Read More

Τα Κουλέντια

Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης. Το χωριό βρίσκεται σκαρφαλωμένο στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά....
Read More

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στο Νομό Λακωνίας.
Read More

Η προβλήτα της Αγίας Μαρίνας,

Η σιδηροδρομική γέφυρα (ή προβλήτα) της Αγίας Μαρίνας, αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παραθαλάσσιου χωριού και ταυτόχρονα είναι ένα πολύ σημαντικό νεότερο Βιομηχανικό μνημείο, ηλικίας 130 ετών. Εκεί μάθαινα να κολυμπώ και δέθηκα με την θάλασσα...
Read More

Βλυχάδα Ρειχιάς: Η κρυμμένη παραλία που μαγεύει τους επισκέπτες

Κάποια μέρη που βλέπουμε, ακόμα και μέσα από μερικές φωτογραφίες, μας κάνουν να θέλουμε να τα επισκεφθούμε, γιατί απλά, φαίνεται πως είναι από αυτά που λέμε κρυμμένοι παράδεισοι.
Read More

5 χιλιόμετρa από την Σούρπη, συναντάμε τον οικισμό Νήες.

Είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός, με μοναδικές γωνιές, που όσοι τις έχουν απαθανατίσει με την φωτογραφική τους μηχανή, τις παρομοιάζουν με πίνακα ζωγραφικής.

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων

Πως βρέθηκε;
Ήταν παραμονές Πάσχα του 1900. Δυο σφουγγαράδικα της Σύμης που έρχονταν από την Αφρική αναγκάζονται από τον οστριογράρμπη (νοτιοδυτικό άνεμο) να καταφύγουν στην άμμο του ποταμού στα Αντικύθηρα. Το ένα από τα καίκια ξεμύτισε μέχρι τον διπλανό κάβο, τη Βλυχάδα και σε 25 μέτρα από την ακτή κατέβασε με σκάφανδρο δύτη στις 35 οργιές να βγάλει θαλασσινά για τη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας.
 Σε λίγο ο δύτης έκανε σινιάλο να τον τραβήξουν επάνω. Κι αντί για πίνες και «γαϊδουρόποδα» ανέβασε στο καίκι ένα χάλκινο χέρι αγάλματος. Εντυπωσιασμένοι οι δυο καπετάνιοι των καικιών, ο Δημήτρης Ελευθερίου η Κοντός και ο Ηλίας Σταδιώτης βουτούν οι ίδιοι και βλέπουν με τα μάτια τους αυτά που τους είχε περιγράψει ο δύτης. Ένα βουλιαγμένο πλοίο φορτωμένο αγάλματα, μαρμάρινα και χάλκινα και πλήθος άλλα αντικείμενα, διάσπαρτα σε μια έκταση 55 μέτρων, καλυμμένα από λάσπη. Τα καϊκια επέτρεψαν στη Σύμη και για καιρό δεν ξανάγινε λόγος για το συμβάν.
 Στο διάστημα αυτό ο καταγόμενος από τη Σύμη καθηγητής της Αρχαιολογίας Α. Οικονόμου που είχε πληροφορηθεί το περιστατικό προσπάθησε να πείσει τους καραβοκύρηδες να δηλώσουν τα ευρήματά τους στην κυβέρνηση. Επτά μήνες χρειάσθηκε για να τους πείσει.
 Οι δύο Συμιακοί ήρθαν σε επαφή με τον υπουργό Παιδείας Σπύρο Στάη, του έδειξαν το χάλκινο χέρι και συμφώνησαν να υπογράψουν συμβόλαιο με το οποίο θα αμείβονταν τόσο για τα δικαιώματα ανεύρεσης, ανάλογα με την αξία τους, όσο και για τις εργασίες ανέλκυσής τους από το βυθό. Μάλιστα τους διατέθηκε το οπλιταγωγό «Μυκάλη» με κυβερνήτη τον ύπαρχο Ανδρέα Σωτηριάδη που απέπλευσε για τα Αντικύθηρα ρυμουλκώντας τα δύο καίκια.
 Η συνεχής θαλασσοταραχή και οι ξέρες των βραχονησίδων «Θημωνιές» στα ανοιχτά του όρμου της Βλυχάδας δυσχέραιναν το έργο των δυτών, ενώ δεν ήταν δυνατόν να παραμένουν στο βυθό, σε βάθος 60 μέτρων, παραπάνω από πέντε λεπτά. Μετά από πολυήμερες προσπάθειες και τη συνδρομή ενός ακόμα βοηθητικού πλοίου, που εν τω μεταξύ είχε καταφθάσει από τον Πειραιά, οι σφουγγαράδες έφεραν στην επιφάνεια μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα, πολυάριθμα πήλινα αγγεία και μεταξύ άλλων μερικά περίεργα κομμάτια από οξειδωμένο μπρούντζο που έμοιαζαν με σπασμένα γρανάζια.
 Τα ευρήματα αυτά οι αρχαιολόγοι τα καταχώρισαν στα αρχεία τους με τον προσδιορισμό «ωρολόγιο η εξάντας» και μετά τα ξέχασαν... Επίσης αποφάνθηκαν ότι επρόκειτο για ναυάγιο αρχαίου ελληνικού πλοίου του 1ου αι. π.Χ. που μετέφερε έργα τέχνης στη Ρώμη, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο περίφημος «Έφηβος των Αντικυθήρων», του 340 π.Χ., από τα ελάχιστα χάλκινα αγάλματα που έχουν βρεθεί ως σήμερα. Εικάζεται πως απεικονίζει τον Περσέα, τον Πάρι η κάποιον ανώνυμο αθλητή.
Το χρονικό μιας ανακάλυψης
Τέλος 2ου αιώνα π.Χ.: Κατασκευή του Μηχανισμού, πιθανότατα στη Ρόδο, η οποία εκείνη την εποχή ήταν κέντρο μεταλλουργίας.
80 π.Χ. περίπου: Ενα ρωμαϊκό καράβι βυθίζεται ανοιχτά των Αντικυθήρων. Είχε πιθανότατα αποπλεύσει από τη Ρόδο με κατεύθυνση την Ιταλία.
Πάσχα του 1900: Σύμιοι σφουγγαράδες εντοπίζουν το ναυάγιο σε βάθος 45-60 μέτρων.
Χειμώνας του 1901: Ολοκληρώνεται το έργο της ανάσυρσης των θησαυρών του ναυαγίου. Μεταφορά των ευρημάτων στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών.
1902: Τα εμφανή γρανάζια του παράξενου χάλκινου ευρήματος τραβούν την προσοχή του Βαλέριου Στάη, αρχαιολόγου του μουσείου, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για κάτι αξιοσημείωτο.
Δεκαετία του '30: Ο ναύαρχος Ιωάννης Θεοφανίδης δημιουργεί το πρώτο μοντέλο του Μηχανισμού.
Δεκαετία του '50: Η πρώτη σε βάθος μελέτη του Μηχανισμού από τον βρετανό φυσικό και ιστορικό της επιστήμης Derek J. de Solla Price, τον ειδικό στη μελέτη επιγραφών έλληνα επιστήμονα Γιώργο Σταμήρη και τον κ. Χαράλαμπο Καράκαλο, πυρηνικό φυσικό στον «Δημόκριτο» καταδεικνύει ότι πρόκειται για τον πιο πολύπλοκο μηχανισμό της αρχαιότητας, χωρίς να μπορεί να δοθεί απάντηση ως προς τη χρησιμότητά του.
Δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: Πλήθος ερευνητών ασχολείται με τη μελέτη του Μηχανισμού. Από τις πιο αξιοσημείωτες μελέτες είναι αυτή του Βρετανού Michael Wright ο οποίος προχωρεί στη δημιουργία ενός μοντέλου, όπως είχε κάνει στο παρελθόν και ο Price.
Φθινόπωρο του 2005: Η ομάδα του Προγράμματος για τη μελέτη του Μηχανισμού των Αντικυθήρων αξιοποιεί καινοτόμους τεχνολογίες για να συλλέξει δεδομένα τόσο από το εσωτερικό του Μηχανισμού όσο και από τις επιγραφές που φέρει αυτός.
Νοέμβριος του 2006: Τα αποτελέσματα της μελέτης των παραπάνω δεδομένων δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Nature». Από αυτά καταδεικνύεται η χρησιμότητα του Μηχανισμού: επρόκειτο για όργανο πρόβλεψης εκλείψεων.
Ταυτόχρονα πραγματοποιείται στην Αθήνα συνέδριο για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων και για τη συζήτηση των σημείων που παραμένουν σκοτεινά.
Η λύση του γρίφου
 Χάρη στα υπερσύγχρονα μέσα ψηφιακής απεικόνισης που επιστρατεύθηκαν για την εξιχνίαση του μυστηρίου του, σήμερα ξέρουμε την αλήθεια: ο Μηχανισμός ήταν ένα αστρονομικό όργανο υψηλής ακριβείας και έχει ηλικία άνω των 2.100 ετών!
Η πολυπλοκότητα των 30 και πλέον γραναζιών (όπως φαίνεται στα μοντέλα) που κινούσαν τους δείκτες των καντράν του Μηχανισμού καταδεικνύει τη θαυμαστή τεχνολογική πρόοδο των Ελληνιστικών χρόνων.
Ο μηχανισμός είναι η αρχαιότερη σωζόμενη διάταξη με γρανάζια. Είναι φτιαγμένος από μπρούντζο σε ένα ξύλινο πλαίσιο και έχει προβληματίσει και συναρπάσει πολλούς ιστορικούς της επιστήμης και της τεχνολογίας αφότου ανακαλύφθηκε. Η πιο αποδεκτή θεωρία σχετικά με τη λειτουργία του υποστηρίζει ότι ήταν ένας αναλογικός υπολογιστής σχεδιασμένος για να υπολογίζει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Πρόσφατες λειτουργικές ανακατασκευές της συσκευής υποστηρίζουν αυτήν την ανάλυση. Από τις πρόσφατες έρευνες καταρρίφθηκε η θεωρία ότι εμπεριέχει ένα διαφορικό γρανάζι, όμως ο ανακαλυφθείς μηχανισμός της κίνησης της Σελήνης είναι ακόμα πιο εντυπωσιακός, καθότι δίνει τη δυνατότητα μεταβλητής γωνιακής ταχύτητας στον άξονα που κινεί τη Σελήνη.
Ο καθηγητής Ντέρεκ ντε Σόλλα Πράις (Derek De Solla Price), φυσικός και ιστορικός της επιστήμης που εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο του Γέηλ, δημοσίευσε ένα άρθρο για τον μηχανισμό αυτό στο περιοδικό Scientific American τον Ιούνιο του 1959, όταν ακόμα ο μηχανισμός δεν είχε μελετηθεί πλήρως.
Το 1973 ή το 1974 δημοσίευσε τη μονογραφία του με τίτλο "Γρανάζια από τους Έλληνες", βασισμένη σε σάρωση του μηχανισμού με ακτίνες γ που πραγματοποίησε ο ακτινοφυσικός του Ε.ΚΕ.Φ.Ε. "Δημόκριτος" Χαράλαμπος Καράκαλος. Ο Πράις υποστήριξε ότι η συσκευή αυτή θα μπορούσε να είχε κατασκευαστεί από τη Σχολή του Απολλωνίου στη Ρόδο. Τα συμπεράσματά του δεν έγιναν αποδεκτά από τους ειδικούς της εποχής, οι οποίοι πίστευαν ότι οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν το θεωρητικό υπόβαθρο αλλά όχι και την απαιτούμενη πρακτική τεχνολογία για μια τέτοια κατασκευή.
Η μελέτη του συνεχίζεται από Άγγλους και Έλληνες ειδικούς των Πανεπιστημίων του Κάρντιφ, των Αθηνών, της Θεσσαλονίκης, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σε μια διαπανεπιστημιακή ομάδα. Η σύγχρονη έρευνα υποστηρίζεται από την τελευταία τεχνολογία με τη βοήθεια μεγάλων εταιρειών, με πρωτοποριακά προγράμματα ψηφιακής απεικόνισης και έναν ειδικό τομογράφο, ο οποίος κατασκευάστηκε ειδικά για την έρευνα του μηχανισμού των Αντικυθήρων. Τα αποτελέσματα την έρευνας επιβεβαίωσαν ότι ο μηχανισμός φέρει 30 οδοντωτούς τροχούς οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από 10 άξονες. Η λειτουργία του μηχανισμού κατέληγε σε τουλάχιστον 5 καντράν, με έναν ή περισσότερους δείκτες για το καθένα. Με τη βοήθεια του τομογράφου έχουν διαβαστεί αρκετές από τις επιγραφές που υπήρχαν στις πλάκες και στους περιστρεφόμενους δίσκους, οι οποίες εμπεριέχουν αστρονομικούς και μηχανικούς όρους, και έχουν χαρακτηριστεί από τους ειδικούς ως ένα είδος "εγχειριδίου χρήσης" του οργάνου.
Ο μηχανισμός αυτός έδινε, κατά την επικρατέστερη σύγχρονη άποψη, τη θέση του ήλιου και της σελήνης καθώς και τις φάσεις της σελήνης. Μπορούσε να εμφανίσει τις εκλείψεις ηλίου και σελήνης βασιζόμενος στον βαβυλωνιακό κύκλο του Σάρου. Τα καντράν του απεικόνιζαν επίσης τουλάχιστον δύο ημερολόγια, ένα ελληνικό βασισμένο στον Μετωνικό κύκλο και ένα αιγυπτιακό, που ήταν και το κοινό "επιστημονικό" ημερολόγιο της ελληνιστικής εποχής.
Μπορεί κανείς να φανταστεί τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όσοι καταπιάστηκαν με τη μελέτη του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, ως την επίλυση ενός τρισδιάστατου παζλ, αλλά με μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας: αφενός λείπουν κομμάτια του παζλ (τα οποία πιθανότατα δεν ανασύρθηκαν ποτέ από τον πυθμένα της θάλασσας) και αφετέρου κάποια κομμάτια έχουν αμετάκλητα ενωθεί μεταξύ τους απαγορεύοντας την πρόσβαση (οπτική και όχι μόνο) στα ενδότερα. Αν στα παραπάνω προστεθεί το γεγονός ότι οι οδηγίες για τη χρήση του αντικειμένου ήταν ελλιπείς (σβησμένες και διαβρωμένες επιγραφές επάνω στα θραύσματα) και ότι ο Μηχανισμός είναι ένα μουσειακό αντικείμενο το οποίο οφείλει να παραδοθεί ανέπαφο στις επόμενες γενιές, αντιλαμβάνεται κανείς τους λόγους για τους οποίους, παρά τις προσπάθειες, η χρησιμότητά του παρέμενε μυστήριο έναν αιώνα μετά την ανακάλυψή του.
Οι προηγούμενες μελέτες είχαν βεβαίως οδηγηθεί σε ορισμένες υποθέσεις, χωρίς όμως ποτέ να υπάρξει τεκμηρίωση των απόψεων. Το ότι επρόκειτο για ένα αντικείμενο που είχε να κάνει με ουράνια σώματα ήταν δεδομένο από πολύ νωρίς, καθώς μπορούσαν να αναγνωρισθούν ο Ηλιος και η Σελήνη στις επιγραφές του. Η υπόθεση ότι το αντικείμενο αυτό ήταν αστρολάβος απορρίφθηκε σχετικά γρήγορα εξαιτίας της πολυπλοκότητάς του. Δύο βρετανοί ερευνητές, ο Derek J. de Solla Price και ο Michael Wright, κατασκεύασαν μοντέλα του Μηχανισμού τα οποία συμφωνούσαν στην ύπαρξη δύο κυκλικών κλιμάκων ενδείξεων (καντράν) στην οπίσθια πλευρά και μιας στην πρόσθια. Ηταν επίσης αποδεκτό ότι ο χάλκινος μηχανισμός θα πρέπει να ήταν τοποθετημένος σε ξύλινη κάσα. Τι έδειχναν όμως αυτές οι κλίμακες; Αυτό ήταν το ερώτημα με το οποίο έπρεπε να αναμετρηθούν οι εκάστοτε ερευνητές που καταπιάστηκαν με τη διαλεύκανση της λειτουργίας του Μηχανισμού.
Blade Runner
 Το πλεονέκτημα των ερευνητών που υπογράφουν το άρθρο με τίτλο «Decoding the ancient Greek astronomical calculator known as the Antikythera mechanism» στο τεύχος της επιθεώρησης «Nature» ήταν η υψηλή τεχνολογία: ο τομογράφος Blade Runner (βάρους 8 τόνων!) της εταιρείας Χ-Tek αναπτύχθηκε ειδικά για τη συγκεκριμένη μελέτη και χρησιμοποιήθηκε στη λήψη εικόνων που επιτρέπουν την ανάγνωση των επιγραφών αλλά και τη συλλογή δεδομένων για την εσωτερική δομή του Μηχανισμού, ενώ το σύστημα ψηφιακής απεικόνισης ΡΤΜ Dome της Hewlett-Packard προσαρμόστηκε έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η «επανεμφάνιση» σχεδόν σβησμένων κειμένων και στοιχείων της επιφάνειας του Μηχανισμού που δεν είναι ευδιάκριτα ακόμη και με τα καλύτερα συστήματα συμβατικής και ψηφιακής φωτογράφισης.
Είναι προφανές ότι το παζλ του Μηχανισμού δεν θα μπορούσε να λυθεί από έναν και μόνο ερευνητή, ακόμη και αν διέθετε πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων που συνελέγησαν με τη βοήθεια των προαναφερθέντων συστημάτων υψηλής τεχνολογίας. Ετσι η ερευνητική ομάδα αποτελείται από τον αστρονόμο Mike Edmunds και τον μαθηματικό Tony Freeth του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ, τον αστρονόμο Ιωάννη Σειραδάκη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τον αστρονόμο Ξενοφώντα Μουσά και τον φυσικό, ειδικευμένο στην ανάλυση ιστορικών αντικειμένων, Ιωάννη Μπιτσάκη του Πανεπιστημίου Αθηνών, την αρχαιολόγο-μουσειολόγο Μαίρη Ζαφειροπούλου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και τον φιλόλογο και παλαιογράφο Αγαμέμνονα Τσελίκα του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης.
Το παζλ που έπρεπε να λύσουν οι μελετητές του μηχανισμού περιελάμβανε 82 θραύσματα. Από αυτά έπρεπε να εξαχθούν συμπεράσματα και για εκείνα που χάθηκαν.
Ιππαρχος και Βαβυλώνιοι
Η συλλογική προσπάθεια των παραπάνω ερευνητών υποδεικνύει ότι ο Μηχανισμός αποτελεί τη μηχανιστική υλοποίηση της θεωρίας του Ιππάρχου (190-120 π.Χ. κατά προσέγγιση), του μαθηματικού, αστρονόμου και γεωγράφου ο οποίος με την εν λόγω θεωρία εξηγούσε τις περιοδικές ανωμαλίες στην κίνηση της Σελήνης με βάση την ελλειπτική τροχιά της. Το γεγονός ότι ο Ιππαρχος έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Ρόδο, η οποία φημιζόταν για την τεχνολογική υπεροχή της, ενισχύει την άποψη ότι εκεί ο Ιππαρχος (ή κάποιος άλλος υπό την καθοδήγησή του) μπόρεσε να δημιουργήσει ένα μηχάνημα εξαιρετικής πολυπλοκότητας.
Σύμφωνα δε με όλες τις ενδείξεις, ο Ιππαρχος θα πρέπει να μετείχε των αστρονομικών γνώσεων των Βαβυλωνίων, αφού αυτές απετέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία του Μηχανισμού. Το ισχυρό ιερατείο των Βαβυλωνίων κρατούσε τα αρχεία των πλανητικών μετακινήσεων για αιώνες και η δυνατότητα πρόβλεψης φαινομένων όπως οι εκλείψεις (οι οποίες εθεωρούντο οιωνοί) ενίσχυε τη θέση του. Ποιες ήταν όμως οι ενδείξεις αυτές; Η ανάγνωση από τους Γιάννη Μπιτσάκη και Αγαμέμνονα Τσελίκα της πρότασης «...η σπείρα έχει 235 υποδιαιρέσεις» σε μία από τις εικόνες θραυσμάτων που είχαν ληφθεί κατά τη συλλογή στοιχείων υπήρξε εξαιρετικά διαφωτιστική: κατέδειξε αφενός ότι τα καντράν δεν έφεραν ομόκεντρους κύκλους αλλά σπείρες και αφετέρου ότι το πάνω καντράν στην οπίσθια όψη του Μηχανισμού (στο οποίο αναφερόταν η πρόταση) σχετιζόταν με τον Μετωνικό κύκλο των Βαβυλωνίων. Ο Μετωνικός κύκλος προκύπτει από τη στενή ισοτιμία 19 ετών με 235 σεληνιακούς μήνες (ένας σεληνιακός ή συνοδικός μήνας είναι το διάστημα μεταξύ δύο ομοίων φάσεων της Σελήνης, π.χ. από Πανσέληνο σε Πανσέληνο). Ο κύκλος αυτός αντιπροσωπεύει την επιστροφή της Σελήνης στην ίδια φάση και στην ίδια ημερομηνία του έτους. Με το κλείσιμο του κύκλου, ο Ηλιος, η Σελήνη και η Γη επιστρέφουν στους ίδιους περίπου σχετικούς προσανατολισμούς.
Σπειροειδές αποδείχθηκε και το καντράν στο κάτω μέρος της πίσω πλευράς του Μηχανισμού, το οποίο φέρει 223 υποδιαιρέσεις στη σπείρα των τεσσάρων στροφών. Τόσο ο αριθμός των υποδιαιρέσεων όσο και η ανάγνωση των συμβόλων («Σ» για τη Σελήνη και «Η» για τον Ηλιο) που εντοπίστηκαν μεταξύ αυτών καταδεικνύουν ότι αυτό αποτελεί αναπαράσταση του κύκλου του Σάρου, ο οποίος προβλέπει εκλείψεις: αν μια ηλιακή ή σεληνιακή έκλειψη συμβεί σήμερα, μια παρόμοια θα συμβεί έπειτα από 223 σεληνιακούς μήνες. Ετσι από τις παρελθούσες εκλείψεις μπορούν να προβλεφθούν οι επόμενες. Αξίζει να σημειωθεί ότι επειδή ο αριθμός των ημερών στον κύκλο του Σάρου δεν είναι ακέραιος, οι σεληνιακές εκλείψεις είναι μετατοπισμένες κατά οκτώ ώρες και οι ηλιακές (οι οποίες γίνονται ορατές από συγκεκριμένα γεωγραφικά πλάτη) μετατοπίζονται κατά 120 μοίρες. Ακριβείς επαναλήψεις σεληνιακών εκλείψεων λαμβάνουν χώρα έπειτα από τρεις κύκλους του Σάρου (όταν οι οκτάωρες μετατοπίσεις συμπληρώσουν ένα 24ωρο), πράγμα το οποίο περιγράφεται από τον κύκλο του Εξελιγμού, διάρκειας 54 ετών.
Στον Μηχανισμό ο κύκλος του Εξελιγμού αντιπροσωπεύεται από ένα μικρότερο καντράν στο εσωτερικό τού κάτω μεγάλου καντράν της οπίσθιας όψης. Αλλά και το πάνω μεγάλο καντράν της ίδιας όψης φέρει ένα μικρότερο στο εσωτερικό του: αυτό αντιπροσωπεύει τον Καλλιππικό, κύκλος ο οποίος διαρκεί 76 χρόνια και είναι τέσσερις Μετωνικοί κύκλοι μείον μία ημέρα. (Ετσι αυξάνεται η ακρίβεια με την οποία αντιστοιχίζονται ένα ηλιακό έτος με πλήρεις σεληνιακούς μήνες). Οσο για το καντράν της πρόσθιας όψης, αυτό εκτός από το κλασικό ημερολόγιο των 365 ημερών (με δυνατότητα ρύθμισης για δίσεκτα έτη) έδειχνε πιθανότατα τις σχετικές θέσεις των πλανητών (έχουν εντοπισθεί μόνο ο Ηλιος, η Σελήνη και η Αφροδίτη προς το παρόν). Πώς όμως «διαβάζονταν» οι ενδείξεις στα καντράν; Αν θυμηθεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν τα πικάπ, θα πάρει την απάντηση: η μετακινούμενη στις σπείρες βελόνα έδινε την ένδειξη.
Ο υπολογισμός των διαβαθμίσεων κάθε κλίμακας καντράν υπήρξε καθοριστικός στη διαλεύκανση του ρόλου του Μηχανισμού.
Λογισμικό DNA και NASA
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ερευνητές επαλήθευσαν τη λειτουργία του Μηχανισμού: χρησιμοποιώντας λογισμικά τα οποία αναπτύχθηκαν για τη σύγκριση αλληλουχιών DNA, οι ερευνητές μπόρεσαν να αντιστοιχίσουν ακριβώς τις εκλείψεις στο καντράν του κύκλου του Σάρου με εκείνες που από τα δεδομένα της NASA γνώριζαν ότι έλαβαν χώρα από το 400 π.Χ. ως το 1 π.Χ.!
Τελείωσε λοιπόν; Τα γνωρίζουμε όλα για τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων; «Οχι!» απαντούν οι ερευνητές και προσθέτουν ότι υπάρχουν ακόμη πολλά σκοτεινά σημεία για διελεύκανση, τόσο για τον ίδιο τον Μηχανισμό όσο και για το πώς η ύπαρξή του αλλάζει τη θεώρησή μας για την τεχνολογική πρόοδο των ελληνιστικών χρόνων.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων μπορείτε να επισκεφθείτε τον δικτυακό τόπο www.antikythera-mechanism.gr. Επίσης στον δικτυακό τόπο της επιθεώρησης www.nature.com μπορείτε όχι μόνο να διαβάσετε το άρθρο αλλά να εξασκηθείτε στον γρίφο της ανάγνωσης των αρχαίων ελληνικών επιγραφών που δίνονται ως συμπληρωματικό υλικό.
Είπαν για τον Μηχανισμό
«Ο Μηχανισμός δεν είναι μόνο αντιπροσωπευτικός της τεχνολογικής αιχμής της αστρονομίας της εποχής του, αλλά εμπεριέχει τη δυναμική που θα επιτρέψει την επέκταση των γνώσεών μας τόσο για την ίδια την αστρονομία όσο και για τον πολιτισμικό ρόλο της».
Alexander Jones
καθηγητής Κλασικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο του Τορόντο, Καναδάς
«Αναμφίβολα διαπιστώνουμε την κληρονομιά των Βαβυλωνίων. Η νεοεμφανιζόμενη μηχανική τελειότητα του Μηχανισμού σαφώς εγείρει το ζωτικής σημασίας ερώτημα σχετικά με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και τις γνώσεις των Ελλήνων εκείνης της περιόδου. Πότε ακριβώς, από ποιον, για ποιον και για ποιον λόγο κατασκευάστηκε ο Μηχανισμός; Τι άλλου είδους τεχνολογία προϋποθέτει η ύπαρξή του; Ποια θα ήταν η επίδραση των μηχανικών μοντέλων στην άποψη των Ελλήνων για το Σύμπαν; Αυτά είναι τα ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεων».
Mike Edmunds
καθηγητής Αστρονομίας, Πανεπιστήμιο Κάρντιφ, Μ. Βρετανία
«Διερωτάται κανείς μέσα από ποιες διαδικασίες προέκυψε ο Μηχανισμός. Ποιες ήταν οι κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές "χρήσεις" της αστρονομικής γνώσης; Σε ποιον βαθμό αυτές περιελάμβαναν "παθητική" παρατήρηση και τι μπορεί να πυροδότησε την επιθυμία μελλοντικής πρόβλεψης; Πόσο συνέβαλε σε αυτό η τεχνολογική πρόοδος; Και, τελικά, στην ίδια την κλασική Ελλάδα ποια ήταν η σχέση της αρχαϊκής κοσμολογίας (η οποία μπορεί να ανιχνευθεί στον καθορισμό του χρόνου των θρησκευτικών τελετών και στον προσανατολισμό των ναών) με την ανάπτυξη της προβλεπτικής επιστήμης της αστρονομίας;».
Clive Ruggles
καθηγητής Αρχαιοαστρονομίας, Πανεπιστήμιο του Λέστερ, Μ. Βρετανία
«Το νησί της Ρόδου κατείχε μια στρατηγική θέση ζωτικής σημασίας και κατά την ελληνιστική περίοδο η πόλη-κράτος της Ρόδου αναπτύχθηκε σε ένα πολύ σημαντικό πολιτισμικό, ναυτικό και εμπορικό κέντρο. Στη Ρόδο κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. ο Ιππαρχος, πατέρας της αστρονομίας, ανέπτυξε τη θεωρία του η οποία εξηγεί τις ανωμαλίες στην κίνηση της Σελήνης».
Μαίρη Ζαφειροπούλου
αρχαιολόγος, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών

Πηγές πληροφοριών
Το Βήμα
Περιοδικό Focus
http://www.sfak.org/
http://el.wikipedia.org/
Read More

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Ο Παρθενώνας

Ναός χτισμένος προς τιμήν της Αθηνάς, σε δωρικό ρυθμό. Σχεδιάστηκε και κτίστηκε από τους Ικτίνο και Καλλικράτη, ενώ τα αγάλματα πιθανώς δημιουργήθηκαν από τον Φειδία στα μέσα του 5ου αιώνος π.χ. Ο Παρθενώνας παρουσιάζει τέλεια αρμονικές αναλογίες μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια. Παρ'ότι είναι μεγαλύτερος από τους άλλους δωρικούς ναούς της εποχής του (με 8x17 κίονες, αντί για 6x13 που συνηθίζονταν τον 5ο αι. π.Χ.), οι αναλογίες του είναι αρμονικές και του προσδίδουν εκπληκτική ομοιογένεια μορφής, μνημειώδη μεγαλοπρέπεια και πρωτοφανή χάρη σε σύγκριση με τους πιο βαρείς δωρικούς προκατόχους του. Ο Παρθενώνας χτίστηκε πάνω σε προηγούμενο ναό της Αθηνάς, ο οποίος καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων. Άρχισε να κτίζεται το 447 π.Χ. και οι οικοδομικές εργασίες τέλειωσαν μόλις σε εννιά χρόνια, δηλαδή το 438 π.Χ. Από τ ο 438 ξεκίνησαν τα έργα διακόσμησης και τελείωσαν το 432 π.Χ. Ο Παρθενώνας διατήρησε τη μορφή του μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ., οπότε μετατράπηκε σε ναό αφιερωμένο αρχικά στην Αγία Σοφία και αργότερα στην Παναγία, ενώ στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έγινε τζαμί. Το 1687, κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Μοροζίνι, ο Παρθενώνας ανατινάχθηκε από μία βόμβα των Ενετών και μεγάλο μέρος του κατέρρευσε!

 Περισσότερα ΕΔΩ! Download file PDF
Read More

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Το παραμύθι του αιμοδιψούς Τζένγκις Χαν

Το παραμύθι του αιμοδιψούς Τζένγκις Χαν που έκαψε την Κίνα, την Τρανσκαυκασία, τη Γεωργία και την Αρμενία, εκεί το δέκατο τρίτο αιώνα, τη σκοτεινότερη περίοδο της ανθρωπότητας.

Εκείνο το βράδυ με το ολόγιομο φεγγάρι να σκεπάζει με νεκρό φως τις έρημες στέπες, αλλά και τα πυκνά δάση, κάτι ασυνήθιστο συνέβη. Μια ψυχρή πνοή διέσχισε το διάστημα απ’ το σημείο του γαλαξία της Ανδρομέδας και σαν εκπνοή ζώου πεντακοσίων χιλιάδων τόνων, ταξιδεύοντας με ταχύτητα μεγαλύτερη απ’ το φως, έφτασε στο δάσος του Ταρμακιστάν. Μια πνοή τόσο παγωμένη που ό,τι άγγιζε το κατέψυχε για πάντα, μεταμορφώνοντάς το σε ξερό πάγο.
            Διασχίζοντας το δάσος η πνοή έσπερνε τρόμο στα ζώα και τα φυτά. Κλαδιά δέντρων στράβωναν για να την αποφύγουν σα να τα λύγιζε ισχυρός άνεμος, μεγάλα αλλά και μικρά ζώα έπεφταν κεραυνοβολημένα από τρόμο, έντομα και ζουζουνάκια κρύβονταν κάτω από πέτρες ή πέθαιναν, όπως η παγωμένη πνοή προειδοποιούσε για τον ερχομό της μ’ έναν ήχο καρδιάς, υπόκωφο και απειλητικό. Τέλος, η πνοή πήρε κατεύθυνση πέρα απ’ το πυκνό δάσος κι έφτασε σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι, όπου το κίτρινο φως των κεριών τρεμούλιαζε σαν να πάλευε να ζήσει. Έτσι πάλευε για να ζήσει και το νέο παλικάρι πάνω στο αχυρένιο στρώμα. Το στήθος του δυσκολευόταν να πάρει αναπνοή, τα μάτια του κλειστά με μαύρους κύκλους και δίπλα η μητέρα έκλαιγε βουβά. Τα δάκρυά της έτρεχαν πάνω στην ανοιχτή εγκαταλελειμμένη παλάμη του, μέχρι που ξαφνικά το κουρασμένο στήθος σταμάτησε ν’ ανεβοκατεβαίνει και στο κίτρινο πρόσωπό του απλώθηκε το άσπρο του θανάτου.
            Η μητέρα έβγαλε μια παρατεταμένη φωνή πληγωμένου αρπακτικού πουλιού και λιποθύμησε. Συνήλθε από το δροσερό αεράκι που έμπαινε απ’ το ανοιχτό παράθυρο.
            Το κερί όμως τώρα έκαιγε σταθερά και το νεαρό παλικάρι της χαμογελούσε πονηρά, λες και ο θάνατός του ήταν μια κακόγουστη φάρσα. Πριν η γυναίκα συνέλθει από την έκπληξη και την ευτυχία της, ο νέος πετάχθηκε όρθιος, τεντώθηκε, έκανε ένα πήδο, χασμουρήθηκε κι έβαλε κάτι τρελά γέλια.
            - Θαύμα, είπε, θαύμα, λίγο αδύνατος μου πέφτει, αλλά θα τον παχύνω.
            - Ναι, παιδί μου, θαύμα Κυρίου θαύμα, είπε η γυναίκα και γονάτισε να προσκυνήσει. Θα σου φτιάξω αμέσως, αγόρι μου, μια σουπίτσα να πιεις να συνέλθεις, που μας πέθανες.
            - Πεινώ σα λύκος, μάνα, είπε ο νέος και ξαφνικά η φωνή του έγινε τραχιά και απειλητική.
            - Αμέσως να φέρω την κότα, παιδί μου, είπε η μητέρα.
            Ανυπόμονος την ακολούθησε μέχρι το κοτέτσι, όπου στα τυφλά η μητέρα άρπαξε μια διαμαρτυρόμενη πουλάδα και την έφερε κοντά στην πόρτα με το φως.
            - Κράτα την, παιδί μου, να πάρω το μαχαίρι, είπε και την παρέδωσε.
            - Δεν χρειάζεται μαχαίρι, μάνα, είπε ο νέος γελώντας. Με τρόμο τον είδε να χώνει το κεφάλι του πουλιού στο στόμα του και με μια δαγκωνιά να το κόβει και το φτύνει στο χώμα. Το ακέφαλο σώμα σπάραζε όπως ακόμα μισοζώντανο άρχισε να το ξεπουπουλιάζει.
            - Βάλε νερό στη χύτρα, μάνα, φώναξε. Είμαι έτοιμος. Απ’ το στόμα του έσταζε αίμα.
Στο χαμόσπιτο του μάγου, η μητέρα έκλαιγε με λυγμούς.
            - Σοφέ μου, βοήθησε μια δυστυχισμένη. Το παιδί μου έγινε καλά από τον πυρετό, αλλά έχασε το μυαλό του. Με το στυλιάρι σκότωσε το σκύλο που τόσο πολύ αγαπούσε. Τον σκότωσε γιατί το ζωντανό κρυβόταν μόλις τον έβλεπε και του σηκωνόταν η τρίχα. Μια γάτα μας, τη σούβλισε και γελούσε. Τις προάλλες γυρίζει και μου λέει: «Τον θες αυτόν τον πύργο, αν τον θες στον χαρίζω». «Πώς θα μου χαρίσεις, παιδί μου, τον πύργο του Γεντί Χαν», του λέω. «Μπορώ να σου χαρίσω τον κόσμο όλο», μου λέει και γελά. Και ξαφνικά άρχισε να μιλά βραχνά και σαν με ουρλιαχτό και τα μάτια του έγιναν φωσφορικά, και πότε μίλαγε με φωνή βαριά και πότε με ψιλή γυναικεία και βγήκε έξω κι άρπαξε τη βαρέλα με το νερό και τη σήκωσε σαν πούπουλο στον αέρα και την πέταξε δέκα μέτρα, το μικρό αδύνατο αγοράκι μου, που μόλις είχε γλιτώσει απ’ τον πυρετό. Έλα να το γιατρέψεις, σοφέ μου δάσκαλε, και θα σου χαρίσω τη γελάδα μου, είκοσι κότες και πάντα στις προσταγές σου.
            Και προχθές, μεγάλε δάσκαλε, είδαμε τέσσερις καβαλάρηδες του Γεντί Χαν και του είπα, «κρύψου, γιε μου, θα σε στρατέψουν με το ζόρι» κι έβαλε τα γέλια, «κοίτα τι θα πάθουν», είπε κι έφτασαν στο σπίτι μας και λέει ο ένας ο πιο άγριος «έλα μαζί μας, θα γίνεις στρατιώτης του Γεντί Χαν». Κι ο γιος μου γέλασε και τότε οι τέσσερις πολεμιστές έσυραν τα σπαθιά τους και χτυπήθηκαν μεταξύ τους και σκοτώθηκαν μπροστά μας και ο γιος μου πήρε τα τρία άλογα και τα πούλησε και κράτησε το τέταρτο κι έθαψε τα πτώματα στο λάκκο με τον ασβέστη. Βοήθησέ με, δάσκαλε, να σώσω το παιδί μου.
            Ο δάσκαλος φόρεσε το γούνινο καπέλο του κι έβαλε στο ταγάρι του ένα μπουκαλάκι πολτοποιημένο βάτραχο και σκόνη αράχνης, ένα μπουκαλάκι ζουμί βοτάνων και ένα μπουκάλι νερό απ’ την πηγή των πνευμάτων, που για να το μαζέψεις πρέπει να κρεμαστείς με σχοινί είκοσι μέτρων στο καταρράκτη.
            Μπροστά η μητέρα και πίσω ο δάσκαλος έφτασαν στην καλύβα και σ’ ένα συγκλονιστικό θέαμα: ο ασθενικός νέος κρατούσε ένα βαρύ σπαθί όσο το μπόι του και με άγριες φωνές κομμάτιαζε θεόρατο ευκάλυπτο. Το σπαθί έπεφτε κι έκοβε το δέντρο, λες κι ήταν από χαρτί κι ώσπου να συνέλθουν απ’ την κατάπληξη δεν είχε απομείνει τίποτα άλλο εκτός από διάσπαρτα κλαδιά κι ένας διαμελισμένος καρπός.
            Ο δάσκαλος πέταξε το ταγάρι και χωρίς λέξη το έβαλε στα πόδι. Ο γιος γύρισε και κοίταξε τη μητέρα σκεπτικός σα να προσπαθούσε ν’ αποφασίσει κάτι δύσκολο, σαν κάποιος δισταγμός από ανάμνηση του σώματος ν’ αντιστεκόταν, ίσως κάποια κρυφή διαμαρτυρία των κυττάρων να εμπόδιζαν την τελική κίνηση, αλλά ξαφνικά ξυπνώντας απ’ τον λήθαργο σήκωσε το σπαθί και την έσκισε στα δύο. Ύστερα καβάλησε το άλογο κι έφυγε μέσα στο σούρουπο. Στα χωράφια οι χωρικοί σχολίαζαν αργότερα μεταξύ τους για τον τρελό καβαλάρη. Έλεγαν πως έμοιαζε με μαύρο σύννεφο σκόνης που άλλαζε συνεχώς σχήμα και πως τον ακολουθούσε ένα ουρλιαχτό από άνθρωπο σε μεγάλο βάσανο.
            Ακόμα έλεγαν πως το σπίτι του τη νύχτα φωσφόριζε, μπορούσε να το διακρίνει κανείς από πολύ μακριά, αλλά όταν πλησίαζες ο φωσφορισμός χανόταν, μύριζε όμως θειάφι.
            Τι απέγινε όμως ο μητροκτόνος; Φήμες για φοβερά και ακατανόητα είχαν διαδοθεί. Ένα πρωί ο Γεντί Χαν δέχθηκε ένα χλομό και εξασθενημένο νέο τυλιγμένο σε θαυμάσιες γούνες αρκούδας και ζωσμένο με βαρύτατο σπαθί. Ο νέος είπε πως ήταν διακεκριμένος νουκούτ, αλλά από μεγάλη τύχη έμαθε το μυστικό να μετατρέπει το χαλκό σε χρυσάφι. Από το δερμάτινο ταγάρι του παρουσίασε ένα χρυσό μαχαίρι, ένα χρυσό κύπελλο, μια μεγάλη χρυσή κουτάλα και μια χρυσή ζώνη. Ισχυρίσθηκε πως όλα αυτά ήταν πριν χάλκινα και πως τα είχε μετατρέψει με τη μυστική συνταγή σε χρυσά. Με μια περιφρονητική μάλιστα κίνηση, τα χάρισε στο Γεντί Χαν, σαν να ήταν κάποιο ευτελές δώρο.
            Ζήτησε, λοιπόν, να του δώσουν χάλκινα αντικείμενα και να τον κλείσουν τρεις μέρες σε κάποια αίθουσα και βεβαίωνε πως όλα τα αντικείμενα θα τα μετέτρεπε σε χρυσά. Ο άρχοντας τον ρώτησε γιατί αφού είχε αυτή την τρομερή δύναμη στα χέρια του δεν τη χρησιμοποιούσε ο ίδιος για να γίνει πλούσιος και ισχυρός, αλλά ο νέος απάντησε πως προτιμούσε για αμοιβή του, την κόρη του Χαν και του αρκούσε να γίνει γαμπρός του και φυσικά κάποτε διάδοχός του. «Την ιστορία δεν την αγοράζεις, είπε αινιγματικά, την κατακτάς».
            Ο άπληστος Χαν δέχθηκε την πρόταση, γιατί σκέφτηκε πως στο κάτω κάτω δεν είχε τίποτα να χάσει. Αν ο νέος έλεγε την αλήθεια, ασφαλώς ήταν ο καλύτερος γαμπρός που μπορούσε να βρει, αν όχι του έπαιρνε αμέσως το κεφάλι.
            Όταν άνοιξαν τη σφραγισμένη πόρτα, διαπίστωσαν πως όλα τα χάλκινα αντικείμενα είχαν γίνει πράγματι χρυσά. Γρήγορα έγιναν οι γάμοι και το ζευγάρι τον πρώτο καιρό έμοιαζε ευτυχισμένο. Μερικοί, όμως, είχαν προσέξει πως η ωραία νύφη φαινόταν σα χαμένη, σαν να ζούσε σε άλλον κόσμο.
Σιγά σιγά η αδιόρατη απειλή άρχισε να γίνεται συγκεκριμένη. Από τα δωμάτια των νεονύμφων ακούγονταν τη νύχτα άγριες φωνές και σπαρακτικές άναρθρες επικλήσεις. Ουρλιαχτό λύκου διαπερνούσε τις μεγάλες αίθουσες κι άλλοτε πάλι μουγκρητά σφαζόμενου ζώου. Η κοπέλα όλο και αδυνάτιζε, τα μάτια της με πυρετό και κάτι το αλλοπαρμένο, λες κι είχε ζήσει ανείπωτη φρίκη. Αλλά και ο Γεντί Χαν παραπονιόταν πως το δωμάτιό του μύριζε θειάφι. Νύχτα και μέρα οι υπηρέτες το έπλεναν και το αρωμάτιζαν, αλλά με το σούρουπο η μυρωδιά του θειαφιού απλωνόταν παντού διαπεραστική και επίμονη.
            Στην αρχή ο άρχοντας ευημερούσε. Πλούτη συσσωρεύτηκαν και μισθοφόροι ενίσχυσαν το στρατό του. όμως, ξαφνικά ήρθε μια αναπάντεχη, ανυπέρβλητη καταστροφή. Οι αγοραστές του χρυσού που έφτιαχνε ο γαμπρός του ξεσηκώθηκαν να τον αφανίσουν. Τον έβριζαν κλέφτη και ψεύτη, το χρυσάφι του γαμπρού του μετά από λίγο καιρό ξαναγινόταν χαλκός. Ο Γεντί Χαν περιφρονημένος, με εχθρούς γύρο από τον πύργο και τους στρατιώτες του να δραπετεύουν, έπεσε από τις επάλξεις και κομματιάστηκε.
            Η ωραία κόρη του απελπισμένη και σχεδόν τρελή από ανεξήγητο τρόμο, κρεμάστηκε στο δωμάτιό της. Τη βρήκαν γυμνή με φρικτά έλκη και βαθιές πληγές σ’ όλο της το σώμα. Το ίδιο πρωί, ο χλομός νέος εξαφανίστηκε με μερικούς πολεμιστές και το ίδιο βράδυ ο πύργος πήρε φωτιά και κάηκε σαν πυροτέχνημα. Για μήνες, η περιοχή μύριζε θειάφι.
Στη Μεγάλη Στέπα είχαν συγκεντρωθεί οι φοβερές ορδές των Μογγόλων. Ογδόντα χιλιάδες πολεμιστές νουκούτ, το καλύτερο ιππικό στον κόσμο, που ζούσαν μόνο για τον πόλεμο. Μια θάλασσα από γυναικόπαιδα και από πολύχρωμες σκηνές. Ένα τεράστιο πανηγύρι με βόδια να ψήνονται ολόσωμα και το κρασί να τρέχει ασταμάτητα στα λαρύγγια.
            Είχαν συγκεντρωθεί εδώ οι Χαν για να ανακηρύξουν το Μεγάλο Χαν που θα τους οδηγούσε στην κατάκτηση της Κίνας, της Κεντρικής Ασίας και της Τρανσκαυκασίας. Ο μεγάλος αρχηγός της σφαγής και της λεηλασίας. Όλοι ήξεραν ποιος θα ήταν ο μεγάλος αρχηγός. Ο Τεμουτζίν ο αλύπητος, ο Χαν που κοιμόταν και ζούσε πάνω στο άλογό του, που σκότωνε πριν ακόμα ο αντίπαλός του σηκώσει το σπαθί.
            Εκεί στη μέση του κύκλου με τους χιλιάδες πολεμιστές, στεκόταν ακίνητος στο μαρμαρωμένο άλογό του, με το κράνος με τα κέρα και τον πέλεκυ της εξουσίας. Κανείς δεν αμφισβητούσε την πρωτιά του, όλα είχαν κανονιστεί από την προηγούμενη μέρα. Σε λίγο ο μεγάλος δάσκαλος θα πλησίαζε και θα του έδινε το νερό και το αλάτι και μετά θα φώναζε το καινούργιο του όνομα. «Σε ονομάζω, ταπεινέ Τεμουτζίν, μεγάλο αρχηγό και το όνομά σου θα είναι στους αιώνες Τζένγκις Χαν».
Τώρα οι ορδές πύκνωναν και μεγάλη σιωπή απλώθηκε. Ο μεγάλος δάσκαλος προχώρησε, όταν ξαφνικά ένας κατάμαυρος ιππέας πάνω σε μαύρο άλογο τινάχτηκε μέσα απ’ το πλήθος και τυλιγμένος σε σύννεφο σκόνης, στάθηκε μπροστά στον Τεμουτζίν. Εκείνος τον κοίταξε με έκπληξη και με κάποια ειρωνεία, γιατί μια τέτοια πρόκληση ήταν μονομαχία θανάτου. Τα μάτια του Τεμουτζίν και του χλομού νέου αναμετρήθηκαν και ο Τεμουτζίν αισθάνθηκε μια τρεμούλα ν’ απλώνεται σ’ όλο του το σώμα. Μια ανείπωτη φρίκη τον κυρίεψε και μυρωδιά θειαφιού τον τύλιξε.
            - Ήρθες, λοιπόν, είπε χωρίς πικρία, ίσως μάλιστα και με κάποια ανακούφιση. Έβγαλε το κράνος και μαζί με τον πέλεκυ του τα παρέδωσε. Ο χλομός νέος τα πήρε και τα έδειξε στις ορδές που μαγεμένες ζητωκραύγασαν. Ο Τεμουτζίν Χαν, ήρεμος τώρα, χαμογέλασε.
            - Τουλάχιστον, είπε, μας χαρίζεις τ’ όνομά σου;
            - Τζένγκις Χαν, απάντησε ο άλλος.

Πέτρος Αμπατζόγλου, «Ο Ακατανόμαστος» (Το ελληνικό φανταστικό διήγημα, τόμος Β΄, Μάκης Πανώριος 1993, Αθήνα, εκδόσεις «ΑΙΟΛΟΣ»,
Read More

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

.Η ζωή και το έργο του Ρίτσαρντ Φέινμαν

Ρίτσαρντ Φέινμαν
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΕΦΑΛΗΣ
1.Η ζωή και το έργο του Φέινμαν
Ο Ρίτσαρντ Φέινμαν γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1918. Σπούδασε στο ΜΙΤ και έκανε το διδακτορικό του στο Πρίνστον. Τα χρόνια του πολέμου συμμετείχε στην ομάδα που κατασκεύασε την ατομική βόμβα. Ωστόσο, συνειδητοποιώντας την καταστροφική ισχύ της, δεν ξαναεργάστηκε ποτέ για το στρατό. Αργότερα, ο συνεργάτης του Φρ. Ντάισον θα θυμόταν πως, στη διάρκεια ενός ταξιδιού τους το 1946, του απαριθμούσε τους κινδύνους και τις βλαπτικές συνέπειες της ατομικής βόμβας σε όλες τις πόλεις που διέσχιζαν.
Μετά τον πόλεμο δίδαξε θεωρητική φυσική στο Πανεπιστήμιο του Κόρνελ και από το 1951είχε την ίδια έδρα στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια (Caltec). Το επιστημονικό του έργο κάλυψε πλατύ φάσμα θεμάτων, από την υπερρευστότητα ως τις ασθενείς αλληλεπιδράσεις των ηλεκτρονίων στα κρυσταλλικά πλέγματα. Ωστόσο, έμεινε κυρίως γνωστός για τη διατύπωση της Κβαντικής Ηλεκτροδυναμικής (QED), της πιο εξελιγμένης θεωρίας για τις ηλεκτρομαγνητικές επιδράσεις. Γι’ αυτή την εργασία του απονεμήθηκε άλλωστε το Νόμπελ φυσικής το 1965 (μαζί με τους Σβίνγκερ και Τομονάγκα). Σημαντική ήταν ακόμη η συνεισφορά του στις ενοποιημένες φυσικές θεωρίες.
Ως άνθρωπος, ο Φέινμαν διακρινόταν για το καυστικό πνεύμα και το χιούμορ του, στοιχεία εμφανή και στην αυτοβιογραφία του, Σίγουρα θα Αστειεύεστε κε Φέινμαν, την οποία εξέδωσε το 1985. Στα επιστημονικά του προτερήματα περιλαμβάνονταν η σπάνια οξύνοια, η φαντασία και η διαισθητική εμβάθυνση, που του επέτρεψαν να βάλει το στίγμα του στην εξέλιξη της σύγχρονης φυσικής. Από τους μεγαλύτερους επιστημονικούς εκλαϊκευτές, συνέγραψε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων το κλασικό Οι Διαλέξεις του Φέινμαν για τη Φυσική (3 τόμοι, 1964-66) πούλησε πάνω από 1.500.000 αντίτυπα. Πέθανε το 1988.
2.Η QED, επιστημονικό μοντέλο του μικρόκοσμου
Με τον Χάιζενμπεργκ η σύγχρονη φυσική αναγνώρισε το διαλεκτικό χαρακτήρα της φυσικής πραγματικότητας, ενώ ο Μπορ διόρθωσε και ανασκεύασε τις ιδεαλιστικές συγχύσεις, διάχυτες στην αρχική φάση της κβαντικής επανάστασης. Και οι δυο τους, ωστόσο, δεν αντιμετώπισαν το θέμα του τρόπου, της διαλεκτικής μεθόδου με την οποία η φυσική επιστήμη προσεγγίζει τη διαλεκτική πραγματικότητα. Αυτό έμελλε να είναι ουσιαστικά το περιεχόμενο της δεύτερης φάσης στην εξέλιξη της κβαντικής θεωρίας, πρωταγωνιστής της οποίας υπήρξε ο Φέινμαν.
Η θεωρία του της QED σήμανε μια ποιοτική εκλέπτυνση της ορθόδοξης κβαντομηχανικής, που προήλθε μέσα από τη συνεπή γενίκευση και εφαρμογή των αρχών της. Στην αρχική εκδοχή του Μπορ και του Χάιζενμπεργκ η αρχή της κβάντωσης εφαρμοζόταν στη φωτεινή ακτινοβολία, όπως όταν ένα ηλεκτρόνιο του ατόμου απορροφά ένα εξωτερικό φωτόνιο. Τώρα αυτή επεκτάθηκε στις δυνάμεις μεταξύ των στοιχειωδών σωματίων, που επίσης θεωρούνται κβαντισμένες.
Η ιδέα είναι ότι όταν ένα ηλεκτρόνιο έλκει ένα πρωτόνιο, αυτό επίσης μπορεί να ειδωθεί ως ανταλλαγή ενός δυνάμει φωτονίου. Το φωτόνιο τότε προκαλεί μια δύναμη σε ένα φορτισμένο σωμάτιο, όπως συμβαίνει, π.χ., στο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Έτσι, η απώθηση μεταξύ δυο ηλεκτρονίων δεν συντελείται άμεσα μεταξύ τους (όπως στην παραδοσιακή θεώρηση), αλλά ανάμεσα στο καθένα από αυτά και το ανταλλασσόμενο δυνάμει φωτόνιο.
Μέσω αυτής της δεύτερης κβάντωσης έγινε δυνατή η πρόβλεψη ενός πλήθους μεγεθών των μικροκοσμικών οντοτήτων, με πραγματικά εκπληκτική ακρίβεια. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί η μαγνητική ροπή του ηλεκτρονίου, για την οποία η QED προβλέπει τιμή 1,00115965246 (με αβεβαιότητα 20 για τα δυο τελευταία ψηφία), ενώ η πειραματικά ευρισκόμενη είναι 1,00115965221 (με αβεβαιότητα 4 για το τελευταίο ψηφίο). Όπως παρατηρεί ο Φέινμαν, αυτή η προσέγγιση είναι το ίδιο σαν να μετρούσε κανείς «την απόσταση Λος Άντζελες-Νέας Υόρκης με την ακρίβεια του πάχους μιας τρίχας ανθρώπου» (Ρ. Φέινμαν, QED, εκδ. Τροχαλία, σελ. 20).
Ανάλογη είναι η ακρίβεια που επιτεύχθηκε σε άλλα μεγέθη. Ταυτόχρονα, έγινε δυνατό να ριχτεί νέο φως σε κβαντικά φαινόμενα, όπως το αποτέλεσμα του κλασικού πειράματος της διπλής σχισμής, όπου ένα μικροσωμάτιο συμπεριφέρεται διαφορετικά, προσπίπτοντας σε άλλο σημείο σε ένα πέτασμα αν είναι μόνο η μια σχισμή ανοικτή και σε άλλο όταν είναι και οι δύο, φαινόμενα της οπτικής κοκ. Επιτυχίες που δικαιολογημένα και χωρίς ίχνος έπαρσης κάνουν τον Φέινμαν να συμπεράνει πως η QED είναι «το κόσμημα τη φυσικής» (σελ.22).
3.Στοιχειώδη συμβάντα και επιστημονικές αφαιρέσεις
Ο τρόπος που η θεωρία πέτυχε αυτά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα συνίσταται στην εξέταση όλων των δυνατών τρόπων με τους οποίους μπορεί να συμβεί κάθε μικροκοσμικό συμβάν. Σε αυτή γίνεται δεκτό ότι όχι μόνο η ευθεία, αλλά και οι τεθλασμένες διαδρομές έχουν μια πιθανότητα (πολύ μικρότερη όσο πιο περίπλοκες γίνονται) και η πραγματική κίνηση προκύπτει ως συνισταμένη των επιμέρους δυνατοτήτων. Εδώ ακριβώς τίθεται το θέμα του διαλεκτικού τρόπου προσέγγισης του αντικειμένου.
Η QED ακολουθεί μια πορεία από το απλό προς το σύνθετο, ξεκινώντας από και διακρίνοντας πρώτα τα στοιχειώδη συμβάντα του μικρόκοσμου. Όπως παρατηρεί ο Φέινμαν, όλα τα πολύπλοκα φαινόμενα που περιλαμβάνουν πρωτόνια και ηλεκτρόνια ανάγονται τελικά σε τρία απλά στοιχειώδη συμβάντα: «1ο Στοιχειώδες Συμβάν: Ένα φωτόνιο πηγαίνει από μια θέση σε άλλη. 2ο Στοιχειώδες Συμβάν: Ένα ηλεκτρόνιο πηγαίνει από μια θέση σε άλλη. 3ο Στοιχειώδες Συμβάν: Ένα ηλεκτρόνιο εκπέμπει ή απορροφά ένα φωτόνιο» (σελ.123). Ο τεράστιος πλούτος των φαινομένων του κόσμου μας αποτελούν τελικά συνέπειες αυτών των απλών συμβάντων, σε συνδυασμό με την αρχή της πόλωσης.
Τα συμβάντα απεικονίζονται στα περίφημα διαγράμματα Φέινμαν. Η μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου (σωματίου) παριστάνεται με μια ευθεία γραμμή, ενώ η μετακίνηση φωτονίου με μια κυματοειδή. Στην εκπομπή ενός φωτονίου, μια ευθεία και μια κυματοειδής γραμμή συναντώνται μεταξύ τους (βλ. διάγραμμα 1). Με τη χρήση αυτών των απλών παραστάσεων απεικονίζονται τα πιο σύνθετα μικροκοσμικά φαινόμενα.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1
Λεζάντα: Το 3ο στοιχειώδες κβαντικό συμβάν
Τα δυο πρώτα στοιχειώδη συμβάντα συνιστούν τις ποσοτικές μεταβολές στο μικρόκοσμο, που συντελούνται με αντίθετο τρόπο. Τα ηλεκτρόνια κινούνται από ένα σημείο σε άλλο ασυνεχώς (με διαδοχικά άλματα), ενώ τα φωτόνια χωρίς στάσεις. Ανάμεσα στους δυο τρόπους μετακίνησης (που αντιστοιχούν στα δυο διαφορετικά είδη ύπαρξης, σωμάτιο και κύμα) υπάρχει όμως στενή σχέση: ένα ηλεκτρόνιο μπορεί να μεταβεί με ένα μόνο άλμα από ένα σημείο σε άλλο (οπότε υιοθετεί τον τρόπο κίνησης του φωτονίου), ενώ και ένα φωτόνιο, όταν απορροφάται και επανεκπέμπεται, κινείται όπως το σωμάτιο. Η στιγμιαία σύζευξη (εκπομπή ή απορρόφηση) φωτονίου και η ηλεκτρονίου, είναι μια ποιοτική μεταβολή, αντιστοιχώντας στη διαλεκτική ενότητα των αντιθέτων.
Η μέθοδος της QED προσεγγίζει εδώ άμεσα την πορεία του Μαρξ στο Κεφάλαιο, που επίσης ξεκινά από τα στοιχειώδη συμβάντα του καπιταλιστικού μικρόκοσμου, όπως η ανταλλαγή εμπορευμάτων, η διαφοροποίηση ανάμεσα σε εμπόρευμα και χρήμα, κλπ., για να αγκαλιάσει στη βάση τους τα πιο σύνθετα φαινόμενα. Ακόμη περισσότερο δε αληθεύει αυτό για τη χρήση των επιστημονικών αφαιρέσεων στη μελέτη του κάθε πεδίου.
Αν στο Κεφάλαιο ο Μαρξ χρησιμοποιεί αφαιρέσεις όπως η αφηρημένη και η συγκεκριμένη εργασία, στην QED εισάγονται οι αντίστοιχες έννοιες του πραγματικού και του ιδανικού σωματίου. Για παράδειγμα, «τα ηλεκτρόνια είναι ιδανικά [όταν] η κίνησή τους από σημείο σε σημείο του χωροχρόνου γίνεται μόνο με τις άμεσες διαδρομές» (σελ.175-76), χωρίς να εκπέμπουν ή να απορροφούν φωτόνια. Γι’ αυτά τα ιδανικά σωματίδια η θεωρία υπολογίζει τη «μάζα ηρεμίας» τους n και το φορτίο j, τα οποία, αν και δεν αντιστοιχούν στα πραγματικά, χρησιμεύουν ποικιλότροπα στην επίλυση προβλημάτων με πραγματικά μεγέθη.
Μπορεί να πει, λοιπόν, κανείς ότι ο Φέινμαν επεξεργάστηκε και εφάρμοσε στο πεδίο των φυσικών επιστημών, με ένα άπειρα πιο λεπτεπίλεπτο και σύνθετο τρόπο, την διαλεκτική μέθοδο του μαρξισμού, την οποία οι κάθε λογής θετικιστές έσπευσαν τα πρόσφατα χρόνια να αποκηρύξουν ως ξεπερασμένη. Ένα γεγονός που επιβεβαιώνει τη γονιμότητα των μαρξιστικών ιδεών, με τις οποίες ακολουθεί παράλληλους δρόμους η σύγχρονη φυσική.
4.Ο ριζοσπαστικός επιστημονικός αθεϊσμός
Η παραδοχή της αυθυπαρξίας της φύσης και του περιττού της θεολογικής υπόθεσης είναι κοινό σημείο συνάντησης σχεδόν όλων των μεγάλων φυσικών επιστημόνων της εποχής μας. Προκύπτει από την ίδια τη λογική του αντικειμένου τους, που εδραιώνει την πεποίθηση ότι σε κάθε επίπεδο η φύση ανακυκλώνεται αυθόρμητα, χωρίς καμιά εξωτερική παρέμβαση.
Ο Φέινμαν συμμερίζεται αυτή την αφετηρία, που κατά καιρούς έχουν διακηρύξει αυθεντίες όπως οι Κρικ, Χόκινγκ, Βάινμπεργκ κ.ά. «Οι νόμοι της Φυσικής», δηλώνει, « στη μελλοντική ολοκληρωμένη διατύπωσή τους ίσως δεν θα έχουν αχρονική ισχύ, αλλά θα περιγράφουν όλη την ιστορία του Σύμπαντος χωρίς την ανάγκη εισαγωγής μιας εξωτερικής αρχής – όπως είναι ο τρόπος που άρχισε να υπάρχει ο κόσμος» (βλ. Στη συλλογή Υπερχορδές, εκδ. Κάτοπτρο, σελ. 243)
Ενδεικτική είναι ακόμη η άποψή του για τη θεολογική υπόθεση: «Πάντοτε επινοούσαμε το Θεό για να εξηγήσουμε κάποια μυστήρια. Πάντοτε επινοούσαμε το Θεό για να εξηγήσουμε κάποια πράγματα που δεν καταλαβαίναμε. Έτσι, κάθε φορά που ανακαλύπταμε πώς λειτουργεί κάποιο πράγμα, μαθαίναμε κάποιους νόμους που μας απομάκρυναν από τον Θεό. Δεν τον χρειαζόμασταν πια, παρά μόνον για τα υπόλοιπα, ανεξήγητα συμβαίνοντα» (στο ίδιο, σελ. 245).
Σε αντιπαράθεση προς το μυστικισμό, ο Φέινμαν υποστηρίζει την αυτάρκεια της επιστημονικής άποψης σε κάθε πεδίο. «Εκείνο που συνέβαλε περισσότερο στην πρόοδο της βιολογίας», θα πει, «είναι η εξαιρετικά ισχυρή, μοναδική υπόθεση… πως όσα βλέπουμε στον κόσμο της βιολογίας είναι τα αποτελέσματα φυσικών και χημικών φαινομένων, χωρίς τίποτε “το επιπλέον”» (Ο Χαρακτήρας του Φυσικού Νόμου, Παν. Εκδόσεις Κρήτης, σελ.142-43).
Ο ίδιος καταπολεμά ακόμη τις κατασκευές της σχολαστικής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, που θα ήθελε να αποδώσει μια ανεξάρτητη ύπαρξη στα κατασκευάσματα του ανθρώπινου νου. Αναφερόμενος στην ιδέα για την ενός ανεξάρτητου κόσμου των μαθηματικών θεωρημάτων κλπ., την οποία υποστήριξαν θετικιστές όπως ο Πόπερ, παρατηρεί: «Αν κάνετε μαθηματικά, που σημαίνει ότι απλώς προσπαθείτε να ανακαλύψετε τα συμπεράσματα κάποιων υποθέσεων… έχετε την αίσθηση ότι τα πράγματα αυτά υπήρχαν πριν ακόμη τα εντοπίσετε εσείς… Βέβαια αυτό δεν είναι σωστό» (Υπερχορδές, σελ. 244).
Η βαρύτητα αυτών και άλλων παρόμοιων διακηρύξεων είναι εμφανής, όταν προέρχονται από έναν από τους 2-3 κορυφαίους φυσικούς του 20ου αιώνα. Και δεν χωρά αμφιβολία ότι ο Φέινμαν εκφράζει το αληθινό πνεύμα της εποχής μας και την πεποίθηση της επιστημονικής κοινότητας όταν δηλώνει: «Ο αιώνας μας είναι ο αιώνας της ανακάλυψης των θεμελιωδών νόμων της φύσης και οι μέρες αυτές δεν θα ξανάρθουν. Είναι κάτι συναρπαστικό, κάτι θαυμάσιο, που όμως θα περάσει. Και βέβαια, στο μέλλον θα υπάρξουν άλλα ενδιαφέροντα θέματα» (Ο Χαρακτήρας του Φυσικού Νόμου, σελ. 149).
Read More

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Απειλούν οι υπολογιστές την ανθρωπότητα;

Κορυφαίοι διανοητές και επιστήμονες του βρετανικού πανεπιστημίου Κέμπριτζ ανησυχούν ότι είναι θέμα χρόνου τα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας, ιδίως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, να γίνουν τόσο έξυπνοι και ικανοί, που να στραφούν εναντίον των ανθρώπων που τους δημιούργησαν, απειλώντας έτσι την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας.
Γι' αυτό τον λόγο, ορισμένοι επιφανείς ακαδημαϊκοί αποφάσισαν να πάρουν πιο σοβαρά το ζήτημα και να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν εντός του 2013 ένα νέο επιστημονικό Κέντρο για τη Μελέτη του Υπαρξιακού Κινδύνου (www.cser.org).
Μεταξύ των πρωτεργατών της πρωτοβουλίας είναι ο Χάου Πράις, καθηγητής φιλοσοφίας στην έδρα «Μπέρτραντ Ράσελ», ο βασιλικός αστρονόμος και καθηγητής κοσμολογίας & αστροφυσικής λόρδος Μάρτιν Ρις, μέχρι πρόσφατα πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρίας Επιστημών, καθώς και ο προγραμματιστής λογισμικού Γιαν Τάλιν, ένας από τους ιδρυτές του Skype και εσχάτως «ευαγγελιστής» των δυνητικών τεχνο-απειλών.
Το νέο Κέντρο θα καταπιαστεί με κάθε τεχνολογία και ανθρωπογενές φαινόμενο που μπορεί να απειλήσει την ύπαρξη της ανθρωπότητας, όπως η βιοτεχνολογία- συνθετική βιολογία, η νανοτεχνολογία, η ακραία κλιματική αλλαγή και η τεχνητή νοημοσύνη.
Όπως είπε ο Πράις, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του βρετανικού πανεπιστημίου, «στην περίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης, κάποια στιγμή, σε αυτόν ή τον επόμενο αιώνα, μπορεί να αντιμετωπίσουμε μία από τις μείζονες μεταβολές στην ανθρώπινη -ίσως και ακόμα και στην κοσμική- ιστορία, όταν η τεχνητή νοημοσύνη θα ξεφύγει πια από τους περιορισμούς της βιολογίας».
Στο μέλλον, προειδοποίησε, «όταν δεν θα είμαστε πλέον τα εξυπνότερα όντα στον πλανήτη», η ανθρωπότητα μπορεί να βρίσκεται «στο έλεος μηχανών που δεν θα είναι κακόβουλες, απλώς τα ενδιαφέροντά τους δεν θα μας συμπεριλαμβάνουν».
«Πρέπει να πάρουμε σοβαρά την πιθανότητα ότι ίσως κάποια στιγμή θα ανοίξει το "κουτί της Πανδώρας" εξαιτίας της τεχνητής νοημοσύνης και τότε μπορεί να αποδειχτεί καταστροφική. Μπορεί να φθάσει κάποτε η κρίσιμη στιγμή που οι υπολογιστές θα αποκτήσουν την ανθρώπινη ικανότητα να γράφουν τα δικά τους προγράμματα λογισμικού και να αναπτύσσουν τις δικές τους τεχνολογίες, αφήνοντας πλέον για πάντα πίσω τους την ανθρωπότητα», πρόσθεσε.
Η συγκεκριμένη απειλή απασχολεί την επιστημονική φαντασία -και όχι μόνο- τουλάχιστον από την εποχή που ο κομπιούτερ HAL στη διάσημη ταινία «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (με βάση το ομώνυμο βιβλίο του Άρθουρ Κλαρκ), επαναστάτησε κατά των ανθρώπων δημιουργών του.
Ο Πράις επισήμανε ότι όσο κι αν πολλοί άνθρωποι θεωρούν υπερβολικούς τέτοιους φόβους, «με δεδομένο ότι δεν γνωρίζουμε πόσο σοβαροί είναι οι κίνδυνοι, ούτε για ποια χρονική κλίμακα μιλάμε, το να αγνοούμε αυτές τις ανησυχίες, είναι επικίνδυνο».
Όπως είπε, η εξελιγμένη τεχνολογία μπορεί να γυρίσει «μπούμερανγκ» στους ανθρώπους, όταν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θα αρχίσουν μόνοι τους να φροντίζουν για την εξυπηρέτηση των δικών τους στόχων, σε βάρος των ανθρώπινων συμφερόντων, όπως π.χ. είναι η βιωσιμότητα του περιβάλλοντος.
Ο βρετανός στοχαστής συνέκρινε τον παραπάνω κίνδυνο με τον τρόπο που οι άνθρωποι, εδώ και καιρό, απειλούν την ύπαρξη τόσων και τόσων ζώων σε όλο τον πλανήτη, καθώς για τα συμφέροντα της ανθρωπότητας χρησιμοποιούμε πόρους απαραίτητους για την επιβίωση άλλων πλασμάτων- αλλά εμείς τα αγνοούμε, όπως κάποτε μπορεί να κάνουν τα υπερεξελιγμένα μηχανήματα για εμάς τους ίδιους.

Πηγή: ΑΜΠΕ
Read More

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

 Ποιητής, πεζογράφος και στοχαστής, από τους πρωταγωνιστές του γερμανικού ρομαντικού κινήματος, ο κατά κόσμον Φρήντριχ φον Χάρντενμπεργκ έμεινε στην Ιστορία της λογοτεχνίας με το ψευδώνυμο Νοβάλις: Αυτός πού εισέρχεται σε νέα, αγεώργητη γη. Σπούδασε νομικά και φυσικές επιστήμες. Εργάστηκε στην εξορυκτική βιομηχανία. Η ποιητική σύνθεση "Ύμνοι στη Νύχτα" και τα "Πνευματικά Άσματα" είναι τα γνωστότερα έργα του. "Έγραψε ακόμη μυθιστορήματα (Οι μαθητευόμενοι στη Σάιδα, Χάινριχ φόν Οφτερντίνγκεν), δοκίμια (Ή Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη), αποφθέγματα και στοχασμούς (Πίστη και αγάπη, Γύρη, Το γενικό σημειωματάριο: Στοιχεία εγκυκλοπαιδικής). Οραματίστηκε μια ποίηση καθολική, ικανή να θεραπεύσει "τις πληγές πού ανοίγει η λογική ". Στα δικά του μάτια, ο ποιητής ήταν "υπερβατικός θεράπων", "παντογνώστης", "ένας ολόκληρος κόσμος σε μικρογραφία". Τα ίχνη πού το έργο και η αισθητική του άφησαν υπήρξαν βαθιά. Ο Σολωμός και ο Μπόρχες, ο Τράκλ και ο Έσσε, ο Ζίντ και ο Μπρετόν είναι μερικοί μόνον από τους οφειλέτες του. Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε γι` αυτόν το "Ελεγείο τον Gruningen". Οι συμβολιστές χρωστούν πολλά στην ποιητική του. Μουσικοί, από τον Βάγκνερ ως τη σύγχρονη ρόκ, στοχαστές, από τον Χέγκελ ως τον Ντιλτάυ, έσκυψαν πάνω από τις σελίδες του. Στίχοι του έγιναν εκκλησιαστικοί ψαλμοί άλλα και σύνθημα στο στόμα των ξεσηκωμένων φοιτητών του `68.
.............................
Η απέραντη θλίψη που προκάλεσε στον Νοβάλις ο πρόωρος θάνατος της αγαπημένης του, Σοφί φον Κούν, έδωσε το έναυσμα για τη συγγραφή ενός από τα σπουδαιότερα έργα του πρώιμου ευρωπαϊκού ρομαντισμού, των Ύμνων στη Νύχτα. Από παράφορα ερωτικοί έως βαθιά θρησκευτικοί, οι Ύμνοι αποκρυσταλλώνουν την έσχατη αγωνία του Νοβάλις να αναπλάσει ποιητικά την πραγματικότητα, να μετασχηματίσει σε ποιητική πράξη το ίδιο το ρομαντικό ιδεώδες, όπως το όρισαν θεωρητικά οι αδερφοί Σλέγκελ και ο περίφημος «Κύκλος της Ιένας».
«Το σύμπαν των Ύμνων είναι χριστιανικό αλλά και ευρύχωρο. Αγκαλιάζει μέσα του όλη σχεδόν την ελληνική μυθολογία, από τους δέσμιους Τιτάνες ως την ιλαρή μορφή του Διονύσου. Απλώνεται από τη Μεσόγειο ως τις μακρινές Ινδίες. Όμως, η ιστοριονομία του Νοβάλις είναι αισιόδοξη και συνδυαστική. Αρχαίοι, Μέσοι και Νέοι Χρόνοι συγχωνεύονται σε μια νέα υπερχρόνια μορφή, μια ιδεαλιστική ουτοπία». (Κώστας Κουτσουρέλης)

 Ύμνοι στη νύχτα
Νοβάλις ...Στη Μαρισόφη
1.
Ποιος ζωντανός, προικισμένος μ' αισθήσεις, δεν ποθεί, πάνω απ' όλα του χώρου τα θαύματα ολόγυρα, το ευφρόσυνο φως, με κάθε ιριδισμό, κάθε αχτίδα, κάθε του κύμα· την εύκρατη μορφή του παντού, καθώς μέρα που βγαίνει απ' τον ύπνο. Σαν της ζωής την ψυχή την εσώτατη ο μέγας κόσμος των αστερισμών ανασαίνει το φως, κολυμβητής που χορεύει στη γαλάζια ροή του. Εκείνο ανασαίνει ο στιλπνός, πάντα ασάλευτος βράχος, το λεπτό φυτό που θηλάζει τη γη, του ανήμερου ζώου η αλκή. Μα προπαντός ο εξαίσιος ξένος με τα βαθύγνωμα μάτια και τ' ανάλαφρο βήμα, με τ' αβρά, τονισμένα του χείλη. Σαν ηγεμόνας της επίγειας φύσης το φως καλεί κάθε δύναμη σε τροπές αναρίθμητες, συνάπτει και λύει συμμαχίες αμέτρητες, χαράζει την ουράνια εικόνα του σε κάθε πλάσμα της γης. Μονάχα η παρουσία του αποκαλύπτει το θαύμα των βασιλείων του κόσμου.
Όμως αλλού στρέφομαι τώρα, προς την απόκρυφη, την ανείπωτη Νύχτα. Μακριά κείται ο κόσμος, σε κρύπτη βαθιά βυθισμένος. Έρμη και μόνη η σκοπιά του. Στις όχθες του στήθους βαθιά μελαγχολία φωλιάζει. Σε στάλες δροσιάς ζητώ να βουλιάξω και με τη στάχτη ζητώ να ενωθώ. Αποστάσεις της μνήμης, της νεότητας πόθοι, της παιδικής ηλικίας μου όνειρα, της ζωής μου όλης χαρές βιαστικές και μάταιες ελπίδες φθάνουν με ρούχα φαιά, ομίχλη εσπερινή μετά την δύση του ήλιου. Σε χώρους τώρα άλλους το φως τα εύθυμα σκηνώματά του υψώνει. Πότε η ώρα του γυρισμού θα σημάνει, ως πότε θα προσμένουν οι πιστοί του ν' ανατείλει ξανά;
Τι νά ν' αυτό που σαν προαίσθημα βαθύ πηγάζει ξάφνου απ' την καρδιά και σαρώνει τους ανέμους της θλίψης; Να βρίσκεις σε μας και συ μια χαρά, κατασκότεινη Νύχτα; Τι κάτω απ' τα πέπλα σου κρύβεις, που αθέατο μες στην ψυχή μου βίαια βαδίζει; Από τα χέρια σου σταλάζει γλυκό της παπαρούνας το βάλσαμο. Τα βαριά φτερά της ψυχής μετέωρα κρατάς. Mαύρο ανείπωτο ρίγος μ' αγγίζει. Ένα πρόσωπο αυστηρό τώρα κοιτώ που πράο και κατανυκτικό τείνει σε μένα, που κάτω απ' των βοστρύχων τα βρόχια μού δείχνει της μητέρας την αγαπημένη νεότητα. Πόσο φτωχό και παιδιάστικο μου φαίνεται τώρα το φως, πόσο ευλογημένος και φαιδρός της μέρας ο αποχωρισμός. Γι' αυτό μόνο λοιπόν, γιατί η Νύχτα σ' αποστερεί από ακολούθους, σπέρνεις στων χώρων την άβυσσο τις φλόγινες σφαίρες σου, την δύναμή σου κηρύσσοντας, την επιστροφή σου εξαγγέλλεις, την ώρα ετούτη της δικής σου απουσίας. Πιο ουράνια κι απ' τα περίλαμπρα αστέρια μάς φαίνονται τώρα τ' άπειρα μάτια που εντός μας η νύχτα ανοίγει. Μακρύτερα βλέπουν κι από κείνων τις ωχρές στρατιές τις αμέτρητες, δίχως νά 'χουν ανάγκη το φως κοιτούν μες απ' τα βάθη μιας ψυχής στοργικής. Τόπους μακρινούς κατακλύζουν με ηδυπάθεια βουβή. Της άνασσας έπαθλο, της μάντισσας κόσμων ιερών, της τροφού του μακάριου έρωτα — εκείνη εσένα μου στέλνει, αβρή αγαπημένη, γλυκύτατε ήλιε της νύχτας. Φθίνει τώρα, χάνεται η μέρα και σ' ορίζω ξανά. Εσένα, που τη Νύχτα μέσα μου ανήγγειλες, που μ' όψη ανθρώπινη μ' έπλασες. Στείλε την θεία σου πνοή στο κορμί μου, για να ενωθώ στους αιθέρες μαζί σου — και κράτα εσύ παντοτινή, του υμέναιου ετούτου την πρώτη μας νύχτα.
2.
Πρέπει πάντοτε το πρωινό να ξανάρχεται; Δεν τελειώνει ποτέ των επιγείων η βία; Πολυπραγμοσύνη στυγνή αφανίζει της νύχτας την αιθέρια αφή. Πότε στις φλόγες του έρωτα, στου βωμού την αιώνια πυρά θ' αφεθεί; Σύντομη είναι η ζωή του φωτός· αλλά άχρονη κι άχωρη η εξουσία της Νύχτας. Παντοτινή η διάρκεια του ύπνου. Ω ύπνε ιερέ — μην αργείς, μα στέρξε εσύ αρωγός να ελεήσεις τους μύστες της νύχτας σε τούτο το επίγειο έργο τους. Γιατί εσένα μόνο τρελοί σ' αγνοούν κι ύπνο δεν γνωρίζουν κανέναν, όταν εύσπλαχνος τον ίσκιο σου πάνω μας ρίχνεις, κάθε που η νύχτα η αληθινή ανατέλλει. Γιατί δεν σ' έχουν αισθανθεί στη χρυσαφιά ροή των σταφυλιών, στο λάδι της αμυγδαλιάς, στους καστανούς της παπαρούνας χυμούς. Γιατί δεν ξέρουν ότι είσαι συ που τα τρυφερά στήθη της κόρης ταράσσεις, που ως τους ουρανούς πετάς κι απλώνεις κλαδιά. Γιατί δεν νοιώθουν πως από ιστορίες παλιές εσύ ουρανομήκης τραβιέσαι, πως το κλειδί φέρνεις εσύ για των μακαρίων τα δώματα, μαντατοφόρος βουβός των αχανών μυστηρίων.
3.
Κάποτε έχυνα εκεί δάκρυα πικρά, καθώς στον πόνο συντριμμένη η ελπίδα μου σπάραζε, και μόνος στεκόμουν σ' άνυδρο τύμβο, που έσωζε σε τόπο στενό, σκοτεινό τη μορφή της ζωής μου. Μόνος, όπως ποτέ κανείς μοναχικός δεν υπήρξε, απ' ανείπωτο φόβο σπρωγμένος. Αδύναμος, μόνο σκιά της αθλιότητας πια. Κι όπως εκεί βοήθεια ζητούσα, δίχως αλλού να μπορώ να στραφώ, και στη φευγαλέα ζωή που τρεμόσβηνε μ' απέραντο πόθο κρεμόμουν: εκεί, από το κυανό του ορίζοντα, από το ύψος ευδαιμονίας παλιάς σαν καταιγίδα ήρθε το σκότος. Και κομμάτιασε μεμιάς τους κρίκους της γέννας, τα δεσμά του φωτός. Πήρε να χάνεται η μεγαλοπρέπεια της γης και το πένθος μου πήρε να σβήνει μαζί της, σ' έναν νέο, ανεξιχνίαστο κόσμο κύλησε η μελαγχολία αργά. Εσύ της νύχτας ενθουσιασμέ, ύπνε ελαφρέ τ' ουρανού ήρθες πάνω από μένα. Αργά μετεωρίστηκε ο χώρος· πάνω του πλανήθηκε ελεύθερος ο νεογέννητος νους μου. Σε σύννεφα σκόνης σωριάστηκε ο τύμβος. Μες απ' τον κουρνιαχτό αντίκρισα των αγαπημένων τις μεταμορφωμένες πομπές. Η αιωνιότητα κοιμόταν στα μάτια τους. 'Αγγιξα τα χέρια τους και τα δάκρυα γίναν ένας πύρινος, άρρηκτος κόμπος. Χιλιετηρίδες σαν καταιγίδα προς τα μάκρη τραβούσαν. Στην αγκαλιά τους έκλαψα της νέας ζωής τα ευφρόσυνα δάκρυα. — Ήταν εκείνο το πρώτο, το μόνο μου όνειρο. Κι είναι πρώτα από τότε που τρέφω εντός μου πίστη παντοτινή κι ακατάλυτη στον νυχτερινό ουρανό και την Αγαπημένη, το φως του.
4.
Τώρα γνωρίζω πότε θα φανεί το τελευταίο πρωί. Πότε το φως τη Νύχτα και τον έρωτα δεν θα αποδιώξει ξανά. Πότε ο ύπνος παντοτινός και μόνο ένα αστείρευτο όνειρο θά 'ναι. Αιθέριο κάματο μέσα μου νοιώθω. Μακρύς κι επίπονος προς τον άγιο τάφο ο δρόμος, βαρύς ο σταυρός. Κύμα κρυστάλλινο από τον σκοτεινό κόρφο του τύμβου πηγάζει, στα πόδια του μια επίγεια πλημμύρα ξεσπά, όποιος την έχει γευτεί, όποιος πάτησε τ' ακριτικά όρη του κόσμου, όποιος το βλέμμα του έστρεψε πέρα, προς τη νέα τη γη, στης Νύχτας τα δώματα — αλήθεια, αυτός δεν επιστρέφει ξανά στην τύρβη του κόσμου, στη χώρα εκείνη όπου σε αέναη αταξία το φως κατοικεί.
Στις κορφές χτίζει σκήτες, καλύβες ειρήνης, νοσταλγός κι εραστής ατενίζει πέρα μακριά, ώσπου στις κρήνες της πηγής να τον έλξει η πιο καλόδεχτη απ' όλες τις ώρες. Μες στων ανέμων τον αχό παραδέρνουνε και στα ύψη αναδύονται τα επίγεια, αλλά ό,τι το άγγιγμα του έρωτα αγίασε, σε κοίτες κρυφές θα κυλήσει προς την αντίπερα γη, σαν άρωμα με τους αγαπημένους ίσκιους πέρα απ' τη νάρκη του ύπνου θα ενωθεί.
Ακόμα ξυπνάς, φως ιλαρό, για τη δουλειά τον καταπονημένο. Τερπνή ζωή μέσα μου χύνεις. Μα απ' τα βρυώδη μαυσωλεία της μνήμης δεν μ' αποτραβάς. Με χαρά θ' άγγιζα τα φίλεργα χέρια, θ' αγνάντευα όπου εσύ το θελήσεις, θα αινούσα της χλιδής σου τ' αγλάισμα, άοκνος θ' αντίκριζα των περίτεχνων έργων σου τον ωραίο ειρμό, με χαρά θα μετρούσα τον συνετό βηματισμό της δυναστικής περίλαμπρης ώρας σου, θ' ανίχνευα των δυνάμεών σου το σύμμετρο, τους νόμους των ανάριθμων χώρων και χρόνων της μαγικής σου μορφής. Αλλά της Νύχτας ταμένη μένει η μυστική μου καρδιά και της δικής της θυγατέρας, της πλάστριας αγάπης. Μπορείς να μου δείξεις μια πιστή στους αιώνες καρδιά; έχει ο ήλιος σου μάτια προσηνή να με δουν; αγγίζουν τ' αστέρια σου το χέρι μου που αποζητά; Θα μου χαρίσουν ξανά τον λόγο τον θωπευτικό και τ' απαλό τους το χάδι; Να τά 'χεις κοσμήσει εσύ με χρώμα και σχήμα ελαφρύ — ή νά 'ταν Εκείνη πού προσδίδει στα δώρα σου πιο εράσμια αξία; Ποια πάθη, ποιες ηδονές η ζωή σού προσφέρει, που να καταποντίσουν μπορούν του θανάτου τα θέλγητρα; Δεν φορά ό,τι μας συνεπαίρνει το χρώμα της Νύχτας; Εκείνη σ' ανάστησε, σ' εκείνη κάθε σου αίγλη χρωστάς. Άθυρμα θ' αφηνόσουν στον άνεμο, θα σιγόλειωνες στου χώρου τα βάθη, αν δεν σε κράταγε στην αγκαλιά της εκείνη, αν δεν σ' εγκυμονούσε στα σπλάχνα της για να φανείς και ν' αυγάσεις τον κόσμο. Αλήθεια, προτού υπάρξεις εσύ γεννήθηκα εγώ — από εκείνην σταλμένος, τούτη την γη με την γενιά μου να οικήσω, να την καθαγιάσω στ' όνομα του έρωτα, ώσπου μνημείο ορατό ν' αναφανεί στους αιώνες. Μ' αμάραντα να την σπείρω λουλούδια. Όμως ακόμα δεν έδεσαν καρπό αυτοί οι θείοι στοχασμοί. Ακόμα είναι της παρουσίας μας τα ίχνη ισχνά. Μα θα σημάνουν οι ωροδείχτες σου κάποτε το τέλος του χρόνου, θα γίνεις κάποτε και συ σαν κι εμάς, κι όλο πάθος θα χαθείς και θα σβήσεις. Εντός μου —ελευθερία αιθέρια, μακάρια επιστροφή— θα αισθανθώ το πέρας των έργων σου. Μ' οδύνη ανήμερη θα σε δω ν' αποδημείς απ' την πάτρια γη, ν' αντιπαλεύεις τον παλιό, κραταιό ουρανό. Μα μάταια θά 'ναι η οργή και το μένος σου. Πάνω απ' τις φλόγες θα υψωθεί ο σταυρός — λάβαρο θριαμβικό της γενιάς μας.

       Στα ύψη αναδεύομαι,
       Και κάθε οδύνη
       Των νέων ηδονών
       Τ' αγκάθι θα γίνει.
       Θά 'ρθει ο καιρός,
       Κι εγώ να χαθώ,
       Στα γόνατα του έρωτα
       Σε μέθη γλυκιά θ' αφεθώ.
       Θροΐζει η ζωή
       Απέραντη μέσα σε μένα,
       Απ' τα ύψη κοιτώ
       Προς τα κάτω για σένα.
       Σε κάθε μνήμα
       Η λάμψη σου σβήνει,
       Στεφάνι δροσιάς
       Ένας ίσκιος αφήνει.
       Πιες της ζωής μου,
       Ακριβέ, τον χυμό,
       Ξύπνησέ με και στέρξε
       Να μπορώ ν' αγαπώ.
       Του θάνατου νοιώθω
       Πάλι νέο το ρέμα,
       Σ' αιθέρα και βάλσαμο
       Γυρνά το δικό μου το αίμα.
       Με σθένος και πίστη
       Τις μέρες μου ζω
       Και τις νύχτες πεθαίνω
       Στο πυρ το ιερό.
5.
Σε καιρούς περασμένους σιδηρούν πεπρωμένο κυβερνούσε των ανθρώπων τα διάσπαρτα γένη με βία βουβή. Ζοφερές αλυσίδες πέφταν πάνω στις δειλές τους ψυχές. Απέραντη απλωνόταν η γη — κατάλυμα και πατρίδα θεών. Από τα βάθη των αιώνων υψωνόταν η κτίση. Πέρα απ' τα ρόδινα βουνά της αυγής, στους ιερούς κόλπους της θάλασσας κατοικούσε ο ήλιος, το ζωντανό, πύρινο φως. Ένας αρχαίος γίγαντας κουβαλούσε τον μακάριο κόσμο. Κάτω απ' τα όρη δεσμώτες κείτονταν της μάνας γης τα πρωτότοκα τέκνα. Με ανήλεο μένος ενάντια στων νέων θεών τη γενιά και τις χαρούμενες φυλές των ανθρώπων. Του πελάγους τα πράσινα βάθη γίναν το λίκνο μιας θεάς. Μες σε κρυστάλλινες σπηλιές ευωχούσε ένα πολυάριθμο πλήθος. Ποταμοί, δέντρα, άνθη και ζώα κατείχαν αισθήσεις ανθρώπινες. Γλυκό έρεε το κρασί που μια κόρη οινοχόος κερνούσε. Ένας θεός των αμπελιών, μια στοργική θεά μες στο χρυσό των χρωμάτων, η μέθη του έρωτα, έργο γλυκό της ωραιότερης θεάς. Αέναος, πολύχρωμος, σαν μια γιορτή των τέκνων τ' ουρανού και των κατοίκων της γης, θρόιζε ο βίος, καθώς η άνοιξη μες στους αιώνες. Κάθε φυλή προσκυνούσε με αφέλεια παιδική την αβρή, χιλιόμορφη φλόγα, σαν νά 'ταν η πεμπτουσία του κόσμου. Μα ένα είδωλο ήταν μόνο, ένας φρικτός εφιάλτης,

   Που άγγιξε σαν το δέος την τερπνή γιορτή
   Κι έκρυψε την ψυχή στον άγριο τρόμο.
   Κανείς θεός δεν είχε πια μια συμβουλή,
   Δεν έτεινε παρήγορο τον ώμο.
   Καμιά δεν δάμασε ικεσία την οργή
   Κι εδιάβη το κακό τον μύχιο δρόμο.
   Ήταν ο θάνατος που αυτή την ευωχία
   Με δάκρυα έπαυσε, μ' οδύνες κι αγωνία.
   Για πάντα τώρα απ' όλα χωρισμένο
   Ό,τι με πόθο η ψυχή λάγνα ζητάει,
   Πέρα από κάθε τι το αγαπημένο,
   Που μάταιο πάθος κι οδυρμός το τριγυρνάει,
   Φάνηκε όνειρο αμυδρό στον πεθαμένο,
   Πάλη λιγόθυμη που πια τον κυβερνάει.
   Σαρώθηκαν τα κύματα της ηδονής
   Στους βράχους πάνω της ασίγαστης οργής.

   Με τόλμη οι άνθρωποι και τη φωτιά του νου
   Τη μάσκα τη φρικτή ξεχνούσαν του Άδη,
   Πώς σβήνει αβρό παιδί τα φώτα τ' ουρανού,
   Σαν άρπα, ακούγανε τ' αβρό σκοτάδι.
   Η μνήμη λειώνει στον ψυχρό των ίσκιων ρου,
   Του πένθους έπλεκε ο σκοπός το υφάδι.
   Αλλά αίνιγμα έμεινε η νυχτιά η παντοτινή,
   Μιας εξουσίας μακρινής σημείο βαρύ.
Προς το τέρμα του πορεύτηκε ο αρχαίος κόσμος. Μαράθηκαν της νιότης οι χαρούμενοι κήποι. Στα ύψη, προς τον ελεύθερο, ανάστατο χώρο στράφηκαν οι ενήλικες άνθρωποι. Οι θεοί κι οι ακόλουθοί τους χαθήκαν. Μόνη κι άζωη στάθηκε η νύχτα. Με σιδερένια δεσμά την καθήλωσε το αυστηρό μέτρο κι ο ψυχρός αριθμός. Σαν των ανέμων τη σποδό σε λόγια ζοφερά θρυμματίστηκε της ζωής η απροσμέτρητη άνθηση. Δραπέτευσαν η φαντασία η μάγισσα κι η ορκισμένη πίστη, οι οδοιπόροι των ουρανών. Παγερός βοριάς έπνευσε άφιλος πάνω απ' τους πετρωμένους αγρούς και στους αιθέρες πήρε να ξεθυμαίνει των θαυμάτων η πετρωμένη πατρίδα. Γέμισαν κόσμους φωτεινούς τα μήκη τ' ουρανού. Στο πιο βαθύ ιερό, στα άδυτα του νου αποτραβήχτηκε του κόσμου η ψυχή. Να περιμένει εκεί την χαραυγή της βασιλείας του κόσμου. Δεν ήταν πια το φως οίκημα των θεών και ουράνιο σημάδι. Πέπλα νυχτερινά τούς σκεπάσαν. Η νύχτα έγινε της αποκάλυψης η κραταιά αγκαλιά. Σ' εκείνην στράφηκαν ξανά οι θεοί. Στην νάρκη του ύπνου αφεθήκαν, ώσπου σε θάμβος νέο ξανά να επιστρέψουν. Στα μάτια του καταφρονημένου λαού που είχε αποστρέψει το πρόσωπο απ' την μακάρια αθωότητα της νιότης φάνηκε με πρωτοείδωτη όψη ο νέος κόσμος. Σε μια καλύβα φτωχική. Της πρώτης παρθένου και μάνας ο γιος. Του μυστικού ευαγγελισμού ο απροσμέτρητος γόνος. Πρώτη ένοιωσε της Ανατολής η πολύανθη γνώση τής νέας εποχής το ξεκίνημα. Ένα αστέρι φώτισε το δρόμο προς του βασιλιά το ταπεινό λίκνο. Στ' όνομα του απόμακρου μέλλοντος τον τίμησαν με χρυσάφι κι αρώματα, με τα ύψιστα δώρα της φύσης. Μοναχική ξεδιπλώθηκε η ουράνια καρδιά του, κραταιός ανθός της αγάπης. Προς την μακρινή μορφή του πατέρα και τα στήθη της μάνας στραμμένη. Και τα μέλλοντα ανέγνωσε χρησμοδότης ο οφθαλμός του ανθισμένου παιδιού, τα σκαλοπάτια του θείας γενιάς του ζητώντας, αμέριμνος για όσα το πεπρωμένο τού όριζε πάνω στη γη. Γρήγορα μαζεύτηκαν γύρω του οι παιδικότερες, οι πιο αθώες ψυχές. Σαν τον ανθό βλάστησε πλάι του αλλότρια μια νέα ζωή. Λόγοι ανεξάντλητοι, τα πιο ευφρόσυνα αγγέλματα σαν γλώσσες φωτιάς ανάβλυσαν από τα φίλα του χείλη. Απ' ακτές μακρινές, γεννημένος κάτω από τον ιλαρό ουρανό της Ελλάδας, ήρθε στην Παλαιστίνη ένας βάρδος κι ολόψυχα δόθηκε στο εξαίσιο παιδί :

   «Του εφήβου η μορφή είσαι συ που από παλιά
   Τα μνήματά μας παραστέκει γνωστική·
   Παρήγορο σημάδι μες στην σκοτεινιά,
   Του νέου ανθρώπου η χαρμόσυνη απαρχή.
   Ό,τι μας βύθισε σε λύπη αλλού βαθιά,
   Δεν έχει ρίζες και βλαστούς πια στην ψυχή.
   Στον Άδη φάνηκε η ζωή παντοτινή.
   Εσύ 'σαι ο Άδης και μας δίνεις τη ζωή. »

Με την ευδαιμονία στην ψυχή κίνησε ο βάρδος για το Ινδουστάν. Και πύρινα τραγούδια έπλασε, κάτω από κείνον τον γαλήνιο ουρανό, της καρδιάς του η μέθη, έτσι που στράφηκαν σ' αυτόν χίλιες καρδιές, και το χαρμόσυνο άγγελμα χίλιες φορές άνθισε πάλι. Μα κύλησε ο καιρός κι έπεσε θύμα η ακριβή ζωή στον βαθύ μαρασμό του ανθρώπου Πέθανε νέος ο αβρός βασιλιάς, μακριά απ' τον εράσμιο κόσμο και το μοιρολόι της μάνας, μακριά απ' τους άτολμους φίλους. Το άφατο ποτήρι του ζόφου άδειασε στο γλυκό του το στόμα. Σε δέος φρικτό πλησίασε η ώρα της γέννησης του νέου κόσμου. Σκληρά αντιστάθηκε Εκείνος στο δέος του πανάρχαιου θανάτου. Του αρχαίου κόσμου βάρυνε πάνω του το άχθος. Με το βλέμμα του γύρεψε στερνή φορά την μητέρα. Τότε χέρι λυτρωτικό κι αγαπημένο τον άγγιξε — και ξύπνησε. Και για μέρες ελάχιστες ένα βαθύ παραπέτασμα απλώθηκε πάνω απ' την αφρισμένη θάλασσα, πάνω απ' την σειόμενη γη. Σε δάκρυα γοερά ξεσπάσαν οι φίλοι. Και ήρθαν στο φως τα απόκρυφα. Και πνεύματα εξ ουρανού ήραν τον πανάρχαιο λίθο απ' του τάφου το σκότος. Και άγγελοι παραστάθηκαν του κοιμωμένου την κλίνη — από μειλίχια όνειρα πλασμένοι. Και σε νέα ωραιότητα θεού εγέρθη απ' την νάρκη του Εκείνος στα ύψη του νεογέννητου κόσμου. Και την αρχαία σωρό ενταφίασε στον έρημο Άδη. Και με το χέρι του κύλησε επάνω της τον ακατάλυτο λίθο.
Ακόμα νοτίζουν τον τάφο σου τ' αναφιλητά της χαράς, της κατάνυξης και της ευγνωμοσύνης τα δάκρυα. Ακόμα σε βλέπουν οι αγάπες σου σκιρτώντας να εγείρεσαι — κι εκείνες μαζί σου· σε κοιτούν να θρηνείς στης μάνας τα μακάρια στήθη, να βαδίζεις με τους φίλους σου αγέρωχα, να προφέρεις τις λέξεις που έδρεψες απ' τον βλαστό της ζωής· σε κοιτούν να ανέρχεσαι στην πατρική αγκαλιά, τον νέο άνθρωπο φέρνοντας και του χρυσού μέλλοντος τ' ασφράγιστα ποτήρια. Βιάστηκε η μητέρα να ανέλθει κοντά σου — σε επουράνιο θρίαμβο. Πρώτη εκείνη μαζί σου στην νέα πατρίδα. Διάβηκε έκτοτε χρόνος πολύς, κι όλο και πιο θαμβωτική ανασάλεψε η νέα σου κτίση. Και μυριάδες, πέρα από πόνους και βάσανα, πήραν θέση κοντά σου. Μαζί σου αναλήφθηκαν στης αγάπης το κράτος. Στον ναό του επουράνιου θανάτου ιερείς και στους αιώνες των αιώνων δικοί σου.

       Κύλησε ο μέγας λίθος
       Κι ο άνθρωπος ξυπνά.
       Σ' εσένα ανήκουμε όλοι,
       Δεν μας κρατούν δεσμά.
       Ρέει στυφός ο πόνος
       Στο τάσι το χρυσό,
       Σβήνει η ζωή κι η πλάση
       Στο δείπνο το στερνό.

       Στο γάμο μάς καλούν
       Οι δάδες τώρα του 'Αδη,
       Παρθένες οδηγούν,
       Δεν θα σωθεί το λάδι.
       Απ' τη δική σου ηχούσαν
       Τα μάκρη τη μιλιά
       Και τ' άστρα μάς καλούσαν
       Μ' ανθρώπινη λαλιά

       Μαρία, σ' εσέ ανεβαίνουν
       Τώρα χίλιες καρδιές.
       Εσέ μόνο προσμένουν
       Στης ζήσης τις σκιές.
       Να βρούνε της γαλήνης
       Ποθούνε την πηγή,
       Κλείσ' τους στης αγκαλιάς σου,
       Παρθένα, τη στοργή.

       Έτσι κι όσοι πονώντας
       Σε βάσανα πικρά,
       Τον κόσμο λησμονώντας
       Σ' εσέ γυρνούν ξανά.
       Στη θλίψη, στην ανάγκη
       Μας στάθηκαν βοηθοί.
       Να μείνουμε θα πάμε
       Μ' αυτούς για πάντα εκεί.

       Πια ο εραστής στο μνήμα
       Του πόνου δεν θρηνεί.
       Τα δώρα της αγάπης
       Να κλέψει ποιος μπορεί;
       Τα πάθη για να γιάνει
       Μεθά η νυχτιά του νου.
       Φύλακες της καρδιάς του
       Τα τέκνα του Θεού.

       Γαλήνια η ζωή τραβά
       Τώρα στους ουρανούς
       Από την μέσα μας φωτιά
       Λάμπει και στίλβει ο νους.
       Ρέουν οι γαλαξίες,
       Χρυσό κρασί ζωής.
       Θα πιούμε να γενούμε
       Άστρα χρυσά κι εμείς.

       Δίχως δεσμά η αγάπη,
       Πια χωρισμός κανείς.
       Αφρίζει όλ' η ζωή
       Σαν θάλασσα αχανής
       Μια νύχτα μόνο της χαράς,
       Μια ωδή παντοτινή,
       Κι ο ήλιος όλων μας
       Είν' του Θεού η μορφή.

6.
ΠΑΘΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
      Κάτω στον κόλπο αυτής της γης,
      Μακριά απ' τα κράτη του φωτός,
      Πέρα απ' τους πόνους της οργής
      Του ταξιδιού λάμπει ο φανός.
      Με βάρκα πάμε του νερού
      Γοργά στις όχθες τ' ουρανού.

      Μακάρια ας είναι η νύχτα αυτή,
      Κι ο ύπνος πάντα ευλογητός.
      Σαν μ' είδε η μέρα η θαλερή
      Μαράθηκε ο μακρύς καημός.
      Τώρα τα ξένα έχουν χαθεί
      Πατρίδα πια η ψυχή ποθεί.

      Τι θέλουμε στον κόσμο αυτόν
      Με της αγάπης την πνοή —
      Χάνεται, φεύγει το παλιό
      Του νέου φέρνει τί η ορμή;
      Στέκει θλιμμένος, μοναχός,
      Του αλλοτινού καιρού ο πιστός.

      Τότε, που οι αισθήσεις φωτεινές
      Μέσα στις φλόγες τρίζαν
      Που του Πατέρα τις βουλές
      Οι άνθρωποι γνωρίζαν.
      Που με το πνεύμα του υψηλού
      Έμοιαζαν στην εικόνα του.

      Τότε, που ακόμα κραταιές
      Αρχαίες φυλές ανθούσαν,
      Και που παιδιά τις αγκαλιές
      Των ουρανών ζητούσαν.
      Που, ας σκίρταγε λάγνα η ζωή,
      Γι' αγάπη ράγιζε η ψυχή.

      Που με της νιότης τον ανθό
      Θεός εφανερώθη
      Και στου θανάτου τον σταυρό
      Η αβρή ζωή του ετρώθη
      Δίχως στον φόβο ν' αφεθεί,
      Για μας μια τέτοια πληρωμή.

      Με πάθος ψάχνουμε δειλό
      Τ' αλλοτινά στη δύση,
      Τη δίψα τούτον τον καιρό
      Κανείς δεν θα τη σβήσει.
      Για την πατρίδα πάμε πια,
      Σ' άλλους καιρούς πίσω ξανά.

      Τί μας κρατά απ' το γυρισμό,
      Κοιμούνται οι αγαπημένοι.
      Νεκροί κι εμείς στο μνήμα αυτό,
      Μονάχα η οδύνη μένει.
      Τίποτα δεν ζητάμε πια,
      Όλα κενά — μα όχι η καρδιά.

      Απέραντη και μυστική
      Μας δέρνει καταιγίδα.
      Από τα μάκρη ηχώ αντηχεί,
      Του πένθους μας πυξίδα.
      Οι αγάπες μας πονούν κι αυτές
      Πάθους μας στέλνουνε πνοές

      Κάτω, στη νύφη τη γλυκιά,
      Στου Ιησού Χριστού το μέλι,
      Των εραστών παρηγοριά
      Η Νύχτα που ανατέλλει.
      Όνειρο σπάζει τα δεσμά
      Μας στέλνει σε Θεού αγκαλιά.

|| Novalis, Hymnen an die Nacht, 1799 ||

Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΠΟΙΗΣΗ, τ. 7, 'Ανοιξη-Καλοκαίρι 1996


Read More

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Ο “Δαίμων” στην αρχαιοελληνική παράδοση

Ο “Δαίμων” στην αρχαιοελληνική παράδοση και το “δαιμόνιον” του Σωκράτη
[[ δαμ-ων ]]
Στην αρχαιότητα η λέξη “δαίμων” ενείχε ευσέβεια. Δεν είχε την αρνητική σημασία που της προσέδωσε ο Χριστιανισμός. Αρχικά στην επική ποίηση δαίμονες καλούνταν οι θεοί. Παράγεται από το ρήμα «δαίω» και «δαίομαι» που σημαίνει μοιράζω (μοιράζω στον καθένα την τύχη του). Επομένως δαίμων είναι αυτός που μοιράζει, που δίνει μερίδια και κατ’ επέκταση «αυτός που ορίζει τη μοίρα ενός ανθρώπου». Εφόσον οι άνθρωποι ήσαν πολυάριθμοι, θεωρούσαν ότι εξίσου πολυπληθείς ήσαν και οι δαίμονες
Αν και συνυπήρχε με τη λέξη θεός, εντούτοις, ο δαίμων αναφερόταν στην απρόσωπη και απροσδιόριστη δύναμη, ενώ ο θεός στην ανθρωπόμορφη θεϊκή οντότητα. Η έννοια του δαίμονος ισοδυναμούσε με την Μοίρα, την Ειμαρμένη. Επίσης, στη λέξη “δαίμονα” απέδιδαν την έννοια του φύλακα αγγέλου: «κατά φύλακα δαίμονα». Από εδώ προέρχεται και η λέξη ευδαιμονία (: ευτυχία, προσδιόριζε τον έχοντα την εύνοια του δαίμονος). Στην αρχαία Ελλάδα “οι δαίμονες” είχαν σημαντικό ρόλο στις ζωές των ανθρώπων. Συναντούνται σε πλήθος συγγραμμάτων, όπως του Ομήρου, του Ησιόδου, του Πλάτωνα, του Πλούταρχου, του Ηρόδοτου κ.α. Αναφέρονται κυρίως σαν θεότητες που δρουν στον ουράνιο χώρο ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Έχουν μια αμφίδρομη σχέση, δηλαδή είναι κατά κάποιο τρόπο ο ενδιάμεσος αγγελιοφόρος των θεών προς τον γήινο κόσμο και το αντίστροφο. Σαν βοηθοί των θεών στέλνουν τις αποφάσεις τους διαμέσου των χρησμών, ενώ παρακολουθούν και την εξέλιξη της ζωής των θνητών μέχρι να ελευθερωθεί η ψυχή τους από τα δεσμά του ανθρώπινου σώματος. Ακόμα φέρονται σαν φύλακες άγγελοι του κάθε ανθρώπου, ενώ κάθε θεός μπορούσε να έχει πλήθος απ’ αυτούς στη διάθεσή του. Ο Ησίοδος μας αποκαλύπτει περισσότερο την αγαθή έννοια της ύπαρξής τους, διότι μας αναφέρει ότι σαν δαίμονες δρουν οι ψυχές του “χρυσού γένους” που θεοποιήθηκαν και με προσταγή του Δία προστάτευαν τους ανθρώπους.
Ο Πλάτωνας, προσπαθεί να δώσει την ερμηνεία της έννοιας “Δαίμων”:
« ΣΩΚ.: Αλήθεια, Ερμογένη. Τι να σημαίνει άραγε το όνομα «δαίμονες»; Πρόσεξε αν σου φανώ ότι λέω κάτι σπουδαίο.
ΕΡΜ.: Λέγε.
ΣΩΚ.: Γνωρίζεις ποιοι, κατά τον Ησίοδο, είναι οι δαίμονες;
ΕΡΜ.: Δεν γνωρίζω.
ΣΩΚ.: Δεν γνωρίζεις ούτε για το χρυσό γένος των ανθρώπων, που λέει ότι υπήρξε πρώτο;
ΕΡΜ.: Αυτό το ξέρω.
ΣΩΚ.: Λέει λοιπόν γι’ αυτό:
« Μόλις το γένος τούτο χωρίστηκε σε μέρη
οι δαίμονες αγνοί και γήινοι ονομάζονται, λαμπροί,
προστάτες από το κακό, φύλακες των ανθρώπων. »
ΕΡΜ.: Δηλαδή, τι εννοείς;
ΣΩΚ.: Νομίζω πως, λέγοντας χρυσό γένος, δεν εννοεί φτιαγμένο από χρυσάφι, αλλά καλό και ωραίο. Απόδειξη θεωρώ το γεγονός ότι για μας λέει πως είμαστε σιδερένιο γένος.
ΕΡΜ.: Έχεις δίκιο.
ΣΩΚ.: Πιστεύεις λοιπόν ότι, και αν κάποιος από τους συγχρόνους μας είναι καλός, θα μπορούσε να πει πως ανήκει στο χρυσό γένος;
ΕΡΜ.: Βέβαια.
ΣΩΚ.: Οι καλοί όμως είναι συνετοί ή τίποτε άλλο;
ΕΡΜ.: Συνετοί.
ΣΩΚ.: Κατά τη γνώμη μου, αυτό περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τους δαίμονες∙ επειδή ήταν συνετοί και «δαήμονες» (σοφοί) τους ονόμασε «δαίμονες». Και στην αρχαία γλώσσα μας το όνομα αυτό αντιστοιχεί στο ίδιο. Σωστά λοιπόν και αυτός και άλλοι ποιητές λένε ότι, αν πεθάνει κάποιος ενάρετος, μεγάλη τύχη και τιμές αποκτάει και γίνεται δαίμονας, σύμφωνα με την ονομασία της φρόνησης. Έτσι και εγώ λοιπόν αντιλαμβάνομαι τον «δαήμονα», δηλαδή κάθε άνθρωπο, θεϊκό όσο ζει και αφότου πεθάνει, και νομίζω ότι σωστά ονομάζεται «δαίμων».» (Πλάτωνας, “Κρατύλος”, 397e- 398c)
Μετά τον Ησίοδο, οι φιλόσοφοι, όπως ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας κ.α, έγραψαν ότι οι δαίμονες είναι οι “επόμενοι των θεών”, ή ότι είναι “παίδες αυτών αλλά όχι θεοί”, ενώ χαρακτηρίστηκαν είτε σαν μοίρα- ειμαρμένη, είτε σαν τύχη, καλή ή κακή με τον χαρακτηρισμό καλοδαίμων ή κακοδαίμων.
« Πολλή δε η δαιμόνων αγέλη·
τρις γαρ μύριοί εισιν επί χθονί πουλυβοτείρη,
αθάνατοι, Ζηνός πρόπολοι·
οι μεν νοσημάτων, οι δε των απόρων σύμβουλοι, οι δε των αφανών άγγελοι, οι δε τέχνης συνεργάτοι, οι δε οδού συνέμποροι· οι μεν αστικοί, οι δε αγροτικοί, οι δε θαλάττιοι, οι δε ηπειρωτικοί· είληχεν δε άλλος άλλην εστίαν σώματος, ο μεν Σωκράτην, ο δε Πλάτωνα, ο δε Ζήνωνα, ο δε Διογένην· ο μεν φοβερός, ο δε φιλάνθρωπος, ο δε πολιτικός, ο δε τακτικός· όσαι φύσεις ανδρών, τοσαύται και δαιμόνων.» (Μάξιμος Τύριος, 8. 8F) Παράλληλα, μην ξεχνάμε και το περίφημο δαιμόνιο του Σωκράτη, που μέσω αυτού έπαιρνε τις σωστές αποφάσεις. Για το δαιμόνιο του Σωκράτη ο Πλούταρχος αναφέρει: « Έτσι και στο Σωκράτη το δαιμόνιο μοιάζει να του προσέφερε εξ αρχής ως οδηγό του βίου του μια όραση, «που» μόνο «αυτή προχωρώντας μπροστά ρίχνει φως στα άδηλα πράγματα, καθώς και σε όσα η ανθρώπινη φρόνηση δεν μπορεί να συλλογιστεί. Γι’ αυτά τα πράγματα το δαιμόνιο συνομιλούσε πολλές φορές μαζί του και ενέπνεε τις επιλογές του.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 580D)
Ο ίδιος ο Αθηναίος σοφός λέει για το δαιμόνιό του στην απολογία του στη δίκη, όπου τελικά καταδικάστηκε να πιει το κώνειο: « Ίσως πάλι να σας φανεί αλλόκοτο που εγώ περιφέρομαι και δίνω τέτοιες συμβουλές κατ’ ιδίαν και ανακατεύομαι στις ξένες υποθέσεις, ενώ στη δημόσια ζωή δεν τολμώ να ανεβώ στο βήμα μπροστά στο δήμο και να πω τη γνώμη μου στην πόλη. Αιτία για αυτή τη συμπεριφορά μου είναι αυτό που με ακούσατε να λέω πολλές φορές και σε πολλά μέρη, ότι δηλαδή μου έρχεται ένα θεϊκό δαιμόνιο, αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το περιέλαβε στην κατηγορία. Αυτό μου συμβαίνει από παιδί, μια φωνή που ακούω μέσα μου, η οποία, όταν έρχεται πάντα με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να πράξω, αλλά ποτέ δε με προτρέπει.» (Πλάτωνας, “Απολογία Σωκράτη”, 31c- d)
Η επίδραση του δαιμονίου στον Σωκράτη άρχισε από τα παιδικά του χρόνια. Ο ίδιος ο πατέρας του είχε προϊδεαστεί για το γιο του να μη του φέρνει εμπόδια σ’ αυτή την “ιδιαιτερότητα”, αλλά αντίθετα να τον βοηθήσει διαμέσου της προσευχής. Ο Πλούταρχος αναφέρει: « …όπως προφήτεψε ο χρησμός που δόθηκε στον πατέρα του, όταν ο Σωκράτης ήταν ακόμη παιδί. Γιατί ο χρησμός προέτρεπε τον πατέρα του να τον αφήνει να κάνει ό,τι τυχόν του έρχεται στο νου, να μην τον καταπιέζει ούτε και να τον οδηγεί σε άλλη κατεύθυνση, αλλά να αφήνει ελεύθερη την ορμή του παιδιού και να προσεύχεται για χάρη του στον Αγοραίο Δία και τις Μούσες. Κατά τα άλλα, όμως, να μην πολυασχολείται με το Σωκράτη, γιατί αυτός βέβαια διαθέτει εντός του οδηγό της ζωής ανώτερο από αμέτρητους δασκάλους και παιδαγωγούς.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 589E-F)
Φιλόσοφοι, όπως ο Θαλής και ο Εμπεδοκλής, με την έννοια των δαιμόνων εννοούσαν την ψυχή του σύμπαντος. Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι παρ’ όλες τις έννοιες που δόθηκαν στην αρχαιότητα δεν προσωποποιήθηκε κανένας δαίμονας!
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έννοια του “δαίμονα” αντικατοπτρίζει μια άυλη μορφή, υψηλής πνευματικότητας, που διαχέεται στο σύμπαν και που εκπορεύεται από το θείο, με σκοπό την βοήθεια όλων των ανθρώπων, ή την δοκιμασία τους (με την καλή έννοια), ώστε να βρουν το δρόμο τους στην δύσκολη υλιστική ζωή: «τούτου δε το αίτιον γέγονεν ουκ ανθρώπειον, αλλά τι δαιμόνιον εναντίωμα» [η αιτία του γεγονότος δεν ήταν κάτι ανθρώπινο, αντίθετα ήταν κώλυμα θεϊκό] ( Πλάτωνας, “Αλκιβιάδης Ι”, 103a)
Η επαφή του δαίμονα με τον άνθρωπο όμως προϋποθέτει και ανάλογο πνευματικό υπόβαθρο των θνητών, γιατί μόνο έτσι θα καταφέρουν να αντιληφθούν την καλοσύνη και την αγαθότητα του δαίμονα:
«Αυτός, φίλοι μου, είναι και ο τρόπος που ενεργεί το δαιμόνιο. Όσο, δηλαδή, είμαστε βυθισμένοι στα εγκόσμια και αλλάζουμε πολλά σώματα σαν οχήματα, μας αφήνει να αγωνιζόμαστε μόνοι μας και να επιμένουμε, προσπαθώντας να σωθούμε με τη βοήθεια της δικής μας αρετής και να πιάσουμε λιμάνι. Την ψυχή, όμως, που έχοντας καλά και πρόθυμα κοπιάσει σε αγώνες μακράς διάρκειας μέσα από αναρίθμητες γεννήσεις και, ενώ ο κύκλος της πλησιάζει στο τέλος του, αψηφώντας τον κίνδυνο και δείχνοντας φιλοτιμία για την έκβαση του αγώνα της, ανεβαίνει προς τις ανώτερες υπάρξεις με πολύ ιδρώτα, αυτήν την ψυχή ο θεός δε θεωρεί απρεπές να τη βοηθήσει ο οικείος της δαίμονας, αλλά αφήνει όποιον δείχνει προθυμία να βοηθήσει. Και ο δαίμονας προθυμοποιείται να διασώσει και άλλη ψυχή με τις προτροπές του. Κι εκείνη, επειδή είναι κοντά, τον ακούει και σώζεται. Αν, όμως, δεν υπακούσει, την εγκαταλείπει ο δαίμονας και δεν έχει ευτυχισμένο τέλος.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 593F- 594A)
Στο παραπάνω απόσπασμα ο μυημένος στα μυστήρια Πλούταρχος μιλάει σαφώς για μετενσάρκωση. Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και συγγραφείς, που ήσαν μυημένοι στα αρχαία μυστήρια (Ελευσίνια- Καβείρια- Ορφικά- Κρητικά- Πυθαγόρεια, Κρητικά κ.λ.π.) πίστευαν στην μετενσάρκωση ή στην μετεμψύχωση, κατά την οποία η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα ως όχημα για να ενσαρκωθεί στο γήινο πεδίο. Σταδιακά, μέσα από τις ευκαιρίες που τις παρουσιάζονται στις διαδοχικές της ενσαρκώσεις, εξελίσσεται και κάποτε, όταν τελειωθεί, φθάνει στη θέωση. Ο δαίμονας μπορεί να βοηθήσει στη γρηγορότερη τελείωση, αρκεί ο θνητός να αντιλαμβάνεται τις “κρούσεις” του δαίμονα και να “ακούει τη φωνή του”:
« Οι σκέψεις, όμως, των δαιμόνων διαθέτουνε φως και λάμπουν επάνω στις ψυχές των δαιμόνιων ανθρώπων, δίχως να έχουν ανάγκη από λόγια και ονόματα, τα οποία χρησιμοποιώντας οι άνθρωποι μεταξύ τους ως σύμβολα βλέπουν μόνο είδωλα και εικόνες των σκέψεων. Τις ίδιες, όμως, σκέψεις δεν τις γνωρίζουν παρά μόνο εκείνοι που λαμβάνουν έναν ίδιον και δαιμόνιο, όπως ειπώθηκε, φως…
Έτσι και οι σκέψεις των δαιμόνων, αν περνούν μέσα απ’ όλα, αντηχούν μόνο μέσα σ’ αυτούς που διαθέτουν ήθος ατάραχο και ήρεμη ψυχή. Αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους λέμε ιερούς και δαιμόνιους.»
(Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 589Β- D)
Στο διάλογο του Σωκράτη με την ιέρεια Διοτίμα, που δίνει ο Πλάτωνας στο “Συμπόσιο”, η ιέρεια αποδίδει με λόγια τις αντιλήψεις του Πλάτωνα περί δαιμόνων:
« - Τότε, της είπα, τι θα ‘ναι ο Έρως, θνητός;
- Κάθε άλλο!- Αλλά τότε, τι;
- Κάτι σαν αυτά που αναφέραμε πριν, το ενδιάμεσο ανάμεσα στο θνητό και το αθάνατο.
- Δηλαδή τι, Διοτίμα;
- Δαίμων μέγας, Σωκράτη∙ γιατί βέβαια όλο το γένος των δαιμόνων είναι ενδιάμεσο ανάμεσα σε θεούς και σε θνητούς.
- Και ποια είναι, είπα, η δύναμή τους;
- Να εξηγούν και να διαβάζουν τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς και στους ανθρώπου των θεών, των πρώτων τις προσευχές και τις θυσίες, ενώ των θεών τις εντολές και τις ανταποδόσεις για τις θυσίες∙ και, καθώς βρίσκονται στο ενδιάμεσο θεών και ανθρώπων, καλύπτουν το μεταξύ τους κενό, ώστε το σύμπαν ν’ αποχτήσει τη συνοχή του. Είναι ο δίαυλος, απ’ τον οποίο διαβιβάζεται και η μαντική στο σύνολό της και το λειτούργημα του ιερατείου, που έχει να κάνει με τις θυσίες και τις μυήσεις και τα μαγικά άσματα και κάθε μαντεία και μαγγανεία. Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβηση των δαιμόνων συντελείται κάθε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και στον ύπνο και στο ξύπνιο τους∙ κι ο άνθρωπος που είναι σοφός σ’ αυτές τις συναλλαγές είναι δαιμόνιος, ενώ ο σοφός σ’ ό,τι άλλο, που έχει να κάνει με επαγγέλματα ή κάποιες χειρωνακτικές εργασίες, αγοραίος. Οι δαίμονες λοιπόν που λέμε είναι πολλοί και κάθε λογής κι ένας ανάμεσά τους είναι ο Έρως.» ( Πλάτωνας, “Συμπόσιον”, 202d- 203a)
Ο Πλάτωνας στον “Θεαίτητο”, παρουσιάζει τον Σωκράτη να αναλύει την “μαιευτική” του και να εξηγεί την επίδραση του δαιμονίου του:
« Η μαίευση βέβαια οφείλεται στον θεό και σε μένα. Αποδεικνύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο∙ πολλοί ως τώρα που αγνόησαν τούτο και απέδωσαν την αιτία στους εαυτούς των, περιφρονώντας με είτε από μόνοι τους είτε επειδή πείστηκαν από άλλους, έφυγαν από κοντά μου νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε∙ αφού απομακρύνθηκαν άμβλωσαν τα υπόλοιπα τέκνα τους λόγω φαύλων συναναστροφών, ενώ όσα τους είχα μαιεύσει εγώ τ’ ανέθρεψαν άσχημα και τα έχασαν. Υπολόγισαν τα ψέματα και τα φαντάσματα περισσότερο από τα αληθινά, και τελικά φάνηκαν και στους ίδιους και στους άλλους αμαθείς. Ένας από αυτούς ήταν ο Αριστείδης του Λυσιμάχου και πάρα πολλοί άλλοι. Από τούτους, όταν ξαναγυρίζουν και ζητούν τη συναναστροφή μου και κάνουν γι’ αυτό αξιοθαύμαστες πράξεις, από τη συναναστροφή το δαιμόνιό μου με αποτρέπει να συναναστρέφομαι μερικούς, και οι τελευταίοι ανακτούν την επίδοσή τους. Όσοι με συναναστρέφονται παθαίνουν και τούτο το ίδιο με τις γυναίκες που γεννούν∙ νιώθουν ωδίνες και είναι γεμάτοι απορίες νυχθημερόν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι εκείνες. Τις ωδύνες αυτές, όμως, η δική μου τέχνη μπορεί να παροξύνει και να καταπραΰνει. Τούτοι λοιπόν έτσι φέρονται. Για μερικούς, Θεαίτητε, που θα μου δώσουν την εντύπωση πως δεν κυοφορούν, καταλαβαίνω πως δεν μ’ έχουν ανάγκη και τους προξενεύω με πολύ ευνοϊκή διάθεση και, συν θεώ, διαπιστώνω πολύ σωστά τίνων η συναναστροφή θα τους ωφελούσε.» (Πλάτωνας, “Θεαίτητος”, 150e- 151b)
Ανάλογη κρούση αναφέρει ο σοφός και στον “Ευθύδημο”:
« Κατά καλή μου τύχη βρέθηκα να κάθομαι μόνος εκεί, όπου με είδες, στα αποδυτήρια, και ήδη σκεφτόμουν να σηκωθώ να φύγω. Καθώς όμως πήγα να σηκωθώ, μου έδωσε το συνηθισμένο σημάδι το δαιμόνιο.» (Πλάτωνας, “Ευθύδημος”, 272e)
Ο Σωκράτης παρουσιάζει το δαιμόνιό του να τον συγκρατεί από πράξεις, που έπρεπε να αποφύγει. Το δαιμόνιό του, λέει, ποτέ δεν τον ωθούσε να πραγματοποιήσει κάποια πράξη: « Ηνίκ’ έμελλον, ωγαθέ, τον ποταμόν διαβαίνειν, το δαιμόνιόν τε και το ειωθώς σημείον μοι γίγνεσθαι εγένετο- αεί δε με επίσχει ο αν μέλλω πράττειν- και τινα φωνήν έδοξα αυτόθεν ακούσαι, ή με ουκ εά απιέναι πριν αν αφοσιώσομαθ, ως δη τι ημαρτηκότα εις το θείον» [ Καλέ μου φίλε, όταν επρόκειτο να διαβώ τον ποταμό, συνέβη να μου έρθει το θεϊκό πνεύμα, ο οιωνός που με επισκέπτεται συνήθως- πάντα με συγκρατεί από αυτό που σκοπεύω να κάνω- και μου φάνηκε ότι, από το ίδιο μέρος, άκουσα κάποια φωνή που δε με αφήνει να φύγω πριν εξαγνιστώ, σα να έχω αμαρτήσει για κάποιο πράγμα στο θεό.] (Πλάτωνας, Φαίδρος 242 c)
Ο Ησίοδος, όπως αναφέραμε ήδη, μας μεταφέρει την εκδοχή να έγιναν δαίμονες το πρώτο γένος των ανθρώπων, το χρυσό γένος, που ζούσαν σαν θεοί:
« Πρώτο απ’ όλα το χρυσό το γένος των θνητών ανθρώπων
έφτιαξαν οι αθάνατοι που τα Ολύμπια τα δώματα κατέχουν.
…………………………………………………………….
Όμως αφού το γένος τούτο το σκέπασε το χώμα,
