Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ήδη από τον 6ο αιώνα της Αρχαιότητας στράφηκε στην αναζήτηση της αλήθειας και την αμφισβήτηση της παράδοσης. Είναι η περίοδος της μετάβασης από τον Μύθο στον Λόγο. Ο 5ος και ο 4ος. αιώνες υπήρξαν ιδιαίτερα γόνιμοι όσον αφορά την καλλιέργεια του αυτού του πνεύματος. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης διακατέχονταν από πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις και εξέταζαν με κριτική διάθεση τις παραδοσιακές αντιλήψεις και τους μύθους. Τα προβλήματα που απασχόλησαν τους φιλόσοφους ήταν η προέλευση και η λειτουργία εννοιών όπως το Όν, η Γνώση, η Αλήθεια, ο Νόμος, η Φύση, η Μεταφυσική, η Πολιτεία, η Ηθική, η Τέχνη, το Υπερβατικό, το Απόλυτο. Γενικότερα, οτιδήποτε αφορούσε ή σχετιζόταν με τη ζωή και τον Άνθρωπο ήταν δυνατό να αποτελέσει φιλοσοφικό πρόβλημα. Απαραίτητη προϋπόθεση του φιλοσοφικού στοχασμού ήταν η έλλειψη έτοιμων απαντήσεων και αντίθετα η απορία. Αναρωτιόνταν δηλαδή οι άνθρωποι για την ίδια τους την ύπαρξη και για τον κόσμο που τους περιέβαλλε.
Με τον Σωκράτη σημειώνεται τομή στην αρχαία φιλοσοφία. Οι πριν από αυτόν φιλόσοφοι είχαν ασχοληθεί κατά κύριο λόγο με τη φύση και τον εξωτερικό κόσμο γενικότερα, ενώ αυτός έστρεψε την προσοχή του στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Το κακό είναι πως ο Σωκράτης δεν έγραψε ούτε μία γραμμή και όσα ξέρουμε για τη διδασκαλία του (που μόνο διδασκαλία δεν ήταν αφού εκτός που διακήρυσσε πως «το μόνο που ξέρει είναι πως δεν ξέρει τίποτα», πιο πολύ ρωτούσε τους «μαθητές» του παρά τους δίδασκε) προέρχονται κυρίως από τον Πλάτωνα και δευτερευόντως από τον Ξενοφώντα.
Αν κρίνουμε όμως από το τι πρέσβευαν και τι δίδαξαν οι πολυάριθμοι εταίροι-μαθητές του, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως μάλλον δε μας τα λέει καλά ο Πλάτων, γιατί πώς εξηγείται ο Ευκλείδης, ο Αντισθένης, ο Αρίστιππος και τόσοι άλλοι να διατυπώνουν ιδέες όχι μόνο ριζικά διαφορετικές αλλά τελείως αντίθετες με τις πλατωνικές.
Ο Ευκλείδης είναι ο ιδρυτής της λεγόμενης Μεγαρικής ή Εκλεκτικής Σχολής και με τη διδασκαλία του ήθελε να συνδυάσει τις σωκρατικές απόψεις με την Ελεατική Σχολή. Ο Ευκλείδης δίδασκε πως το Όν το "Εν" των Ελεατών και ταυτίζεται με το "Αγαθόν", που αποτελεί το ανώτατο αντικείμενο της φιλοσοφίας του, και το οποίο αποτελεί τη μόνη πραγματικότητα. Επιπλέον, αρνήθηκε την ύπαρξη του αντιθέτου προς αυτό, δηλαδή του «Κακού», που η πλατωνική φιλοσοφία το αποδέχεται, ενώ ήταν σαφώς αντίθετος με τις πλατωνικές θεωρίες περί προϋπαρχουσών ιδεών.
Μετά τον θάνατο του Ευκλείδη το 380 π.Χ. η Μεγαρική Σχολή συνέχισε την πορεία της στον κόσμο του φιλοσοφικού στοχασμού αποκλίνοντας, όμως, σημαντικά από τα διδάγματα του ιδρυτή της. Αυτή την εποχή οι Μεγαρείς φιλόσοφοι παύουν να ενδιαφέρονται για πρακτικά θέματα, ακολουθούν περισσότερο την Εριστική, μελετούν διάφορα παράδοξα και προσεγγίζουν με πρωτότυπο τρόπο προβλήματα της λογικής. Βασικά στοιχεία σύνδεσης της Μεγαρικής Σχολής με την Εριστική αποτελούν οι ευφυείς επινοήσεις και τα γνωστά της σοφίσματα. Η νέα αυτή τάση στη Φιλοσοφική σκέψη της Μεγαρικής Σχολής εκπροσωπείται από νέους φιλόσοφους, που διαδέχθηκαν τον Ευκλείδη στην ηγεσία της, όπως ο Ευβουλίδης ο Μιλήσιος, ο Διόδωρος ο Κρόνος από την Καρία και ο Στίλπων, επίσης από τα Μέγαρα, όπου έζησε ως τα βαθιά γεράματα.
