Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Ύβρις, Νέμεσις, Τίσις

Νέμεσις, -εως (η)· αρχ.,
η αγανάκτηση του ανθρώπου κατά του παρ’ αξία ευτυχούντος· κατά τον Αριστοτέλη είναι αρετή, ως μεσότητα κειμένη μεταξύ δύο ακροτήτων, φθόνου και χαιρεκακίας, «λύπη ἐπὶ τῷ ἀναξίως εὐπραγοῦντι» ║ η τιμωρός δύναμη η επερχόμενη κατά του αδικήσαντος, ή αλλιώς θεία δίκη.
Νέμεσις [Μυθολ.] Μία των θεοτήτων της ελληνικής μυθολογίας. Στον Όμηρο είναι ακόμη αυτή απλώς ηθικό αίσθημα, που όφειλε την προέλευσή του στην περί διανομής μεταξύ Διός και Προμηθέως των αγαθών παράδοση, κατά την οποίαν ο κλήρος των ανθρώπων είναι τα δεινά με ελάχιστη ανάμειξη αγαθών. Περί αυτούς είναι όρια και φραγμοί, τους οποίους δεν δύνανται να υπερβούν, Ο αποπειραμένος να υπερβεί τον φραγμό του ηθικού νόμου εμφανίζεται στους οφθαλμούς των ανθρώπων ως υβριστής του θείου, και την ύβρη αυτή αποδοκίμαζε το αίσθημα της νεμέσεως, της αποδοκιμασίας δηλαδή από του βαθμού της αγανακτήσεως δια μία πράξη εγκληματική μέχρι του ενδομύχου ψόγου δι’ εν ελαφρό πταίσμα. Η παράβαση καθήκοντος, οφειλομένου εις γονείς, άρχοντας ή πρεσβυτέρους, και γενικά πάσα υπερβολή προκαλούσε την νέμεση. Εις την νέμεση και την αιδώ των ανδρών έκαναν επίκληση οι αρχηγοί των Αχαιών, οσάκις ήθελαν να παρορμήσουν αυτούς σε γενναία τινά πράξη. Ο φόβος της προκλήσεως της θείας ταύτης οργής υπήρξε η αρχή της λατρείας και της προσωποποιήσεως αυτής στην θεότητα Νέμεση, την αποδοκιμάζουσαν πάσα βία και πάσα ύβρη. Ύβρης δε ήταν και πάσα υπέρμετρος ευτυχία, διότι ο κάτοχος ταύτης από ανθρώπου ανυψώνονταν στο επίπεδο των θεών, των οποίων και μόνον ήταν κλήρος η διαρκής ευτυχία. Έτσι από τον Ησίοδο και εφεξής η προσωποποιηθείσα νέμεση γίνεται θυγάτηρ της Νυκτός ή της Νυκτός και του Ερέβους, όπως όλες οι ολέθριες δια τον άνθρωπο δυνάμεις, ή του Ωκεανού, εις δήλωση ότι ήταν εκ των αρχαιοτάτων, θεοτήτων, και μήτηρ, δια της ενώσεως της μετά του Διός, της Ελένης (κατά τον ποιητή των Κυπρίων επών), προς δήλωση, δια της μυθολογικής αυτής γλώσσας, ότι πηγή πασών των ανθρωπίνων δυστυχιών είναι η οργή των θεών, ή τής Δίκης, προς δήλωση ότι η θεία οργή, ως δικαία οργή, ως δικαία θεότητα, στρέφεται μόνον κατά των αλαζόνων και ασεβών. Διά τον αυτό λόγο η Νέμεσις ως θεά ευρίσκεται εις σχέση με την Θέμιδα, θεά της παγκοσμίου τάξεως, και ταυτίζεται με την Αδράστεια, ανατολική θεότητα, σημαίνουσα, κατά τους αρχαίους Έλληνας, το αναπόφευκτο, την οποία βραδύτερον κατέστησαν εν των επιθέτων της Νεμέσεως, πλάσαντες τον μύθο ότι ονομάσθηκε η θεά Αδράστεια, διότι ο Άδραστος πρώτος ανέγειρε στην Νέμεση ναό στη αρχαία Ελλάδα (Στρ. C. 588)
Αρχαιότατος τόπος λατρείας της Νεμέσεως ήταν ο Ραμνού της Αττικής, ένθα υπήρχαν ναοί και βωμοί αυτής. Πλην του Ραμνούντος ελατρεύονταν η Νέμεση εν Σμύρνη, ένθα υπήρχε ιερό των Νεμέσεων και «ξόανα ἁγιώτατα» (Παυσ. Ι. 33,7), διότι οι Σμυρναίοι πίστευαν ότι ήσαν δυο Νεμέσεις, θυγατέρες του Ωκεανού και της Νυκτός. Επίσης στην Πάτρας, ένθα υπήρχε επίσης ναός αυτής και άγαλμα εκ λίθου λευκού, και αλλαχού. Εντός του νεότερου, των δύο ναών της Νεμέσεως στη Ραμνούντα υπήρχε το δεκάπηχυ (4,50 μ. περίπου) εκ λευκού μαρμάρου της Πάρου άγαλμα της, έργο του μαθητού του Φειδία Αγορακρίτου. Το άγαλμα τούτο, το οποίο, κατά την παράδοση, είχε γλυφή επί του μαρμάρου, το οποίο είχαν κομίσει οι Πέρσες εκ Πάρου εις Μαραθώνα διά ν’ ανεγείρουν τρόπαιο νίκης, βέβαιοι όντες περί αυτής, απεικόνιζε την Νέμεση ορθή και κρατούσαν φιάλη εν τη δεξιά και κλάδο μηλέας στην αριστερά. Ο στέφανος της κεφαλής του αγάλματος κοσμούνταν με περίοπτους Νίκας και ελάφια, το δε βάθρο με ανάγλυπτες παραστάσεις, στις οποίες απεικονίζονταν η Λήδα προσάγουσα την Ελένη προς την Νέμεσιν και εκατέρωθεν της παραστάσεως αυτής οι Διόσκουροι, ο Αγαμέμνων, ο Μενέλαος, ο υιός του Αχιλλέα Πύρρος και άλλοι. Το άγαλμα ήταν τόσον τέλειο, ώστε πολλοί απέδιδαν αυτό εις τον Φειδία, με την εισήγηση του οποίου και έλαβε το μάρμαρο την μορφή της Νεμέσεως, ως θεάς τιμωρού της αλαζονείας και ύβρεως των Περσών. Του αγάλματος τούτου διασώθηκε τμήμα της κεφαλής, αποκείμενο στο Βρεττανικό μουσείο, και τεμάχια τίνα εκ του βάθρου, αποκείμενα στο Εθνικό Αρχαιολογικό μουσείο. Στα εν Σμύρνη  αγάλματα των απεικονίζονταν οι Νεμέσις κρατώντας πήχη, εις δήλωση του μέτρου το οποίο τηρούσαν σε επιβολή της τιμωρίας, και χαλινό, προς δήλωση της χαλιναγώγησης των ανθρώπων και συγκρατήσεως αυτών από της υπερβολής. Σε μερικά μετάλλια από την Σμύρνη η Νέμεση απεικονίζεται μετά της Αδράστειας, φερόμενη επί άρματος γρυπών και φέρουσα τον δείκτη της δεξιάς επί του στόματος, εις δήλωση ότι ο άνθρωπος οφείλει να συγκρατεί την γλώσσα του, διά να μη επισύρει εναντίον του την οργή της Νεμέσεως. Εκτός των ειρημένων μεταλλίων διασωθήκαν παραστάσεις της Νεμέσεως και επί δύο αγαλμάτων αποκειμένων στο μουσείο της Ολυμπίας, ανάγλυφων εκ Θεσσαλονίκης και Θάσου, και επί νομισμάτων και δακτυλιολίθων. Κατά τους μεταγενεστέρους της αρχαιότητος χρόνους η Νέμεσις συνδέθηκε και προς την Τύχη και τον Έρωτα- δια τούτο και απεικονίζονταν και αυτή, ως ο Έρως, πτερωτή.
Η Νέμεσις, ως αγανάκτηση δια πάσα παράβαση καθήκοντος και αποδοκιμασία πάσης πράξεως απρεπούς, δεν έπαυσε να είναι σπουδαίο ελατήριο του ηθικού αγαθού και κατά τους μεταγενεστέρους των ομηρικών χρόνους, ως μαρτυρούν τα έργα των τραγικών (του Αισχύλου ιδίως), των φιλοσόφων (του Πλάτωνος) και των ρητόρων (του Ισοκράτους).
Βιβλιογραφία
1. Chr. Walz, De Nemesi Graecorum
2. Tournier, Nemesis et la jalousie des dieux
3. Η.  Posnansky. Nemesis und Adrasteia.
4. L. Schmidt, Η ηθική των αρχαίων Ελλήνων (μετάφ.στο βιβλίο Μαρασλή Δ. Ι. Ολυμπίου)
5. Χρ. Τσούντα, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης
6. Roscher, Mythol. Lexicon. Nemesis n. a.
Πηγή: Καψάλης Γερ. Δ., Πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου της Μέσης Εκπαίδευσης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιη΄, σσ. 185-186

Νέμεσις
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η θεά Νέμεσις κρατώντας τον τροχό της τύχης, ενώ με το δεξί της πόδι πατάει στο κεφάλι ηττημένου αντιπάλου. Η περίτεχνη κόμμωση και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της θυμίζουν τη ρωμαία αυτοκράτειρα Φαουστίνα Α'. Ρωμαϊκό αγαλματίδιο, περ. 150 μ.Χ.
Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη Νέμεσι, αυτή την αρχαιότατη θεότητα, που προσδιορίζεται άλλοτε ως Ιχναίη, άλλοτε ως Αδράστεια ή Ραμνουσία. Η ετυμολογία, η ρίζα του ονόματος «νέμω», δήλωνε αρχικά τη δίκαιη διανομή, τη μοιρασιά που γίνεται βάσει νόμιμης εξουσίας. Με τον καιρό απέκτησε τη σημασία της ανάληψης δικαστικής δράσης εκ μέρους της εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Ως λέξη η «Νέμεσις» έχει αντικειμενική αξία και όχι υποκειμενική. Αναφέρεται στο φορέα της εξουσίας που την ασκεί. Μεταφορικά λέγοντας «Νέμεσι» εννοούμε τη θεία δίκη.
Ήταν η Νύχτα σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου και τον Παυσανία, που δίχως σύντροφο αρσενικό γέννησε την Νέμεσι, για να κρατά σε ισορροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις. Στα Διονυσιακά του Νόννου έχουμε μια διαφορετική άποψη, που θέλει την Νέμεσι κόρη του Ωκεανού, ενώ ο Υγίνος την περιγράφει ως δημιούργημα του Ερέβους και της Νύχτας.
Ονομαζόταν, επίσης, Ραμνουσία, εξαιτίας ενός αγάλματος και ενός ναού της στον Ραμνούντα, χωριό της βόρειας Αττικής. Το επίθετο Αδράστεια που της αποδόθηκε, «εκείνη από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει», ανήκε μάλλον αρχικά στη φρυγική θεότητα Κυβέλη και της αποδόθηκε μεταγενέστερα. Η Νέμεσις ως θεότητα προσωποποιούσε μαζί με άλλες (Θέμιδα, Ειμαρμένη κ.ο.κ.) την έννοια της δικαιοσύνης και αποκαθιστούσε την τάξη (της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας, του κόσμου), όταν αυτή διασαλευόταν. Τότε τιμωρούσε την υπεροψία και την αλαζονεία των ανθρώπων (την ύβριν). Αν κάποιος αδικεί τους άλλους συνεχώς, και κάποια στιγμή η ίδια η ζωή του θέσει οδυνηρό φρένο στη στρεβλή πορεία του, τότε μιλάμε για «θεία δίκη».
Το μυθολογικό πλαίσιο
Ας δούμε όμως το μυθολογικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η Νέμεσις. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι υπήρχε ναός αφιερωμένος στη θεά στη Σμύρνη. Ορισμένοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Απολλόδωρος, γράφουν πως η Νέμεσις όταν ενώθηκε με τον Δία, γέννησε την Ελένη. Παρόλο που η Νέμεσις υπέστη μεγάλη καταδίωξη για να αποφύγει τον πόθο του Δία, ενώθηκε μαζί του με τη μορφή χήνας, όταν ο Δίας είχε τη μορφή κύκνου. Κατά την καταδίωξή της πέρασε η Νέμεσις χώρες και ηπείρους, θάλασσες όπου μεταμορφώνονταν σε ψάρι, και γενικά άλλαζε εκείνη συνέχεια μορφή. Η Νέμεσις γέννησε ένα αυγό το οποίο βρήκε στο δάσος ένας βοσκός και το έδωσε στη Λήδα. Η Λήδα το έκλεισε σε ένα ερμάρι και όταν γεννήθηκε η Ελένη, την ανέθρεψε σαν κόρη της. Υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το αυγό αυτό:
    ότι ο Ερμής το έριξε στον κόρφο της Λήδας
    ότι έπεσε από τον ουρανό.
Υπάρχει και μια άλλη άποψη της μυθολογικής διαδρομής της Νέμεσης. Λεγόταν πως από την ένωση του Ταρτάρου και της Νέμεσης γεννήθηκαν οι Τελχίνες. Τα ονόματά τους ήταν Χρυσός, Άργυρος και Χαλκός, από τα μέταλλα που είχαν ανακαλύψει ή κατά τον Βακχυλίδη Ακταίος, Μεγαλήσιος, Ορμενός και Λύκος. Οι Τελχίνες ήταν μάγοι και προκαλούσαν βροχή, χαλάζι, χιόνι και κεραυνούς. Ήταν πνεύματα της φωτιάς-ηφαιστειακά, από ρίζες έφτιαχναν φίλτρα θαυματουργά και κατείχαν τρομερές δεξιότητες. Περιγράφονται ενίοτε δίχως χέρια ή πόδια. Ήταν όντα αμφίβια και είχαν κάτι από άνθρωπο και κάτι από ψάρι, σαν τον Όανες της σουμερο-βαβυλωνιακής μυθολογίας. Τους περιέγραφαν με μεμβράνη στα δάχτυλα και φημισμένες οικογένειες ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τη γενιά τους.
Σύμβολα
Σύμβολα της θεάς είναι ο πήχυς και το χαλινάρι. Τα σύμβολα αυτά είναι ενδεικτικότατα της λειτουργίας της να προσμετρά τις ανθρώπινες σκέψεις, συναισθήματα, δράσεις και να θέτει ένα όριο στην αχαλίνωτη ασυδοσία του εγωισμού των ανθρώπων. Έτσι η έπαρση των θνητών έναντι των Κοσμικών Νόμων (ύβρις) και η κατάφωρη αδιαφορία για το Κοινό Καλό, σαρώνονται με τη δράση της Νέμεσης και εδώ μοιάζει με Συμπαντική Ζυγαριά που απονέμει αέναα Δικαιοσύνη.
Ορφικός Ύμνος
Εσένα τη Νέμεση καλώ,
τη βασίλισσα την πανίσχυρη,
μέσω της οποίας αποκαλύπτονται οι πράξεις των θνητών ανθρώπων,
την αιώνια, την αξιοσέβαστη, με την απεριόριστη όραση,
εκείνη που αγαλιάζει με το ορθό και το δίκαιο
[...]σε κάθε θνητό είναι γνωστή η επιρροή σου,
και οι άνθρωποι βογγούν πίσω από τα δίκαια δεσμά σου,
γιατί κάθε σκέψη καλά κρυμμένη στο μυαλό,
ξεκάθαρα αποκαλύπτεται στη θέα σου.
[...] Έλα ευλογημένη και ιερή Θεά, εισάκουσε την προσευχή μου,
και βάλε στη φροντίδα σου τη ζωή του πιστού σου,
την αγαθοεργή σου βοήθεια δώσε στην ώρα της ανάγκης,
και άφθονη ισχύ στη δύναμη της λογικής,
τις σκέψεις τις ασεβείς, τις αλαζονικές και τις χαμερπείς διώξε μακριά.
–Ορφικός Ύμνος 61 στην Νέμεσι
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
    Στράβων 9.1.17
    Απολλόδωρος 3.127f
    Υγίνου, Αστρονομία, 2.8
    Ησίοδου, Θεογονία, 223
    Παυσανίας, 7.5.3
    Νόννου, Διονυσιακά, 48.375
    Βακχυλίδης, Αποσπ.
    Ομηρικός Ύμνος III στον Δήλιο Απόλλωνα 89f
    Ορφικός Ύμνος 61 στην Νέμεσιν
    Greek Lyric IV, Βακχυλίδης Αποσπ. 52 (από τον Τζέτζη περί Θεογονίας)
    Dr. Vollmer's Wörterbuch der Mythologie aller Völker, Stuttgart: Hoffmann'sche Verlagsbuchhandlung, 1874.
    Λεξικόν Σουΐδα, λήμμα: Ραμνουσία Νέμεσις

Ύβρις
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ύβρις ήταν βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων. Όταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμή του (σωματική[1], αλλά κυρίως πολιτική[2], στρατιωτική[3] και οικονομική[4]), συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση-, θεωρούνταν ότι διέπραττε «ὓβριν», δηλ. παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομοιωθεί με τους θεούς[5], με συνέπεια την προσβολή και τον εξοργισμό τους.
Η βίαια, αυθάδης και αλαζονική αυτή στάση/συμπεριφορά, που αποτελούσε για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο παραβίαση της ηθικής τάξης και απόπειρα ανατροπής της κοινωνικής ισορροπίας και γενικότερα της τάξης του κόσμου, πιστευόταν ότι (επαναλαμβανόμενη, και μάλιστα μετά από προειδοποιήσεις των ίδιων των θεών[6]) οδηγούσε τελικά στην πτώση και καταστροφή του «ὑβριστοῦ»[7] (ὓβρις > ὑβρίζω > ὑβριστής).
Αποδίδοντας την αντίληψη σχετικά με την ύβρη και τις συνέπειές της, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στην αρχαιότερή της μορφή, με το σχήμα ὓβρις→ἂτη→νέμεσις→τίσις[8] μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως μια «ὓβρις»[9] συνήθως προκαλούσε την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «ἂτην»[10], δηλαδή το θόλωμα, την τύφλωση του νου. Αυτή με τη σειρά της οδηγούσε τον υβριστή σε νέες ύβρεις, ώσπου να διαπράξει μια πολύ μεγάλη α-νοησία, να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν»[11], την οργή και εκδίκηση δηλαδή των θεών, που επέφερε την «τίσιν»[12], δηλ. την τιμωρία και τη συντριβή/καταστροφή του.
Από την κλασική εποχή και μετά, σε πολλές περιπτώσεις οι έννοιες Άτη, Δίκη και Νέμεσις φαίνεται να αποκτούν στη συνείδηση των ανθρώπων ισοδύναμη σημασία, αυτήν της θείας τιμωρίας.
Η λέξη ύβρις πέρα από τη λόγια νεοελληνική χρήση της με τις σημασίες «βρισιά» (κυρίως στον πληθυντικό αριθμό «ύβρεις») και συνακόλουθα «κάτι που θίγει την τιμή και την αξιοπρέπεια κάποιου» -οι οποίες είναι φυσιολογικές εξελίξεις της αρχαίας σημασίας-, αρκετές φορές χρησιμοποιείται και στην εποχή μας, σε πιο προσεγμένο επίπεδο λόγου, με την αρχαιοελληνική σημασία της για να χαρακτηρίσει ανάλογες αλαζονικές συμπεριφορές συνανθρώπων μας.
Πρωτογενείς πηγές
    ↑ ἄνασσα, τοῖς ἄλλοισιν Ἀργείων πέλας ἵστω, καθ᾽ ἡμᾶς δ᾽ οὔποτ᾽ ἐκρήξει μάχη. Σοφοκλής, Αίας, 774-775
    ↑ οὒ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νομίζεται; Σοφοκλής, Αντιγόνη, 738
    ↑ εἰ δέ κε μὴ δώωσιν ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι ἢ τεὸν ἢ Αἴαντος ἰὼν γέρας, ἢ Ὀδυσῆος ἄξω ἑλών·· ὃ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι.Ομήρου Ιλιάς, Oxford University Press, Α 137-139
