκε στο έδαφος της πλήθη μετοίκων και τους έδωσε κάθε ελευθερία για να ασκούν τις δικές τους λατρείες και να τηρούν τα έθιμά τους μαζί με το δικαίωμα να ασκούν οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα και να πλουτούν, εκτός του να αποκτούν ακίνητη περιουσία. Μέτοικοι έγιναν ισχυρότεροι από Αθηναίους σε ορισμένους παραγωγικούς τομείς. Οι ημερομίσθιοι μέτοικοι αμείβονταν ίσα με τους Αθηναίους. Αναφορικά με τους δούλους, πρέπει να σημειωθεί ότι η θέση των δούλων βελτιώθηκε στη δημοκρατική Αθήνα, εκτός εκείνων που εργάζονταν στα λατομεία και στα μεταλλεία. Δημιουργήθηκε κατηγορία δούλων που είχαν δικαίωμα να σχηματίσουν μικρή χρηματική περιουσία και να ντύνονται όπως οι ελεύθεροι. Ποινικοποιήθηκαν ως υβριστικές, ορισμένες σωματικές βλάβες δούλων από τους κυρίους τους.
Η  ΔΟΜΗ  ΤΑ  ΟΡΓΑΝΑ  ΚΑΙ  Η  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών δημιουργήθηκε κατά τους νεότερους χρόνους. Η αρχαία δημοκρατία δεν χρειάστηκε να την εφεύρει, επειδή η συγκέντρωση όλων των εξουσιών σ' ένα μόνο όργανο του κράτους, το «Δήμο», δεν καταπίεζε τον πολίτη, δεδομένου ότι οι πολίτες ήταν το κράτος, όταν ελάμβαναν πολιτικές ή διοικητικές αποφάσεις σε μια «εκκλησία του Δήμου» ή δίκαζαν ως μέλη ενός ηλιαστικού δικαστηρίου.
Ο «Δήμος» ήταν ο Νομοθέτης, η Κυβέρνηση και το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι πολίτες τον αντιλαμβά­νονταν ως μονάρχη.
Οι περισσότερες υποθέσεις δικάζονταν από ηλιαστικά δικαστήρια που αντιπροσώπευαν το «Δήμο».
Ένα αντιπροσωπευτικό σώμα των πολιτών, η «Βουλή», που είχε 500 κληρωτά μέλη, βοηθούσε το «Δήμο». Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και είχε τον κύριο ρόλο στη διοίκηση του κράτους. Επόπτευε και συντόνιζε τους «άρχοντες», είχε όμως και μερικούς δικούς της τομείς δράσεως, ιδίως τον τομέα των ναυτικών εξοπλισμών.
Οι «άρχοντες» δεν ήρχαν. Ο «Δήμος» δεν είχε εμπιστοσύνη στους πολίτες που καταλάμβαναν κάποιο αξίωμα: τους έβλεπε ως δυνάμει τυράννους. Σοφίστηκε πλείστα όσα μέτρα για να τους κάνει ακίνδυνους. Αφαίρεσε εξουσίες από τους «άρχοντες» που κληρονόμησε από το προηγούμενο πολίτευμα: τον «Άρχοντα», τον «Πολέμαρχο», το «Βασιλέα» και τους έξι «θεσμοθέτες». Αντικατέστησε την εκλογή ως μέσον αναδείξεως «αρχόντων» και «βουλευτών» με την κλήρωση. Ίδρυσε πλήθος νέ­ων αρχών, με δεκάδες μέλη στις περισσότερες. Τον 4ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν στην Αθήνα 700 «άρχοντες». Τα μέλη των πολυμελών αρχών ήσαν ισοδύναμα και συνυπεύθυνα. Κάθε αρχή είχε ένα ελάχιστο μέρος από τις εκτελεστικές αρμοδιότητες και καμία πραγματική εξουσία. Οι «άρχοντες» ελέγχο­νταν συνεχώς από το «Δήμο», τη «Βουλή» και τους πολίτες και λογοδοτούσαν στο τέλος της ετήσιας θητείας τους. Ο έλεγχος του «Δήμου» και η καχυποψία των πολιτών βάραινε πιο πολύ επί των λίγων «αρχόντων» που δεν κληρώνονταν, αλλά εκλέγονταν και επανεκλέγονταν χωρίς περιορισμό: των «Στρατηγών». Πολλοί «Στρατηγοί» δικάστηκαν από το «Δήμο» ή από ηλιαστικό δικαστήριο. Όχι λίγοι καταδικάστηκαν σε θάνατο ή άλλες βαριές ποινές. Κεντρικό και μόνιμο όργανο του αριστοκρατικού πολιτεύματος, ο «Άρειος Πάγος», αποδυναμώθηκε πρώτα από τον Σόλωνα, το 593 π.Χ., επί δημοκρατίας από τον Εφιάλτη και τον Περικλή, το 462 π.Χ., που του άφησαν μόνον την εκδίκαση των ανθρωποκτονιών εκ προμελέτης, των εμπρησμών, δηλητηριάσεων και πράξεων ασεβείας. Από τις τάξεις των Αρεοπαγιτών, που ήσαν όλοι όσοι είχαν διατελέσει «εννέα άρχοντες», λαμβάνονταν οι 51 «Εφέται» που εκδίκαζαν αθέλητες ανθρωποκτονίες πολιτών και όλες ας ανθρωποκτονίες μετοίκων, παρεπιδημούντων, δούλων.
Πώς λειτουργούσε η αθηναϊκή δημοκρατία. Η νομοθεσία
Στη νομοθεσία ελάμβαναν μέρος: κάθε πολίτης, ο «Δήμος» και η «Βουλή». Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να κάμει πρόταση «ψηφίσματος», ο «Δήμος» παρέπεμπε το σχέδιο του «ψηφίσματος» στη «Βουλή», η «Βουλή» εξέταζε το σχέδιο από άποψη νο­μιμότητας, το διατύπωνε νομοτεχνικά και το επέστρεφε στο «Δήμο». Ο «Δήμος» αποφάσιζε με ψηφοφορία ή με χειροτονία. Τα «ψηφίσματα» ρύθμιζαν υποθέσεις άνισης σημασίας: πράγματι, ισοδυναμούν άλλα με δικές μας τροποποιήσεις Συντάγματος, άλλα με δικούς μας οργανικούς νόμους, άλλα με δικούς μας κοινούς νόμους, άλλα με δικά μας διατάγματα, άλλα με δικές μας υπουργικές αποφάσεις. Η χρήση του όρου «ψήφισμα» για όλες τις α­ποφάσεις του «Δήμου», ανεξαρτήτως σημασίας, προκαλούσε για αρκετό καιρό σύγχυση, έως ότου συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη να διακριθούν μεταξύ των «ψηφισμάτων» εκείνα που είχαν ευρύτερο και διαρκέστερο αντικείμενο. Αυτά ονομάστηκαν «νόμοι», όπως ονομάζονταν παλαιότερα οι νομοθετικές ρυθμίσεις συντακτικού περιεχομένου του Δράκοντα, του Σόλωνα, του Κλεισθένη. Έπειτα καθιερώθηκε ειδική αγωγή κυρώσεως «ψηφισμάτων» που έρχονταν σε σύγκρουση με «νόμους», η «γραφή παρανόμων». Αυτή όμως η αγωγή δεν περιοριζόταν μόνον στην ακύρωση ενός «ψηφίσματος»: συνεπαγόταν επίσης Βαρύτατες κυρώσεις εναντίον του πολίτη που εισηγήθηκε το πάσχον «ψήφισμα», καθώς και εναντίον του προέδρου της «εκκλησίας του Δήμου», αν άφησε να διαπραχθεί κάποια Οικονομική παρατυπία. Έτσι, έγινε επικίνδυνη ακόμη και μία πρόταση να αλλάξει ένας παλαιός «νόμος» που κρινόταν γενικά απαρχαιωμένος ή Βλαβερός.
Ο «Δήμος» δεν εμπιστευόταν τους πολίτες που έπαιρναν αξιώματα και σοφιζόταν διάφορα μέτρα για να τους κάνει ακίνδυνους
Για να αδρανοποιήσουν τη «γραφή παρανόμων» σε περιπτώσεις που εμπόδιζε την εκκαθάριση του σώματος των νόμων ή την κατάργηση άχρηστων ή Βλαβερών νόμων και εν γένει την εξέλιξη της νομοθεσίας, οι Αθηναίοι εφάρμοσαν τις ακόλουθες μεθόδους. Πρώτα, μεταξύ του 410 και του 403 π.Χ., ανέθεσαν σ’ επιτροπές πολιτών που κληρώθηκαν μεταξύ των «ηλιαστών» και στη «Βουλή» να εκκαθαρίσουν το σώμα των έως τότε ισχυόντων «νόμων» που προέρχονταν είτε από τον Δράκοντα, τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη είτε από μετακλεισθένεια «ψηφίσματα». Στην αρχή του 4ου αιώνα καθιερώθηκε μια διαδικασία τακτικής εκκαθαρίσεως «νόμων», που επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο, στην αρχή του πολιτικού έτους. «Εκκλησία του Δήμου» με συμμετοχή τουλάχιστον 6.000 πολιτών αποφαινόταν χωριστά για τον καθένα από τους υπό κρίση «νό­μους», εάν έπρεπε να διατηρηθεί ή να τροποποιηθεί. Στη συνέχεια, κάθε πολίτης που είχε σχετική γνώμη τη διατύπωνε γραπτά σε σανίδα που αναρτιόταν σε πολυσύχναστο μέρος της πόλεως. Το θέμα επαναφερόταν σ' επόμενη «εκκλησία του Δήμου», για να αποφασίσει αυτή εάν θα το παρέπεμπε ή όχι στην αναθεωρητική επιτροπή «Νομοθετών». Εάν αυτή η «εκκλησία του Δήμου» αποφάσιζε καταφατικά, κληρώνονταν 501 ή 1.001 «Νομοθέται» μεταξύ των «ηλιαστών». Οι «Νομοθέται» αποφάσιζαν, αφού ελάμβαναν υπόψη τις γραπτές προτάσεις που είχαν κάμει οι πολίτες υπέρ της διατηρήσεως ή υπέρ της αναθεωρήσεως κάθε υπό κρίση «νόμου» και άκουγαν τους υπερασπιστές των κρινόμενων «νό­μων» που είχε ορίσει η «Εκκλησία του Δήμου». Πε­ρί τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. καθιερώθηκε ακόμη μία διαδικασία καταργήσεως ή αναθεωρήσεως ή α­ντικαταστάσεως ενός συγκεκριμένου «νόμου» οπο­τεδήποτε έκανε σχετική εισήγηση ένας πολίτης μιλώντας σ’ «εκκλησία του Δήμου». Αυτή, αν ενέκρι­νε το νομοσχέδιο του πολίτη, το παρέπεμπε σε «Νο­μοθέτες» που κληρώνονταν για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Εκείνοι, είτε ενέκριναν χωρίς τροπολογίες το νομοσχέδιο είτε το απέρριπταν.
Η διοίκηση
Στη διοίκηση εμπλέκονταν ο «Δήμος», η «Βουλή» και οι πολυάριθμοι «άρχοντες». Η εκτελεστική εξουσία ανήκε oro «Δήμο», η «Βουλή» και οι «άρ­χοντες» ήσαν εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων του «Δήμου», που ήταν και νομοθέτης και κυβερ­νήτης. Από την αρχή της δημοκρατίας και για πο­λύ καιρό, ο «Δήμος» εννοούσε να εκδίδει «ψηφί-ματα» για υποθέσεις εκτελεστικής και διοικητικής φύσεως, προκαλώντας προβλήματα, καθώς οι μεν δημοκρατικές εξελίξεις σε βάθος και σε πλάτος διεύρυναν το πεδίον της διοικήσεως, αύξαναν και ενέτειναν τις διοικητικές λειτουργίες, οι δε «άρχοντες» αποδυναμώνονταν. Βαθμιαία ο «Δήμος» περιόρισε το πεδίο της αναμίξεως του σε διοικητικές πράξεις, διατήρησε όμως αμείωτη την τάση του να ακούει ο ίδιος τους ξένους πρέσβεις και, το χειρό­τερο, να αποφασίζει τα επίπεδα των επιστρατεύσε­ων κατ των πολεμικών δαπανών και, ακόμη, να διευθύνει στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η καχυποψία του «Δήμου» για τους «άρχοντες» τον εμπόδιζε να δημιουργήσει ιεραρχία μεταξύ των «Στρατηγών» και μεταξύ των οικονομικών «αρχόντων». Μόνο σε στιγμές οικονομικής δυσπραγίας δημιουργήθηκε, για πρώτη φορά, το 354 π.Χ., οικονομική αρχή, μο­νομελής, αιρετή και με τετραετή θητεία, η οποία συντόνισε με επιτυχία τις λοιπές οικονομικές αρ­χές, κληρωτές, πολυμελείς και ετήσιες, και δημι­ούργησε περισσεύματα. Παρά την επιτυχία της, αυ­τή η αρχή καταργήθηκε μετά τη δεύτερη τετραετία της. Το 338 ή το 334 π.Χ., υπό το βάρος της ήττας στη Χαιρώνεια, οι Αθηναίοι προχώρησαν στην ί­δρυση κεντρικής οικονομικής αρχής, που επίσης είχε επιτυχία.
Τα μέλη των αθηναϊκών δικαστηρίων δεν είχαν ειδική μόρφωση. Γνώριζαν, όμως, καλά τους νόμους, αφού αυτοί νομοθετούσαν.
Η δικαιοσύνη
Όργανα με αρμοδιότητες δικαστηρίων ήσαν ο «Δήμος», τα ηλιαστικά δικαστήρια, που ήταν απορ­ροή και σύνοψη του «Δήμου», η «Βουλή», ο «Άρειος Πάγος», οι «Εφέται» και μερικοί ετήσιοι κληρω­τοί «άρχοντες», με πρώτους τους «Ένδεκα». Στην περίπτωση του «Δήμου» η δικαστική του εξουσία συνέπιπτε με τη νομοθετική του και την εκτελεστική του. Αλλά ο «Δήμος» πολύ σπάνια άσκησε τις δικαστικές δικαιοδοσίες του τον 5ον αιώνα και κα­θόλου τον 4ο. Όλα τα άλλα δικαστήρια ήταν αυτό­νομα και κυρίαρχα. Μάλιστα τα ηλιαστικά, ο «Άρειος Πάγος», οι «Εφέται» και, εν μέρει, οι «Ένδεκα», εξέδιδαν μη εφέσιμες αποφάσεις. Το α­ντίθετο ίσχυε για τις δικαστικές αποφάσεις της «Βουλής» και των δικαστηρίων των «αρχόντων». Ο «Δήμος», τα ηλιαστικά δικαστήρια, ο «Άρειος Πά­γος», οι «Εφέται», οι «Ένδεκα» μπορούσαν να επι­βάλουν ποινές θανάτου, δημεύσεως περιουσίας, ε­ξορίας, στερήσεως πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ τα άλλα δικαστήρια, ακόμη και η «Βουλή» δεν μπο­ρούσαν να επιβάλουν παρά χρηματικά πρόστιμα.

Κανένα μέλος κανενός αθηναϊκού δικαστηρίου δεν είχε ειδική μόρφωση. «Ηλιασταί», «Αρεοπαγίται», «Εφέται» ήσαν κοινοί πολίτες. Παρά ταύτα, γνώριζαν καλά τους νόμους, αφού οι ίδιοι τους νο­μοθετούσαν στο «Δήμο» κατ τους εφάρμοζαν στα δικαστήρια. Από την άλλη μεριά όμως παρασύρο­νταν από τις ατομικές πολιτικές τάσεις τους και τις ψυχολογικές παρορμήσεις.

Οι προδικαστικές και δικαστικές διαδικασίες ή­σαν απλές, αλλά και απλοϊκές, όταν θεωρούνται εκ των υστέρων, και μάλιστα από τη δική μας οπτική γωνία. Ωστόσο υπήρχαν νόμοι που καθιέρωναν όλες τις δικές μας αρχές περί δικαιωμάτων του κατηγο­ρουμένου ή εναγομένου.



ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΥ ΜΑΝΕΣΗ,

ακαδημαϊκού, ομ. καθη­γητή Παν/μίων Αθηνών
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,

καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο Παν/μιο Αθηνών


Η Αθηναίων πολιτεία λειτουργούσε με θεσμούς άμεσης δη­μοκρατίας.

Με την κλήρωση «από κυάμων», αντί της εκλο­γής, στα περισσότερα αξιώματα και με το μισθό για την άσκηση των πολιτειακών λειτουργημάτων διασφάλιζαν την ισότητα: την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στα δημόσια πράγματα. Και η συμμετοχή αυτή ήταν άμεση.

Έτσι, στην Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή, στην Ηλιαία και στα υπόλοιπα συλλογικά όργανα, οι Αθηναίοι πολίτες μετείχαν απ’ ευθείας, δηλαδή αυτοπροσώπως. Η δε συμμετοχή τους στα κοινά ή­ταν συνεχής και καθημερινή. Στην αθηναϊκή δη­μοκρατία ο θεσμός της αντιπροσώπευσης και της επαγγελματοποίησης της πολιτικής ήταν άγνωστος.

Κατ’ εξαίρεση γινόταν με εκλογή η ανάδειξη σε αξιώματα που «εδέοντο εμπειρίας και τέχνης», ό­πως στην περίπτωση των δέκα στρατηγών. Είναι, πά­ντως, προφανές ότι οι θεσμοί της άμεσης δημοκρα­τίας ήταν συνυφασμένοι με την «πόλη-κράτος», ενώ στα μεγάλα κράτη της εποχής μας ισχύει η έμμεση δημοκρατία της «Βουλής των αντιπροσώπων», όπου οι «αντιπρόσωποι» του λαού μπορούν να θέλουν ο­τιδήποτε «εν ονόματι», «αντί» και «για λογαριασμό» των εκλογέων τους, χωρίς να λογοδοτούν απέναντι τους για γνώμη ή ψήφο, ως μονή δε «κύρωση» υ­πάρχει το ενδεχόμενο της μη επανεκλογής τους.
Οι «νομοθέτες» θα μπορούσαν, κατά κάποιο τρόπο, να παρομοιαστούν με τη σημερινή επιστημονική υπηρεσία της Βουλής
Η κυρίως νομοθετική διαδικασία
Η διαδικασία θεσπίσεως νόμων ή ψηφισμάτων α­πό την Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας.
Κατά την έναρξη του βουλευτικού έτους η Εκκλησία του Δήμου αποφάσιζε για την ανάγκη ψήφισης νέων νόμων ή ψηφισμάτων («επιχειροτονία νόμων»).
Η απόφαση αυτή είχε χαρακτήρα ουσιαστικά κυ­βερνητικό: προϋπέθετε την πολιτική επιλογή για την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ο ο­ποίος χωρίς τη θέσπιση συναφούς κανόνα δικαίου θα ήταν αδύνατον να πραγματωθεί.
Κάθε Αθηναίος πολίτης μπορούσε, ασκώντας νο­μοθετική πρωτοβουλία -που σήμερα, με το αντι­προσωπευτικό σύστημα, ανήκει μόνο στη Βουλή και στην κυβέρνηση1- να υποβάλει γραπτώς πρότα­ση νόμου στην Εκκλησία του Δήμου, όπου και διαβαζόταν για να καταστεί δημοσίως γνωστή. Επι­πλέον η πρόταση έπρεπε να τοιχοκολληθεί, προς μείζονα κατοχύρωση του δικαιώματος της πληρο­φόρησης περί τα κοινά, και στο οίκημα του «επώ­νυμου άρχοντα», ενός από τους εννέα άρχοντες, που αποτελούσαν την ανώτατη διοίκηση. Ο πολίτης που ασκούσε νομοθετική πρωτοβουλία αναλάμβανε κατ την ευθύνη για το περιεχόμενο της πρότασης του, πράγμα που αποτυπωνόταν και στο κείμενο του νό­μου: «ειπόντος του τάδε». Αν η πρόταση νόμου α­ποσκοπούσε όχι στη θέσπιση νέων αλλά στην τρο­ποποίηση ισχυουσών ρυθμίσεων, ο εισηγούμενος την πρόταση έπρεπε να τη συνοδεύει και με τις τρο­ποποιούμενες διατάσεις. Παρόμοια υποχρέωση ισχύει και στα σύγχρονα πολιτεύματα προς πληρέ­στερη και ακριβέστερη ενημέρωση των μελών του νομοθετικού σώματος2.
Η Εκκλησία του Δήμου δεν επιτρεπόταν να νο­μοθετήσει για οτιδήποτε «απροβούλευτον»3. Διαβίβαζε προηγουμένως την πρόταση νόμου στη Βουλή, η οποία ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει τη γνώμη της στην Εκκλησία του Δήμου. Η γνώμη αυτή της Βουλής, το «προβούλευμα», ήταν, με σύγχρονη ο­ρολογία, μία απλή -όχι «σύμφωνη», δηλαδή δεσμευτική- γνώμη, που αποτελούσε όμως ουσιώδη τύπο της νομοθετικής διαδικασίας. Συνιστούσε εγ­γύηση για την Εκκλησία του Δήμου ότι το Ζήτημα είχε ελεγχθεί σε πρώτη επεξεργασία. Η αποφασι­στική αρμοδιότητα για την ψήφιση του νόμου ανή­κε πάντως στην Εκκλησία του Δήμου, πράγμα που η Βουλή αναγνώριζε με τη φράση: «ό,τι αν τω Δή­μω δοκεί άριστον είναι». Παρόμοια διαδικασία μιας πρώτης επεξεργασίας των νομοσχεδίων ή προτάσε­ων νόμων ισχύει και σήμερα: η Βουλή συζητεί επ’ αυτών μετά την επεξεργασία τους από τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές («διαρκείς») επιτροπές4.
Της ψηφοφορίας στην Εκκλησία του Δήμου προηγείτο συζήτηση, στην οποία μπορούσε να μετά­σχει κάθε πολίτης. Στην πράξη πάντως η συζήτηση περιοριζόταν μεταξύ των επιφανών Αθηναίων πολι­τικών. Η ψηφοφορία γινόταν με ανάταση των χει­ρών. Ο Επιστάτης των Πρυτάνεων, ο οποίος προή­δρευε της συνεδριάσεως, καταμετρούσε ττς ψήφους. Έστω και αν ο νόμος ψηφιζόταν, ο Επιστάτης των Πρυτάνεων είχε τη δυνατότητα, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με πρωτοβουλία άλλου βουλευτή ή πολίτη, να επαναφέρει την πρόταση για συζήτηση.
Μετά το 403-402 π.Χ. η διαδικασία για τη θέσπι­ση νόμων από την Εκκλησία του Δήμου περιέλαβε και ένα ακόμη στάδιο επεξεργασίας των προτάσεων νόμου από ένα πολυμελές συμβούλιο «νομοθετών», δηλαδή δικαστών αναδεικνυόμενων με κλήρωση. Οι «νομοθέτες» αυτοί, λόγω της δικαστικής ιδιότη­τας τους, είχαν καπότα εξοικείωση -όχι εξειδίκευ­ση- με το δίκαιο (αφού ήσαν λαϊκοί, απλοί πολίτες, που αναδεικνύονταν στο δικαστικό αξίωμα είτε με κλήρωση είτε επειδή μετείχαν στο Ηλιαστικό Δικαστήριο βάσει της ιδιότητας τους ως Αθηναίων πο­λιτών). Επιτελούσαν πάντως ένα έργο που θα μπο­ρούσε, κατά κάποιο τρόπο, να παρομοιαστεί με το έργο που επιτελεί σήμερα η επιστημονική υπηρε­σία της Βουλής στη χώρα μας5.
Η επεξεργασία των προτάσεων νόμου γινόταν πριν διαβιβαστεί n πρόταση από την Εκκλησία του Δήμου στη Βουλή. Ένα σημείο που πρέπει να τονι­στεί εδώ και που καταδεικνύει το σεβασμό των Αθηναίων στους «πατρώους νόμους» είναι ότι οι «νομοθέτες», πριν εκφέρουν τη γνώμη τους ή τις παρατηρήσεις τους επί της προτάσεως νόμου, έπρε­πε να ακούσουν μια επιτροπή πολιτών που ανα­λάμβανε να υποστηρίζει τον παλαιό νόμο έναντι της νέας προτεινόμενης ρύθμισης.
Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μ? ?πιτήδειον θε?ναι»
Δύο «γραφές» - δίκες δημοσίου δικαίου, όπως θα λέγαμε σήμερα- είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, κα­θώς αποτελούσαν προληπτικές και συγχρόνως κα­τασταλτικές εγγυήσεις τηρήσεως του πολιτεύματος: η «γραφή παρανόμων» και η «γραφή νόμον μη επιτήδειον θείναι», που εκδικάζονταν από το δικα­στήριο της Ηλιαίας.
Η «γραφή παρανόμων»8 ήταν μία δημοσίου δικαί­ου δίκη εναντίον εκείνου ο οποίος είχε προτείνει νό­μο ή ψήφισμα που ερχόταν σε αντίθεση με τους προϋφιστάμενους κανόνες ή που είχε θεσπισθεί κα­τά παράβαση της νομοθετικής διαδικασίας. Μόλις ο μηνυτής εξεδήλωνε την πρόθεση του, με δημόσιο όρκο («υπωμοσία»), να καταθέσει «γραφή παρανό­μων», η συνέχιση της νομοθετικής διαδικασίας ανα­στελλόταν. Αναστελλόταν επίσης η ισχύς του νέου νόμου ή ψηφίσματος, εάν η νομοθετική διαδικασία επί της προτάσεως νόμου είχε ήδη ολοκληρωθεί.
Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μ? ?πιτήδειον θε?ναι», καθώς και ο οστρακισμός προστάτευαν τη λειτουργία του πολιτεύματος
Η αναστολή διαρκούσε, και στις δύο περιπτώσεις, έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Εάν η από­φαση ήταν καταδικαστική για τον προτείνοντα, τότε ο νόμος ή το ψήφισμα ακυρωνόταν ή σταματούσε η περαιτέρω νομοθετική διαδικασία επί της προτάσε­ως. Η ποινή για τον ένοχο ήταν πρόστιμο και, σε πε­ρίπτωση υποτροπής για τρίτη φορά, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων («ατιμία»). Αν η δικαστική α­πόφαση επί της «γραφής παρανόμων» ήταν απαλ­λακτική, η νομοθετική διαδικασία συνεχιζόταν ή ο ψηφισθείς νέος κανόνας δικαίου -νόμος ή ψήφισμα-ανακτούσε την ανασταλείσα ισχύ του.
Η γραφή «νόμον μ? ?πιτήδειον θε?ναι»7 ήταν ε­πίσης δίκη δημοσίου δικαίου εναντίον της θεσπίσε­ως ασύμφορου νόμου, δηλαδή νόμου που θα μπο­ρούσε να βλάψει τα συμφέροντα της πόλεως. Η δια­φορά της γραφής αυτής από τη «γραφή παρανόμων» συνίστατο στο ότι αφορούσε μόνο νόμους, όχι ψη­φίσματα. Οι ποινές επί καταδίκης ήσαν κατά πολύ βαρύτερες από τις ποινές της «γραφής παρανόμων»: εξικνούντο έως το θάνατο. Πάντως η γραφή «νόμον μ? ?πιτήδειον θε?ναι» έπρεπε, για να έχει ποινικές συνέπειες, να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία ενός έ­τους από την ψήφιση του νόμου.
Εκτός από την ατομική κύρωση της επιβολής ποινής, οι δύο «γραφές» είχαν και ακυρωτικό απο­τέλεσμα ως προς το νόμο ή το ψήφισμα.
Οι «γραφές» αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηρι­σθούν ως διφυή ένδικα βοηθήματα, τόσο ποινικού όσο και διοικητικού (ακυρωτικού) χαρακτήρα.
Εκτός από τις ήδη αναφερθείσες «γραφές» υπήρ­χε και η ενώπιον του Ηλιαστικού Δικαστηρίου α­σκούμενη «γραφή» και κατά του Επιστάτη των Πρυ­τάνεων («επιστατική γραφή»).
Εικάζεται ότι καταδικαστικές αποφάσεις της Ηλιαίας σε οποιαδήποτε από τις πτο πάνω «γραφές» σπανιότατα μόνον εκδίδονταν. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι απο­φάσεις απήλλασσαν τον κατηγορούμενο κατ επικύρωναν το θεσπισθέντα νόμο ή το ψήφισμα. Τούτο συνέβαινε προδήλως διότι το πολυμελέστατο δικαστήριο της Ηλιαίας αποτελούσαν τα ίδια τα μέ­λη της Εκκλησίας του Δήμου που είχαν ήδη ψηφί-σετ το νόμο ή το ψήφισμα. Δύσκολα θα μπορούσαν, επομένως, οτ ίδιοι πολίτες να αναιρούν δικαστικά αυτό που είχαν αποφασίσει νομοθετικά.
Σημειώθηκε ότι οι γραφές «παρανόμων» κατ «νό­μον μη επιτήδειον θείναι» δεν ήσαν μόνο κατα­σταλτικές αλλά και προληπτικές εγγυήσεις τηρή­σεως των πολιτικών κατ δικαιικών θεσμών της α­θηναϊκής δημοκρατίας. Ο προληπτικός χαρακτή­ρας των γραφών αυτών συνίστατο στο ότι οι επαπει­λούμενες βαριές ποινές λειτουργούσαν αποτρεπτι­κά για τη θέσπιση νέων νομοθετικών ρυθμίσεων που θα ήσαν «δυνάμει» επικίνδυνες για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Οστρακισμός
Προληπτική και κατασταλτική εγγύηση για τη λειτουργία του αθηναϊκού πολιτεύματος ήταν και ο θεσμός του οστρακισμού. Βάσει αυτού η Εκκλησία του Δήμου μπορούσε να εξορίζει επί ορισμένο χρό­νο αυτούς που θεωρούσε επικίνδυνους για το πολί­τευμα κατ την ασφάλεια της πόλεως, επειδή είχαν α­ποκτήσει κάποια φήμη ή δύναμη στο δημόσιο βίο. Ο οστρακισμός είχε ως δικαιολογητική Βάση την α­ποφυγή αποκτήσεως πολιτικής ισχύος. «Ο γαρ οστρακισμός την αυτήν έχει δύναμιν τρόπον τινά, τω κολούειν τους υπερέχοντας»3. Οι Αθηναίοι πολίτες έγραφαν σε μικρά κεραμίδια (όστρακα) το όνομα ε­κείνου που επιθυμούσαν να απομακρύνουν από την πόλη. Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Λόγω της σοβα­ρότητας του Ζητήματος, για να ληφθεί απόφαση οστρακισμού, ήταν απαραίτητο να συγκεντρωθούν έξι χιλιάδες ψήφοι υπέρ η - κατ’ άλλην εκδοχή - η α­πόλυτη πλειοψηφία έτη παρόντων τουλάχιστον έξι χιλιάδων10.
Το δικαίωμα και καθήκον αντιστάσεως κατά της καταλύσεως της δημοκρατίας
Σημαντικός θεσμός για την προστασία του δημο­κρατικού πολιτεύματος υπήρξε και η μέριμνα για την αποτροπή καταλύσεως της δημοκρατίας. Σύμφωνα με το «Ψήφισμα του Δημοφάντου» (410 Π.Χ.): «?άν τις δημοκρατίαν καταλ?? τ?ν ?θήνησιν ? ?ρ­χήν τίνα ?ρχ? καταλελυμένης τ?ς δημοκρατίας, πο­λέμιος ?στω τ?ν ?θηναίων κα? νηποινί τεθνάτω κα? τ? χρήματα α?το? δημόσια ?στω κα? το? θεο? τ? ?πιδέκατον, ? δ? ?ποκτείνας τ?ν τα?τα ποιήσαντα κα? ? συμβουλεύσας ?σιος ?στω κα? ε?αγής...»11. Ο νό­μος αυτός, πρόδρομος των συγχρόνων προστατευτικών του πολιτεύματος ποιντκών διατάξεων που τιμωρούν την «εσχάτη προδοσία», καθιερώνει το δι­καίωμα αντιστάσεως, το οποίο, συνδυαζόμενο με το θαυμασμό κατ σεβασμό προς τους τυραννοκτόνους - περίπτωση Αρμοδίου και Αρκπογείτονος - αποδεικνύει πόσο περί πολλού είχαν οι Αθηναίοι το πο­λίτευμα τους και τους δημοκρατικούς θεσμούς που αποτέλεσαν τη βάση της μεγαλειώδους δημιουργίας τους στον πολιτικό, το φιλοσοφικό, τον καλλιτεχνικό και τον πολιτισμικό εν γένει τομέα.
Το πολίτευμα της αθηναϊκής δημοκρατίας, παρά τις όποιες εσωτερικές αντιφάσεις του και όσα αρνητικά στοιχεία εμφάνισε στη λειτουργία του ή στις σχέσεις του και στην εν γένει συμπεριφορά των Αθηναίων προς άλλες πόλεις-κράτη (π.χ. έναντι των Δηλίων), υπήρξε αναμφισβήτητα μια πρωτοποριακή ιστορική κατάκτηση της ελληνικής αρχαιότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλ. Ακαδημία Αθηνών, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Μελέτες για το πολίτευμα και την ιδεολογία ίων Αθηναίων Αθήνα, 1995.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. άρθρο 73 παρ. 1 Συντ.
2. Βλ. άρθρο 74 παρ. 4 Συν. και άρθρο 85 παρ. 3 και 4 του Κανονισμού της Βουλής.
3. Αριστοτέλους, Αθ. Πολ. XLV, 5.
4. Βλ. άρθρο 74 παρ. 2 Συντ. κατ άρθρο 89 του Κανονισμού της Βουλής.
5. Βλ. άρθρο 74 παρ. 1 Συντ. και άρθρο 160 επ. του Κανονισμού της Βουλής.
6. Glotz, 190 en., Mac Dowell, 80 επ., Walker, 100 επ., Stockton, 79 επ.
7. Glotz, 191, Biscardi, 121, οημ, 68.
8. Βλ. Glotz, 184 επ., Forrest, 201 επ.