Ο Στίλπων, πιστός στη μεταφυσική αρχή της ενότητας, πολέμησε επίσης τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα, ενώ, συμφωνώντας με τον Διογένη τον κυνικό δίδασκε πως το ανώτατο αγαθό για τον άνθρωπο πρέπει να είναι η απάθεια και πως ο φιλοσοφημένος άνθρωπος είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη περιουσίας ή φίλων για να ευτυχήσει.
Εκείνη την εποχή ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, βασιλιάς της Μακεδονίας κατέλαβε και λεηλάτησε τα Μέγαρα. Όταν ρώτησε τον Στίλπωνα αν κατά τη λεηλασία οι στρατιώτες του πήραν κάποιο περιουσιακό στοιχείο, ο Στίλπων απάντησε: «Δεν παρατήρησα κανέναν να αποκομίζει την Επιστήμη».
Αργότερα συγκρούστηκε με τον προκάτοχό του στην ηγεσία της Μεγαρικής Σχολής Διόδωρο τον Κρόνο, σε συζήτηση που έγινε μπροστά στον βασιλιά Πτολεμαίο. Όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Διόδωρος δε μπόρεσε να δώσει απάντηση στα διαλεκτικά προβλήματα που του υπέβαλε ο Στίλπων και ο Πτολεμαίος τον ειρωνεύθηκε για την άγνοια του. Ο Διόδωρος προσβλήθηκε βαριά και έφυγε. Κατόπιν για να αντικρούσει τον Στίλπωνα έγραψε ολόκληρο βιβλίο, έπεσε όμως σε βαριά κατάθλιψη και τελικά πέθανε!
Όταν κάποτε βρέθηκε στην Αθήνα ο Στίλπων σε συζήτηση που είχε με άλλους φιλοσόφους αρνήθηκε τη θεότητα της Αθηνάς. Αυτό κάποιοι το θεώρησαν πολύ βαρύ και τον καταμήνυσαν για αθεϊα στον Άρειο Πάγο. Ο Στίλπων όμως τη γλίτωσε με ένα καλαμπούρι. Απολογούμενος είπε στους δικαστές: «Λέγοντας πως η Αθηνά δεν είναι θεός εννοούσα πως ως γυναίκα είναι θεά».
Οι αρεοπαγίτες, που είχαν την αίσθηση του χιούμορ, δέχτηκαν την εξήγησή του και τον απάλλαξαν. Βγαίνοντας όμως ο Στίλπων από το δικαστήριο συνάντησε τον κυρηναϊκό φιλόσοφο Θεόδωρο, τον επιλεγόμενο Άθεο, που του έκανε την εξής ασεβέστατη ερώτηση.
«Και δε μου λες βρε Στίλπων, πώς εξακρίβωσες πως η Αθηνά είναι θεά και όχι θεός; Σήκωσες μήπως το ιμάτιο της και είδες τον «κήπο» της;»
Αυτός ο Θεόδωρος ήταν μαθητής του Αρίστιππου του νεώτερου, εγγονού ενός άλλου μαθητή του Σωκράτη, του Αρίστιππου του πρεσβύτερου, του ιδρυτή της Κυρηναϊκής ή Ηδονιστικής Σχολής. Οι απόψεις του ήταν παράτολμες και ο τρόπος που τις διατύπωνε τόσο αλαζονικός και επιθετικός, ώστε έγινε αντιπαθής σε όλους. Θεωρούσε τη θλίψη κακό και στόχο των ανόητων και την τέρψη αγαθό και στόχο των ευφυών. Περιφρονούσε τη φιλία και εύρισκε μωρία το να θυσιάζεται κανείς για την πατρίδα. Υποστήριζε πως ο χαρακτηρισμός των πράξεων του ανθρώπου ενάρετων ή διεφθαρμένων είναι σχετικός, γιατί πρέπει να κρίνονται από το αποτέλεσμά τους. Υπό ορισμένες συνθήκες επιτρέπεται η ληστεία, η ακολασία, ακόμα και η ιεροσυλία.
Τελικά τον παραπέμψανε για αθεϊα στον Άρειο Πάγο, όπου όμως τον υπερασπίστηκε ο Δημήτριος ο Φαληρέας και το δικαστήριο απλώς τον εξόρισε από την Αθήνα. Ο Θεόδωρος πήγε στην Αίγυπτο αλλά και από εκεί τον εξόρισαν, οπότε κατέφυγε στην Κυρήνη, την πατρίδα του και όταν τον εξόρισαν και από εκεί ξαναγύρισε στην Ελλάδα.