    ↑ Ηρόδοτος, Ιστοριών α΄(Κλειώ), 30, 34.1
    ↑ ὅστις ἀνθρώπου φύσιν βλαστὼν ἔπειτα μὴ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονῇ. Σοφοκλής, Αίας, 760-761
    ↑ ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς, Ἑρμείαν πέμψαντες. Ομήρου Οδύσσεια, Oxford University Press, α 37-38
    ↑ ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρεΐδαο, ὁππότ᾽ ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης. ὣς ἔφαθ᾽ Ἑρμείας, ἀλλ᾽ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο πεῖθ᾽ ἀγαθὰ φρονέων· νῦν δ᾽ ἁθρόα πάντ᾽ ἀπέτισεν. Ομήρου Οδύσσεια, Oxford University Press, α 40-43
    ↑ ὓβρις γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἂτης, Αισχύλος, Πέρσαι, 821-822
    ↑ Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, έκδ. Herbert Weir Smyth, 423-446
    ↑ πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται, οὐλομένη· τῇ μέν θ᾽ ἁπαλοὶ πόδες· οὐ γὰρ ἐπ᾽ οὔδει πίλναται, ἀλλ᾽ ἄρα ἥ γε κατ᾽ ἀνδρῶν κράατα βαίνει βλάπτουσ᾽ ἀνθρώπους. Ομήρου Ιλιάς, Oxford University Press, Τ 91-94
    ↑ τοιοῖσδέ τοι λόγοισιν ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ᾽ ὀργήν, οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονῶν. Σοφοκλής, Αίας, 776-777
    ↑ Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥα ἔτ᾽ ἔστε θεοὶ κατὰ μακρὸν Ὄλυμπον, εἰ ἐτεὸν μνηστῆρες ἀτάσθαλον ὕβριν ἔτισαν. Ομήρου Οδύσσεια, Oxford University Press, ω 351-352
Δευτερογενείς πηγές
1. A. Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφρ. Α. Τσοπανάκη, Αδελφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1985, 5η έκδ., σελ. 120, 194-196, 229, 356-357, 399, 401, 522, 831
2. C.M.Bowra, Οι τραγωδίες του Σοφοκλή, Αντιγόνη, Οιδίπους Τύραννος, μετάφρ. Αικ. Τσοτάκου-Καρβέλη, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1990

 

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Social Profiles

Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email Pinterest
Flag Counter

Labels

biographies (15) Historical (96) Legend (7) My Memories (1) Poetry (4) Science (22) Sosial (12) Space (4)

Blog Archive

Popular Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

OnLine Opinions..

Click to Open Click to Open Click to Open Click to Open antinews

Αναγνώστες

BTemplates.com

Theme Download

Το DNA μας, είναι ένας ταξιδιώτης από μια παμπάλαια χώρα που ζει μέσα σε όλους μας. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, μέσω των μητέρων μας, με μια χούφτα γυναίκες που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Copyright © Seafarer97 | Powered by Blogger
Design by Lizard Themes - Published By Gooyaabi Templates | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com