9 . Αρτοτοτέλους, Πολ. 1284 α 17 επ., 20, 42.
10. Βλ. Glotz, 184 επ.
11. Βλ. Βελισσαροπούλου, 65 επ., όπου ολόκληρο το κείμενο του νόμου, καθώς και σ. 67 επ., όπου ο ιδίου περιεχομένου νόμος του Εύκρατους (336 π.Χ.) και ο νόμος Ιλίου κατά των τυράννων, ολιγαρχίας κατ δήμου καταλύοεως (3ος αιώνας π.Χ.) ·
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Νίκου Μπιργάλια
Η αθηναϊκή δημοκρατία εμφανίζεται πρακτικά ως η εξαίρεση του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ουσιαστικά η πολιτική συμμετοχή ήταν υπόθεση λίγων ανδρών, των οποίων τα δικαιώματα ολοένα αυξάνονταν όσο η δημοκρατία αποκτούσε στερεές βάσεις. Αν και αριθμητικά ο αθηναϊκός δήμος (το σύνολο των πολιτών) αποτελούσε μια μειοψηφία του πλη­θυσμού της Αθήνας για τα δεδομένα της εποχής, θεωρούνταν εξαιρετικά μεγάλος. Στον ξένο δεν αναγνωρίζονταν και πολλά δικαιώματα, όσο για τούς δούλους, αυτοί πρακτικά δεν είχαν κανένα. Η γυ­ναίκα αντιμετωπιζόταν ως σύζυγος. μητέρα, αδερφή, κόρη και όχι ως ενεργός και συμμέτοχος πολί­της. Ωστόσο οι τρεις αυτές κατηγορίες του πληθυ­σμού, αν και αποκλείονταν από την πολιτική ζωή, συνέβαλαν σημαντικά σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτιστικό και πνευματικό επίπεδο και χωρίς αυτούς, τους συχνά «ανώνυμους» κατοίκους της Αττικής. δύσκολα η δημοκρατική Αθήνα θα γινόταν για δυο σχεδόν αιώνες ο πόλος έλξης του ελληνι­κού κόσμου.
Οι Αθηναίοι λοιπόν, χωρισμένοι σε εισοδηματικές τάξεις σύμφωνα με τις οποίες ρυθμίζονταν και τα πολιτικά τους δικαιώματα, αισθάνονταν ότι είναι μέ­λη μιας προνομιούχου κοινωνικής ομάδας, η οποία κρατούσε στα χέρια της κάθε μορφή εξουσίας, ενώ μοιραζόταν με τις άλλες κατηγορίες του πληθυσμού τις υποχρεώσεις της απέναντι στην πόλη.
Οι Αθηναίοι ήταν χωρισμένοι σε εισοδηματικές τάξεις, σύμφωνα με τις οποίες ρυθμίζονταν και τα πολιτικά τους δικαιώματα
Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μια άμεση δημο­κρατία και στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας η ενεργός συμμετοχή του πολίτη στα κοινά ήταν ζωτικής σημασίας γιατί από αυτή εξαρτιόταν η λει­τουργία του πολιτεύματος. Το περιεχόμενο όμως αυ­τής της συμμετοχής μεταβαλλόταν όσο η δημοκρα­τία εξελισσόταν.
Τα Μηδικά και στη συνέχεια η εξάπλωση της Αθήνας στο Αιγαίο άλλαξαν τις κοινωνικές βάσεις της δημοκρατίας του Κλεισθένη, φέρνοντας στο πολιτικό προσκήνιο τους θήτες που κινούσαν το στόλο. Παρ' όλο που οι διαφορές ανάμεσα στις ει­σοδηματικές τάξεις ως προς τα πολιτικά δικαιώμα­τα μειώνονταν, δεν συνέβαινε το ίδιο και ως προς τις υποχρεώσεις. Οι πλούσιοι επωμίζονταν σχεδόν όλα τα βάρη των φόρων και των στρατιωτικών δα­πανών. Εξάλλου, η ίδια η πραγματικότητα επέ­βαλλε όρια στην άσκηση μιας άμεσης δημοκρα­τίας: πρακτικά ήταν αδύνατον να συμμετέχουν όλοι, δεδομένου ότι η Αθήνα αριθμούσε την εποχή εκεί vn περίπου 30.000-40.000 πολίτες. Ενώ οι διοικού­ντες συνέχιζαν να προέρχονται από τα μέλη της παλαιάς αριστοκρατίας, παραδοσιακά «εκπαιδευ­μένα» στη διοίκηση του κράτους, ο αστικός δήμος ασκούσε ένα πραγματικό μονοπώλιο σε Βάρος του αγροτικού που ζούσε μακριά από το κέντρο. Οι θήτες ήταν οι μοναδικοί που είχαν πρακτικά τη δυνα­τότητα να συμμετέχουν στις ολοένα αυξανόμενες συνεδριάσεις της Εκκλησίας, της Βουλής και των Δικαστηρίων. Τα μέτρα του Εφιάλτη και ο θεσμός της Μισθοφόρος επί Περικλή κατέστησαν την κυ­ριαρχία του δήμου mo συγκεκριμένη και ισχυρή. Ταυτόχρονα όμως η άσκηση των πολιτικών δικαιω­μάτων έγινε ισότιμη με ένα «επάγγελμα» και ο έ­λεγχος της λειτουργίας του καθεστώτος ξέφυγε από ιούς σημαντικούς Αθηναίους.
Με τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-405) δημιουργήθηκε στην ύπαιθρο και στην πόλη μια τάξη φτωχών που ενδιαφερό­ταν περισσότερο για την καθημερινή της επιβίωση παρά για τον πολιτικό προορι­σμό της δημοκρατίας. Η αδιαφορία αυτή συνοδευό­ταν και από τον ενθουσιασμό που εκδήλωναν για τους νικητές στρατηγούς. Παράλληλα, οι διάφοροι μισθοί (εκκλησιαστικός, θεωρικός) προσέφεραν στους φτωχότερους μια μικρή βοήθεια, ενώ τα πρόστιμα, οι δημεύσεις περιουσιών, οι δίκες κατά των πλουσίων που ολοένα πολλαπλασιάζονταν, αλλά και ο αυξανόμενος επαγγελματικός χαρακτήρας της πολιτικής ζωής υπέθαλπαν την ελεύθερη λειτουρ­γία των πολιτικών θεσμών και ενέτειναν την πολιτική παραίτηση του δήμου. Στο προσκήνιο της πολιτικής εμφανίστηκαν νέοι άντρες που ορισμένοι εί­χαν αντικείμενο τους να πείθουν, ενώ άλλοι εμφανίζονταν ως ειδικοί σε τεχνικά θέματα. Οι περισσό­τεροι αντλούσαν την περιουσία τους κυρίως από την κατοχή ενός ή περισσοτέρων εργαστηρίων ή από τό­κους δανείων. Επιδέξιοι στην τέχνη του λόγου κα­τάφεραν να μεταχειρίζονται την Εκκλησία σύμφω­να με τα συμφέροντα τους.
Με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (τέλη 6ου π.Χ. αι.) δικαίωμα Αθηναίου πολίτη είχαν όσοι κα­τάγονταν από άνδρες Αθηναίους που ήταν εγγε­γραμμένοι στους δήμους που δημιούργησε ο Κλει­σθένης. Στη νομιμοποίηση αυτή, από το 451, συμ­μετέχει κατ η γυναίκα, αφού πολίτες πλέον θεω­ρούνταν μόνο όσοι είχαν και τους δύο γονείς Αθη­ναίους και προέρχονταν από νόμιμο γάμο. Η πόλη ανέθετε στον πατέρα την εξουσία να αναδείξει έναν πολίτη, παρακολουθώντας από κοντά όλη τη διαδι­κασία: δημόσια αναγνώριση του παιδιού, εγγραφή του στη φρατρία, εγγραφή του σε ηλικία 18 ετών στα μητρώα του δήμου του. Ο κάθε Αθηναίος πολίτης λοιπόν είναι ταυτόχρονα μέλος μιας οικογένειας, ενός γένους, μιας φρατρίας, ενός δήμου, μιας φυλής.
Στην ύπαιθρο ενδιαφέρονταν περισσότερο για την καθημερινή τους επιβίωση παρά για τον πολιτικό προορισμό της δημοκρατίας
Ωστόσο, αυτό που διακρίνει τον Αθηναίο ως πολί­τη από κάθε άλλη κατηγορία του πληθυσμού είναι η συμμετοχή του στην πολιτεία, δηλαδή στην οργά­νωση των εξουσιών. Η πολιτεία ορίζει τη λειτουργία των κυριοτέρων οργάνων της, τις προϋποθέσεις για να συμμετέχει κανείς σε αυτά, καθώς και τον τρόπο εκλογής και ελέγχου των αρχόντων. Οι άρχοντες ε­πιλέγονταν δια κλήρου. Όλες οι αρχές ήταν συλλο­γικές, ενιαύσιες και όλοι οι αξιωματούχοι λογοδοτούσαν στο τέλος της θητείας τους στο δήμο. Οι άρ­χοντες δεν διατηρούσαν προσωπική εξουσία. Πρα­κτικά ήταν δημόσιοι λειτουργοί που ελέγχονταν ακατάπαυστα και απειλούνταν συνεχώς με καθαίρε­ση. Για ορισμένα ωστόσο αξιώματα, όπως του στρα­τηγού, δεν είχαν όλοι οι πολίτες τα ίδια δικαιώμα­τα: η εκλογή γινόταν με ψηφοφορία και μόνο όσοι προέρχονταν από τις πλουσιότερες εισοδηματικές τάξεις μπορούσαν να εκλεγούν. Το δικαίωμα του πολίτη να αποφασίζει ασκούνταν στη συνέλευση του δήμου και το δικαίωμα του να δικάζει ασκού­νταν στα δικαστήρια. Νομικά, μόνο ο πολίτης απο­λάμβανε απεριόριστη νομική ικανότητα την οποία έχανε μόνο όταν στερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα. Οικονομικά, είχε το δικαίωμα να κατέχει γη και απαλλασσόταν από κάθε σταθερό άμεσο φόρο. Οι εύποροι επιφορτίζονταν με πρόσθετα οικονομι­κά βάρη όπως ήταν οι λειτουργίες (δημόσιες δαπά­νες) κατ οι εισφορές (φόρος που επιβαλλόταν κυρίως σε περίοδο πολέμου). Με την ιδιότητα του πολίτη συνδεόταν άμεσα και η υπηρε­σία του στον πόλεμο είτε ως πολίτη είτε ως ναύτη. Ως πολίτης ήταν υποχρεωμένος να συμμετέχει στις δημόσιες εορτές και λατρείες της πόλης του.
Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν στηριζόταν στην αρχή της ισομοιρίας, αλλά στις αρχές της ισονομίας, της ισοτιμίας και της ισηγορίας
Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν επιδίωξε να εξαλείψει τις κοινωνικές ή οικονομικές ανισότητες (κάτι τέτοιο για τους Αθηναίους θα οδηγούσε μοιραία σε τυραννία). Πέτυχε ωστόσο να εγκαθιδρύσει ένα σύ­στημα πολιτικής ισότητας το οποίο εξασφάλιζε την κοινωνική γαλήνη και ισορροπία και το οποίο δεν στηριζόταν στην αρχή των ίσων δικαιωμάτων (ισο­μοιρία), αλλά σε τρεις άλλες εξίσου σημαντικές αρ­χές: την ισονομία, την ισοτιμία, και την ισηγορία. Η βάση αυτής της πολιτικής ισότητας κατ κατ’ επέ­κταση της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν η κυριαρχία του δήμου, η οποία εκφραζόταν κυ­ρίως δια μέσου των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής, των δικαστηρίων και των αρχόντων. Αυτό σημαίνει ότι κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να διοικεί, να αποφασίζει και να δικάζει. Αυτά είναι τα τρία στοιχεία που δηλώνουν τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
Κανένα από αυτά τα τρία δικαιώματα δεν απολάμβανε η Αθηναία. Γι’ αυτό και νομικά θεωρούνταν   «ανήλικη»   και βρισκόταν υπό την κηδεμονία ενός άνδρα (πατέρα, συζύγου, αδερφού ή γιου), χωρίς τη συ­γκατάθεση του οποίου δεν μπο­ρούσε να κατέχει περιουσία, να απευθυνθεί μόνη της σε δικα­στήρια, να συνάψει συμβόλαιο ή να παντρευτεί.
Θεωρητικά, η Αθηναία παρέμενε «φυλακισμένη» στο σπίτι της. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμούμε ούτε να υπερεκτιμούμε αυτόν τον «έγκλειστο» βίο της, ο ο­ποίος δεν αφορά σε νομικά μέτρα, αλλά σε κοινω­νικές πρακτικές. Πράγματι, η πλειοψηφία των γυ­ναικών της «μεσαίας τάξης», αν και οεν έλειπαν οι προφάσεις ή οι ευκαιρίες «διαφυγής» από το σπίτι τους (θρησκευτικές εορτές, Ουσίες), τον περισσότε­ρο χρόνο τους τον περνούσαν μέσα σε αυτό. Ωστό­σο, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις και κατηγορίες γυναικών που είχαν κάποια ελευθερία και οικονο­μική ανεξαρτησία. Η παντρεμένη γυναίκα, δεδο­μένου ότι ο άντρας ήταν απασχολημένος με την ερ­γασία του ή με την τρέχουσα πολιτική. διαχειριζόταν με απόλυτη εξουσία τον οίκο της (η προίκα άλ­λωστε την αναβάθμιζε κοινωνικά), δραστηριότητα ιδιαίτερα σημαντική για τη Ζωή της οικογένειας. Όταν μάλιστα ο σύζυγος απουσίαζε σε εκστρατεία έπρεπε να συντηρεί παιδιά και δούλους, ενώ οι χή­ρες διαχειρίζονταν την περιουσία των παιδιών τους μέχρι να ενηλικιωθούν. Οι φτωχές Αθηναίες συ­χνά ήταν αναγκασμένες να εργάζονται (τροφοί, μεταπράτριες στα χωράφια κ.ά.). Οι πλούσιες απο­λάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία (δύσκολα φανταζόμαστε την Ελπινίκη, αδελφή του Κίμωνα, περιο­ρισμένη στο σπίτι). Από τα τέλη του 5ου π.Χ. αι. ε­ξάλλου οι γυναίκες απέκτησαν πιο ελεύθερες συ­νήθειες και συνευρίσκονταν συχνότερα με άντρες. Αν και η δημοκρατική Αθήνα απέκλειε τη γυναί­κα από τις πολιτικές συζητήσεις και αποφάσεις, της απέδιδε ωστόσο μια εξέχουσα θέση στη διαχείριση του οίκου και κυρίως στην αναπαραγωγή της πολιτι­κής κοινότητας (από το 451 και έπειτα). Έτσι, η γυ­ναίκα «πολίτης» με την τεκνοποίηση γνήσιων παι­διών ανήκε στην πόλη και με τη συμμετοχή της στις δημόσιες λατρείες ενσωματωνόταν στην κοινότητα.
Αντίθετα ο ξένος που εγκαθίστατο στην Αθή­να (μέτοικος) παρέμενε έξω από την κοινό­τητα των Αθηναίων. Εγγραφόταν στους κα­ταλόγους του δήμου στον οποίο κατοικούσε, κατέβαλλε ετήσιο τακτικό φόρο, το μετοίκιον (12 δραχμές οι άνδρες και 6 οι γυναίκες) και είχε τις ίδιες στρατιωτικές και οικονομικές υποχρε­ώσεις με τον πολίτη. Οι πλουσιότεροι συμμετείχαν στις εισφορές και αναλάμβαναν ορισμένες λειτουρ­γίες, υπηρετούσαν ως οπλίτες, ενώ οι υπόλοιποι στο ελαφρύ πεζικό ή στο στόλο. Όλοι απολάμβαναν την προστασία των δικαστηρίων της Αθήνας, στα οποία (τον 5ο τουλάχιστον αιώνα) έπρεπε να αντιπροσω­πεύονται από έναν πολίτη Αθηναίο. Οι μέτοικοι δεν είχαν δικαίωμα να είναι ιδιοκτήτες γης στην Αττική, γι' αυτό συγκέντρωναν τις προσπάθειες τους στη βιοτεχνία, στο εμπόριο, στην οικονομία. Ω­στόσο, υπήρχαν κατ οι «διανοούμενοι» που τους προσείλκυε η φήμη των φιλοσοφικών σχολών, ό­πως υπήρχαν κατ οι πολιτικοί πρόσφυγες. Αν και η συμμετοχή τους στη ζωή της πόλης συνεχώς αυξα­νόταν ακόμη και μέχρι τα τέλη του 4ου αι., το δι­καίωμα του πολίτη δινόταν σε ένα μέτοικο με εξαιρετική φειδώ. Και παρ’ όλο που η σχέση τους με τους πολίτες ήταν ιδιαίτερα στενή, ανάμεσα τους υπήρχε το αξεπέραστο εμπόδιο των πολιτικών δικαιωμάτων. Οι Αθηναίοι άλλωστε δεν παρέλειπαν ποτέ να τους υπενθυμίζουν την ξενική τους καταγωγή.
Η Αθηναία βρισκόταν υπό την κηδεμονία ενός άνδρα, χωρίς τη συγκατάθεση του οποίου δεν μπορούσε να κάνει τίποτα
Ξενική καταγωγή είχαν και οι δούλοι. Στην πρά­ξη o δούλος αποτελούσε ένα ιδιωτικό περιουσιακό στοιχείο, αν και του επιτρεπόταν να κατέχει χρήμα­τα ή άλλα αγαοά. Οποιαδήποτε νομική πράξη που τον αφορούσε ασκούνταν μόνο από τον κύριο του. Παρ' όλο που ο νόμος απαγόρευε να σκοτώσει κά­ποιος ένα δούλο χωρίς αιτία, η προβλεπόμενη «τι­μωρία» ήταν να υποβληθεί ο υπαίτιος στην ιεροτε­λεστία του εξαγνισμού. Ο καθένας μπορούσε να διαθέτει το δούλο του όπως επιθυμούσε: να τον ε­νοικιάσει, να τον δώσει ως ενέχυρο, να τον πουλή­σει, να τον βασανίσει, να τον κτυπήσει.
Το ερώτημα πώς συμβιβάζονταν η δουλεία με τη δημοκρατία δεν έπαψε να απασχολεί όσους βλέ­πουν στο αθηναϊκό πολίτευμα ένα καθεστώς ισότη­τας. Οι δούλοι δεν απάλλασσαν εντελώς τους πολί­τες από την εργασία. Η μεγάλη πλειοψηφία των Αθηναίων ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται για να ζήσουν, ακόμη κατ όταν avopazav έναν ή δύο δού­λους για να τους βοηθούν. Η δουλεία αποτέλεσε α­παραίτητο συμπλήρωμα της δημοκρατίας όταν εξα­φανίστηκε από την Αθήνα η εξάρτηση των αγρο­τών.
Η δουλεία αποτέλεσε απαραίτητο συμπλήρωμα της δημοκρατίας όταν εξαφανίστηκε από την Αθήνα η εξάρτηση των αγροτών
Με την πολιτική του Σόλωνα και του Πεισίστρα­του δεν ήταν πλέον δυνατό στους μεγάλους ιδιο­κτήτες γης να απευθύνονται στην εργασία των ε­λεύθερων αγροτών και έπρεπε να βρουν αλλού τα εργατικά χέρια που χρειάζονταν. Η διαδικασία αυτή, η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του αθηναϊκού εμπορίου είχε αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των δούλων. Τους βρίσκουμε στα ορυχεία, στα ναυπηγεία, στα δημόσια εργοτάξια, στα εργα­στήρια της πόλης, στους αγρούς. Οι γυναίκες χρη­σιμοποιούνταν ή ως οικιακές βοηθοί ή στα υφαντουργεία, και βέβαια ως πόρνες στα «σπίτια» του Πειραιά. Ωστόσο, αν και το νομικό καθεστώς ήταν το ίδιο για όλους τους δούλους, υπήρχαν αξιοση­μείωτες διαφορές μεταξύ τους. Η τροφός, ο παιδα­γωγός ή η οικονόμος μοιράζονταν πολύ πιο στενά τη Ζωή των κυρίων τους από τους δούλους που εργάζονταν κάτω από σκληρές συνθήκες, όπως στα ο­ρυχεία του Λαυρίου. Και δεν μπορούμε να παραλεί­ψουμε και τις μεγάλες «δυναστείες» των δούλων τραπεζιτών, οι οποίοι μετά το θάνατο του κυρίου τους, τους διαδέχονταν, εξαγόραζαν την ελευθερία τους κατ παντρεύονταν τη χήρα. Ωστόσο, οι περιπτώσεις αυτές είναι σπάνιες και δεν μπορούν να α­ποτελέσουν επιχειρήματα σχετικά με την ήπια συμπεριφορά των Αθηναίων προς τους δούλους τους. Αν στη δημοκρατική Αθήνα δεν υπήρξαν ποτέ ε­παναστάσεις δούλων, είναι γιατί συχνότατα ήταν «βαρβαρικής» καταγωγής και δεν αποτέλεσαν ποτέ, με την κυριολεξία του όρου, μια τάξη ή μια ομοιο­γενή ομάδα με κοινά συμφέροντα.
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Για την κοινωνική διάσταση της αθηναϊκής δημοκρατίας καθώς και για τους «δημιουργούς» της, υπάρχει στην ελληνική αγορά ευρεία ελληνική και ξένη βιβλιογραφία.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Γ. Βλάχος, Η ιδέα του ελεύθερου ανθρώπου στη δημοκρατία των Αθηναίων, Σάκκουλα, Αθήνα 1992.
Γ. Βλάχος (επιμ.), Η Αθηναϊκή δημοκρατία, μελέτες για το πολίτευμα κατ την ιδεολογία των Αθηναίων (Ακαδημία
Αθηνών, Επιτροπή Ερευνών, τόμ. 2), Αθήνα 1995.
Α. Σ. Βλάχου, Η οικοδόμηση της δημοκρατίας, Παπαδήμα, Αθήνα 1999.
E. Cantarella, Οι Γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας, μετ. Π. Δημάκη, Παπαδήμα, Αθήνα 1998.
C. Farrar, Οι αρχές της δημοκρατικής σκέψης στην κλασική Αθήνα, μετ. Α. Σακελλαρίου, Παπαδήμας, Αθήνα 1991.
Μ.Ι. Finley, Αρχαία και σύγχρονη δημοκρατία, μετ. Γ. Τσιώμης, Αθήνα, Ευρύαλος 1989.
W. G. Forrest, H γένεση της αθηναϊκής δημοκρατίας, μετ. Α. Παναγόπουλος, Παπαδήμας, Αθήνα 1994.
Y. Garlan, Η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα, μετ. Α. Χατζηδάκης, Gutenberg, Αθήνα, 1988.
Α. Κυρτάτας, Δούλοι, δουλεία και δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής, Πολίτης, Αθήνα 1987.
Ρ. Leveque -P. Vidal-Naquet, Κλεισθένης ο Αθηναίος, μετ. Στ. Γεωργοπούλου, Ευρύαλος, Αθήνα 1989.
Ε. Μικρογιαννάκης, Παθολογία πολιτευμάτων στην αρχαιότητα, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992.
CI. Mosse, Η Γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα, μετ. Α. Δ. Στεφάνης, Παπαδήμα, Αθήνα 1991.
CI. Mosse, Αθήνα ιστορία μιας δημοκρατίας, μετ. Δ. Αγγελίδου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983.
CI. Mosse, Το τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας, επιμ. Γ. Κ. Βλάχου, Αθήνα 1978.
Α. Ράμου-Χαψιάδη, Από τη φυλετική κοινωνία στην πολιτική, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1982.
Α. Ράμου-Χαψιάδη, Σωτήρες της Ελλάδος, Ναυκράτορες, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994.
Μ. Β. Σακελλαρίου, Η Αθηναϊκή δημοκρατία, Παν. Εκδ. Κρήτης, Ηράκλειο 1999.
R.K. Sinclair, Δημοκρατία και συμμετοχή στην αρχαία Αθήνα, μετ. Ε. Ταμβάκη, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997.
Ch. G. Starr, H γέννηοη της αθηναϊκής δημοκρατίας, μετ Μ. Καρδαμίτσα-ψυχογιού, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991.
Ι. Σ. Τουλουμάκος, Η θεωρητική θεμελίωση ιης δημοκρατίας στην κλασική Ελλάδα, ΠαπαΖήσης, Αθήνα1979.
J.-P. Vernant (επιμ.), Ο Ελληνας άνθρωπος, μει. Χ. Ταοάκος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1996.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου
Το ερώτημα: ποια η λειτουργική σχέση μεταξύ δημοκρατίας και πολιτισμού των Αθηνών, ανάγει σε γενικότερο και προβληματικότερο Ζήτημα, σπουδαιότατο για την επιστήμη της Ιστορίας, και διερευνητέο μάλλον από τη σκοπιά της φιλοσοφίας της Ιστορίας.
Το προκείμενο Ζήτημα είναι: Υπάρχει στην ιστο­ρική πραγματικότητα επίδραση ορισμένου πολιτι­κού συστήματος, αποτελεσματική για την άνθηση του πολιτισμού, ή συμβαίνει αντίστροφα η κατάστα­ση του πολιτισμού να έχει αποτελεσματική επίδρα­ση για τη γένεση ορισμένου πολιτικού συστήματος;
Η λύση του προβλήματος αυτού προϋποθέτει α­ποσαφήνιση της έννοιας του πολιτισμού, ως προς το λογικό της πλάτος.
Εάν προϋποθέτουμε, λοιπόν, την ευρεία έννοια του πολιτισμού, τότε και η ίδια η δημοκρατία είναι στοιχείο του πολιτισμού. Και ως στοιχείο του πολιτι­σμού, προσφέρεται η δημοκρατία να αξιολογηθεί για τις συστατικές της ιδιότητες, πολιτικές, δηλαδή, και ηθικές.
Από την άποψη αυτή διαθέτει και σπάνιους τίτ­λους η αθηναϊκή δημοκρατία του Περικλέους, ως καίριο στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού, όσο και αν είναι απόληξη προγενέστερων φάσεων του ελ­ληνικού πολιτικού βίου, μάλιστα όχι μόνο στην Αττική με τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη, αλλά και στη Σπάρτη με τη νομοθεσία του Λυκούργου, και πριν ακόμη σε πόλεις της Ιωνίας.
Αναμφίβολα, στην αθηναϊκή δημοκρατία του Πε­ρικλέους είχε σε μέγιστο βαθμό εξασφαλιστεί, όχι νομικά μόνο, αλλά και οικονομικά, η ενεργός συμμετοχή των πολιτών, πλουσίων ή φτωχών. στο δημόσιο βίο, εφαρμόζονταν αρά και οι δυο αρχές της πο­λιτικής δημοκρατίας. η ισηγορία και ισοπολιτεία. (Άλλωστε, δεν υπήρχαν τότε η τηλεόραση και το ραδιόφωνο και η καταλυτική της ισηγορίας λει­τουργία τους» Εξάλλου, οι φτωχοί πολίτες δεν ήταν αφημένοι στην τύχη τους ως προς το βιοπορισμό τους και ως προς τις πνευματικές απολαύσεις. Πα­ρεχόταν ο' αυτούς εργασία, είτε με τη ναυτολόγηση τους συχνά είτε με την απασχόληση τους σε δημόσια έργα. Χορηγούνταν σ’ αυτούς χρηματικοί πόροι με τη «μισθοφόρο» ή και με τα «θεωρικά», ώστε και να μετέχουν κάπως στην πνευματική πανδαισία των α­θηναϊκών δημόσιων εορτών.
Εξάλλου, δεν έλειπαν τα ελαττώματα και οι α­μαρτίες από την αθηναϊκή δημοκρατία. Πολύ γνω­στές είναι κάποιες σφαλερές ή εγκληματικές απο­φάσεις του λαού των Αθηνών, ως κυρίαρχου οργάνου της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ορισμένες από αυτές σε θέματα εξωτερικής πολιτικής υπήρξαν ολέθριες, άλλες υπήρξαν ατιμωτικές για την πόλη των Αθη­νών, όπως οι καταδίκες του Μιλτιάδου, των στρατη­γών της ναυμαχίας των Αργινουσών, του Σωκράτους και άλλων, οι διώξεις του Θεμιστοκλέους, του Ανα­ξαγόρα, του Πρωταγόρα και άλλων.
Παρά ταύτα, η αθηναϊκή δημοκρατία, συγκριτικά προς άλλα πολιτεύματα, καταφαινόταν πάντοτε προ­τιμότερη, όπως τονίζει και ο ίδιος ο Πλάτων, αν και αυστηρός κριτικός της.
Ως προς τη γένεση της αθηναϊκής δημοκρατίας πο­λύ αμφιβάλλω αν παράγων αποφασιστικός γι’ αυτήν υπήρξε η στάθμη του πολιτισμού των Αθηνών. Κύρι­οι συντελεστές, πιστεύω, για την εγκαθίδρυση και διάπλαση της αθηναϊκής δημοκρατίας υπήρξαν η τό­τε πολιτική συγκυρία και η πρωτοβουλία πολιτικών ηγετών, με συμβολή έμμεση μάλλον της τότε κοινω­νικής ηθικής των Αθηνών ή και των συναισθημάτων εχθρότητας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, οιονεί στοιχείων πολιτισμού και αυτών υπό ευρεία έννοια.
Τα υπό στενή έννοια στοιχεία του αθηναϊκού πο­λιτισμού, καθώς και οι λεγόμενες «θρησκευτικές βάσεις» του αθηναϊκού πολιτεύματος, επηρέασαν, νομίζω, κάποιες μόνο μικρότερης σπουδαιότητας λειτουργίες της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Και ας ερευνήσουμε τώρα το πιο σημαντικό Ζήτη­μα: Υπήρξε και με ποιον τρόπο το δημοκρατικό πολίτευμα των Αθηνών η κύρια αιτία για την άνθηση του υπό στενή έννοια πολιτισμού στην εποχή του Περικλέους, για το λεγόμενο χρυσούν αιώνα της Ελλάδος;
Ας μην παραγνωρίζουμε ότι ο πολιτισμός υ­πό στενή έννοια είναι σύνολο, έστω δίχως αυστηρή συνοχή, διαθέσεων, ικανοτήτων και προπάντων έργων ποιήσεως, λογοτε­χνίας, καλλιτεχνίας, φιλοσοφίας, επιστή­μης ή και τεχνικής. Ερωτάται λοιπόν: Ο πολιτι­σμός, στην έννοια του αυτή, πώς δημιουργείται; Εί­ναι αυτόβλαστος από την ψυχή του λαού π.χ. ή από το πνεύμα προσώπων με ιδιοφυΐα; Η τυχόν υποκι­νείται η διάπλαση του από την πολιτική εξουσία ή έστω από την πολιτική συγκυρία;
Στους πολίτες δίνονταν τα «θεωρικά» να μετέχουν στην πανδαισία των αθηναϊκών δημόσιων εορτών
Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αναγνώρισαν στην πολιτική, ως «αρχιτεκτονική», το δικαίωμα και το καθήκον να εφορεύει στη διάπλαση των καλών τε­χνών και των επιστημών1 αν και δεν αμφισβητούσαν τον αυτόβλαστο κάπως χαρακτήρα τους. θα ήταν ό­μως εξήγηση καταχρηστική, αν αποδίδαμε τη θαυ­μαστή πνευματική μεγαλουργία πολιτών και μετοί­κων των Αθηνών της εποχής του Περικλέους στο δη­μοκρατικό εκεί τότε πολίτευμα. Δεν πρέπει, άλλω­στε, να λησμονούμε την πνευματική ακμή των Αθη­νών υπό τον Πεισίστρατο και τους Πεισιστρατίδες με τους έξοχους καλλιτέχνες, με τη φροντίδα για την ποίηση του Ομήρου, με την ίδρυση του θεάτρου ως θεσμού της «πόλεως». Και ας μη λησμονούμε ακόμη ότι ακριβώς στην εποχή του Περικλέους, ύστερα από το ψήφισμα κατά πρόταση του Διοπείθους, η πολιτι­κή συγκυρία των Αθηνών υπήρξε δυσμενέστατη για m φιλοσοφία και την επιστήμη και γενικά τον ε­λεύθερο στοχασμό. Βέβαια, το θλιβερό αυτό ψήφι­σμα ήταν έργο των εχθρών του Περικλέους, αλλά θέ­σπισε κανόνες ισχύοντος δικαίου, θεμελιωτικούς του διωγμού φιλοσόφων και σοφιστών.
Πρέπει, όμως, και να μην παραβλέψουμε ότι η α­θηναϊκή δημοκρατία είχε αποτελέσει πολιτική συγκυρία ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ανάπτυξη της ρη­τορικής, δηλαδή σπουδαίου κλάδου της λογοτε­χνίας, άρα του υπό στενή έννοια πολιτισμού, και μάλιστα όχι απλώς της λογοτεχνίας. Καθώς τότε δεν υπήρχαν εφημερίδες και ο λαός συμμετείχε πο­λύ ενεργά στην Εκκλησία του Δήμου και στα διά­φορα δικαστήρια, η ρητορική είχε μεγάλη συμβο­λή στη λήψη από το λαό αποφάσεων, πολύ σπου­δαίων συχνά, ενώ εξάλλου είχε συμβολή επίσης για την καλλιέργεια της διάνοιας των πολιτών, όπως και της εκφραστικής τους ικανότητας, αλλά και για την παρουσίαση προβλημάτων και διαμόρφωση εννοιών, προδρομικών των προβλημάτων και των εννοιών των επιστημών του ανθρώπου και των πο­λιτικών επιστημών της εποχής μας. Παραστατικότα­τη έκθεση της γόνιμης αυτής συμβολής της ρητορι­κής υπάρχει στο βιβλίο της διάσημης ελληνίστριας Jacqueline de Romilly «Le grands sophistes dans Γ Athenes de Pericles».
Το θέατρο περιελάμβανε ένα στοιχείο κατ’ εξοχήν δημοκρατικό. Υποβαλλόταν όχι στην κρίση ειδημόνων, αλλά του λαού
Εξάλλου, η «πόλις» των Αθηνών, υπό καθεστώς δημοκρατίας, δεν φειδόταν φροντίδων για τη λει­τουργία του θεάτρου, του δημόσιου αυτού θεσμού, του θεσπισμένου από τον Πεισίστρατο. Ήταν ενταγ­μένο το αθηναϊκό θέατρο στις δημόσιες εορτές, διοργανωμένες για να έχει ο λαός ευκαιρίες ανα­ψυχής υψηλής στάθμης («τ?ν πόνων ?ναπα?λας τ? γνώμ? ?πορισάμεθα, ?γ?σι μ?ν γε κα? θυσίαις διετησίοις νομίζοντες», όπως εξαίρει ο Περικλής στον περίφημο Λόγο του: θουκυδίδου Ιστοριών Β38), ε­πιτελούσε όμως και την αποστολή του να παρέχει στους Αθηναίους ηθική διδαχή και πολιτική παι­δεία. Άλλωστε, και σύμφωνα με την επίσημη ορο­λογία, ο δραματικός ποιητής «εδίδασκε». Πραγμα­τικά, ο δραματικός ποιητής, και όταν επιχειρούσε να εισηγηθεί ή να υποστηρίξει ορισμένη πολιτική σε Ζητήματα επίκαιρα, ασκούσε και τότε διδακτικό έργο ηθοπλαστικό, συνέβαλλε δηλαδή στην καλ­λιέργεια της ηθικής ευαισθησίας και νοημοσύνης των πολιτών και στη βελτίωση άρα του πολιτικού τους φρονήματος και της ικανότητας να εκφέρουν πολιτική γνώμη, ώστε να είναι καλύτερα διαπαιδα­γωγημένοι για την εκπλήρωση των ποικίλων δη­μόσιων καθηκόντων. Και για την επιτέλεση του η­θικοπλαστικού αυτού έργου, ο δραματικός ποιητής βρισκόταν σε θέση πλεονεκτική, συγκριτικά προς τον πιο άξιο έστω ρήτορα· καθώς δεν αναφερόταν ρητά σε καταστάσεις και δράσεις του παρόντος, όπως ο ρήτωρ, και άρα ήταν υπεράνω υποψίας για μερο­ληψία και απαλλαγμένος της απότοκης της δυ­σπιστίας, ενώ το αντίθετο συνέβαινε στο ρήτορα.
Επιπλέον, όμως, το αθηναϊκό θέατρο, το δη­μόσιο αυτό λειτούργημα και αναψυχής και παιδείας υψηλής στάθμης, περιελάμβανε στην άσκηση του ως δημόσιου λειτουργήμα­τος και ορισμένο στοιχείο κατ’ εξοχήν δη­μοκρατικό: η τελική αποτίμηση των θεατρικών έρ­γων υποβαλλόταν όχι στην κρίση κάποιων ειδημό­νων, αλλά στην κρίση άμεσα του λαού. Και αυτό εί­χε συνέπεια την υποχρέωση των δραματικών ποιη­τών να υπολογίζουν κάπως και τα όρια της δεκτι­κότητας από το λαό για τα πνευματικά τους δημι­ουργήματα, να μην τα υπερβαίνουν υπέρμετρα ή, τουλάχιστον, να εκφράζονται όχι πολύ σκοτεινά. Όποιες δοκιμασίες και αν συνεπαγόταν για τους με­γάλους τότε δραματικούς ποιητές, ιδιαίτερα για τον Αισχύλο ή και για τον Ευριπίδη, το ακραία δημο­κρατικό αυτό θέσμιο, είναι όμως συστατικό της α­θηναϊκής δημοκρατίας. Και η επισήμανση του ενέ­χει τη διαπίστωση μιας αναμφίβολης επιρροής του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος σε κλάδο τρισένδοξο του αθηναϊκού πολιτισμού, όπως η αττι­κή τραγωδία, κορυφαίο δημιούργημα του ελληνι­κού πνεύματος. Αλλά είναι αμελητέα μάλλον η σημασία της επιρροής αυτής για την απαράμιλλη μεγαλοσύνη της αθηναϊκής δραματουργίας του χρυ­σού αιώνα. Ό,τι συνέβαλε αποφασιστικά στην πνευ­ματική αυτή μεγαλουργία, υπήρξε η μεγαλοφυΐα των έξοχων τότε ποιητών δράματος, ή και ό,τι ονομάζεται κάπως «ελληνικό θαύμα», και ίσως ακόμη, σε κάποιο Βαθμό, η ευρύτατα εννοημένη ιστορική συγκυρία, δηλαδή όχι απλώς πολιτική.
Και τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπεται είτε να υ­ποτιμάται η πρακτικότερη θετική σχέση μεταξύ της αθηναϊκής δημοκρατίας και του υπό στενή έννοια πολιτισμού, η χρηματοδότηση δηλαδή από το δημό­σιο θησαυρό της συμμετοχής και των πιο φτωχών Αθηναίων στις πνευματικές εκδηλώσεις των Αθη­νών, ώστε και αυτοί να zouv όχι δίχως απόλαυση των πνευματικών αγαθών της πατρίδας τους. Η λέξη «θεωρικά» υποδηλώνει την πολύ ανθρώπινη άποψη του ηθικού μεγαλείου της αθηναϊκής δημοκρατίας, με την ωραία μεριμνά της να εξασφαλίζει τους ό­ρους και «το? ε? ζ?ν» στους Αθηναίους πολίτες.
Συγκεφαλαιωτικά: Η επίδραση της αθηναϊκής δημοκρατίας για τη διάπλαση του υπό στενή έννοια πολιτισμού υπάρχει όχι ως προς το σύνολό του, αλ­λά ως προς τη ρητορική προπάντων και ως προς την τραγωδία και την κωμωδία, ενώ περιλαμβάνει και τη συμβολή στη βίωση και από το λαό των πνευματικών αγαθών υψηλής στάθμης. Εξάλλου, η μοναδική μεγαλοσύνη των έργων του καθαρού πνεύματος, όσα επιτεύχθηκαν στην Αττική της κλα­σικής εποχής, εκπηγάζει από τη μεγαλοφυΐα των ποιητών, καλλιτεχνών, στοχαστών, υποκινημένων ό­μως στη δημιουργική δράση τους από την πολιτι­στική πολιτική της αθηναϊκής δημοκρατίας, υπό την ηγεσία του Περικλέους, πολιτικού προικισμέ­νου και φιλοσοφημένου.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να αποδίδουμε χονδρικά την πνευματική μεγαλουργία των Αθηνών του χρυσού αιώνα στην αθηναϊκή δημοκρατία, με την υστερο­βουλία ενδεχόμενα και να συναγάγουμε καταχρη­στικά συμπεράσματα για την αξία της δημοκρατίας γενικά. Η δημοκρατία διαθέτει χαρίσματα ιδικά της αρκετά, ώστε να μην παύει να είναι, με αυτά και μό­νο, το καλύτερο, σχετικά έστω, πολίτευμα. Και η «πόλις» των Αθηναίων δικαιούται να υπερηφανεύ­εται ανά τους αιώνες, ενώπιον του Δικαστηρίου της Ιστορίας, και για το δημοκρατικό της πολίτευμα χω­ριστά και για την πνευματική μεγαλουργία της χω­ριστά, δύο απαράγραπτους ηθικούς τίτλους, έγκυ­ρους προς ολόκληρη την ανθρωπότητα.
    Βλ. Πλάτωνος Πολιτικός 305 c-e,
   Αριοτοτέλους Ηθικά Νικομάχεια 1094 a26-b25, Πολιτικά 1282 bl5-16, Ρητορική 1359    bl6-1360 a37 ·
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ
Αν και η γένεσή του ανάγεται στην περίοδο της τυραννίας του Πεισιστράτου, το θέατρο, ως κοινωνι­κός θεσμός και καλλιτεχνική εκδήλωση, αλλά κυ­ρίως ως πλαίσιο ουσιαστικού διαλόγου γύρω από τα Ζωτικά -μεταφυσικά, ηθικά, κοινωνικά- προβλήμα­τα του ανθρώπου αποτελεί, αναμφίβολα, καρπό α­ποκλειστικό, και χαρακτηριστικό, των συνθηκών που επικράτησαν μετά την εγκαθίδρυση της δημο­κρατίας. Μάλιστα, ανάμεσα σε όσα ποιητικά είδη γεννήθηκαν μετά την εποχή του έπους, το δράμα είναι το πρώτο που εκπροσωπείται από γηγενείς, δηλαδή Αθηναίους, ποιητές και όχι από ξένους που σταδιοδρομούσαν στην Αθήνα. Εξάλλου, η διαμόρφωση, η λειτουργία και οι βαθμιαίοι μετα­σχηματισμοί των τριών δραματικών ειδών (τραγω­δίας, σατυρικού οράματος και κωμωδίας) μέσα στον 5ο αιώνα παρακολουθούν, διαγράφοντας καμπύλη αντίστοιχη με τη διαδρομή της δημοκρατίας, από τη γέννηση στην ακμή ως την αρχή της παρακμής. Η λαϊκή στήριξη, ως προϋπόθεση για την επιβίωση της τυραννίας, εξηγεί μια σειρά παραχωρή­σεων προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, ανά­μεσα στις οποίες και η οργάνωση εορτών, με κυρίαρχη τη συμμετοχή του λαού και φυσικό αποτέ­λεσμα τη διαδικασία μιας δυναμικής αυτοσυνειδη­σίας, προστάδιου της δημοκρατίας. Αυτής της πολι­τικής αποτέλεσμα υπήρξε η υιοθέτηση του δημο­φιλέστατου Διονύσου και ο συνακόλουθος εγκαινιασμός πάνδημων εκδηλώσεων με πυρήνα τις θε­ατρικές παραστάσεις και απεριόριστα περιθώρια ε­λευθερίας.
Η πρώτη βέβαιη μνεία δραματικών α­γώνων, με έργα τραγωδίας, στην Α8ήνα εντάσσει το γεγονός στην ίδια περίοδο (535/4 π.Χ.), αν και εί­ναι άγνωστο σε ποιο χώρο και ποια καλλιτεχνικά συμφραζόμενα εμφανίστηκε ο σκιώδης τραγωδός Θέσπις, που κατονομάζεται ως νικητής. Είναι, πά­ντως, βέβαιο ότι η λαμπρότερη, μετά τα Παναθή­ναια, αλλά ετήσια εορτή των εν Άστει (ή Μεγάλων) Διονυσίων οργανώθηκε οριστικά πριν από τη στρο­φή του αιώνα, οπωσδήποτε μετά τις κλεισθένειες μεταρρυθμίσεις, και μάλιστα επί το «δημοκρατικό­τερο», όπως μαρτυρεί η σταδιακή ενσωμάτωση στο πρόγραμμα και των άλλων δύο λαϊκότερων δρα­ματικών ειδών: του σατυρικού οράματος (περ. 500) και της κωμωδίας (486). Μια άλλη, αρχαιότερη, διονυσιακή εορτή, τα Λήναια, ήταν πολύ πιο πε­ριορισμένης κοινωνικής και καλλιτεχνικής σημα­σίας. Η εξασφάλιση μόνιμου θεατρικού χώρου (λί­γο πριν από τους μηδικούς πολέμους, στη ΝΑ πλευρά της Ακρόπολης, μέσα στο ιερό τέμενος του Διονύσου Ελευθερέως), χωρητικότητας τουλάχι­στον 15.000 θεατών, τονίζει την ιδιαίτερη σημασία που δινόταν στη λειτουργία αυτού του σύνθετου θε­σμού ανάμεσα σε εκείνους που θα συντελούσαν στη διαμόρφωση ενός νέου είδους πολίτη.
Η όλη οργάνωση των διονυσιακών εορτών, ιδιαί­τερα των δραματικών αγώνων στα Μεγάλα Διονύ­σια, που συνέπιπταν με την αρχή της άνοιξης (τέ­λος Μαρτίου), αντανακλούσε τους στόχους και το μηχανισμό του δημοκρατικού συστήματος, απο­σκοπώντας, αφ’ ενός, στην ενδυνάμωση της πολιτι­κής συμμετοχικότητας, χάρη σε μια ειδική δρα­στηριοποίηση των πολιτών, και, αφ’ ετέρου, στην ε­πίδειξη της κοινωνικής ευμάρειας στους ξένους που κατέκλυζαν την Αθήνα. Εκτός από κάποιες πανηγύρεις με ανάλογα δρώμενα κ.λπ.), μεγάλος α­ριθμός πολιτών έπαιρνε μέρος στις παραστάσεις, εί­τε ως ερασιτέχνες ερμηνευτές (λ.χ. μέλη των 15μελών τραγικών /σατυρικών και 24μελών κωμικών χορών για 17 έργα κάθε φορά) είτε ως βοηθοί σκη­νής. Δεν αποκλείεται η συμμετοχή να καθοριζόταν με ένα σύστημα ποσόστωσης για κάθε μία από τις 10 φυλές, όπως συνέβαινε λ.χ. με την εκτέλεση των 20 (10 παιδικών και 10 ανδρικών) 50μελών δι­θυραμβικών χορών, αλλά και με την εκλογή των 10 κριτών που αξιολογούσαν τις παραστάσεις. Όπως και σε άλλες ανάλογης σημασίας δραστηριότητες (λ.χ. το ναυτικό εξοπλισμό), η οικονομική ευθύνη αναλαμβανόταν, εν μέρει, από μια μορφή λειτουρ­γίας, m χορηγία, που κάλυπτε όχι μόνο τη συγκρότηση και την προετοιμασία (διδασκαλία, σκευή, αποζημίωση) των χορών αλλά και την υπό­λοιπη οργάνωση μιας παράστασης (κομπάρσους, σκηνικά κ.λπ.). εκτός από τις ανάγκες των επαγγελματιών καλλιτεχνών, δηλαδή των υποκριτών, που αποτελούσαν ευθύνη του κράτους.
Το θέατρο ακολουθεί αντίστοιχη διαδρομή με την αθηναϊκή δημοκρατία, από τη γέννηση στην ακμή και στην παρακμή της
Παραπλανητικά θα χαρακτηρίζαμε τις θεατρικές παραστάσεις στην Αθήνα απλώς ως «καλλιτεχνικό» γεγονός, ενώ επρόκειτο ουσιαστικά για πολύ πιο σύνθετη εκδήλωση κοινωνικοπολιτικών στόχων, η οποία, με τη βαθμιαία «κοσμικοποίησή» της, προσέλαβε σημασία ανάλογη με τη λειτουργία της Βουλής ή της Ηλιαίας – δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι εποπτευόταν από τον Επώνυμο άρχο­ντα, αξιωματούχο με πολιτικές αρμοδιότητες, και όχι από τον άρχοντα βασιλέα αρμόδιο για θρη­σκευτικές εκδηλώσεις. Εξάλλου το ότι ακόμη και η παρακολούθηση των παραστάσεων συνιστούσε χρέος του πολίτη, όπως η συμμετοχή του σε άλλες πολιτικές δραστηριότητες, αποδεικνύει η παροχή οικονομικής ενίσχυσης, του θεωρικού, ανάλογης με την αποζημίωση για τη θητεία στην Ηλιαία, για όσους δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στη δα­πάνη αγοράς εισιτηρίων.
Μόνο αν η ελευθερία λόγου, ως προϋπόθεση ε­κτόνωσης ή ελέγχου, και ο διάλογος, ως δυνατότη­τα αντιπαράθεσης αντίθετων θέσεων, θεωρηθούν βασικά συστατικά της δημοκρατίας, είναι δυνατό να κατανοηθεί η συμβολή του θεάτρου στη διαμόρφω­ση πολιτικής συνείδησης και στη διαδικασία παι­δευτικής εμπειρίας. Για το μέσο Αθηναίο πολίτη ό­λες οτ ανοιχτές εκδηλώσεις (Εκκλησία, Βουλή, δι­καστήρια, θέατρο) όπου κυριαρχούσε ο λόγος υπο­καθιστούσαν την απουσία συστηματικής εκπαίδευ­σης. Ιδιαίτερα το δράμα όμως, γεννημένο στο πλαί­σιο της διονυσιακής λατρείας, όπου συνδυαζόταν η ψυχαγωγική απελευθέρωση με την τέλεση δρωμένων από τις πηγές του μύθου, μετασχημάτισε τα στοιχεία αυτά σε δυναμικούς παράγοντες, οι οποίοι, μέσω τον δραματοποιημένου λόγου, συνέβαλλαν στην καλλιέργεια πνευματικής εγρήγορσης. Αυτό ι­σχύει κυρίως για την τραγωδία, πραγματικό θέατρο ιδεών, που δεν λειτουργούσε ως απλή αντανάκλαση (παρά-) δεδομένων ηθικών και πολιτικών αρχών, α­φού με τους προβληματισμούς της, ακόμη και μέσα στο συμβατικό πλαίσιο που opizav τα θρησκευτικά συμφραζόμενα, ανίχνευε περιοχές άγνωστες, επι­χειρώντας διερευνήσεις τολμηρές και επικίνδυνες, αλλά φυσικές σε μια κοινωνία που εξασφάλιζε τε­ράστιο περιθώριο ελεύθερης έκφρασης.
Ως το τέλος του 5ου αιώνα η τραγωδία δεν απέβαλε τη σχέση της με τον παραδοσιακό μύθο, απο­κλειστική πηγή του προς δραματοποίηση υλικού της, αλλά απαλλαγμένη από περιορισμούς ή δε­σμεύσεις που θα επιβάλλονταν από οποιοδήποτε, ανύπαρκτο τότε, δόγμα. Ωστόσο, η προοπτική της δραματουργικής μετάπλασης αυτού του υλικού δη­μιουργήθηκε με την υπαγωγή του σε μια νέα αντί­ληψη για τον κόσμο και τη θέση του ανθρώπου μέ­σα σε αυτόν. Πρόκειται για την ανάδυση του «τρα­γικού», που προϋποθέτει, αφ' ενός, την απελευθέ­ρωση από όσες δυνάμεις, θρησκευτικές ή πολιτι­κές, χαλιναγωγούσαν τη σκέψη και, αφ' ετέρου, την ένταξη σε ένα πλαίσιο εντάσεων και αντιθέσε­ων, όπως αυτό που προέκυψε κατά τη μετάβαση από την αρχαϊστική τυραννία του 6ου αιώνα στη νεοτερική δημοκρατία του 5ου. Από μιαν άποψη, η επίμονη, και όχι πάντα τελεσφόρα, προσπάθεια να ενσωματωθούν στο νέο πολιτικό σώμα τα αριστοκρατικά κατάλοιπα, μονίμως παρόντα στον κρατικό από τον μηχανισμό, αντανακλάται στη διαδικασία ένταξης του παραδοσιακού μύθου σε ένα «σύγχρονο» κό­σμο, με αναγνωρίσιμα κοινωνικά χαρακτηριστικά, και Ζωογόνησης των προσώπων του με εκφραστικά σχήματα φορτισμένα από τις εννοιολογικές πολυ­σημίες, μέσα από τις οποίες πάλευε να διαμορφω­θεί μια νέα πολιτική γλώσσα σε χώρους όπως η Βουλή, η Εκκλησία, τα δικαστήρια.
Οι παραστάσεις δεν ήταν απλά ένα καλλιτεχνικό γεγονός, αλλά μία πιο σύνθετη εκδήλωση κοινωνικοπολιτικών στόχων
Αλλά η τραγωδία, ως πολιτικός θεσμός, δεν εξα­ντλείται σε αυτό το αντανακλαστικό επίπεδο, αφού η θεματική και η προβληματική της ήταν, άμεσα ή έμμεσα, προσανατολισμένες στο σύγχρονο γίγνε­σθαι. Μάλιστα, η σχέση αυτή ήταν αμεσότερη στις πρώτες φάσεις της διαδρομής της, που συμπίπτουν με γεγονότα, όπως οι μηδικοί πόλεμοι, καθοριστι­κά για την εδραίωση της εθνικής, συνακόλουθα και της δημοκρατικής, φυσιογνωμίας της Αθήνας. Στην περίοδο μεταξύ 490 και 470 χρονολογούνται οι μοναδικές παραστάσεις έργων με θέματα δανει­σμένα από τη σύγχρονη ιστορία. Η «Μιλήτου άλωσις» του Φρυνίχου όμως, που αντλούσε το «μύ­θο» της από την οδυνηρή περιπέτεια της μεγάλης μικρασιατικής πόλης (494), στοίχισε στον ποιητή της ένα βαρύτατο πρόστιμο, επειδή, κατά πληρο­φορία Ηροδότου, είχε θυμίσει στους Αθηναίους «οικεία κακά». Απτόητος ο Φρύνιχος επέστρεψε, μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480), σε ένα ανά­λογο θέμα (την ήττα των Περσών στη ναυμαχία) με τις «Φοίνισσες», πρότυπο των «Περσών» του Αι­σχύλου (472).
Είναι αξιοσημείωτη η συγκεκριμένη χρονι­κή στιγμή, αν συνδυαστεί με την πολιτική περιπέτεια του Θεμιστοκλή, του θριαμβευ­τή της Σαλαμίνας, ο οποίος λίγους μήνες μετά την παράσταση εξοστρακίστηκε- ίσως, μάλιστα, δεν είναι συμπτωματική η απουσία και της ελάχιστης, έστω έμμεσης και ανώνυμης, μνείας του προσώπου του στο κείμενο του έργου. Πάντως, δεν είναι δυνατό να συμμεριζόταν την καταδίκη του εμπνευστή της θαλάσσιας υπεροχής των Αθη­νών ο ποιητής ενός δράματος, το οποίο, πέρα από την ηθική διδαχή για τις οδυνηρές επιπτώσεις της πολιτικής αλαζονείας, άφηνε στη συνείδηση του θεατή ένα κατάλοιπο εθνικής υπερηφάνειας. Ας προστεθεί μια ενισχυτική πληροφορία: χορηγός των «Περσών» ήταν ο, νεότατος τότε, Περικλής!
Την περίοδο μεταξύ 490 και 470 χρονολογούνται οι μοναδικές τραγωδίες  με θέματα δανεισμένα από τη σύγχρονη ιστορία
Το πρόβλημα των πολιτικών συμπαθειών του Αι­σχύλου αντιμετωπίζεται και με αφορμή το τελευταίο δράμα της «Ορέστειας», τις «Ευμενίδες», όπου η μέ­θοδος της μυθοποίησης λειτουργεί πολύ πιο ριζοσπαστικά, αφού εδώ ένα πολύ πρόσφατο ιστορικό γε­γονός (συγκεκριμένα, ο περιορισμός των αρμοδιοτή­των του Αρείου Πάγου μόνο στην εκδίκαση περιπτώ­σεων φόνου) συνιστά το θεματικό πυρήνα ενός πα­ραδοσιακού μύθου διασκευασμένου με πρωτοφανή τόλμη: ανατρέπεται η παράδοση που συνέδεε την ί­δρυση του σεπτού δικαστηρίου με μια δίκη θεϊκή, με κατηγορούμενο τον Άρη και δικαστές ιούς υπό­λοιπους θεούς. Η μετατόπιση πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα: α) υπόδικος γίνεται ο θνητός Ορέ­στης- β) από Αθηναίους πολίτες συγκροτείται το πρώτο δικαστήριο, στο οποίο προεδρεύει η προστάτισσα θεά της Αθήνας και συνηγορεί ο Απόλλων. Δύο, επίσης, στοιχεία από τη διαδικασία συνάπτο­νται με την ιστορική πραγματικότητα: α) πράγματι, μετά τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του διδύμου Περικλή - Εφιάλτη, κύρια αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου παρέμεινε η εκδίκαση περιπτώσεων φόνου, β) η ισοψηφία ως αθωωτικό αποτέλεσμα, όπως στη δίκη του Ορέστη, όντως ίσχυε κατά τον 5ο αιώνα. Το ερώτημα αν ο ποιητής επικροτούσε τον ακρωτηρια­σμό ενός από τα συντηρητικά κατάλοιπα του παρελ­θόντος φωτίζει ο παραλληλισμός Θεμιστοκλή-Εφιάλτη: η δολοφονία του δευτέρου (462) ήταν πολύ νωπή κατά την παράσταση των «Ευμενίδων» (458). Η παροχή προστασίας στον Ορέστη συνδυάζει το τυπικό θέμα της ικετείας με τον εγκωμιασμό της φωτισμένης και ανεξίκακης δημοκρατικής πόλης, που προσφέρει, αντίθετα από την ξενηλατική Σπάρτη, άσυλο στους κατατρεγμένους. Προς τον ί­διο στόχο είναι προσανατολισμένα, εκτός από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, και δύο α­πό τα λεγόμενα «πολιτικά» δράματα του Ευριπίδη, οι «Ηρακλείδες» και οι «Ικέτιδες», παρουσιασμένα στη δύσκολη περίοδο μεταξύ 425 και 420. Δεν μπορεί να μη θεωρηθεί πολιτικά ευθύβολη η α­πόφαση του ποιητή να εμφανίσει, στο πρώτο, τους Θησεϊδες Ακάμαντα και Δημοφώντα, βασιλείς της Αθήνας, να προστατεύουν τα παιδιά του μέγιστου σπαρτιατικού ήρωα, του Ηρακλή και, στο δεύτερο, το μέγιστο αθηναϊκό ήρωα, τον Θησέα, να συντρέ­χει, εναντίον των Θηβαίων, τις Αργείες μητέρες των επτά στρατηγών στο αίτημα τους να εξασφαλίσουν ορούς ταφής για τα παιδιά τους. Αντιλαμβανόμαστε τι απήχηση είχαν στο κοινό οι δραστικές προσαρ­μογές των μύθων κατ στα δύο έργα, που μυθοποιούσαν τη σχέση της αθηναϊκής δημοκρατίας με ο­λιγαρχικούς αντιπάλους, όπως η Σπάρτη και η Θή­βα. Οι ανθρωπιστικές παρεμβάσεις του Αττικού ή­ρωα, αιτιολογημένες αναχρονιστικά από μια ιδεολογία καθαρά δημοκρατική, σε δράματα όπως ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή ή οι «Ικέτιδες» και ο «Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη, αποτελούν δείγμα αναγωγής στο χώρο του μύθου προτύπων πολιτικής συμπεριφοράς.
Γεννημένη στους κόλπους της διονυσιακής λα­τρείας και η κωμωδία, από την αρχή, αφ’ ενός, α­ξιοποίησε την αχαλίνωτη ελευθερία που της πρό­σφερε το συγκεκριμένο πλαίσιο εκδηλώσεων και, αφ’ ετέρου, ανταποκρίθηκε στην ανάγκη του ταπεινού ανθρώπου να εκτονωθεί μέσω της γελοιογραφικής ακύρωσης των δυνάμεων που τον καταπίεζαν. Οι δύο αυτοί όροι ίσχυαν κατ μετά την έ­νταξη του είδους στο επίσημο κρατικό πρόγραμμα. Γι’ αυτό η κωμωδία, σε όλη τη διάρκεια του 5ου αι­ώνα, στη φάση της που αποκαλείται «Αρχαία» και εκπροσωπείται αποκλειστικά από τον Αριστοφά­νη, διατήρησε, σε αντίθεση με την τραγωδία, την ε­ξάρτηση της από την άμεση πραγματικότητα, από την οποία αντλούσε συγκεκριμένα και υπαρκτά θέ­ματα κατ πολύ συχνά επώνυμα πρόσωπα, εντάσσο­ντας τα σε έναν πέρα ως πέρα κατασκευασμένο μύ­θο - άρα είχε χαρακτήρα εμφανώς «πολιτικό».
Η κωμωδία, τον 5ο αιώνα, διατήρησε την εξάρτηση της από την άμεση πραγματικότητα και είχε χαρακτήρα εμφανώς «πολιτικό»
Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, που καλύπτουν χρονικό φάσμα περίπου 40 ετών (425-388), εκ­πλήσσουν με την τόλμη τους, που εκφράζεται όχι μόνο με μια απερίγραπτη αθυροστομία αλλά και με την ονομαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, πραγμάτων κατ προσώπων. Αυτή η κατάσταση ασυλίας, φυσική μόνο σε ένα καθεστώς που αξιοποιεί την απεριόριστη ψυχολογική εκτόνωση ως ε­φαλτήριο πολιτικής δραστηριοποίησης, παρουσιάζει μια κάμψη μετά τη στροφή του αιώνα, οπότε η κωμωδία, αποβάλλοντας τη συνάφειά της με τα πολιτικά συμφραζόμενα, στρέφεται προς μια γενική, και πάντως άκακη, κοινωνική σάτιρα, διατυπωμένη σε ένα αποκαθαρμένο γλωσσικό ιδίωμα. Δείγ­ματα της αλλαγής, όχι άσχετης με την πολιτική μετριοπάθεια που κυριάρχησε μετά την περιπέτεια του πολέμου, προσφέρουν τα δύο τελευταία από τα σωζόμενα έργα του Αριστοφάνη: οι «Εκκλησιάζουσες» (392) κατ ο «Πλούτος» (388). Από πολλές απόψεις, η πολιτική εμβέλεια της κωμωδίας, σε σύγκριση με της τραγωδίας, ήταν λιγότερο ουσιαστική και, παρά τα φαινόμενα, επικίν­δυνη. Κατ’ αρχάς, πρόθεση του κωμικού δεν αποτελούσε η σοβαρή και δεοντολογική πραγμάτευση ζωτικών θεμάτων, άρα και η διαφώτιση του κοινού ως προς την αντιμετώπισή τους, αλλά απλώς η γελοιογραφική αγιοποίηση τους. Εφόσον ο ποιητής ούτε λύσεις πρότεινε ούτε πρότυπα συμπεριφοράς προέβαλλε (η σύναψη ιδιωτικής ειρήνης στους «Αχαρνείς» αποτελεί καθαρή ουτοπία, ενώ ο «φι­λειρηνικός» Δικαιόπολις αποδεικνύεται τέρας υ­στεροβουλίας), η πολιτική, ειδικότερα δημοκρατι­κή, οπτική του υλοποιείται, κατά κύριο λόγο, στην επιλογή των ηρώων του από τα καταπιεζόμενα κοινωνικά στρώματα: αγρότες και γυναίκες. Από αυτή την άποψη η κωμωδία, προκαλώντας ένα είδος ταύ­τισης του μέσου θεατή με τον ήρωα, ο οποίος πάντα θριάμβευε, έστω και στο χώρο της ουτοπίας, αλλά και αποδυναμώνοντας, με την τολμηρή γελοιογράφησή της, τις δυνάμεις της καταπίεσης, πρόσφερε μια ευκαιρία καθαρτικής εκτόνωσης, δώρο ευπρόσ­δεκτο της δημοκρατικής πολιτείας.
Η τραγωδία καλλιεργούσε μία δημιουργική σχέση με το παρελθόν και η κωμωδία ενίσχυε την πίστη στην ελευθερία
Όχι ότι λείπουν οι σοβαρές πολιτικές αιχ­μές από τα κείμενα του Αριστοφάνη· απλώς δεν συνιστούν το κυρτό σώμα των έργων, αφού οι οξύτερες από αυτές εμφανίζονται διάσπαρτες, ιδίως στα μέρη της «παράβασης», και μόνιμα κωμικά παραμορφωμέ­νες. Αν και σαφώς συντηρητικός ο ποιητής, στην ο­ξύτατη κριτική του για τα κακώς κείμενα ουδέποτε υπαινίσσεται την ανάγκη αλλαγής του πολιτεύμα­τος· απλώς μεμψιμοιρεί για τη δυσλειτουργία του. Εκπροσωπώντας το μέσο Αθηναίο εξοργίζεται με την αμφισβητική ιδεολογία των σοφιστών, τους ο­ποίους γελοιογραφεί στο πρόσωπο του Σωκράτη («Νεφέλες») και παρ’ όλο που γοητεύεται με τα α­νήσυχα δράματα του Ευριπίδη, τον καταψηφίζει προκρίνοντας τον αρχαϊστικό Αισχύλο («Βάτρα­χοι»). Πάντως, τουλάχιστον η λειτουργία της κωμω­δίας ως καθρέφτη της πραγματικότητας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αφού και ο Σωκράτης καταδικά­στηκε σε θάνατο και ο Ευριπίδης, όπως πριν από μισόν αιώνα ο Αισχύλος, πέθανε αυτοεξόριστος (;) με 4 μόνο νίκες στο ενεργητικό του.
Η περιγραφή του θεατρικού θεσμού πρέπει να συ­μπληρωθεί με την ιδιόμορφη συμβολή του σατυρι­κού οράματος, ίου πιο άγνωστου, λόγω ισχνότητας του σωζόμενου υλικού, από τα τρία δραματικά είδη. Κά­ποια ερεθιστικά κατάλοιπα, κυρίως από έργα του Αι­σχύλου και του Σοφοκλή, αφήνουν την εντύπωση ό­τι εδώ διατηρήθηκε η βακχική απελευθέρωση που επικρατούσε στις γνησιότερες, περιθωριακές βέβαια, εκδηλώσεις της διονυσιακής λατρείας. Ωστόσο, το κά­θε ένα από τα δραματικά είδη ανταποκρινόταν σε δια­φορετικές ανάγκες του θεατή-πολίτη: η τραγωδία, προβάλλοντας τους ζωτικούς προβληματισμούς του ανθρώπου στο χώρο του μύθου, τόνιζε τη διαχρονι­κότητα τους, καλλιεργώντας ταυτόχρονα μια δημι­ουργική σχέση με το παρελθόν η κωμωδία, συρρι­κνώνοντας με τη σάτιρα της τις δυνάμεις καταπίεσης και στηλιτεύοντας τα τρωτά της πολιτικής, ενίσχυε την πίστη στην ελευθερία· το σατυρικό δράμα, ενοφθαλμίζοντας στην ατμόσφαιρα χυμούς βακχείας, ανήγε το θεατρικό φαινόμενο στις αρχέγονες Ζωογόνες πηγές. Ο συνδυασμός αυτός πρέπει να πλούτιζε το δέ­κτη τους με μια εμπειρία όμοια της οποίας δεν έχει προσφέρει έκτοτε στον άνθρωπο κανένας άλλος πολιτικός χώρος μέσα στο γνωστό ιστορικό χρόνο.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
του Εμμανουήλ μικρογιαννακη
Η σκοπιμότητα είναι πρόδηλη. Λεν ήθελαν να σχηματιστεί τάξη νομομαθών που θα επηρέαζε την ψήφο ίων άλλων. Η προσωπικότητα καταδύεται έτσι και υπο­κύπτει στη γενική, ανώνυμη βούληση.
Η δημοκρατία λειτούργησε ικανοποιητικά σε μεγά­λο μέρος του 5ου αι. π.Χ. Η Αθήνα οφείλει σ’ αυτήν το μεγαλείο της, αλλά στο ίδιο της το πολίτευμα μπορεί να αποδοθεί και η πτώση και ήττα της κατά τον Πελο­ποννησιακό πόλεμο. Γιατί; Είχε γίνει αχαλίνωτη.
Επί Περικλέους το πολίτευμα κατά την περιλάλητη φράση του Θουκυδίδου ?γίγνετο λόγ? μ?ν δημοκρατία ?ργ? δ? ?πό το? πρώτου ?νδρός ?ρ­χή. Στα λόγια ήταν δημοκρατία, στην πράξη μοναρ­χία. Κάτι περισσότερο· κατά τον ίδιο ιστορικό ο Πε­ρικλής κατείχε το πλήθος. Η βαριά έννοια της κα­τοχής μετριάζεται με ένα επίρρημα που ακολουθεί, το ?λευθέρως. Ο Περικλής έπειθε το δήμο. Ανέ­πτυσσε ό,τι επέβαλλαν τα πράγματα, η ανάγκη.
Κάθε φορά που η δημοκρατία πήγε να γίνει «πε­ρισσότερη» και επεδίωκε να ολοκληρωθεί, σημειώ­θηκε αναστάτωση. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι και πολιτειολόγοι πρόσεξαν ότι η επιδίωξη της απολύτου ελευθερίας οδηγεί αναπόφευκτα στην ασήκωτη δου­λεία. Συμβαίνει και εδώ ό,τι ονομάζουμε στην τρα­γωδία περιπέτεια, που κατά τον Αριστοτέλη είναι ? ε?ς το ?ναντίον τ?ν πραττομένων μεταβολή. Σου έρχεται ακριβώς το αντίθετο εκείνου που επιδιώκεις. Ελευθερία και δημοκρατία είναι συνώνυμες λέξεις και όταν δεν γνωρίζουν χαλινάρι, φθάνουν στην τυ­ραννίδα και δουλεία. Από τη δημοκρατία και μόνο εκπηγάζει η τυραννίς κατά τον Πλάτωνα. Και ο Αριστοτέλης δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς ως προς αυτό το σημείο όταν κρίνει τους δημαγωγούς ως προ­λειαίνοντας το έδαφος για προσωπική τυραννίδα.
Οι Έλληνες πολιτειολόγοι κατά κανόνα επικρίνουν τη δημοκρατία. Στην Αθήνα, τ?ν ?λλάδος παίδευσιν, την είχαν συναντήσει στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. ως οχλοκρατία και ο Πλάτων θα στραφεί εναντίον της με δριμύτητα. Κατ’ αυτόν η δημοκρατία δεν είναι ένα πολίτευμα αλλά παντοπώλιον πολιτειών. Καθένας αλλάσσει πολλά πρόσωπα (φορεί διάφορες μάσκες). Δέχεται πολλά ήθη. Γίνεται μεστός ?θ?ν και παντοδαπός. Δεν έχει την τόσο περιζήτητη από τον Πλάτωνα και πολλούς λακωνίζοντας συνέπεια.
Ο Αριστοτέλης, ο δεινός ανατόμος του πολιτειακού βίου, δυσκολεύεται να θεωρήσει τη δημοκρατία και ως απλό πολίτευμα. Αν καταχρηστικώς το δεχθεί, το κατατάσσει μαζί με την τυραννίδα στα χείριστα. Τα ορ­θά πολιτεύματα κατ’ αυτόν είναι: βασιλεία, ?ριστοκρατία και πολιτεία. Η πολιτεία στην κατάταξη αυτή είναι μίξις ολιγαρχίας και δημοκρατίας, και είναι ο κατ’ εξοχήν πολιτειακός τύπος. Τα λανθασμένα πολιτεύ­ματα ή παρεκβάσεις, όπως τα ονομάζει. είναι πάλιν τρία, αντίστοιχα των προηγουμένου: τυραννίς, ?λιγαρ­χία και δημοκρατία. Τα πολιτεύματα λοιπόν τοποθετούνται αξιολογικώς σε δυο επίπεδα: ΒΑΠ / ΤΟΔ (με τα αρχικά των). Η θέση της δημοκρατίας (Δ) είναι στο δεύτερο, το υποδεέστερο διάζωμα.
Διατί όμως πολλοί θεωρούν τον Αριστοτέλη υ­πέρμαχο της δημοκρατίας; Διότι αναγνωρίζει τη θέση του δήμου ως πολιτειακού παράγοντος και μερι­μνά για τη σωστή και με μέτρο συμμετοχή του στη διακυβέρνηση της πόλεως.
Ο δήμος πρέπει να έχει κάποια μετοχή στα κοινά, ίσως το α?ρε?σθαι και ε?θύνειν τ?ς ?ρχάς που προ­αναφέραμε. Δεν πρέπει να υπερβεί κάποια όρια. Προ παντός δεν πρέπει να στραφεί εναντίον των ε­κάστοτε ολίγων, που μαζί με τους πολλούς αποτε­λούν τους δύο πόλους της πόλεως.
Οι δύο αυτοί πόλοι είναι υπαρκτοί σε κάθε πολι­τειακή κατασκευή και κοινωνία. Πάντοτε θα ξεφεύ­γουν μερικοί και θα διακρίνονται από το πλήθος ως προς τα εκάστοτε θεωρούμενα τίμια, δηλαδή τις αξίες που ισχύουν σε κάθε εποχή. Ως προς τη σχέ­ση ολίγων/πολλών διαφέρουν οι συστάσεις και γνώμες μεταξύ των πολιτειολογούντων. Δύο κτυπητά και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα: ο Αριστο­τέλης τονίζει με επιμονή και γερή επιχειρηματολο­γία ότι πρέπει και οι ολίγοι και οι πολλοί να καταβάλουν κάθε προσπάθεια προσεγγίσεως και συμπλεύσεως. Η ομόνοια είναι ο σκοπός και όχι ο δι­χασμός. Το διχασμό από το άλλο μέρος πρεσβεύει ο Μαρξ. Το χάσμα κατά το Γερμανοεβραίο φιλόσο­φο του 19ου αι. που υπάρχει μεταξύ ολίγων και πολλών, επιφανών κατ προλεταρίων, είναι ανάγκη και πρέπον να βαθύνει, να γίνει οξεία η αντίθεση και αναπόφευκτη η σύγκρουση που θα φέρει επί της γης το σοσιαλιστικό παράδεισο, υπαρκτό πια για ένα χρονικό διάστημα και όχι μόνο όραμα. (Αν Ζούσε σήμερα κάτι έπρεπε να συμβουλεύσει για να μη γίνει ο υπαρκτός ανύπαρκτος).
Για τον Αριστοτέλη τα ορθά πολιτεύματα είναι : Βασιλεία, Αριστοκρατία, Πολιτεία. Και τα λανθασμένα : Τυραννίς, Ολιγαρχία, Δημοκρατία
Ριζική λοιπόν διαφορά ως προς κεφαλαιώδους σημασίας θέμα χωρίζει τον Αριστοτέλη από τον Μαρξ (ο οποίος σημειωτέον εθαύμαζε τον αρχαίο φιλόσοφο).
Η ελευθερία που συσχετίζεται με τη δημοκρατία είναι πολυσήμαντη. Είναι ίσως η πολυτιμότερη έν­νοια του ελληνικού ηθικού λεξιλογίου: Ελευθερία είναι κατά πρώτον η ανάδυση όλων των ψυχικών και πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου, το ά­νοιγμα της ψυχής στο έπακρο και προς κάθε κα­τεύθυνση. Όσοι όμως θα αρκεστούν σ' αυτήν την ε­λευθερία «γεύονται» μόνο το ήμισυ της. Το δεύτε­ρο στάδιο (το έτερον ήμισυ) είναι η σύνθεση των ελευθερωθεισών δυνάμεων. Αυτή η σύνθεση, η κρά­ση είναι το δυσκολότερο έργο, αλλά αν γίνει σωστά από τον ?ραρίσκοντα νο?ν (που ?ραρίσκει: ταξινομεί, διευθετεί) οδηγεί σε αρετήν. Ιδεώδες για τους Έλληνες είναι και εδώ η ευκρασία.
Κατά τον Αισχύλο μ?τ’ ?νάρχειον βίον μή­τε δεσποτούμενον α?νέσ?ς (=να μην επιδοκιμάσεις ούτε την αναρχία στη ζωή ούτε την καταναγκαστική επιβολή). Αναρχία και δεσποτεία είναι αντίθετες κατ ασυμβί­βαστες ίσως για τους πολλούς έννοιες. Αλλά εδώ στην Ελλάδα προβάλλεται ως αίτημα (και συχνά πραγματοποιείται) να συνδυασθούν τα τελείως αντί­θετα. Κάτι παραπάνω· ο Έλλην πιστεύει ότι η καλ­λίστη αρμονία προκύπτει μόνον εκ των διαφερό­ντων (απ’ αυτά που διαφέρουν, είναι αντίθετα). Και στην πολιτεία μπορούν να συνδυασθούν ολίγοι και πολλοί. Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Είναι έργον της πολιτικής, που είναι η υψίστη των τεχνών. Κάθε πολιτειακή ζωή μπορεί να γίνει έργο τέχνης.
Κατά τον Σόλωνα είναι σωτήριο να συνδυαστεί στην πολιτεία βία και δίκη. Άνεσις και σύνεσις ε­ξάλλου δεν είναι ασυμβίβαστες. Ένας βαθιά καλ­λιεργημένος, ένας ελληνοθρεμμένος στοχαστής, θα συνήνωνε το ?νειμένως ζ?v των Συβαριτών (που έ­χουν όλες τις ανέσεις) με το συνειμένως ζnv των Σπαρτιατών (που έχουν την τάση να συνάπτουν τα πολλά σε ολίγα, σε ένα, όπως απαιτεί το δεύτερο, το ουσιαστικότερο στάδιο της ελευθερίας) και θα συνεδύαζε άνεσιν και σύνεσιν σε μια αρμογή (αρμο­νία), σε μετρίαν κράσιν (μετρημένη, σωστή σύνθε­ση). Για την ευκρασία αυτή είναι απαραίτητη η ευψυχία (: η καλή άρθρωση της ψυχής) που μαζί με την ευδαιμονία και ελευθερία αποτελούν το εξοχότερο ελληνικό τρίπτυχο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
G. GLOTZ.
La Cite grecque. 1928. σελ. 137-411 (υπάρχει ελληνική μετάφραση: Η ελληνική «πόλις».
cohen r
Αθηναϊκή δημοκρατία, από τη γέννηση της ως το θάνατο της, Ειρμός,
Αθήνα 1992.
ΒΛΑΧΟΣ Γ. Κ. (συντονιστής),
Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, Μελέτες για το πολίτευμα και την ιδεολογία των
Αθηναίων, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1995.
σακελλαριου  μ.,
Η Αθηναϊκή δημοκρατία,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999.
mosse Ε.,
Το τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας, κοινωνικές και πολιτικές όψεις της παρακμής της ελληνικής πόλεως στον 4ο αιώνα π.Χ., Παπαζήσης, Αθήνα 1978.
starr Ε.,
Η γέννηση της αθηναϊκής δημοκρατίας, η εκκλησία κατά τον πέμπτον αιώνα π.Χ., εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991.
forrest W.,
Η γένεση της αθηναϊκής δημοκρατίας, ο χαρακτήρας της ελληνικής πολιτικής, 800-400 π.Χ., Παπαδήμας,
Αθήνα 1994.
romilly J. de,
Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1992.
hard wick  l.,
Κοινωνική ιστορία της αρχαίας Αθήνας, Κουτσούμπος, Αθήνα 1985.
καψαλης γ.,
Οι δύο κορυφαίοι ύμνοι της αθηναϊκής δημοκρατίας, η πομπή των Παναθηναίων στον Παρθενώνα, ο επιτάφιος του Περικλή στον Θουκυδίδη, Αθήνα 1953.
καστοριαδης  K.,
Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, Υψιλον, Αθήνα 1986.
κυρτατας  δ.,
Δούλοι, δουλεία και δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής, Ο Πολίτης, Αθήνα 1987.
ΡΟΥΣΗΣ Γ.,
Αρχαία Δημοκρατία για πάντα νέα: ή η σύγχρονη δημοκρατία ως τερατογένεση της αρχαία αθηναϊκής δημοκρατίας και της φιλοσοφικής κριτικής της, Γκοβόστης, Αθήνα 1999.
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Ι.,
Η νομοθεσία της αρχαίας Αθηναϊκής πολιτείας, Κυρομάνος,  Αθήνα 1999.
παπαδοπουλος Θ.,
Ιδεολογία και φιλοσοφία της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα,
Κέδρος, Αθήνα 1978.
thomson g.,
Η αρχαία Ελληνική κοινωνία, Κέδρος,
Αθήνα 1987-1989.
andrewes  α.,
Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Tpaneznc, Αθήνα 1983.
garlan y.,
Η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα, Gutenberg, Αθήνα 1988.
mosse C.,
Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα, με εισαγωγή στην ελληνική έκδοση και συμπληρωματική βιβλιογραφία από τη συγγραφέα, Παπαδήμας, Αθήνα 1991.
finley m.i.,
Οικονομία και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1988-1991.
kolobova k. m.,
Η καθημερινή Ζωή στην αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμας, Αθήνα 1989.
leveque  P.,
Κλεισθένης ο Αθηναίος, Ευρύαλος, Αθήνα 1989.
vidal - naquet  P.,
Πέρα από την αρχαία ελληνική δημοκρατία, δοκίμια αρχαίας και νεότερης ιστοριογραφίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1999.
vernant j. p.,
Μύθος και τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα, Κέδρος, Αθήνα 1978.
AUSTIN Μ. - Ρ. VIDAL - NAQUET,
Economies et Societes en Grece ancienne, Παρίσι 1972.
westerman w. l.,
The Slave Systems of Greek and Roman Antiquity, Φιλαδέλφεια 1955.
ehrenberg V.,
From Solon to Socrates, Greek History and Civilization during the 6th and 5th Centuries B.C., Λονδίνο 1968.
hasebroeck J.,
Trade and Politics in Ancient Greece,1933.
heichelheim  p. m.,
Wirtschansgeschichte des Altertums,1 τόμ., Λέιντεν 1938 (αγγλική μετάφρ. An Ancient History, 1964).
finley m. i.,
Studies in Land and Credit in Ancient Athens, Νέο Μπρούνοβικ 1952.
bonner r. j.,
Aspects of Athenian Democracy, University of California Press, Μπέρκλεϊ 1933.
cloche p.,
La democratie athenienne, Παρίσι 1951.
jones a.h.m.,
Athenian Democracy, Οξφόρδη 1957.
romilly J. de,
Thucydide et 1' imperialisme atthenien. La pensee de Γ historien et la genese de Γ cevre, Παρίσι 1947.
vannier f.,
Le IVe siecle, Παρίσι 1967.
* ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Ιστορικά - Ελευθεροτυπία, 25, 06 - 04 - 2000)
Read More

Social Profiles

Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email Pinterest

Labels

biographies (15) Historical (96) Legend (6) My Memories (1) Poetry (4) Science (22) Sosial (12) Space (4)

Blog Archive

Popular Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

OnLine Opinions..

Click to Open Click to Open Click to Open Click to Open antinews

Αναγνώστες

BTemplates.com

Theme Download

Το DNA μας, είναι ένας ταξιδιώτης από μια παμπάλαια χώρα που ζει μέσα σε όλους μας. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, μέσω των μητέρων μας, με μια χούφτα γυναίκες που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Copyright © Seafarer97 | Powered by Blogger
Design by Lizard Themes - Published By Gooyaabi Templates | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com