Οι αρχαίοι Έλληνες αντιμετώπιζαν με ανεκτικότητα και μετριοπάθεια απόψεις τελείως αντίθετες με τα καθιερωμένα. Σε ολόκληρη της ιστορία της αρχαίας Ελλάδας δίκες με την κατηγορία του αθεϊσμού, που κατέληξαν σε θανατικές καταδίκες, δεν ξεπερνούν σε αριθμό τα δάχτυλα των δύο χεριών μας.
Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
Με τον Σωκράτη σημειώνεται τομή στην αρχαία φιλοσοφία. Οι πριν από αυτόν φιλόσοφοι είχαν ασχοληθεί κατά κύριο λόγο με τη φύση και τον εξωτερικό κόσμο γενικότερα, ενώ αυτός έστρεψε την προσοχή του στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Το κακό είναι πως ο Σωκράτης δεν έγραψε ούτε μία γραμμή και όσα ξέρουμε για τη διδασκαλία του (που μόνο διδασκαλία δεν ήταν αφού εκτός που διακήρυσσε πως «το μόνο που ξέρει είναι πως δεν ξέρει τίποτα», πιο πολύ ρωτούσε τους «μαθητές» του παρά τους δίδασκε) προέρχονται κυρίως από τον Πλάτωνα και δευτερευόντως από τον Ξενοφώντα.
Αν κρίνουμε όμως από το τι πρέσβευαν και τι δίδαξαν οι πολυάριθμοι εταίροι-μαθητές του, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως μάλλον δε μας τα λέει καλά ο Πλάτων, γιατί πώς εξηγείται ο Ευκλείδης, ο Αντισθένης, ο Αρίστιππος και τόσοι άλλοι να διατυπώνουν ιδέες όχι μόνο ριζικά διαφορετικές αλλά τελείως αντίθετες με τις πλατωνικές.
Ο Ευκλείδης είναι ο ιδρυτής της λεγόμενης Μεγαρικής ή Εκλεκτικής Σχολής και με τη διδασκαλία του ήθελε να συνδυάσει τις σωκρατικές απόψεις με την Ελεατική Σχολή. Ο Ευκλείδης δίδασκε πως το Όν το "Εν" των Ελεατών και ταυτίζεται με το "Αγαθόν", που αποτελεί το ανώτατο αντικείμενο της φιλοσοφίας του, και το οποίο αποτελεί τη μόνη πραγματικότητα. Επιπλέον, αρνήθηκε την ύπαρξη του αντιθέτου προς αυτό, δηλαδή του «Κακού», που η πλατωνική φιλοσοφία το αποδέχεται, ενώ ήταν σαφώς αντίθετος με τις πλατωνικές θεωρίες περί προϋπαρχουσών ιδεών.
Μετά τον θάνατο του Ευκλείδη το 380 π.Χ. η Μεγαρική Σχολή συνέχισε την πορεία της στον κόσμο του φιλοσοφικού στοχασμού αποκλίνοντας, όμως, σημαντικά από τα διδάγματα του ιδρυτή της. Αυτή την εποχή οι Μεγαρείς φιλόσοφοι παύουν να ενδιαφέρονται για πρακτικά θέματα, ακολουθούν περισσότερο την Εριστική, μελετούν διάφορα παράδοξα και προσεγγίζουν με πρωτότυπο τρόπο προβλήματα της λογικής. Βασικά στοιχεία σύνδεσης της Μεγαρικής Σχολής με την Εριστική αποτελούν οι ευφυείς επινοήσεις και τα γνωστά της σοφίσματα. Η νέα αυτή τάση στη Φιλοσοφική σκέψη της Μεγαρικής Σχολής εκπροσωπείται από νέους φιλόσοφους, που διαδέχθηκαν τον Ευκλείδη στην ηγεσία της, όπως ο Ευβουλίδης ο Μιλήσιος, ο Διόδωρος ο Κρόνος από την Καρία και ο Στίλπων, επίσης από τα Μέγαρα, όπου έζησε ως τα βαθιά γεράματα.
Ο Στίλπων, πιστός στη μεταφυσική αρχή της ενότητας, πολέμησε επίσης τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα, ενώ, συμφωνώντας με τον Διογένη τον κυνικό δίδασκε πως το ανώτατο αγαθό για τον άνθρωπο πρέπει να είναι η απάθεια και πως ο φιλοσοφημένος άνθρωπος είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη περιουσίας ή φίλων για να ευτυχήσει.