γίνανε εκείνοι δαίμονες αγαθοί, με τη θέληση του Δία του μεγάλου,
πάνω στη γη φύλακες των θνητών ανθρώπων
που προσέχουν δίκαιες κρίσεις κι άδικα έργα
ντυμένοι ομίχλη, σ’ όλη τη γη γυρνώντας,
πλουτοδότες. Τούτο το βασιλικό προνόμιο αποκτήσαν. » (Ησίοδος, “Έργα και Ημέρες”, 109- 110, 121- 126)
Αυτό ήταν το πιο αγνό γένος. Τα υπόλοιπα παρουσιάζονται να φθίνουν ως προς το ήθος. Ο Βοιωτός ποιητής μέμφεται τη μοίρα του που γεννήθηκε στο σιδηρούν γένος, το πέμπτο και χειρότερο. Έτσι οι ψυχές του πρώτου γένους έγιναν οδηγοί και φύλακες του πέμπτου γένους.
Όταν οι ψυχές υπακούουν τον δαίμονά τους γίνονται ευσεβείς και ηθικές, μας λέει ο Πλούταρχος:
« Από εκείνες, όμως, τις ψυχές που είναι ευπειθείς και υπακούουν ευθύς εξ αρχής και από τη γέννησή τους στον οικείο δαίμονα προέρχεται το γένος των μάντεων και των θεόπνευστων ανθρώπων. Μια απ’ αυτές ήταν η ψυχή του Ερμότιμου του Κλαζομένιου, για την οποία έχεις βέβαια ακούσει ότι αφήνοντας ολοκληρωτικά το σώμα και κατά τη νύχτα και κατά τη μέρα περιπλανιόταν σε μεγάλη έκταση, για να επιστρέψει και πάλι πίσω, έχοντας τύχει να παραβρεθεί σε πολλές συνομιλίες και πράξεις που έγιναν σε μακρινά μέρη. Μέχρις ότου τον πρόδωσε η γυναίκα του και οι εχθροί του βρήκαν το σώμα άδειο απ’ την ψυχή και το έκαψαν στο σπίτι του. Αυτό, όμως, δεν είναι αλήθεια. Γιατί η ψυχή του δεν έβγαινε από το σώμα του, αλλά υποχωρώντας πάντοτε στο δαιμόνιο και χαλαρώνοντας για χάρη του το σύνδεσμο, του επέτρεπε να περιπλανιέται και να περιφέρεται, με αποτέλεσμα να τον πληροφορεί εσωτερικά για πολλά απ’ αυτά που είδε και άκουσε έξω.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 592C- D)
Εδώ ο μύστης από τον Ορχομενό μας μεταφέρει αυτό που γνωρίζουν οι μυημένοι. Ότι κάποιοι άνθρωποι προχωρημένοι στην πνευματική τους τελείωση, όπως ο Ερμότιμος, έχουν αποκτήσει την ικανότητα να αποσπούν από το φυσικό τους σώμα την ψυχή, την οποία στέλνουν να περιπλανιέται σε μικρή ή σε μεγάλη απόσταση από το φυσικό σώμα. Αυτό που στη γλώσσα του εσωτερισμού ονομάζεται “αστρική προβολή”, θέλει εξάσκηση και πολύ μεγάλη προσοχή και δεν μπορεί να γίνει από τον καθένα, γιατί είναι επικίνδυνη. Η ψυχή συνδέεται με το φυσικό σώμα διαμέσου ενός πολύ λεπτού νήματος αιθερικής φύσης, του λεγόμενου αργυρού νήματος, το σχοινίον του αργυρίου κατά τον «Εκκλησιαστή», που μπορεί να σπάσει και έτσι να πεθάνει αυτός που κάνει αστρική προβολή. Αυτό εκμεταλλεύτηκαν οι εχθροί του Ερμότιμου.
Ο Πλάτωνας στον “Φαίδωνα” υποστηρίζει ότι ο δαίμονας οδηγεί την ψυχή του ανθρώπου στον Άδη:
« Η παράδοση λέει ότι τον καθένα, όταν πεθάνει, ο δαίμονάς του, που του έχει ορίσει η τύχη, όσο ζούσε, αναλαμβάνει να τον οδηγήσει σε κάποιον τόπο, όπου πρέπει όσοι συγκεντρωθούν, αφού δικαστούν, να παν στον Άδη με οδηγό εκείνον στον οποίο έχει δοθεί εντολή να συνοδεύσει τους εδώ στο δρόμο τους προς τα εκεί. Αφού τους τύχουν εκεί όσα πρέπει να τους τύχουν και μείνουν όσο χρόνο πρέπει, ένας άλλος οδηγός πάλι τους φέρνει εδώ, κι αυτό γίνεται σε πολλά και μεγάλα γυρίσματα του χρόνου.» ( Πλάτωνας, “Φαίδων”, 107d)
Στην “Πολιτεία” ο αθηναίος φιλόσοφος μας λέει ότι ο θεός δεν έχει ευθύνη για τον δαίμονα που θα διαλέξει ο κάθε θνητός. Τον δαίμονα τον αποκτά ο άνθρωπος τραβώντας λαχνό πριν έρθει στον κόσμο. Στο ακόλουθο απόσπασμα παρουσιάζει τις ψυχές λίγο πριν την ενσάρκωσή τους:
« Ολόγυρα κάθονταν , σε ίση απόσταση μεταξύ τους, τρεις άλλες γυναίκες, η καθεμιά στο θρόνο της, αυτές ήταν οι κόρες της Ανάγκης, οι Μοίρες, η Λάχεσις, η Κλωθώ, και η Άτροπος, φορούσαν λευκά φορέματα, και είχαν στέμματα στο κεφάλι και τραγουδούσαν στον σκοπό των σειρήνων, η Λάχεσις τα περασμένα, η Κλωθώ τα παρόντα και η Άτροπος τα μελλοντικά…
Αυτοί λοιπόν, μόλις έφτασαν, έπρεπε να παρουσιαστούν αμέσως στη Λάχεση. Στην αρχή ένας προφήτης τους τακτοποιούσε χωριστά τον έναν από τον άλλον, έπειτα πήρε από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και πρότυπα τρόπων ζωής, κι αφού ανέβηκε πάνω σ’ ένα ψηλό βήμα είπε:
« Αυτά τα λόγια ανήκουν στην παρθένα Λάχεση, κόρη της Ανάγκης. Ψυχές εφήμερες, αρχίζει για το θνητό γένος μια άλλη περίοδος ζωής που θα καταλήξει στον θάνατο. Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμων με κλήρο, αλλά εσείς θα διαλέξετε τον δαίμονά σας. Εκείνος που ο κλήρος του θα βγει πρώτος, ας διαλέξει πρώτος τον τρόπο ζωής του, που θα ακολουθήσει κατ’ ανάγκη. Η αρετή είναι κτήμα χωρίς ιδιοκτήτη, αλλά ανάλογα με την προτίμηση ή την περιφρόνηση που θα δείξει ο καθένας από σας θα πάρει μεγαλύτερο ή μικρότερο μερίδιο. Η ευθύνη ανήκει σ’ εκείνον που διαλέγει, ο θεός είναι ανεύθυνος.» (Πλάτωνας, Πολιτεία Ι΄, 617 c,d,e)
Έχοντας πάντα υπόψη ότι αν και θνητοί, είμαστε ουράνια πλάσματα, ο δαίμονας έχει σαν αποστολή να μας οδηγήσει και πάλι στον ουρανό:
« Όπως λοιπόν έχουμε πολλές φορές πει, συνυπάρχουν μέσα μας τρία διακριτά είδη ψυχής, το καθένα με τις δικές του κινήσεις….
Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι το κυρίαρχο είδος ψυχής, που δώρισε ο Θεός στον καθένα μας, είναι ένας δαίμων. Είναι αυτό που, όπως είπαμε, κατοικεί στην κορυφή του σώματος και μας ανυψώνει από τη Γη προς τον συγγενικό μας ουρανό, γιατί η αλήθεια είναι ότι είμαστε ουράνια πλάσματα και όχι γήινα. Στον ουρανό συνέβη η πρώτη γέννηση της ψυχής και εκεί βρίσκονται οι ρίζες μας- εκεί η θεϊκή ψυχή προσαρτά και ριζώνει το κεφάλι μας, και από εκεί ορθώνει προς τα κάτω όλο το σώμα. Αν λοιπόν κάποιος έχει αφοσιωθεί στις επιθυμίες και στις έριδες και σπαταλάει εκεί όλη την ορμή του, οι σκέψεις του γίνονται αναγκαστικά θνητές. Θα γινόταν μάλιστα εξ ολοκλήρου θνητός και ο ίδιος, αν αυτό ήταν δυνατόν∙ στην πραγματικότητα ελάχιστα απέχει από αυτό, αφού έχει αναπτύξει μόνον το θνητό μέρος του. Αν όμως έχει αφιερωθεί στην αγάπη της μάθησης και της αληθινής σοφίας και καλλιεργεί αυτήν κυρίως την πλευρά του εαυτού του, για να προσεγγίσει την αλήθεια, είναι υποχρεωμένος να σκέφτεται τα αθάνατα και τα θεία. Λίγο απέχει από την κατάκτηση της αθανασίας, όσο βέβαια η αθανασία είναι προσιτή στην ανθρώπινη φύση∙ και επειδή πάντοτε φροντίζει για τη θεϊκή ψυχή και περιποιείται τον δαίμονα που φιλοξενεί μέσα του, φθάνει και ο ίδιος σε ιδιαίτερη ευδαιμονία.» (Πλάτωνας, “Τίμαιος”, 90a,b,c)
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Πλάτωνας παρομοιάζει τον άνθρωπο με “ουράνιο φυτό”. Οι ρίζες του είναι το κεφάλι και το έδαφος, όπου φυτρώνει δεν είναι στη γη, αλλά στον ουρανό. Το σώμα δεν ορθώνεται από κάτω προς τα πάνω, αλλά από πάνω προς τα κάτω. Και αυτό γίνεται, γιατί όπως το φυτό, σαν γήινο είδος, τρέφεται από τη γη διαμέσου των ριζών του που διεισδύουν στη γη, έτσι και ο άνθρωπος, ως ουράνιο είδος, τρέφεται από τον ουρανό με πνευματική τροφή. Ο άνθρωπος μπορεί ν’ αποκτήσει πραγματικά την αθανασία διαμέσου της μάθησης και της σοφίας. Γι’ αυτό τονίζουμε πως ο βασικός στόχος της έλευσης του ανθρώπου στη γη είναι η απόκτηση της γνώσης, της λεγόμενης βιωματικής γνώσης- όχι της θεωρητικής- και η μετουσίωσή της σε σοφία. Έτσι μπορεί να θεαθεί τον κόσμο των Ιδεών, να ιδεί τα ουράνια, να νιώσει τον εντός του θεό.
Στον Τίμαιο ο Πλάτωνας μιλάει για το «εν ημίν θείον». Πολύ πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού, που μας μιλάει για τον εντός μας Θεό: «Ότι ο Θεός όντως εν υμίν εστι» ( Παύλου Α΄ επ. προς Κορινθίους, ιδ’ 25) και «ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί» ( Λουκάς, ιζ΄ 21), ο αθηναίος μύστης μιλούσε για τον εντός μας θεό. Γιατί οι μυημένοι σε όλες τις εποχές γνωρίζουν ότι το σώμα μας είναι το μέρος ενοίκησης του θείου, που κατά τον απόστολο των εθνών: «ος εστιν Χριστός εν υμίν, η ελπίς της δόξης» ( Παύλου επ. προς Κολασσαείς, α΄ 27) και γι’ αυτό ρωτάει: «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα οικεί εν υμίν;» ( Παύλου Α΄ επ. προς Κορινθίους, γ΄ 16). Η θεία καταγωγή που μας λέει ο Πλάτωνας τονίζεται κι από τον Χριστιανισμό: «αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Παύλου επ. προς Ρωμαίους, η΄ 16). Ο ίδιος ο Ιησούς ρωτάει: «ουκ έστι γεγραμμένον εν τω νόμω υμών, εγώ είπα, θεοί εστέ;» (Ιωάννης, ι΄ 34). Παρόμοιο ερώτημα απευθύνει και ο Απ. Παύλος: «ή ουκ επιγινώσκετε εαυτούς ότι Ιησούς Χριστός εν υμίν εστιν;» (Παύλου Β΄ επ. προς Κορινθίους, ιγ΄ 5)
Ο αρχαιοελληνικός δαίμονας βοηθά στην ενοίκηση του θείου μέσα μας: « άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Παύλου επ. προς Γαλάτας, δ΄ 19). Με την πλήρη εγκατάσταση, «ει δε Χριστός εν υμίν» (Παύλου επ. προς Ρωμαίους, η΄ 10), οδηγούμαστε στη θέωση, τον στόχο κάθε ψυχής που έχει μπει στον κύκλο των ενσαρκώσεων. Ο ηνίοχος που οδηγεί την ψυχή στον ουρανό είναι ο δαίμονας: «Γιατί ο σύνδεσμος είναι ριγμένος σαν χαλινάρι μέσα στο λογικό τμήμα της ψυχής και, όταν ο δαίμονας το τραβήξει προς τα πίσω, φέρνει τη λεγόμενη μεταμέλεια για τις αμαρτίες και ντροπή για τις ηδονές που είναι παράνομες και αχαλίνωτες.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 592Β)
Σε κάθε ενσάρκωση η ψυχή δεν έχει τον ίδιο δαίμονα, αλλά αλλάζει από γέννηση σε γέννηση, όπως μας λέει ο Πλούταρχος: « Γιατί το σώμα του Λύση κηδεύτηκε από τους φίλους του με όσιο τρόπο, ενώ η ψυχή του, έχοντας ήδη κριθεί, αφέθηκε να γεννηθεί και πάλι και της έλαχε να συνδεθεί με κάποιον άλλο δαίμονα. Όταν μάλιστα συνάντησα το πρωί τον Επαμεινώνδα και άκουσα τον τρόπο με τον οποίο έθαψε το Λύση, κατάλαβα ότι αυτός είχε εκπαιδευτεί καλώς από εκείνον τον άνδρα μέχρι και τα απόρρητα δόγματα και ότι είχε ως οδηγό στη ζωή του τον ίδιο δαίμονα- αν και δεν είμαι ανίκανος στο να εξάγω συμπεράσματα για τον κυβερνήτη από τον πλου. Γιατί πολλές είναι οι ατραποί της ζωής, λίγες όμως εκείνες στις οποίες οδηγούν τους ανθρώπους οι δαίμονες.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 585F- 586A)
Σταδιακά εξυψώνεται η ψυχή και από ενσάρκωση σε ενσάρκωση κατορθώνει την τελείωση, την πνευματικοποίηση, τη θέωση. Τότε δεν έχει την ανάγκη να ξαναενσαρκωθεί, αλλά πολλές φορές αναλαμβάνει το ρόλο του βοηθού άλλων ψυχών, ακολουθώντας το: «καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιωάννης, ιβ΄ 32). Αυτό αναφέρει κι ο Πλούταρχος εξετάζοντας το δαιμόνιο του Σωκράτη:
« … έτσι και το θείο συνομιλεί απ’ ευθείας με λίγους και σπάνια, ενώ στους πολλούς δίνει σημάδια, απ’ τα οποία προκύπτει η λεγόμενη μαντική τέχνη. Γιατί οι θεοί κατευθύνουν τη ζωή λίγων ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που τυχόν θα αποφασίσουν να τους καταστήσουν άκρως μακάριους και αληθώς θείους. Ενώ οι ψυχές οι απαλλαγμένες απ’ τη γένεση και ξένοιαστες στο εξής από το σώμα, σαν να έχουν αφεθεί παντελώς ελεύθερες, είναι οι δαίμονες που επιβλέπουν τους ανθρώπους κατά τον Ησίοδο…
Έτσι κι εκείνοι που έχουν σχολάσει απ’ τους αγώνες για τη ζωή και εξ αιτίας της αρετής της ψυχής τους έγιναν δαίμονες δεν περιφρονούν παντελώς τα εδώ πράγματα, λόγους και ασχολίες, αλλά όντας ευμενείς προς εκείνους οι οποίοι γυμνάζονται για τον ίδιο μ’ αυτούς σκοπό μοιράζονται μαζί τους τη φιλοτιμία τους, τους προτρέπουν προς την αρετή και εξορμούν μαζί τους, όταν τους βλέπουν πως με τον αγώνα είναι κοντά στην προσδοκία τους και την αγγίζουν. Γιατί το δαιμόνιο δε βοηθά όποιους να ‘ναι στην τύχη.»
(Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 593D- Ε)
Οι ψυχές που έφτασαν στην τελείωση είτε θα γίνουν δαίμονες, βοηθώντας αόρατα άλλες αδελφές ψυχές στην δύσκολη πορεία τους, είτε θα ενσαρκωθούν και θα αποτελέσουν τους διδάσκαλους της ανθρωπότητας, βοηθώντας από το ορατό με νέες ιδέες, ως άγιοι φωτισμένοι στις διάφορες θρησκείες, μεγάλοι φιλόσοφοι με νέες φιλοσοφικές απόψεις, πρωτοπόροι ηγέτες κ.λ.π. Ένας τέτοιος δαίμονας κατεύθυνε και την ψυχή του Σωκράτη αποτελώντας το δαιμόνιό του. Αποτελούσε το χαλινάρι της ψυχής του, δρώντας αποτρεπτικά. Γι’ αυτό το δαιμόνιο γράφει και πάλι ο Πλούταρχος:
«Ως εκ τούτου μας ήρθε στο νου, καθώς εξετάζαμε μεταξύ μας κατ’ ιδίαν το ζήτημα, η υποψία πως το δαιμόνιο του Σωκράτη ίσως να μην ήταν όραμα αλλά αίσθηση κάποιας φωνής ή νόηση κάποιου λόγου που έφτανε ως αυτόν με κάποιο παράδοξο τρόπο, όπως ακριβώς και στη διάρκεια του ύπνου δεν υπάρχει φωνή, αλλά λαμβάνοντας κάποιες εντυπώσεις και νοήσεις λόγων οι άνθρωποι νομίζουν ότι ακούν κάποιους να μιλούν. Όμως σε ορισμένους η αντίληψη αυτού του είδους πραγματώνεται στα όνειρα, επειδή είναι πιο δεκτικοί όταν κοιμούνται, εξαιτίας της ησυχίας και της γαλήνης του σώματος. Όταν όμως είναι ξύπνιοι, μετά βίας αντιλαμβάνεται η ψυχή τους τα ανώτερα πράγματα, των πνιγμένων από το θόρυβο των παθών και το στρόβιλο των αναγκών δεν μπορούν να εισακούσουν και να προσηλώσουν το νου τους σε όσα φανερώνονται…
Αυτά τα μηνύματα που έπεφταν πάνω στο νου θα μπορούσε κανείς να τα εκλάβει όχι ως φωνή αλλά ως σκέψη κάποιου δαίμονος, η οποία δίχως φωνή ερχόταν σε επαφή με τη νόηση του Σωκράτη μόνο χάρη στο ίδιο το περιεχόμενο του μηνύματος. Γιατί η φωνή παρομοιάζεται με χτύπημα στην ψυχή, η οποία δέχεται βίαια μέσα από τα αυτιά το λόγο, όταν συνομιλούμε μεταξύ μας. Ο νους, όμως, του ανώτερου όντος οδηγεί την εκ φύσεως κατάλληλη ψυχή αγγίζοντάς την με το ίδιο το νοητό, αφού δεν έχει αυτή ανάγκη από κάποιο χτύπημα. Εκείνη, πάλι, ενδίδει στο θείο νου, καθώς εκείνος χαλαρώνει και εντείνει τις ορμές του. Οι ορμές αυτές δεν είναι πια βίαιες από τα αντιμαχόμενα πάθη, αλλά ευκίνητες και μαλακές ενδίδουν σαν ηνία.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 588C- F)
Καμία σχέση, λοιπόν, ο δαίμονας της αρχαιοελληνικής παράδοσης με τον δαίμονα της χριστιανικής παράδοσης. Οι δαίμονες των προγόνων μας βοηθούν τους ανθρώπους στη θέωσή τους, ενώ οι δαίμονες των Χριστιανών προβάλλουν εμπόδια στην προσπάθεια των ανθρώπων να φτάσουν τη θέωση.
Πηγή: http://vagiablog.blogspot.gr/!
 Περισσότερα ΕΔΩ!
Αναρτήθηκε από vagia-gr 
Read More

Social Profiles

Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email Pinterest

Labels

biographies (15) Historical (96) Legend (6) My Memories (1) Poetry (4) Science (22) Sosial (12) Space (4)

Blog Archive

Popular Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

OnLine Opinions..

Click to Open Click to Open Click to Open Click to Open antinews

Αναγνώστες

BTemplates.com

Theme Download

Το DNA μας, είναι ένας ταξιδιώτης από μια παμπάλαια χώρα που ζει μέσα σε όλους μας. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, μέσω των μητέρων μας, με μια χούφτα γυναίκες που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Copyright © Seafarer97 | Powered by Blogger
Design by Lizard Themes - Published By Gooyaabi Templates | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com