Εκείνη την εποχή ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, βασιλιάς της Μακεδονίας κατέλαβε και λεηλάτησε τα Μέγαρα. Όταν ρώτησε τον Στίλπωνα αν κατά τη λεηλασία οι στρατιώτες του πήραν κάποιο περιουσιακό στοιχείο, ο Στίλπων απάντησε: «Δεν παρατήρησα κανέναν να αποκομίζει την Επιστήμη».
Αργότερα συγκρούστηκε με τον προκάτοχό του στην ηγεσία της Μεγαρικής Σχολής Διόδωρο τον Κρόνο, σε συζήτηση που έγινε μπροστά στον βασιλιά Πτολεμαίο. Όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Διόδωρος δε μπόρεσε να δώσει απάντηση στα διαλεκτικά προβλήματα που του υπέβαλε ο Στίλπων και ο Πτολεμαίος τον ειρωνεύθηκε για την άγνοια του. Ο Διόδωρος προσβλήθηκε βαριά και έφυγε. Κατόπιν για να αντικρούσει τον Στίλπωνα έγραψε ολόκληρο βιβλίο, έπεσε όμως σε βαριά κατάθλιψη και τελικά πέθανε!
Όταν κάποτε βρέθηκε στην Αθήνα ο Στίλπων σε συζήτηση που είχε με άλλους φιλοσόφους αρνήθηκε τη θεότητα της Αθηνάς. Αυτό κάποιοι το θεώρησαν πολύ βαρύ και τον καταμήνυσαν για αθεϊα στον Άρειο Πάγο. Ο Στίλπων όμως τη γλίτωσε με ένα καλαμπούρι. Απολογούμενος είπε στους δικαστές: «Λέγοντας πως η Αθηνά δεν είναι θεός εννοούσα πως ως γυναίκα είναι θεά».
Οι αρεοπαγίτες, που είχαν την αίσθηση του χιούμορ, δέχτηκαν την εξήγησή του και τον απάλλαξαν. Βγαίνοντας όμως ο Στίλπων από το δικαστήριο συνάντησε τον κυρηναϊκό φιλόσοφο Θεόδωρο, τον επιλεγόμενο Άθεο, που του έκανε την εξής ασεβέστατη ερώτηση.
«Και δε μου λες βρε Στίλπων, πώς εξακρίβωσες πως η Αθηνά είναι θεά και όχι θεός; Σήκωσες μήπως το ιμάτιο της και είδες τον «κήπο» της;»
Αυτός ο Θεόδωρος ήταν μαθητής του Αρίστιππου του νεώτερου, εγγονού ενός άλλου μαθητή του Σωκράτη, του Αρίστιππου του πρεσβύτερου, του ιδρυτή της Κυρηναϊκής ή Ηδονιστικής Σχολής. Οι απόψεις του ήταν παράτολμες και ο τρόπος που τις διατύπωνε τόσο αλαζονικός και επιθετικός, ώστε έγινε αντιπαθής σε όλους. Θεωρούσε τη θλίψη κακό και στόχο των ανόητων και την τέρψη αγαθό και στόχο των ευφυών. Περιφρονούσε τη φιλία και εύρισκε μωρία το να θυσιάζεται κανείς για την πατρίδα. Υποστήριζε πως ο χαρακτηρισμός των πράξεων του ανθρώπου ενάρετων ή διεφθαρμένων είναι σχετικός, γιατί πρέπει να κρίνονται από το αποτέλεσμά τους. Υπό ορισμένες συνθήκες επιτρέπεται η ληστεία, η ακολασία, ακόμα και η ιεροσυλία.
Τελικά τον παραπέμψανε για αθεϊα στον Άρειο Πάγο, όπου όμως τον υπερασπίστηκε ο Δημήτριος ο Φαληρέας και το δικαστήριο απλώς τον εξόρισε από την Αθήνα. Ο Θεόδωρος πήγε στην Αίγυπτο αλλά και από εκεί τον εξόρισαν, οπότε κατέφυγε στην Κυρήνη, την πατρίδα του και όταν τον εξόρισαν και από εκεί ξαναγύρισε στην Ελλάδα.
Οι αρχαίοι Έλληνες αντιμετώπιζαν με ανεκτικότητα και μετριοπάθεια απόψεις τελείως αντίθετες με τα καθιερωμένα. Σε ολόκληρη της ιστορία της αρχαίας Ελλάδας δίκες με την κατηγορία του αθεϊσμού, που κατέληξαν σε θανατικές καταδίκες, δεν ξεπερνούν σε αριθμό τα δάχτυλα των δύο χεριών μας.
Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου