Read More

Τα Κουλέντια

Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης. Το χωριό βρίσκεται σκαρφαλωμένο στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά....
Read More

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στο Νομό Λακωνίας.
Read More

Η προβλήτα της Αγίας Μαρίνας,

Η σιδηροδρομική γέφυρα (ή προβλήτα) της Αγίας Μαρίνας, αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παραθαλάσσιου χωριού και ταυτόχρονα είναι ένα πολύ σημαντικό νεότερο Βιομηχανικό μνημείο, ηλικίας 130 ετών. Εκεί μάθαινα να κολυμπώ και δέθηκα με την θάλασσα...
Read More

Βλυχάδα Ρειχιάς: Η κρυμμένη παραλία που μαγεύει τους επισκέπτες

Κάποια μέρη που βλέπουμε, ακόμα και μέσα από μερικές φωτογραφίες, μας κάνουν να θέλουμε να τα επισκεφθούμε, γιατί απλά, φαίνεται πως είναι από αυτά που λέμε κρυμμένοι παράδεισοι.
Read More

5 χιλιόμετρa από την Σούρπη, συναντάμε τον οικισμό Νήες.

Είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός, με μοναδικές γωνιές, που όσοι τις έχουν απαθανατίσει με την φωτογραφική τους μηχανή, τις παρομοιάζουν με πίνακα ζωγραφικής.

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Λύχνου σβεσθέντος πάσα γυνή Λαϊς

Η Κόρινθος στην Αρχαιότητα ήταν μια από τις πλουσιότερες πόλεις του ελληνικού κόσμου. Το εμπόριο της προσπόριζε μεγάλα πλούτη και η ζωή εκεί ήταν πολύ ακριβή σε σημείο να είναι η διαμονή σ΄αυτήν προσιτή μόνο σε πολύ πλούσιους. Τότε βγήκε η ρήση “ου παντός πλειν ες Κόρινθον” (δεν είναι για τον καθένα να πάει στην Κόρινθο). Όπως ήταν επόμενο μαζί με τους λεφτάδες μαζεύτηκαν στην Κόρινθο και γυναίκες που προσφέραν τον έρωτα με αμοιβή, από τις συνηθισμένες πόρνες, που σύχναζαν στα άλση, την αγορά ή στα χαμαιτυπεία, ως τις επιφανείς εταίρες που η συναναστροφή μαζί τους στοίχιζε μια περιουσία.
Με την ευκαιρία, αξίζει να μάθουμε πώς βγήκε η λέξη “χαμαιτυπείον” που σήμερα σημαίνει καταγώγειο ή πορνείο. Οι πόρνες της σειράς, που ψάρευαν τους πελάτες τους κάνοντας “πεζοδρόμιο” (που τότε φυσικά δεν υπήρχε) φορούσαν σανδάλια στις σόλες των οποίων υπήρχε σκαλισμένη ανάγλυφη η λέξη ΥΟΠΕ και όταν βάδιζαν στα στρωμένα με άμμο ή χώμα δρομάκια των αλσών, τυπωνόταν ανάποδα και διαβαζόταν ΕΠΟΥ (δηλαδή ακολούθα). Ο υποψήφιος πελάτης, διαβάζοντας αυτή τη λέξη, την ακολουθούσε ως το ενδιαίτημά της. Από την “τύπωση χαμαί” λοιπόν βγήκε το χαμαιτυπείον.
Τον καιρό που ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης ο επιλεγόμενος Κύων (γράψαμε γι΄αυτόν στο 2ο τεύχος του Φιστικιού)  ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαϊς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο “όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της” ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως “τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια” και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά  είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν (με τη βιβλική σημασία του ρήματος). Ανάμεσα  στους “πελάτες” της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαϊς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε
“ Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω”
Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε “ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν”, δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Να σημειωθεί πως δέκα χιλιάδες δραχμές ισοδυναμούσαν με δώδεκα κιλά αργύρου, δηλαδή κάπου 680.000 σημερινές δραχμές ή 2000 ευρά. Τεράστιο δηλαδή ποσό.
Η Λαϊς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζύ της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαϊς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαϊς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως  απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας “λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς”.
Ύστερα όμως από αυτό το επεισόδιο η Λαϊς, μετανοημένη,  δέχτηκε και πάλι τον Διογένη, αυτή τη φορά η ίδια αυτοπροσώπως και χωρίς καμιά αμοιβή. Όταν ο διαχειριστής του Αρίστιππου το έμαθε, παραπονέθηκε  στο αφεντικό του ότι ενώ αυτός ξόδευε πολλά λεφτά για τη Λαϊδα, ο Διογένης απολάμβανε δωρεάν την εύνοιά της. Τότε ο Αρίστιππος του είπε.
“Την πληρώνω για να ευχαριστεί εμένα, όχι για να μην ευχαριστεί τους άλλους”.

 Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης*
 * Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Ο Σωκράτης, αυτός ο άγνωστος

Για τη ζωή του Σωκράτη όσα ξέρουμε προέρχονται κατά κύριο λόγο από τον Διογένη τον Λαέρτιο (Βίοι Φιλοσόφων) και τον Πορφύριο (Φιλοσόφου Βίος) και δευτερευόντως από τον Ξενοφώντα και τους πλατωνικούς Διαλόγους.
           Όπως φαίνεται ήταν άνθρωπος «περπατημένος» από τα νιάτα του και παρά τις μικρές οικονομικές του δυνατότητες την έζησε τη ζωή του. Αγαπούσε τις γυναίκες, τις διασκεδάσεις και το κρασί. Όταν όμως μυήθηκε στη φιλοσοφία όλα αυτά κόπηκαν. Όχι πως το έριξε στον ασκητισμό. Εξακολουθούσε να ζει όπως και πριν αλλά άπεχε των καταχρήσεων και των ηδονών, χωρίς όμως να κατακρίνει όσους εντρυφούσαν σ΄αυτές.
          Σύμφωνα με διήγηση του μαθητή του Φαίδωνα, είχε έρθει στην Αθήνα ένας διάσημος φυσιογνωμιστής από τη Συρία, ονόματι Ζώπυρος. Οι μαθητές του Σωκράτη τον οδήγησαν στο δάσκαλό τους και του ζήτησαν να εικάσει από τη φυσιογνωμία του την ψυχική ιδιοσυστασία του. Ο Ζώπυρος αφού μελέτησε το πρόσωπο του Σωκράτη αποφάνθηκε ότι πρόκειται για έτομο με περιορισμένη διανοητικότητα και έκδοτο στις σωματικές απολαύσεις και ηδονές. Ο Αλκιβιάδης ακούγοντας τον Ζώπηρο ξέσπασε σε δυνατά γέλια, ο Σωκράτης όμως του είπε πως ο φυσιογνωμιστής είχε δίκιο. Οι φυσικές προδιαθέσεις του ήταν αυτές που διέγνωσε ο Ζώπυρος, αλλά ο ίδιος είχε κατορθώσει με τη λογική και τη σκέψη να τις καταδαμάσει.
          Όπως γράφει ο Δημήτρης Κυρτάτας στο πολύ ενδιαφέρον δοκίμιό του Χόλος Γυναικός, ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος άνθρωπος στην ελληνική αρχαιότητα, που ενδιαφέρθηκε για την ψυχή της πόρνης. Είχε γνωρίσει μια πανέμορφη πόρνη τη Θεοδότη, την επισκέφθηκε στο σπίτι της, ενδιαφέρθηκε για τους πέλατες και τα έσοδα που είχε και της πρότεινε όχι μόνο τρόπους για να αυξήσει και τους μεν και τα δε, αλλά και τρόπους για να μεγαλώνει τον πόθο των πελατών της και την ηδονή που τους προσέφερε. Η Θεοδότη ενθουσιάστηκε με τις υποδείξεις του Σωκράτη και του πρότεινε να συνεργαστούν! Φυσικά ο φιλόσοφος δεν είχε σκοπό να γίνει προαγωγός. Ήθελε να κάνει τη Θεοδότη να αναζητήσει στο πρόσωπό του τη φιλοσοφική αντιμετώπιση της ζωής. Και το πέτυχε. Η Θεοδότη ήταν έτοιμη να γίνει μαθήτριά του και ζήτησε να τον επισκεφθεί.
            Με ανάλογο τρόπο συμπεριφερόταν και σε άλλους τομείς της ζωής. Επισκεπτόταν τα εμπορικά καταστήματα, περιεργαζοταν τα εμπορεύματα αλλά δεν αγόραζε τίποτα. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό απάντησε
             -- Για να βλέπω πόσων πραγμάτων δεν έχω ανάγκη.
             Σ΄αντίθεση με το μαθητή του τον Πλάτωνα, που αποστρεφόταν τη δημοκρατία και ουσιαστικά ποτέ δεν υπήρξε πολίτης, ο Σωκράτης μετείχε ολοκληρωτικά στη ζωή της πόλης του. Και δημόσια καθήκοντα άσκησε και σε τρεις εκστρατείες πήρε μέρος, δείχνοντας όχι μόνο αξιοσημείωτη ανδρεία αλλά και μεγάλη αντοχή στις κακουχίες. Για λίγες μέρες υπήρξε Πρόεδρος των Πρυτάνεων της Βουλής (δηλαδή άσκησε καθήκοντα Πρωθυπουργού ή Προέδρου Δημοκρατίας) και όπως γράφει ο Ξενοφών ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε στις απαιτήσεις του λαού, ο οποίος παρασυρμένος από δημαγωγούς ζητούσε από τους πρυτάνεις να εγκρίνουν παράνομες ενέργειες.
            Είχε παντρευτεί την Ξανθίππη γυναίκα αυταρχική, οξύθυμη και ζηλιάρα. Ο Σωκράτης υπέμενε τη συμπεριφορά της με αταραξία και χιούμορ. Όταν μια φορά κάλεσε για φαϊ τον Ευθύδημο, η Ξανθίππη έκανε μεγάλη φασαρία, πέταξε τα φαγητά από το τραπέζι και ο καλεσμένος σηκώθηκε να φύγει περίλυπος. Ο Σωκράτης τότε του είπε.
            -- Γιατί κάνεις έτσι; Τις προάλλες στο σπίτι σου δεν όρμησε ένα πουλί κι έκανε τα ίδια; Θυμώσαμε τότε μ΄αυτό;
            Οι μαθητές του απορούσαν γιατί ο Σωκράτης δεν επιχειρούσε με τη διδασκαλία του να βελτιώσει τους τρόπους της Ξανθίππης, εκείνος όμως τους βεβαίωνε πως επίτηδες δεν το κάνει για να εξασκείται στην υπομονή και την εγκαρτέρηση.
             Το κακό όμως απόγινε όταν ο Σωκράτης, προς το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, επωφελούμενος από νόμο που ψήφισε η Εκκλησία του Δήμου, με τον οποίο για την αντιμετώπιση της λειψανδρίας επιτρεπόταν να παντρευτεί κανείς και δεύτερη γυναίκα, παντρεύτηκε τη Μυρτώ, κόρη (ή κατ΄άλλους εγγονή) του Αριστείδη του Δίκαιου, χωρίς να χωρίσει την Ξανθίππη. Όπως ήταν φυσικό μεταξύ των δυο γυναικών ξεσπούσαν συνεχώς καυγάδες, τους οποίους ο Σωκράτης αντιμετώπιζε γελώντας, χωρίς ποτέ να επιχειρεί να τις χωρίσει, οπότε εκείνες στο τέλος συμμαχούσαν και ορμούσαν εναντίον του.
           Χαρακτηριστική του τρόπου που αντιμετώπιζε ο Σωκράτης τις κακίες, τις ύβρεις και τις διαβολές σε βάρος του ήταν η στάση του κατά την παράσταση της κωμωδίας «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, στην οποία τον διακωμωδούσε με μεγάλη εμπάθεια, όταν αυτός σηκώθηκε όρθιος για να τον βλέπουν οι θεατές, ή ακόμα η απάντηση που έδωσε, όταν ένας μαθητής του του ανέφερε πως κάποιος τον κακολογούσε στην αγορά.
         -- εμού απόντος και να με δέρει δύναται.

 Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης*
 * Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Πώς εκλέγανε οι Αθηναίοι τους άρχοντες τους

Η αθηναϊκή δημοκρατία έφτασε στον κολοφώνα της στα μέσα του 5ου αιώνα και η ακμή αυτή κράτησε τριάντα περίπου χρόνια, περίοδος που έμεινε στην ιστορία σαν ο χρυσός αιώνας του Περικλή. Ομως το πολίτευμα με τους ξεχωριστούς θεσμούς  του υπήρχε ήδη σαράντα χρόνια πριν από τον Περικλή και θα επιβίωνε ως την εποχή των Μακεδόνων, διακόσια χρόνια αργότερα. Εζησε δηλαδή σχεδόν τρεις αιώνες, όσο καμμιά άλλη σύγχρονη ή αρχαία δημοκρατία. Τη μεγάλη αντοχή στο χρόνο της αθηναϊκής δημοκρατίας την αποδίδουν οι μελετητές όχι μόνοστους σωστούς θεσμούς αλλά και στη μεγάλη προσαρμοστικότητα και εξελικτικότητά τους. Οι θεσμοί γεννήθηκαν από τις ανάγκες της ζωής και γιαυτό προσαρμόζονταν εύκολα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Δεν υπήρξαν εγκεφαλικά δημιουργήματα κάποιας σοφής κεφαλής, έστω κι αν αυτή ανήκε στο Σόλωνα.
Η προσαρμοστικότητα των θεσμών φαίνεται από την εξέλιξη του θεσμού του βασιλιά. Σε πλήρη δημοκρατία, τον καιρό του Περικλή, κληρωνόταν κάθε χρόνο ο άρχων βασιλεύς, μακρυνός απόηχος των μυκηναίων ανάκτων, που τελευταίος τους υπήρξε ο Κόδρος. Ο θεσμός δεν καταργήθηκε. Εξελίχτηκε σε ένα ανώδυνο για τη δημοκρατία αξίωμα με θρησκευτικές τελετουργικές αρμοδιότητες.
Μπορεί να θεωρείται ο Κλεισθένης ιδρυτής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, βασίστηκε όμως στη νομοθεσία που θέσπισε ο Σόλων, που είναι χωρίς αμφιβολία ο πατέρας της δημοκρατίας. Οταν ο Σόλων συνέταξε τους νόμους του δεν είχε και πολλές αυταπάτες για την αποτελεσματικότητα τους. “Ο νόμος” έλεγε “μοιάζει με τον ιστό της αράχνης. Τα μικρά και τα αδύνατα πιάνονται σ’αυτόν, ενώ  τα ισχυρά τον σχίζουν και περνούν”. Ακόμα ένα δείγμα ευθύτητας και παρρησίας, που χαρακτήριζαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα.
Η δημοκρατία που καθιέρωσε ο Κλεισθένης, μετά την εκδίωξη των Πεισιστρατιδών, ήταν σχετικά πλουτοκρατικό και ολογαρχικό σύστημα, είχε όμως σωστούς και εξελίξιμους θεσμούς και με τις μεταρρυθμίσεις που έκαναν ο Ευβουλος, ο Εφιάλτης και ο Περικλής, μεταμορφώθηκε σε πραγματικά «λαοκρατικό» καθεστώς.
Το πολίτευμα λοιπόν της αρχαίας Αθήνας όπως διαμορφώθηκε μετά τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, του Εφιάλτη και του Περικλή, ήταν η άμεση δημοκρατία. Η Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή η λαϊκή συνέλευση όλων των αθηναίων πολιτών από 20 χρονών και πάνω, μετά το 462 πΧ είχε συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες και τις ασκούσε με τα διάφορα όργανα, που αυτή όριζε ή έλεγχε. Είχε όχι μόνο νομοθετικές εξουσίες αλλά και εκτελεστικές και σε ορισμένες περιπτώσεις, (εσχάτη προδοσία, ασέβεια κ.ά,), μεταβαλλόταν σε ανώτατο δικαστήριο, πράγμα πού έκανε τον Αριστοτέλη να τη χαρακτηρίσει «μυριοκέφαλη τυραννία».
Στην Εκκλησία του Δήμου, που συνεδρίαζε 40 φορές το χρόνο, μπορούσε να πάρει το λόγο ο κάθε πολίτης και όσο μιλούσε και ό,τι κι αν έλεγε, κανείς δε μπορούσε να τον διακόψει ή να τον σταματήσει. Ήταν η περίφημη ισηγορία.
Η εκκλησία του Δήμου εξέλεγε τα 500 μέλη της Βουλής. Οι βουλευτές βγαίναν με κλήρο από 1000 εκπρόσωπους των 170 δήμων της Αττικής, (100 για κάθε φυλή), που ονομάζονταν πρόκριτοι και εκλέγονταν με μυστική ψηφοφορία για ένα χρόνο. Οι 500 που δεν κληρώνονταν βουλευτές, μέναν αναπληρωματικοί και ονομάζονταν επιλαχόντες.
Από τους 500 βουλευτές, που παίρναν μια μικρή χρηματική αποζημίωση τριών οβολών τη μέρα, κληρωνόταν η πρυτανεία, από 50 μέλη, η οποία για διάστημα 35 ημερών αποτελούσε την κυβέρνηση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι πρυτάνεις όσον καιρον ασκούσαν τα καθήκοντα τους μέναν στο Πρυτανείο με έξοδα του κράτους. Ενας από αυτούς οριζόταν για μια ή δυό το πολύ μέρες Γραμματεύς της Βουλής, δηλαδή πρωθυπουργός.
Η Βουλή ήταν το συμβουλευτικό όργανο της Εκκλησίας του Δήμου. Κάθε νόμος για να ψηφιστεί από την τελευταία έπρεπε να προετοιμαστεί και να συζητηθεί από τη Βουλή, που έβγαζε το προβούλευμα. Γιαυτό τα νομοθετήματα που ψήφιζε η Εκκλησία του Δήμου άρχιζαν πάντα με τη φράση: "ΕΔΟΞΕ Τω ΔΗΜΩ ΚΑΙ Τη ΒΟΥΛΗ"
 (δηλαδή, φάνηκε σωστό στο Λαό και στη Βουλή).
Ανακεφαλαιώνοντας βλέπουμε ότι πηγή και φορέας όλων των εξουσιών ήταν η λαϊκή συνέλευση, η Εκκλησία του Δήμου. Οτι όλα τα αξιώματα ήταν συνήθως ενιαύσια και προσιτά σε όλους τους πολίτες. Οτι πολλοί άρχοντες βγαίναν με κλήρωση, που σημαίνει ότι από τη στιγμή που κάποιος γεννήθηκε αθηναίος πολίτης είχε εν δυνάμει εκλεγεί σε πολλά αξιώματα και απλά περίμενε πότε θα κληρωθεί σε ένα από αυτά. Σημαίνει επίσης ότι όλοι οι πολίτες, πλούσιοι ή φτωχοί, θάρχοταν κάποτε η ώρα να κληρωθούν ή να εκλεγούν σε κάποιο αξίωμα.
Τις δικαστικές αρχές αποτελούσαν δύο μεγάλα δικαστήρια, ο Αρειος Πάγος, το παλιό ανώτατο δικαστήριο, που στα χρόνια της δημοκρατίας είχε χάσει πολλές από τις αρμοδιότητές του και η Ηλιαία το λαϊκό δικαστήριο, που το απαρτίζαν 6000 μέλη τα οποία βγαίναν με κλήρωση από όλους τους πολίτες για ένα χρόνο και παίρναν επίσης ημερήσια αποζημίωση τριών οβολών. Η ηλιαία χωριζόταν σε δέκα τμήματα από 600 δικαστές το καθένα και επιλαμβανόταν με όλες τις ποινικές και αστικές περιπτώσεις. Υπήρχαν όμως και μικρότερα ή και ειδικά δικαστήρια.
Τις διοικητικές αρχές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας τις όριζε επίσης, με κλήρωση ή με ψηφοφορία, η Εκκλησία του Δήμου. Τις αποτελούσαν:
Οι εννέα άρχοντες, που που μετά το 462 πΧ είχαν χάσει κάθε ουσιαστική εξουσία και ασκούσαν μόνο τελεουργικά καθήκοντα. Οι εννέα άρχοντες κληρώνονταν ανάμεσα στους πλούσιους, (πεντακοσιομέδιμνους) και ήταν: Ο επώνυμος άρχων, ο άρχων βασιλεύς, ο πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέται. Μετά τη θητεία τους, που ήταν για ένα χρόνο, γίνονταν ισόβια μέλη του Αρείου Πάγου.
Οι δέκα αστυνόμοι, που είχαν καθήκοντα τήρησης της τάξης και  είχαν υπό τις διαταγές τους ένοπλα τμήματα σκυθών ή θρακών δούλων.
Οι δέκα επισκευασταί των ιερών, που φρόντιζαν για τη συντήρηση των ναών, οι πέντε οδοποιοί, οι πέντε νεωροί, ο επιμελητής των κρηνών, υπεύθυνος για την ύδρευση της πόλης και οι αρχιτέκτονες επί τας ναυς, που ευθύνονταν για τη ναυπήγηση και συντήρηση των πολεμικών σκαφών.
         Οι οικονομικές αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας ορίζονταν επίσης με κλήρωση για ένα χρόνο από την Εκκλησία του Δήμου και ήταν: οι δέκα ελληνοταμίαι, οι δέκα ταμίαι της Αθηνάς, οι δέκα ταμίαι των άλλων θεών, ο επί των θεωρικών, οι δέκα σιτοφύλακες, οι δέκα πωληταί και οι δέκα αποδέκται.
Τέλος τις στρατιωτικές αρχές τις αποτελούσαν οι δέκα στρατηγοί, που εκλέγονταν, (ένας για κάθε φυλή), για ένα χρόνο χωρίς δικαίωμα επανεκλογής, (αυτό το τελευταίο καταργήθηκε μετά το 440 πΧ), οι δέκα ταξίαρχοι, οι δέκα φύλαρχοι, οι δύο ίππαρχοι και ο ταμίας των στρατιωτών.
Στρατηγοί μπορούσαν να εκλεγούν από όλες τις τάξεις. Σε σπάνιες περιπτώσεις μεγάλων εθνικών κινδύνων, ένας στρατηγός περιβαλλόταν με μεγάλες, σχεδόν δικτατορικές, εξουσίες, πάντα με απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και τότε ονομαζόταν στρατηγός αυτοκράτωρ.
Τα κύρια θεσμικά γνωρίσματα της δημοκρατίας όμως δεν ήταν τα αξιώματα αλλά οι λειτουργίες της: Η μικρή διάρκεια της εξουσίας, (το πολύ ένα χρόνο, ανκαι οι πρυτάνεις κυβερνούσαν μονάχα λίγες βδομάδες και ο γραμματέας της Βουλής, δηλαδή ο πρωθυπουργός, μια ή δύο μέρες!). Η συνεχής εναλλαγή προσώπων στην εξουσία. Το προσιτό της εξουσίας σε όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από καταγωγή ή περιουσία. Η αιρετότητα των αρχόντων, με μυστική ψηφοφορία ή κλήρωση. Η γραπτή νομοθεσία, με νόμους που επεξεργαζόταν η Βουλή και ψήφιζε η λαϊκή συνέλευση. Η ανεξαρτησία και η λαϊκή βάση της δικαιοσύνης
Υπήρχαν όμως κι άλλοι θεσμοί που δίναν στην αθηναϊκή δημοκρατία τα χαρακτηριστικά της πολιτείας του δικαίου και της ευνομίας.
Ένας από αυτούς ήταν ο θεσμός των δοκιμασιών: κανείς πολίτης δε μπορούσε να βάλει υποψηφιότητα για να εκλεγεί σε κάποιο αξίωμα αν προηγουμένως δεν περνούσε ευνοϊκά από εξ δοκιμασίες.
Συγκεκριμένα έπρεπε να αποδείξει:
- Ότι είναι γνήσιος αθηναίος πολίτης.
- Ότι υπηρέτησε στο στρατό και πήρε μέρος σε εκστρατείες.
- Ότι πλήρωνε ταχτικά τους φόρους.
- Ότι ήταν έντιμος και δεν είχε καταδικαστεί ποτέ για ατιμωτικό αδίκημα.
- Ότι ήταν ευσεβής.
- Ότι η συμπεριφορά του προς τους γονείς του ήταν άψογη.
Οι δοκιμασίες αυτές ήταν ουσιαστικές και εξονυχιστικές και γίνονταν οι τρεις πρώτες από τη Βουλή και οι άλλες τρεις από τα δικαστήρια. Με τις δοκιμασίες αυτές είναι φανερό πως πολλοί φαύλοι αποκλείονταν εξ αρχής από τη δυνατότητα να εκλεγούν.
Ένας άλλος σημαντικός θεσμός ήταν των λειτουργιών, που ήταν ένα είδος τιμητικής φορολογίας. Η Εκκλησία του Δήμου ανέθετε σε κάποιον πλούσιο πολίτη να εξοπλίσει ένα πολεμικό σκάφος, να χρημοτοδοτήσει το ανέβασμα μιας τραγωδίας (από εκεί βγήκε και οόρος χορηγός) και γενικά να κάνει κάποιο κοινωφελές έργο χωρίς ελπίδα κερδους εκτός από την αναγραφή του ονόματός του σε τιμητική στήλη.
Ο οριζόμενος είχε δικαίωμα να αρνηθεί, αλλά με τον όρο να υποδείξει άλλον, πλουσιώτερο κατά τη γνώμη του, που κι αυτός με τη σειρά του μπορούσε να ζητήσει την ανταλλαγή των περιουσιών τους αν ισχυριζόταν πως δεν ήταν τόσο πλούσιος. Η ανταλλαγή αυτή λεγόταν αντίδοσις.
Τρίτος τέλος θεσμός ήταν ο οστρακισμός,  με τον οποίον μπορούσε η Δημοκρατία να απομακρύνει από την πολιτική σκηνή όποιον η κοινή γνώμη θεωρούσε πως με την πολιτεία του ή και απλώς λόγω εξαιρετικής δημοφιλίας, μπορούσε να γίνει επικίνδυνος για τους θεσμούς και το πολίτευμα. Ο οστρακισμός καθιερώθηκε τι 508 από τον Κλεισθένη για να αποκλείσει την επανάληψη της τυρανίας. Αποφασιζόταν ύστερα από σχετική δημόσια καταγγελία από την Εκκλησία του Δήμου, που εκτάκτως συνεδρίαζε στην Αγορά και όχι στην Πνύκα. Ακολουθούσε ψηφοφορία όλων των πολιτών που γράφανε το όνομα του υποψήφιου για οστρακισμό πάνω σε κομμάτια πήλινων σκευών, (όστρακα). Αν τα γραμμένα όστρακα ήταν περισσότερα από το μισό των ψηφισάντων ο καταδικασμένος έπρεπε να φύγει σε τρεις μέρες από την Αττική και να μείνει σε υπερορία για δέκα χρόνια, μετά τα οποία ξαναγύριζε, χωρίς άλλες συνέπειες στα πολιτικά του δικαιώματα, στην περιουσία ή στην οικογένειά του.
Ήταν λοιπόν ο Δήμος Αθηναίων αληθινή Δημοκρατία; Πολλοί το αρνούνται, προβάλλοντας ισχυρά επιχειρήματα. Ομως τί είναι δημοκρατία; Στο ερώτημα αυτό απαντα ο Περικλής στον “Επιτάφιο”: “Το να κυβερνάν όχι οι λίγοι αλλά οι πολλοί, αυτό το λέμε δημοκρατία”, ( Το ουχί ες ολίγους αλλ’ες πλείονας οικείν, δημοκρατία κέκληται). Το ζήτημα είναι τί εννοούμε λέγοντας “πολλοί”.
Το αντίθετο της δημοκρατίας είναι η ολιγαρχία, στην οποία κυβερνούν οι λίγοι. Η αντίληψη ότι δεν είναι σωστό να κυβερνούν την πολιτεία οι πολλοί, ο όχλος, ο αδαής λαός, αλλά οι λίγοι εκλεκτοί, οι άριστοι, είναι πανάρχαιη και εκφράστηκε πιο καθαρά από τον Πλάτωνα. Το θέμα είναι ποιοί είναι αυτοί οι άριστοι, από πού αντλούν το δικαίωμα να κυβερνούν και βάσει ποιας λογικής αρνούνται το δικαίωμα αυτό στον απλό λαό.
Οι κάθε είδους και ονομασίας ολιγαρχικοί δέχονται ως κριτήριο για να καταταγεί κάποιος στους αρίστους είτε την καταγωγή είτε τον πλούτο είτε τη μόρφωση και υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα να κυβερνούν οι άριστοι το παίρνουν είτε από τους θεούς, είτε από την ιστορική ή κοινωνική αναγκαιότητα είτε από άλλες εξ ίσου νεφελώδεις και αυθαίρετες πηγές.  Στην πραγματικότητα μοναδική πηγή της εξουσίας των αρίστων ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων η απροκάλυπτη ή συγκεκαλυμένη βία.
Στις διάφορες μορφές δημοκρατίας αντίθετα, αυτοί που κυβερνούν εκλέγονται από κάποιους άλλους. Ο τρόπος που εκλέγονται και ο αριθμός αυτών που έχουν το δικαίωμα εκλογής ποικίλει φυσικά, ανάλογα με τη μορφή της δημοκρατίας, πάντως όσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός των εκλεγόντων, όσο πιο μεγάλη είναι η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε πολλούς υποψήφιους κι όσο πιο εύκολη είναι η διαδικασία, τόσο πλατύτερη είναι η δημοκρατία.
Βέβαια η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν ήταν κάποιο ιδανικό πολίτευμα. Είχε πολλά και σοβαρά τρωτά και μειονεκτήματα, όχι όμως αυτά που τονίζουν ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας ή ο Ξενοφώντας. Ο πρώτος ήταν προκατειλημένος εναντίον της κι οι άλλοι δύο απροκάλυπτοι εχθροί της. Αυτούς τους ενοχλούσε η παντοδυναμία της Εκκλησίας του Δήμου, το ευμετάβλητο των διαθέσεων και αποφάσεων του λαού και το νεωτεριστικό πνεύμα που κυριαρχούσε παντού.
Τα πραγματικά μειονεκτήματα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που την οδήγησαν τελικά στην ήττα, με δραματικές συνέπειες για όλον τον ελληνισμό ήταν άλλα.
Πρώτα πρώτα ήταν ο αποκλεισμός των γυναικών από κάθε είδους κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα. Οι αθηναίες δεν είχαν κανένα πολιτικό και ελάχιστα κοινωνικά δικαιώματα, σ’αντίθεση με τις γυναίκες της Σπάρτης, του Αργους, της Λέσβου, της Κρήτης  και άλλων ελληνικών περιοχών.
Ακόμα η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν φιλοπόλεμη και επεκτατική. Δε μπορούσε να κάνει αλλοιώς. Στην αρχαιότητα το κυριώτερο μέσο παραγωγής ήταν η γη. Η Πολιτεία έχοντας για στήριγμα της τους ελεύθερους μικροκαλιεργητές, έπρεπε να φροντίζει να έχουν όλοι τους επαρκείς κλήρους γης. Όταν η γη της Αττικής δεν επαρκούσε πια, η Δημοκρατία έκανε πολέμους, προσαρτούσε νέα εδάφη και εγκαθιστούσε σ’αυτά αθηναίους κληρούχους. Οι συνεχείς όμως πόλεμοι, που δεν τους έκανε με μισθοφορικά στρατεύματα αλλά με δικό της στρατό από αθηναίους πολίτες, υπονόμευε την ίδια την κοινωνική της βάση, γιατί οδηγούσαν τους πολίτες στην οικονομική καταστροφή.
Τέλος η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν υπερβολικά τοπικιστική. Μολονότι της δόθηκε η ευκαιρία να συνενώσει σε μια πολιτική ενότητα το σύνολο σχεδόν της Ελλάδας, δεν είχε την διορατικότητα, την ευρύτητα του πνεύματος και την οργανωτική ικανότητα να το κάνει, αρετές που αργότερα μόνο η Ρώμη επέδειξε. Ακόμα και οι ξένοι που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και που στο τέλος του 5ου αιώνα αποτελούσαν σχεδόν τους μισούς κατοίκους του Αστεως, δεν απόχτησαν ποτέ δικαιώματα αθηναίου πολίτη.
Αυτά τα σοβαρά μειονεκτήματα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας την οδήγησαν σε αδιέξοδα και προκάλεσαν την παρακμή της. Παρ’όλα αυτά ήταν το πιο γόνιμο σε θεσμούς και ιδέες, (που γνώρισαν παγκόσμια ακτινοβολία και έχουν διαχρονική ισχύ), πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της ιστορίας.

Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Ψαχνοντας τις Ρίζες μου

Όλα τα στοιχεία και τα ιστορικά γεγονότα είναι παρμένα από το Βιβλίο "ΓΙΑΤΙ" του εξόχου αφηγητή των χωριών του Ζάρακα. ΚΟΚΚΟΡΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Έκδοση του 1992 Γεώργιος Λ. Κόκκορης Κρήτης 26 - Βριλήσσια Αθήναι Τ.Κ. 15235 Τηλ: 6010783

Το γένος της Μητέρας μου

Ο Παππούς

ΦΡΙΤΖΗΛΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ του ΛΑΜΠΡΟΥ

1888-1970

Ένας από τους Ρηχιώτες αγροτοκτηνοτρόφους αγωνιστές Πατεράδες της γενιάς μας που για την πατριωτική του στάση που τήρησε η οικογένεια του στην αντίσταση οι Χίτες του παρακράτους κατέστρεψαν όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, με το πλιάτσικο και τη φωτιά. Τον προφυλάκισαν βάρβαρα, και τον βασάνισαν δέρνοντας τον μέχρι αναισθησίας χωρίς οίκτο κα έλεος φωνάζοντάς τον ΕΑΜΟβούλγαρο. Και εκείνος τους απαντούσε με αγανάχτηση. «Εμένα ρε με λέτε ΕΑΜΟβούλγαρο που πολέμησα δέκα χρόνια εναντίον τους σώμα με σώμα, για την λευτεριά της Πατρίδας. Και όμως αυτό εξαγρίωνε τους θλιβερούς προσκυνημένους και τον βασάνισαν χειρότερα. Εκεί είχαν κατρακυλήσει οι εθνοσωτήρες της δεξιάς μας τότε και βασάνιζαν του γέρους πολεμιστές γονείς των πατριωτικών αγώνων του έθνους, γιατί είχαν γαλουχήσει τα παιδιά τους με τα πατριωτικά αισθήματα και τα ιερά και όσια της φυλής μας κληροδοτήματα. Ξεσπούν τα ανθρωπάκια της υποτέλειας στους γέροντες και στις αδύναμες γυναικούλες διότι δεν είχαν τα κότσια να ανέβαιναν στα βουνά να τα βάλουν με τους αγωνιστές. Αυτό γιατί αργότερα όταν θα άδειαζαν τα χωριά από τον κόσμο και θα τα κατέστρεφαν και θ' αφαιρούσαν την δυνατότητα στήριξης, από τις τέλεια εξοπλισμένες κι άπειρα υπέρτερες δυνάμεις των μεγάλων αφεντάδων, και το άφθονο χρήμα. Ο γεροφριντζήλας ήπιε κι αυτός το πικρό ποτήρι της απογοήτευσης όταν έμαθε τον θάνατο του γιου του αγωνιστή Λάμπρου που πιάστηκε αιχμάλωτος και εκτελέστηκε εν ψυχρώ από τους αντιπάλους, που ήθελαν μόνο νεκρούς και όχι αιχμαλώτους. Είχε προηγηθεί η κατάσχεση στο κοπάδι του με τα γιδοπρόβατα που με αυτά είχε αναθρέψει τα παιδιά του, και τα λάτρευε και εκείνα το ίδιο όπως και όλοι οι ξομάχηδες κτηνοτρόφοι που γεννιούνται και μεγαλώνουν κοντά σε αυτά απολαμβάνοντας την ηρεμία και τον καθαρό αέρα της υπαίθρου. Είδε με χτυποκάρδι τον γιο του Γιώργο να βγαίνει ζωντανός από την θύελλα της αδελφοσφαγής και έκλαιγε από συγκίνηση. Πέρασε τα τελευταία του χρόνια πικραμένος για την άδικη μεταχείριση που του επιφύλαξαν οι μικροί αλλά άκρως επικίνδυνοι της ολιγάριθμης ομάδας των συγχωριανών του, της άκρας δεξιάς, της εξουσίας. Πέθανε το 1970. Του είχαν μοιάσει τά παιδιά. Και έγιναν πατριώτες. Του καταστρέψαμε το βιός, οι θλιβεροί προδότες. Στα νιάτα ήταν ο αγωνιστής- Ήταν αγνός πολεμιστής. Τους Τούρκους και τους Βούλγαρους , τους είχε πολεμήσει. Για δέκα χρόνια συνεχώς - Χωρίς να σταματήσει Και Βούλγαρο τον βρίζανε - Αυτοί που προσκηνήσανε Ποιοι δώσανε την εντολή - Και τον προφυλακίσανε; Τον γέροντα αγωνιστή - Γιατί τον βασανίσανε; Ενέργεια αίσχους και ντροπής - Κύριοι της επιτροπής.

Η Γιαγιά

ΦΡΙΝΤΖΗΛΑ ΜΑΡΙΑ του ΙΩΑΝΝΟΥ

1895- 1997

Μία από ης αγροτοκτηνοτρόφισσες μανάδες των αγωνιστών της Ρηχιάς που υπάρχει ακόμα ανάμεσά μας, και μας διηγείται της ζωής της τα γυρίσματα και τα παράξενα καμώματα. Είναι η σκληραγωγημένη κυρά Μαρία που έζησε και ανάθρεψε τα παιδιά της στην Ρηχιά και εργαζόταν στα «καρίκια» που βρίσκονταν νότια των Πισταμάτων που είναι τα χωράφια τους και τα στανοτόπια τους. Πήγαινε με τα πόδια της διανύοντας περπατώντας την άκρως κακοδιάβατη και μακρινή απόσταση, και συνήθως φορτωμένη. Είναι μια από τις Ζαρακίτισσες μανάδες που γέννησαν και ανάθρεψαν με το κουρασμένο γάλα τους τους αγνούς αγωνιστές της αντίστασης σαν και το Λάμπρο της που τον δολοφόνησαν αφού έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των αντιπάλων του και δεν καταδέχτηκαν να εξετάσουν μήπως δεν έπρεπε σύμφωνα με τους πολεμικούς κανόνες. Οι φονιάδες των Αγγλοαμερικανών δεν θελαν ζωντανούς αιχμαλώτους, θελαν μόνο νεκρούς. Είδε η μάνα αυτή να βασανίζουν απάνθρωπα και τον άλλο της γιο το Γιώργο μέχρι αναισθησίας καθώς και τον άνδρα της και να τον βασανίζουν αγριότερα όταν τους απαντούσε. Εμένα ρε με φωνάζετε βούλγαρο, που τους πολέμησα για οχτώ χρόνια σώμα με σώμα; Η μάνα αυτή έχει μια ιδιαιτερότητα, διότι σε μια από τις διαδρομές της από τα καρίκια στη Ρηχιά που ήταν στο μήνα της για να τεκνοποιούσε, από ημέρα σε ημέρα δεν καθόταν στο σπίτι της και την έπιασαν οι πόνοι όταν έφτασε στη θέση μονοπάτι στη «Ράχη του μίνι», γέννησε δυο παιδιά δίδυμα μόνη της χωρίς κανενός τη βοήθεια, έκοψε μόνη της τους ομφάλιους λώρους, τα πήρε στην ποδιά της και έφτασε στο σπίτι της διανύοντας την απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων. Πρέπει να σημειωθεί ότι και εκεί που έφτασε δεν την περίμεναν γιατροί και νοσοκόμοι, αλλά οι γειτόνισσες με τα πρακτικά βοηθήματα για την ίδια και τα νεογέννητα. Τί άλλο από γενναιότητα ήταν αυτή η περίπτωση αυτής της αγροτοκτηνοτρόφισσας του Ζάρακα; Αυτής της σκληροτράχηλης λεβεντομάνας που αγωνιστές ανάθρεψε με τον ιδρώτα και με το αίμα της για να της τα βασανίσουν και να της τα δολοφονήσουν οι προσκυνημένοι νάνοι που λέρωσαν της χώρας μας την ιστορία; Είναι πολύς ο χώρος που χρειάζεται για να χωρέσουν τα περιστατικά αυτής της αγωνίστριας και σταματώ εδώ. Στα χέρια ποιος μας κράτησε - Και μας πρωτοτραγούδησε; Και ποιος μας πρωτοφίλισε - Και μας γλυκονανούρισε; Ποιανού χέρι κρατήσαμε - Στα πρώτα βήματα μας Και όταν παίζοντας πέσαμε - Ποιος έτρεξε κοντά μας; Η Μάνα μας λαχτάρισε - Και ήρθε να μας σηκώσει Να μας χαϊδέψει τρυφερά - Και θάρρος να μας δώσει. Ποιος είναι που αμφισβητεί - Της μάνας την φροντίδα Να δώσει θάρρος στα παιδιά - Παρηγοριά κι ελπίδα; Η Μάνα που αναφέρω εδώ - Η σκληραγωγημένη Πάλεψε ασταμάτητα - Και νιώθει ευτυχισμένη.

Σημειωση:

Η μητέρα

ΚΥΡΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ

1928-1996

Σημειωση Ι: Αλλά και σε πιο πρόσφατες εποχές, η κόρη της, η κυρά Γιαννούλα, "η μητέρα μας", σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών, ξεγέννησε το μικρότερο αδελφό μου το μήνα θεριστή στο δρόμο που οδηγούσε απ’ το αλώνι όπου δούλευε μέχρι την ώρα της γέννας καθ’ οδό προς το σπίτι με τη βοήθεια και συμπαράσταση, κάποιας γειτόνισσας που αυτοδιορίστηκε μαία. Η μαμή κατέφθασε πολύ αργότερα. Σημειωση ΙΙ: Η Κυρά Γιαννούλα δεκαεννιάχρονη έφηβη ερωτεύτηκε επίσης δεκαεννιάχρονο έφηβο απο την Ελίκα, στρατολογημένο από τους χίτες του Μπρατίτσα. Κυνηγημένοι η μεν από την οικογένεια ο δε από την ομάδα του, βρήκαν καταφύγιο στο μικρό και απόμερο οικισμό τα Βουβουτσέλια (Παναγίτσα). Ήταν προοίμιο της εθνικής συμφιλίωσης;

Ο αδικοχαμένος Θείος

ΦΡΙΤΖΗΛΑΣ ΛΑΜΠΡΟΣ του ΙΩΑΝΝΟΥ

1924-1949

Ο Λάμπρος Ιωάννου Φριτζήλας ήταν ένα από εκείνα τα αγνά απολύτως αθώα τσοπανόπουλα της δικής μας γενιάς που τα ανέθρεφαν οι απλοϊκοί και αγράμματοι γονείς τους με τις αρχές της Ελληνοχριστιανικής θρησκείας, τους αυστηρούς παραδοσιακούς μας οικογενειακούς κανόνες και την ανιδιοτελή φιλοπατρία. Είχε αναθραφεί με πολλές στερήσεις και σκληρές συνθήκες διαβίωσης και ήταν προσαρμοσμένος στην σκληρή ζωή των νέων που ζούσαν τότε στα απομονωμένα χωριά του Ζάρακα που δεν είχαν την υποδομή που έχουν τώρα. Δεν υπήρχαν δρόμοι, ρεύμα και γενικά τα σημερινά μέσα επικοινωνίας. Πήγαινε με τα πόδια του περπατώντας από τη Ρηχιά στα καρύκια που είχαν τα στανοτόπια τους και όχι με την κατάλληλη ενδυμασία και ποδεμή. Όλος ο γνωστός κόσμος μέχρι τότε για τον Λάμπρο ήτανε από τα καρύκια, μέχρι τα Μπελεσέϊκα, της Ρηχιάς. Είχε ακούσει από τους μεγαλύτερους κάτι για τους Κολοκοτρώνηδες, Παπαφλέσσηδες και Διάκους, που πολεμήσανε τους Τούρκους. Του είχε διηγηθεί και ο Πατέρας του τις πολεμικές του περιπέτειες στον Μικρασιατικό πόλεμο που είχε πάρει μέρος τότε που ήταν νέος και τον κάλεσε η Πατρίδα. Όταν κι αυτός άκουσε ότι στα κοντινά βουνά υπήρχαν κάτι πατριώτες που τους λέγανε αντάρτες και πολεμούσαν τους καινούργιους κατακτητές υπάκουσε στον άγραφο νόμο του καθήκοντος και δεν δίστασε αυτό το καθαρόαιμο Ελληνόπουλο της υπαίθρου με την λεβέντικη κορμοστασιά να δώσει το παρών του. Και να διαθέσει με ανιδιοτέλεια και εθελοντικά τα ξέγνοιαστα και ωραία του νιάτα για τον αγώνα της λευτεριάς. Αυτή του η απόφαση ήταν που στοίχισε στον Πατέρα του υλική καταστροφή και φριχτά βασανιστήρια και θάνατο από τους δοσίλογους της κατοχής όταν εκ των υστέρων έγιναν οι εθνοσωτήρες και οι θεματοφύλακες των ιδανικών της φυλής μας. 'Ήταν τότε που το παρακράτος της δεξιάς δεν σταματούσε μπροστά σε τίποτα. 'Ήταν τότε που ο κάθε πατέρας σαν και εκείνον τον ξωμάχο τον Μπάρμπα Γιάννη τον Φριτζήλα που και αυτός είχε πολεμήσει στην πρώτη γραμμή του μετώπου της Μικρά Ασίας, έπρεπε να τιμωρούνται με τρόπο κανιβαλικό για την στάση των παιδιών τους. Ήταν τότε που οι Χίτες θέλαν να πείσουν τον κόσμο, ότι έπρεπε να τιμωρούνται εκείνοι οι πατεράδες που δεν συμβούλεψαν τα παιδιά τους να προσκυνήσουν τους δυνατούς κατακτητές πηγαίνοντας μαζί τους και να πρόδιναν την πίστη τους και τα ιδανικά τους. Ήταν τότε που εν ονόματι του βασιλέως διαπομπεύτηκαν και εξοντώθηκαν πολλοί γονείς διότι είχαν κάνει το λάθος κατά τη γνώμη των ανθρωποκυνηγών της δεξιάς και είχαν γαλουχήσει τα παιδιά τους με το αίσθημα της τιμής και του πατριωτικού καθήκοντος. Αυτό είχε κάνει α ο Μπάρμπα-Γιάννης ο Φριτζήλας και το πλήρωσε πολύ ακριβά αγαπητέ μου αναγνώστη.  Μετά την απελευθέρωση η ζωή του Λάμπρου έγινε πολύ δύσκολη διότι οι παρακρατικοί χτύπησαν την οικογένεια αδίσταχτα με πολλούς τρόπους. Τον καταδίωξαν μανιωδώς τον αγωνιστή, ο οποίος αναγκάστηκε να πιάσει πάλι το όπλο του αντάρτη. Το 1946-47, ήταν στο λόχο του Τάκη Γεωργόπουλου από το Βλαχιώτη, και το 1948 αποσπάστηκε  στον λόχο του Γιώργου Γκοβάτσου από τη Μεταμόρφωση Λοχίας. Τον Ιούνιο του 1949 κατά τις επιχειρήσεις της 9ης Μεραρχίας έπεσε σε ενέδρα και πιάστηκε αιχμάλωτος στην Θέση Αμυγδαλιά Πελετών όπου και τον εξόντωσαν αμέσως. Είχαν προηγηθεί τρομερές κακοποιήσεις των γονέων του και η κατάσχεση κάθε κινητού περιουσιακού στοιχείου. Ο γέρος πατέρας του δάρθηκε μέχρι αναισθησίας από τους Χίτες, η μάνα του κλείστηκε για οκτώ μήνες φυλακή, η κακομεταχείριση δεν σταμάτησε μέχρι και της καταστροφής του σπιτιού τους και του στανοτοπιού τους. Ο Λάμπρος σαν ξεκίνησε - Και μπήκε στον αγώνα 'Ήταν πεντακάθαρος - Κρυστάλλινη σταγόνα. Ήταν το τσοπανόπουλο - Το σκληραγωγημένο Σαν το πουλί ελεύτερο - Ήτανε μαθημένο. Ήταν αγνός και τίμιος - Που πάντα στους αγώνες Για λευτεριά και προκοπή- Τίμησε τη φυλή του.

Σημείωση:

Ήταν ένα όμορφο παλικάρι, λεβέντικη κορμοστασιά. View Larger Map
Read More

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Μια άλλη Ασπασία, η Μιλτώ από τη Φώκαια,

Όλοι, λίγο πολύ, έχουμε ακουστά την Μιλησία Ασπασία, την κόρη του Αξιόχου, την εταίρα, που στάθηκε η συντρόφισσα και κατόπιν γυναίκα του Περικλή, κατά τα τελευταία δεκάξι χρόνια της ζωής του και ουσιαστική κυβέρνησε μαζί του την Ελλάδα. Λίγοι όμως ξέρουν μιαν άλλην Ασπασία, κατά μία γενιά νεώτερη της πρώτης, που καταγόταν κι αυτή από την Ιωνία.
Πρόκειται για την Ασπασία της Φωκαϊδα, την κόρη του Ερμοτίμου, που για το χρώμα της επιδερμίδας της τη φωνάζανε Μιλτώ (δηλαδή Ροδούλα ή Τριανταφυλλένια).. Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, που συδύαζε όμως το κάλλος του σώματος με την ομορφιά της ψυχής και την εξυπνάδα του μυαλού της. Όταν ο Κύρος ο νεώτερος (αυτός του Δαρείου και της Παρυσάτιδος) έγινε σατράπης της Ασίας (δηλαδή της Δυτικής Μικρασίας) ακούγοντας για την ομορφιά της Ασπασίας την πήρε στο «χαρέμι» του. Η Ασπασία οδηγήθηκε αναγκαστικά στην αυλή του σατράπη αλλά με τη σύνεση, την αξιοπρέπεια και τη σεμνότητά της κέρδισε όχι απλώς την εκτίμηση αλλά τον παράφορο έρωτα του Κύρου, που στο τέλος παράτησε τις άλλες γυναίκες του «χαρεμιού» του και ζούσε με την Ασπασία σαν κανονικό ελληνικό ζευγάρι. Στο τέλος και η Ασπασία τον αγάπησε και ανταπέδωσε τον έρωτά του. Και όχι μόνο αυτό. Ο Κύρος τη θεωρούσε ισότιμή του, συζητούσε μαζί της όλες τις υποθέσεις της σατραπείας, ακολουθούσε  τις συμβουλές της, που τις εύρισκε πάντα σωστές και γενικά της συμπεριφερόταν όπως ο Περικλής την άλλη Ασπασία, τη Μιλησία.
Η Ασπασία ζώντας μέσα στα πλούτη και τις ανέσεις δεν έχασε την απλότητά της ούτε κυριευτηκε από ματαιοδοξία και έπαρση. Κάποτε χάρισαν στον Κύρο ένα περιδέραιο φτιαγμένο στη Θεσσαλία με εξαιρετική τέχνη . Ο Κύρος χαρούμενος πήγε το μεσημέρι στο παλάτι, αλλά βρήκε την Ασπασία να κοιμάται. Κάθισε δίπλα της περιμένοντας να ξυπνήσει κι όταν αυτή άνοιξε τα μάτια της, της παρουσίασε το δώρο του. Εκείνη όμως το αρνήθηκε λέγοντας πως τέτοιο δώρο είναι αντάξιο της μητέρας του της Παρυσάτιδας, αυτή του προσφέρει το λαιμό της έτσι όπως είναι γυμνόν.
Ο Κύρος εντυπωσιάστηκε και έστειλε το περιδέραιο στη μητέρα του μαζί με γράμμα, όπου εξηγούσε τα καθέκαστα. Η Παρύσατις ενθοσιάστηκε με τη στάση της «νύφης» της και σε ανταπόδοση της έστειλε πολύτιμα βασιλικά δώρα. Και πάλι όμως η Ασπασία δεν τα δέχτηκε, γιατί όπως είπε στον Κύρο, «Δίπλα σου έχω όσα μου χρειάζονται ενώ θα χρησιμέψουν σε σένα, που έχεις τόσους ανθρώπους να θρέψεις».
Όταν ο Κύρος σκοτώθηκε στα Κούναξα, κατά την άτυχη εκστρατεία του κατά του αδελφού του, η Ασπασία, που τον συνόδευε στην εκστρατεία, έπεσε στα χέρια των στρατιωτών του Αρταξέρξη. Αυτοί την οδήγησαν αλυσοδεμένη μπροστά στον Μεγάλο Βασιλιά, εκείνος όμως αγανάκτησε και τους έριξε όλους στη φυλακή, ενώ διάταξε να την ελευθερώσουν και να της δώσουν πολυτελή ρούχα και στολίδια. Η Ασπασία πενθώντας τον Κύρο στην αρχή δεν ήθελε να τα βάλει, αλλά με τα πολλά δέχτηκε να τα φορέσει και όταν παρουσιάστηκε ντυμένη σα βασίλισσα μπροστά στον Αρταξέρξη, του φάνηκε ομορφότερη από όλες τις γυναίκες του.
Ο Αρταξέρξης την πήρε δίπλα του και δε λογάριαζε πια καμιάν από τις άλλες γυναίκες του, εκτός από ένα «τεκνό», τον ωραιότατο νεανίσκο Τιριδάτη, τον αγαπημένο του ευνοούμενο. Σύντομα όμως ο Τιριδάτης πέθανε μόλις δεκάξι χρονών και ο Αρταξέρξης έμεινε απαρηγόρητος. Κήρυξε δημόσιο πένθος σε όλο το βασίλειο και κλείστκε στο δωμάτιό του, όπου κανείς δεν τολμούσε να τον επισκεφτεί. Εντούτοις η Ασπασία, που τον λυπήθηκε, πήγε ντυμένη πένθιμα και όταν ο βασιλιάς πήγε στο λουτρό, εκείνη στάθηκε μπροστά του δακρυσμένη  και με τα λόγια της προσπάθησε να απαλύνει τον πόνο του.
Τελικά αγαπήθηκαν και ζήσανε λίγα χρόνια μαζί, αλλά οι περιπέτειες της Ασπασίας δεν τέλειωσαν. Όταν ενηλικιώθηκε ο Δαρείος, ο διάδοχος του θρόνου, ο Αρταξέρξης τον ρώτησε, κατά το έθιμο, τι θα επιθυμούσε σαν πρώτο δώρο για την ενηλικίωσή του. Εκείνος τότε του ζήτησε  την Ασπασία! Ο Μεγάλος Βασιλιάς βρέθηκε σε δίλημα. Δεν ήθελε να χάσει την Ασπασία, ούτε όμως να κακοκαρδίσει τον αγαπημένο του γιο, άσε που οι επικρατούντες νόμοι  του επιβάλαν να τηρήσει το έθιμο της «πρώτης δωρεάς».
Τη λύση έδωσε  η Ασπασία. Από μικρή λάτρευε την Αφροδίτη, που στην Περσία ονομαζόταν Αστάρτη. Ήδη ως ευνιούμενη, του Κύρου πρώτα και του Αρταξέρξη μετά, είχε φτιάσει χρυσά αγάλματα της Θεάς και ίδρυσε ναούς της. Μπροστά λοιπόν στη διαγραφόμενη προοπτική να γίνει ερωμένη τρίτου μονάρχη, ζήτησε από τον Αρταξέρξη να τηρήσει μεν την υπόσχεσή του αλλά να της επιτρέψει να γίνει ιέρεια της Αστάρτης. Μ΄αυτόν τον τρόπο θα ζούσε μεν δίπλα στον Δαρείο, αλλά δεν θα είχε μαζί του ερωτικές σχέσεις, μια που οι ιέειες της Αστάρτης έπρεπε να ζουν σε αγνότητα.

Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
Read More

Ηδονοβλεψίας με το ζόρι

(άλλη μία ιστορία από τον Ηρόδοτο: Βιβλίο 1 - Κλειώ 1.7 - 1.12)

Η Λυδία  κατά τον 8ο, 7ο και 6ο αιώνες της Αρχαιότητας ήταν ένα πλούσιο και ισχυρό κράτος στη δυτική Μικρασία. Η χρυσοφόρος άμμος του ποταμού Πακτωλού, της εξασφάλιζε ένα πολύ σοβαρό έσοδο. Γιαυτό και από τότε το όνομα του ποταμού είναι συνώνυμο με τον πλούτο και την αφθονία. Στη Λυδία κόπηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία χρυσά νομίσματα.
Κατά τον 8ο αιώνα και συγκεκριμένα το 735-716, βασιλιάς της Λυδίας ήταν ο Κανδαύλης του Μύρσου, (και γιαυτό οι Έλληνες ονόμαζαν και Μυρσίλο), του οίκου των Ηρακλειδών, που κατάγονταν από τον γιο του Ηρακλή, Αλκαίο. Ο Κανδαύλης ήταν πολύ φιλόμουσος και καλλιεργημένος, αλλά ελαφρώς ανόητος. Είχε μιαν ωραιοτάτη γυναίκα, που όχι μόνο την αγαπούσε περιπαθώς, αλλά τη θεωρούσε την ομορφότερη γυναίκα του κόσμου, καμάρωνε γι΄αυτήν και δεν παρέλειπε να εκθειάζει τα κάλλη της στους φίλους και συνεργάτες του.
Μεταξύ αυτών ήταν και ο αρχηγός της σωματοφυλακής του, ο Γύγης του Δασκύλου, του οποίου τα αυτιά είχε φάει ο Κανδαύλης, περιγράφοντας του την ανυπέρβλητη ομορφιά της γυναίκας του. Ο Γύγης όμως ήταν (ή έκανε πως ήταν) δύσπιστος.
-- Δε λέω, βασιλιά μου,  μπορεί να είναι όμορφη η γυναίκα σου αλλά όχι και η ωραιότερη του κόσμου, του έλεγε και τότε ο Κανδαύλης την πάτησε
-- Για να πεισθείς για την ομορφιά της, δε μένει παρά να τη δεις με τα ίδια σου τα μάτια γυμνή, γιατί τα μάτια είναι πιο αξιόπιστα από τα αυτιά.
Ο Γύγης τα έχασε
-- Μα τι λες τώρα Αφέντη μου, είναι δυνατό να γίνουν αυτά; Δεν είναι καθόλου σωστό να δω τη Βασίλισσα μου γυμνή, γιατί βγάζοντας μια γυναίκα το ρούχο της, βγάζει μαζί του και την ντροπή. Εντάξει, για να τελειώνουμε, συμφωνώ πως η γυναίκα σου είναι η πιο όμορφη στον κόσμο, αλλά σε παρακαλώ να μην επιμένεις σε τέτοια παράλογα πράγματα, γιατί θα μας βρει κανένα κακό.
-- Μη φοβάσαι βρε Γύγη, θα τα κανονίσω έτσι που εκείνη δε θα πάρει είδηση. Θα σε μπάσω κρυφά στον κοιτώνα μας και θα σταθείς πίσω από την πόρτα, ώστε να τη δεις γυμνή, την ώρα που θα έρθει να πλαγιάσει στο κρεβάτι μου. Εκείνη θα σου έχει γυρισμένη την πλάτη και έτσι, χωρίς να σε αντιληφθεί, θα μπορέσεις αφού τη δεις και πεισθείς για την ομορφιά της, να φύγεις αθόρυβα.
Τελικά, πες πες, τον κατάφερε (θα το ήθελε άλλωστε κι αυτός να δει τη βασίλισσα γυμνή) και ένα βράδυ τον έμπασε κρυφά στον κοιτώνα τους και τον έκρυψε πίσω από την πόρτα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και περίμενε τη γυναίκα του. Ήρθε πράγματι εκείνη, χωρίς να φορά τίποτα και ξάπλωσε δίπλα του. Ο Γύγης αφού την είδε να πλαγιάζει, έφυγε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Το κακό είναι πως η γυναίκα τον είδε τη στιγμή που έφευγε, ντράπηκε πολύ, αλλά δεν είπε τίποτα στον Κανδαύλη. Την άλλη μέρα ρωτώντας κάποιους έμπιστους υπηρέτες της έμαθε τι είχε συμβεί και θύμωσε τρομερά, γιατί στους Λυδους όπως και σε άλλους βαρβάρους εθεωρείτι μεγάλη ντροπή να εμφανιστεί στα μάτια τρίτου κάποιος γυμνός, ακόμα και άντρας. Βάλε τώρα γυναίκα.
Με έμπιστο υπηρέτη της κάλεσε τον Γύγη να παρουσιαστεί μπροστά της και όταν αυτός ανυποψίαστος πήγε, του είπε  πως ήταν ενήμερη των όσων είχαν συμβεί και πως τα θεωρούσε βαρύτατη προσβολή στο πρόσωπό της.
-- Για να ξεπλυθεί η προσβολή, δυο τρόποι υπάρχουν και δε σου μένει παρά να διαλέξεις τον ένα από τους δύο. Είτε εσύ να σκοτώσεις τον Κανδαύλη και να αποχτήσεις εμένα και τη βασιλεία των Λυδών, είτε εγώ να σε σκοτώσω, γιατί υπακούοντάς τον είδες κάτι που δεν έπρεπε να δεις.
Ο Γύγης έπεσε στα πόδια της και την ικέτευε να συγχωρήσει και αυτόν και τον Κανδαύλη. Εκείνη όμως ήταν ανένδοτη και τελικά αυτός δέχτηκε (φυσικά) την πρώτη  λύση
 -- Αφού με αναγκάζεις να σκοτώσω, χωρίς τη θέλησή μου, το βασιλιά μου, πες μου να ακούσω τον τρόπο με τον οποίο θα το κάνουμε της λέει και εκείνη του απάντησε
-- Θα γίνει με τον ίδιο τρόπο και στο ίδιο μέρος που έγινε η προσβολή, όταν θα έχει πια κοιμηθεί.
 Πραγματικά ένα βράδυ ο Γύγης ακολούθησε τη βασίλισσα στον κοιτώνα και κρύφτηκε πίσω από την πόρτα του, εφωδιασμένος με ένα εγχειρίδιο, που του ‘δωσε εκείνη και όταν ο Κανδαύλης έπεσε να κοιμηθεί, τον σκότωσε.
Μετά το θάνατο του βασιλιά παντρεύτηκε τη χήρα του και έγινε ο ίδιος βασιλιάς της Λυδίας. Έτσι ξεκίνησε η δυναστεία των Μερμναδών, που κυβέρνησε τη χώρα κάπου εκατόν πενήντα χρόνια. Τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας ήταν ο γνωστός μας Κροίσος.

Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Διογένης ο Κύων

Ο Διογένης ο Σινωπεύς, που ονομάστηκε ¨κύων¨ δηλαδή σκύλος) είναι ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της κυνικής σχολής, που ίδρυσε ο Αντισθένης ένας από τους πιο διαπρεπείς μαθητές του Σωκράτη. Οι κυνικοί φιλόσοφοι πρέσβευαν την απόλυτη αμφισβήτηση των πάντων, απέρριπταν κάθε εξουσία και θέλαν την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου.
Ο Διογένης γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου αλλά πολύ νέος ήρθε στην Αθήνα και έγινε μαθητής του Αντισθένη. Λέγεται ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν γιατί παραχάραξε το τοπικό νόμισμα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ακολούθησε στην εξορία τον πατέρα του Ικεσία, επόπτη του νομισματοκοπείου της Σινώπης, όταν αυτός κατηγορήθηκε σαν παραχαράκτης. Πάντως, όταν αργότερα κάποιοι τον κατηγόρησαν λέγοντας “οι Σινωπείς σε καταδίκασαν να φύγεις” εκείνος απάντησε “κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν”.
Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Εφαρμόζοντας στην πράξη τις αρχές του κυκλοφορούσε στην Αθήνα ξυπόλυτος, φορώντας  χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο ρούχο και μόνο στα μεγάλα κρύα δανειζόταν από κάποιο φίλο του ένα μανδύα και είχε στην πλάτη του ένα σακούλι όπου έβαζε τίποτε τρόφιμα και ένα τάσι για να πίνει νερό. Όταν μια μέρα είδε ένα παιδί να πίνει νερό από τη βρύση χρησιμοποιώντας τις παλάμες του, το πέταξε κι αυτό. Κοιμόταν χωρίς να μεταχειρίζεται στρωσίδια μέσα σε ένα … πιθάρι, που άλλοτε το κυλούσε στη Βασίλειο Στοά κι άλλοτε στο Μητρώο, κάτω από την Ακρόπολη.
Μια φορά που ταξίδευε με πλοίο πιάστηκε από Αιγινήτες πειρατές, που τον κουβάλησαν στην Κρήτη για να τον πουλήσουν δούλο. Ο Διογένης αντιμετώπισε την περιπέτεια αυτή ατάραχος και με χιούμορ και όταν ο δουλέμπορος τον ρώτησε τι δουλειά ξέρει να κάνει αυτός απάντησε αγέρωχα “Ανθρώπων άρχειν”, βλέποντας δε μεταξύ των υποψήφιων αγοραστών έναν πολύ καλοντυμένο και με λεπτεπίλεπτους τρόπους τύπο, είπε στον κήρυκα: “Σ΄αυτόν εκεί να με πουλήσεις. Αυτός χρειάζεται αφεντικό”.
Πραγματικά τελικά πουλήθηκε σ΄αυτόν, που λεγόταν Ξενιάδης και ήταν πλούσιος Κορίνθιος. Ο Ξενιάδης τον πήρε στην πατρίδα του και του ανέθεσε την εκπαίδευση των γιων του. Ο Διογένης εξοικείωσε τα παιδιά του Ξενιάδη με την ποίηση και τις επιστήμες, τα γύμνασε στη σκοποβολή, το ακόντιο, την ιππασία και τη λιθοβολία, ταυτόχρονα όμως τους δίδαξε πως ο αθλητισμός οφελεί μεχρι να κοκκινίσουν τα μάγουλά σου. Από κει και πέρα είναι βλαβερός και καταστρέφει το μυαλό. ¨εμαθε στα παιδιά του Ξενιάδη, που σύντομα λάτρεψαν το δάσκαλό τους, να είναι σεμνά, πρόθυμα, ολιγαρκή και μετριόφρονα.
Με τον καιρό ο Ξενιάδης που κι αυτός έγινε θαυμαστής του τον απελευθέρωσε, ο Διογένης όμως εξακολούθησε να περνά τα καλοκαίρια του στην Κόρινθο, ενώ τον χειμώνα ζούσε στην Αθήνα.
Ο Πλάτων τιμούσε τον Διογένη, που τον ονόμαζε “Σωκράτη μαινόμενο”, εκείνος όμως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον ιδρυτή της Ακαδημίας και δεν άφηνε ευκαιρία να τον ειρωνεύεται. Όταν ο Πλάτων διατύπωσε τον γνωστό ορισμό για τον άνθρωπο: “Ζώον δίπουν άπτερον” ο Διογένης μάδησε ένα πετεινό και τον παρουσίασε στην αγορά λέγοντας “Ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνος” κι αυτός τότε συμπλήρωσε τον ορισμό με το “και πλατώνυχον”.
Μια μέρα μπήκε στο πλουσιόσπιτο του Πλάτωνα και με τα ξυπόλυτα (και βρώμικα) πόδια του πατούσε στα χαλιά λέγοντας “πατώ τον του Πλάτωνος τύφον (ματαιοδοξία)”.
Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας: “Αν είχες πάει στο Διονύσιο, δε θα τρωγες τώρα ελιές”. Ο Διογένης όμως δεν του τη χάρισε: “Αν έτρωγες ελιές δε θα χρειαζόταν να πάς στον Διονύσιο” (Σημείωση: Ο Διονύσιος ήταν τύραννος των Συρακουσών ο δε Πλάτων πήγε κοντά του προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην “Πολιτεία” του).
Κάποτε ο Διογένης μπήκε σε ένα “βαλανείον” (δηλαδή δημόσιο λουτρό) τόσο βρώμικό ώστε ρώτησε: “οι ενταύθα λουόμενοι, πού καθαρίζονται;”
Βλέποντας στην είσοδο ενός μοχθηρού ευνούχου την επιγραφή “Μηδέν εισίτω κακόν” ρώτησε: “Ο ιδιοκτήτης από πού μπαίνει;”
Άλλοτε παρατήρησε μια τοιχογραφία που εικόνιζε δύο κενταύρους, πανάθλια ζωγραφισμένος και ρώτησε : “Πότερος τούτων Χείρων εστί;” λογοπαικτώντας με το επίθετο χείρων (= χειρότερος) και το όνομα του γνωστού κενταύρου Χείρωνα.
Μια μέρα παρακολουθούσε ρεσιτάλ κιθάρας. Ο κιθαρωδός ήταν κάποιος ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον “καλλιτέχνη” και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν απορημένοι γιατί;, εκείνος απάντησε: “Διότι τηλικούτος ών κιθαρωδεί και ου ληστεύει!”
Στην αγορά της Αθήνας των έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: “Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν”.
Τον ρώτησε κάποιος τύραννος ποιος είναι ο καλύτερος χαλκός για να χυτευθεί ένα άγαλμά του και ο Διογένης του είπε “ο δι΄ου Αρμόδιος και Αριστογείτων εχυτεύθησαν” (δηλαδή ο χαλκός από τον οποίο γίνανε τα αγάλματα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα – των τυραννοκτόνων).
Ενώ βρισκόταν στην Κόρινθο, πέρασε από την πόλη ο Αλέξανδρος και θέλησε να δει από κοντά  τον φιλόσοφο. Ο Διογένης τον δέχτηκε μέσα από το πιθάρι του και όταν ο Αλέξανδρος τον ρώτησε αν ήθελε κάτι απ΄αυτόν εκείνος του απάντησε απλώς “Αποσκότησον με” (δηλαδή μη μου σκεπάζεις τον ήλιο.
Τότε (κατά την παράδοση) ο Αλέξανδρος είπε: “Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος θα ήθελα να είμαι Διογένης”.
Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: “Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον”.
Ο Διογένης πέθανε στην Κόρινθο πολύ γέρος και κατά την παράδοση την ίδια μέρα που πέθανε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος. Οι Κορίνθιοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και στον τάφο του έστησαν μαρμάρινο κίονα, πάνω στον οποίο έστεκε καμαρωτός ένας σκύλος.

Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Η Λάμια και η σολομώντεια δίκη

Εκτός από τη Λάμια, το μυθολογικό τέρας με μορφή γυναίκας, που επιβίωσε στη νεοελληνική λαογραφία και παράδοση, υπήρξε στην ελληνική ιστορία και άλλη μία Λάμια, πανέμορφη όμως αυτή. Ήταν κόρη του Αθηναίου Κλεάνορα και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της ως αυλητρίδα και τη συνέχισε ως εταίρα. Πήγε στην Αίγυπτο, όπου γρήγορα την πρόσεξε ο Πτολεμαίος ο Α΄, που την έκανε ερωμένη του, αλλά το 306 π.Χ., σε ναυμαχία στην Κύπρο ο Πτολεμαίος  νικήθηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, που μαζί με πολλά λάφυρα, πήρε αιχμάλωτη και τη Λάμια.
Με τη σειρά του ο νικητής, όχι μόνο υπέκυψε στα θέλγητρα της Λάμιας, αλλά την ερωτεύτηκε παράφορα και την είχε διαρκώς μαζί του. Η Λάμια είχε επίγνωση της ισχύος που είχε αποκτήσει και έλεγε πως ο Δημήτριος είναι γι΄ αυτήν εραστής ενώ όλες οι άλλες γυναίκες τον είχαν απλώς ερωμένο. Όταν ο μεγάλος αντίπαλος του ο Λυσίμαχος τον περιγέλασε πως ήταν υποχείριο μιας πόρνης ο Δημήτριος γελώντας του είπε “η δική μου πόρνη είναι σοφρωνέστερη της δικιάς σου Πηνελόπης”
Με τη Λάμια ο Δημήτριος ζούσε πολύ έντονη ερωτική ζωή και όταν κάποτε ο Λυσίμαχος του έστειλε πρεσβεία, οι απεσταλμένοι του παρατήρησαν έκπληκτοι πως τα μπράτσα, το λαιμό και το μπούτια του Δημήτριου  ήταν γεμάτα δαγκωνιές, νυχιές και ουλές.
“Πάλεψε με κανένα θηρίο ο βασιλιάς;”
ρώτησε ένας από τους πρεσβευτές τους ακολούθους του κι εκείνοι του απάντησαν γελώντας.
“Δεν έχουμε θηρία εδώ. Έτσι δαγκώνει η Λάμια”.
Όταν κυρίεψε την Αθήνα και οι Αθηναίοι κάνανε τούμπες μπροστά του (μέχρι και Θεό τον ανακηρύξανε!) ο Δημήτριος  έφτιαξε ναό αφιερωμένο στην “Λαμία Αφροδίτη” και από τα δώρα σε χρυσό και άργυρο που του δίνανε ο Δημήτριος κατέθεσε στα πόδια της Λαμίας το τεράστιο ποσό των 250 ταλάντων “για τα καλλυντικά σου” όπως της είπε.
Η Λάμια απέκτησε τεράστια πλούτη και όταν ισχυρός σεισμός κατέστρεψε τη Συκιώνα ανέλαβε να ανοικοδομήσει πολλά δημόσια κτίρια στην πόλη και ίδρυσε σ΄αυτήν την Ποικίλη Στοά, όπου συγκέντρωσε πίνακες των πιο διάσημων ζωγράφων. Ήταν η πρώτη πινακοθήκη που αναφέρει η ιστορία.
Από το γεγονός αυτό αλλά και από άλλα παρόμοια, φαίνεται πως η Λάμια εκτός από ομορφιά διέθετε και πνευματική καλλιέργεια, ενδεχομένως δε έγραφε κι όλας. Μολονότι η επιστολή που φέρεται ότι γράφηκε από αυτήν δεν θεωρείται γνήσια, της αποδίδουν διάφορες ιστορίες, μεταξύ των οποίων και η παρακάτω, που αφορά κάποια περίεργη δικαστική απόφαση.
Ζούσε στην (ελληνιστική) Αίγυπτο μια εταίρα ονόματι Θώνις. Κάποτε ένας νεαρός κουβεντιάζοντας μαζί της, της είπε πως είδε στον ύπνο του να κάνουν έρωτα και πως το όνειρο αυτό του χάρισε μεγάλην ηδονή. Τότε η Θώνις του ζήτησε να της πληρώσει τη συνηθισμένη αμοιβή, αφού τη χάρηκε, έστω και στον ύπνο του. Ο νεαρός φυσικά αρνήθηκε και η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια.
Ο δικαστής, που λεγόταν Βόκχωρις αποφάνθηκε πως ο νεαρός έπρεπε να πληρώσει την ενάγουσα αλλά εκείνη δεν θα μπορούσε να πάρει τα χρήματα στα χέρια της, παρά μόνο να αγγίξει τη σκιά τους, γιατί εφ΄όσον ο εναγόμενος είχε κρατήσει στην αγκαλιά του μόνο τη σκιά της και η ενάγουσα έπρεπε να αρκεστεί στη σκιά των χρημάτων.
Η Λάμια, σχολιάζοντας τη σολομώντεια αυτή απόφαση, την βρήκε άδικη, γιατί η ουσία ήταν πως ο νεαρός έστω και στο όνειρό του ευχαριστήθηκε από την Θώνιδα ενώ εκείνη δεν είχε καμιάν απολαβή αγγίζοντας τη σκιά των χρημάτων.

Tην ιστορία αυτή την ψάρεψα από τον Πλούταρχο (Δημήτριος κεφ. 27).
http://www.sarantakos.com/arx/arx_lamia24.html
Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης
Read More

Στίλπων και Θεόδωρος

Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ήδη από τον 6ο αιώνα της Αρχαιότητας στράφηκε στην αναζήτηση της αλήθειας και την αμφισβήτηση της παράδοσης. Είναι η περίοδος της μετάβασης από τον Μύθο στον Λόγο. Ο 5ος και ο 4ος. αιώνες υπήρξαν ιδιαίτερα γόνιμοι όσον αφορά την καλλιέργεια του αυτού του πνεύματος. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης διακατέχονταν από πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις και εξέταζαν με κριτική διάθεση τις παραδοσιακές αντιλήψεις και τους μύθους. Τα προβλήματα που απασχόλησαν τους φιλόσοφους ήταν η προέλευση και η λειτουργία εννοιών όπως το Όν, η Γνώση, η Αλήθεια, ο Νόμος, η Φύση, η Μεταφυσική, η Πολιτεία, η Ηθική, η Τέχνη, το Υπερβατικό, το Απόλυτο. Γενικότερα, οτιδήποτε αφορούσε ή σχετιζόταν με τη ζωή και τον Άνθρωπο ήταν δυνατό να αποτελέσει φιλοσοφικό πρόβλημα. Απαραίτητη προϋπόθεση του φιλοσοφικού στοχασμού ήταν η έλλειψη έτοιμων απαντήσεων και αντίθετα η απορία. Αναρωτιόνταν δηλαδή οι άνθρωποι για την ίδια τους την ύπαρξη και για τον κόσμο που τους περιέβαλλε.
Με τον Σωκράτη σημειώνεται τομή στην αρχαία φιλοσοφία. Οι πριν από αυτόν φιλόσοφοι είχαν ασχοληθεί κατά κύριο λόγο με τη φύση και τον εξωτερικό κόσμο γενικότερα, ενώ αυτός έστρεψε την προσοχή του στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Το κακό είναι πως ο Σωκράτης δεν έγραψε ούτε μία γραμμή και όσα ξέρουμε για τη διδασκαλία του (που μόνο διδασκαλία δεν ήταν αφού εκτός που διακήρυσσε πως «το μόνο που ξέρει είναι πως δεν ξέρει τίποτα», πιο πολύ ρωτούσε τους «μαθητές» του παρά τους δίδασκε) προέρχονται κυρίως από τον Πλάτωνα και δευτερευόντως από τον Ξενοφώντα.
Αν κρίνουμε όμως από το τι πρέσβευαν και τι δίδαξαν οι πολυάριθμοι εταίροι-μαθητές του, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως μάλλον δε μας τα λέει καλά ο Πλάτων, γιατί πώς εξηγείται ο Ευκλείδης, ο Αντισθένης, ο Αρίστιππος και τόσοι άλλοι να διατυπώνουν ιδέες όχι μόνο ριζικά διαφορετικές αλλά τελείως αντίθετες με τις πλατωνικές.
Ο Ευκλείδης είναι ο ιδρυτής της λεγόμενης Μεγαρικής ή Εκλεκτικής Σχολής και με τη διδασκαλία του ήθελε να συνδυάσει τις σωκρατικές απόψεις με την Ελεατική Σχολή. Ο Ευκλείδης δίδασκε πως το Όν το "Εν" των Ελεατών και ταυτίζεται με το "Αγαθόν", που αποτελεί το ανώτατο αντικείμενο της φιλοσοφίας του, και το οποίο αποτελεί τη μόνη πραγματικότητα. Επιπλέον, αρνήθηκε την ύπαρξη του αντιθέτου προς αυτό, δηλαδή του «Κακού», που η πλατωνική φιλοσοφία το αποδέχεται, ενώ ήταν σαφώς αντίθετος με τις πλατωνικές θεωρίες περί προϋπαρχουσών ιδεών.
Μετά τον θάνατο του Ευκλείδη το 380 π.Χ. η Μεγαρική Σχολή συνέχισε την πορεία της στον κόσμο του φιλοσοφικού στοχασμού αποκλίνοντας, όμως, σημαντικά από τα διδάγματα του ιδρυτή της. Αυτή την εποχή οι Μεγαρείς φιλόσοφοι παύουν να ενδιαφέρονται για πρακτικά θέματα, ακολουθούν περισσότερο την Εριστική, μελετούν διάφορα παράδοξα και προσεγγίζουν με πρωτότυπο τρόπο προβλήματα της λογικής. Βασικά στοιχεία σύνδεσης της Μεγαρικής Σχολής με την Εριστική αποτελούν οι ευφυείς επινοήσεις και τα γνωστά της σοφίσματα. Η νέα αυτή τάση στη Φιλοσοφική σκέψη της Μεγαρικής Σχολής εκπροσωπείται από νέους φιλόσοφους, που διαδέχθηκαν τον Ευκλείδη στην ηγεσία της, όπως ο Ευβουλίδης ο Μιλήσιος, ο Διόδωρος ο Κρόνος από την Καρία και ο Στίλπων, επίσης από τα Μέγαρα, όπου έζησε ως τα βαθιά γεράματα.
Ο Στίλπων, πιστός στη μεταφυσική αρχή της ενότητας, πολέμησε επίσης τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα, ενώ, συμφωνώντας με τον Διογένη τον κυνικό δίδασκε πως το ανώτατο αγαθό για τον άνθρωπο πρέπει να είναι η απάθεια και πως ο φιλοσοφημένος άνθρωπος είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη περιουσίας ή φίλων για να ευτυχήσει.
Εκείνη την εποχή ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, βασιλιάς της Μακεδονίας κατέλαβε και λεηλάτησε τα Μέγαρα. Όταν ρώτησε τον Στίλπωνα αν κατά τη λεηλασία οι στρατιώτες του πήραν κάποιο περιουσιακό στοιχείο, ο Στίλπων απάντησε: «Δεν παρατήρησα κανέναν να αποκομίζει την Επιστήμη».
Αργότερα συγκρούστηκε με τον προκάτοχό του στην ηγεσία της Μεγαρικής Σχολής Διόδωρο τον Κρόνο, σε συζήτηση που έγινε μπροστά στον βασιλιά Πτολεμαίο. Όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Διόδωρος δε μπόρεσε  να δώσει απάντηση στα διαλεκτικά προβλήματα που του υπέβαλε ο Στίλπων και ο Πτολεμαίος τον ειρωνεύθηκε για την άγνοια του. Ο Διόδωρος προσβλήθηκε βαριά και έφυγε. Κατόπιν για να αντικρούσει τον Στίλπωνα έγραψε ολόκληρο βιβλίο, έπεσε όμως σε βαριά κατάθλιψη και τελικά πέθανε!
Όταν κάποτε βρέθηκε στην Αθήνα ο Στίλπων σε συζήτηση που είχε με άλλους φιλοσόφους αρνήθηκε τη θεότητα της Αθηνάς. Αυτό κάποιοι το θεώρησαν πολύ βαρύ και τον καταμήνυσαν για αθεϊα στον Άρειο Πάγο. Ο Στίλπων όμως τη γλίτωσε με ένα καλαμπούρι. Απολογούμενος είπε στους δικαστές: «Λέγοντας πως η Αθηνά δεν είναι θεός εννοούσα πως ως γυναίκα είναι θεά».
Οι αρεοπαγίτες, που είχαν την αίσθηση του χιούμορ, δέχτηκαν την εξήγησή του και τον απάλλαξαν. Βγαίνοντας όμως ο Στίλπων από το δικαστήριο συνάντησε τον κυρηναϊκό φιλόσοφο Θεόδωρο, τον επιλεγόμενο Άθεο, που του έκανε την εξής ασεβέστατη ερώτηση.
«Και δε μου λες βρε Στίλπων, πώς εξακρίβωσες πως η Αθηνά είναι θεά και όχι θεός; Σήκωσες μήπως το ιμάτιο της και είδες τον «κήπο» της;»
Αυτός ο Θεόδωρος ήταν μαθητής του Αρίστιππου του νεώτερου, εγγονού ενός άλλου μαθητή του Σωκράτη, του Αρίστιππου του πρεσβύτερου, του ιδρυτή της Κυρηναϊκής ή Ηδονιστικής Σχολής. Οι απόψεις του ήταν παράτολμες και ο τρόπος που τις διατύπωνε τόσο αλαζονικός και επιθετικός, ώστε έγινε αντιπαθής σε όλους. Θεωρούσε τη θλίψη κακό και στόχο των ανόητων και την τέρψη αγαθό και στόχο των ευφυών. Περιφρονούσε τη φιλία και εύρισκε μωρία το να θυσιάζεται κανείς για την πατρίδα. Υποστήριζε πως ο χαρακτηρισμός των πράξεων του ανθρώπου ενάρετων ή διεφθαρμένων είναι σχετικός, γιατί πρέπει να κρίνονται από το αποτέλεσμά τους. Υπό  ορισμένες συνθήκες επιτρέπεται η ληστεία, η ακολασία, ακόμα και η ιεροσυλία.
Τελικά τον παραπέμψανε για αθεϊα στον Άρειο Πάγο, όπου όμως τον υπερασπίστηκε ο Δημήτριος ο Φαληρέας και το δικαστήριο απλώς τον εξόρισε από την Αθήνα. Ο Θεόδωρος πήγε στην Αίγυπτο αλλά και από εκεί τον εξόρισαν, οπότε κατέφυγε στην Κυρήνη, την πατρίδα του και όταν τον εξόρισαν και από εκεί ξαναγύρισε στην Ελλάδα.

Οι αρχαίοι Έλληνες αντιμετώπιζαν με ανεκτικότητα και μετριοπάθεια απόψεις τελείως αντίθετες με τα καθιερωμένα. Σε ολόκληρη της ιστορία της αρχαίας Ελλάδας δίκες με την κατηγορία του αθεϊσμού, που κατέληξαν σε θανατικές καταδίκες, δεν ξεπερνούν σε αριθμό τα δάχτυλα των δύο χεριών μας.
   
Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Οι καρφίτσες των χιτώνων των Αθηναίων γυναικών

Τον 7ο αιώνα π.Χ. η Επίδαυρος, που ήταν η κυριαρχούσα δύναμη στον Σαρωνικό και είχε υποτελή της και την Αίγινα, αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα αφορίας. Η γη της επί πολλά χρόνια δεν έδινε καρπούς. Απελπισμένοι από την παρατεινόμενη θεομηνία οι Επιδαύριοι απευθύνθηκαν στο Μαντείο των Δελφών και η Πυθία τους συνέστησε να φτιάξουν αγάλματα στις θεότητες της ευφορίας, τη Δαμία και την Αυξησία, όχι όμως από πέτρα ή μέταλλο αλλά από ξύλο ιερής ελιάς. Τότε ελιές σε αφθονία και μάλιστα ιερές, διέθεταν μόνο οι Αθηναίοι, δώρο της Αθηνάς στη γη τους. Ζήτησαν λοιπόν οι Επιδαύριοι την άδεια από τους Αθηναίους να κόψουν μιαν ελιά για να κάνουν από τον κορμό της τα αγάλματα των θεαινών. Οι Αθηναίοι τους το επέτρεψαν με τον όρο να έρχονται κάθε χρόνο απεσταλμένοι από την Επίδαυρο στην Αθήνα και να προσφέρουν θυσίες στην Αθηνά και τον Ερεχθέα. Εκείνοι δέχτηκαν και από τότε η γη τους καρποφορούσε κανονικά, ενώ το ίδιο κανονικά γίνονταν οι θυσίες.
Στα 600 π.Χ. όμως, ο Περίανδρος της Κορίνθου νίκησε κατά κράτος την Επίδαυρο και τότε οι Αιγινήτες, που στο μεταξύ είχαν συγκροτήσει μεγάλο στόλο και είχαν ανοιχτεί στο θαλάσσιο εμπόριο, αποστάτησαν από την Επίδαυρο. Και όχι μόνο αποτίναξαν την κυριαρχία της Επιδαύρου αλλά άρχισαν τις επιδρομές εναντίον της. Σε μια από τις επιδρομές αυτές άρπαξαν τα αγάλματα της Δαμίας και της Αυξησίας, τα μετέφεραν στο νησί τους και τα εγκατέστησαν στο εσωτερικό του, σε ένα μέρος που λεγόταν Οία (μάλλον στο σημερινό Μεσαγρό), όπου τους προσέφεραν θυσίες σε ειδικές τελετές, κατά τις οποίες οι γυναίκες χόρευαν και έλεγαν τολμηρά αστεία. (Στις τελετές αυτές δεν παίρνανε μέρος άντρες).
Όταν οι Επιδαύριοι χάσανε τα αγάλματα, σταμάτησαν  να στέλνουν προσφορές και να κάνουν θυσίες στην Αθηνά και τον Ερεχθέα και όταν οι Αθηναίοι τους ζήτησαν εξηγήσεις, τους παραπέμψανε στους Αιγινήτες, που ήταν πια οι κάτοχοι των αγαλμάτων. Οι Αθηναίοι στείλανε πράγματι πρεσβεία στην Αίγινα αξιώνοντας από τους Αιγινήτες να συνεχίσουν αυτοί την υποχρέωση των Επιδαυρίων, αλλά οι Αιγινήτες τους είπαν πως δεν είχαν καμιά δουλειά μαζί τους, αφού τα αγάλματα δεν τα πήρανε από αυτούς.
Τότε οι Αθηναίοι αποφάσισαν να πάρουν τα αγάλματα με τη βία. Έστειλαν ένα πολεμικό πλοίο με επίλεκτους πολίτες, που αποβιβάστηκαν κρυφά, κοντά στη σημερινή Βαγία και πήγανε με τα πόδια ως την Οία, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Εκεί βρίσκοντας πως τα αγάλματα ήταν πολύ καλά στερεωμένα στα βάθρα τους, τα έδεσαν με χοντρά σκοινιά και άρχισαν να τα τραβούν για να τα ξεκολλήσουν. Τότε όμως ξέσπασε βροντή και κεραυνός και εν συνεχεία έγινε σεισμός, με αποτέλεσμα οι ιερόσυλοι να τρελαθούν και να αρχίσουν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Ένας μόνο γλίτωσε και γύρισε σε κακό χάλι στο Φάληρο.
Στο σημείο αυτό ο ορθολογιστής Ηρόδοτος σημειώνει πως, ο ίδιος προσωπικά δεν πιστεύει πως έγιναν τέτοια υπερφυσικά, αλλά πως οι Αιγινήτες είχαν μάθει τις προθέσεις των Αθηναίων και σε συμμαχία με τους Αργείτες  τους έστησαν ενέδρα και στη συμπλοκή που ακολούθησε τους σκότωσαν όλους εκτός από έναν που γύρισε πίσω.
Όπως και να έχει το πράγμα ο μοναδικός που επέζησε από την επιδρομή, όταν γύρισε στην Αθήνα αντιμετώπισε την οργή των γυναικών των σκοτωμένων, που τον περικύκλωσαν και ρωτώντας τον.
«Πού είναι ο άντρας μου»
Τον κεντούσαν με τις καρφίτσες που στερέωναν το ρούχο τους στους ώμους τους, ώσπου ο δυστυχής αιμόφυρτος ξεψύχησε.
Η ενέργεια αυτή των γυναικών τάραξε τους Αθηναίους αλλά μη μπορώντας να τις τιμωρήσουν αλλιώς, αποφάσισαν να καταργήσουν αυτή τη μορφή ενδυμασίας, που λεγόταν δωρική και να την αντικαταστήσουν με άλλη, την ιωνική.
Στην αρχαϊκή εποχή επικρατούσαν δυο τύποι γυναικείας ενδυμασίας: η δωρική, που την αποτελούσε μάλλινο τετράγωνο ύφασμα, που τύλιγε το σώμα και το συγκρατούσαν στον ένα ή στους δύο ώμους με μεγάλες καρφίτσες και η ιωνική, που ήταν μακρύ λινό ραμμένο φόρεμα, με μανίκια ως τους αγκώνες.
Αυτά μας λέει ο Ηρόδοτος στο 5ο βιβλίο του – Τερψιχόρη – και  στα κεφάλαια  82-88, αλλά η αντιζηλία της Αίγινας με την Αθήνα είχε στην πραγματικότητα οικονομικά αίτια και ξεκίνησε από τότε που ο Σόλων, μέσα στις αλλαγές που νομοθέτησε, κατάργησε το ισχύον στην Αττική  το αιγινητικό νομισματικό σύστημα και υιοθέτησε το ευβοϊκό      

Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Το σανδάλι της Ροδώπης

Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. ζούσε μια πανέμορφη κοπέλα, γεννημένη στη Θράκη, η Ροδώπις (το όνομά της σημαίνει η ροδοπρόσωπη αλλά δεν ξέρω αν σχετίζεται με το ομώνυμο θρακικό βουνό), η οποία ήταν δούλη ενός Σάμιου φιλόσοφου του Ιάδμονα, γιου του Ηφαιστόπολη. Κατά σύμπτωσην ήταν “σύνδουλος” με τον περίφημο Αίσωπο. Και τον μεν μυθοποιό ο φιλόσοφος τον απελευθέρωσε την δε κοπελίτσα την πούλησε σε έναν άλλο Σάμιο, τον Ξάνθο, που την πήρε μαζί του όταν εγκαταστάθηκε στη Ναύκρατη της Αιγύπτου και την εξέδιδε κανονικά, κερδίζοντας πολλά χρήματα. Ήταν η εποχή που φαραώ της χώρας ήταν ο Άμασις, της 26ης Δυναστείας, ο οποίος στηριζόμενος σε Κάρες και Έλληνες μισθοφόρους, είχε παραχωρήσει στους τελευταίους σημαντικά προνόμια, μεταξύ των οποίων και ουσιαστική αυτονομία στη μοναδική επί αιγυπτιακού εδάφους ελληνική αποικία, τη Ναύκρατη. Ένας Λέσβιος έμπορος, που ήταν επίσης εγκατεστημένος εκεί, ο Χάραξος, όταν γνώρισε τη Ροδώπη την ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα και, προσφέροντας στον Ξάνθο ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, την ελευθέρωσε και την πήρε στο σπίτι του.
Η ενέργεια του αυτή, σε συνδυασμό με τη σπάταλη ζωή του και τις τυχοδιωκτικές τάσεις του, είχαν προκαλέσει την οργή της αδελφής του, (που δεν ήταν άλλη από τη μεγάλη ποιήτρια Σαπφώ), η οποία τον κατηγορούσε για τη σχέση του μ΄αυτήν την κοπέλα, που την ονόμαζε υποτιμητικά όχι Ροδώπι αλλά Δωρίχα.  Τελικά ο Χάραξος γύρισε στη Λέσβο και η Ροδώπις, ως εταίρα πλέον, σταδιοδρόμησε στην Αίγυπτο με τέτοιαν επιτυχία, ώστε με το ένα δέκατο από τα χρήματα που κέρδισε έχτισε πυραμίδα, λίγο μικρότερη από του Χεφρήνα και λίγο μεγαλύτερη από του Μυκερίνου, που (μαζί με την πυραμίδα του Χέοπα) είχαν κατασκευαστεί δυόμισι χιλιάδες χρόνια πιο παλιά!
Στο σημείο αυτό ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, (βιβλίο 2ο , Ευτέρπη, παράγραφος 134) επισημαίνει πως ο ίδιος αμφιβάλει κατά πόσον είναι αληθινά αυτά που γράφει. Αντίθετα μας πληροφορεί πως η Ροδώπις, με το δέκατο των χρημάτων που κέρδισε στην Αίγυπτο, έφτιαξε δικό της μνημείο στους Δελφούς, πίσω από τον Θησαυρό των Χίων.
Για να καταλάβουμε πόσο αρχαίος είναι ο αιγυπτιακός πολιτισμός αρκεί να σκεφτούμε πως οι πυραμίδες της Γκίζας ήταν για τον Ηρόδοτο πιο αρχαίες από όσο είναι ο Ηρόδοτος για μας!


Υπάρχει όμως και συνέχεια στην ιστορία μας, που δεν μας τη λέει ο Ηρόδοτος αλλά ο Στράβων (βιβλίο 17 κεφ. 1 παραγρ. 33) και ο Αιλιανός (Ποικίλη Ιστορία 13.33).
Μια φορά που η Ροδώπις κολυμπούσε  στη θάλασσα, ένας αετός πέρασε και βλέποντας στην αμμουδιά τα χρυσά σανδάλια της, άρπαξε το ένα και πέταξε μακρυά. Περνώντας πάνω από τη Μέμφιδα του έπεσε το σανδάλι, κατά σύμπτωση στα πόδια του Φαραώ Ψαμμήτιχου του Γ΄ (διαδόχου του Άμαση), την ώρα που αυτός δίκαζε στο προαύλιο του παλατιού. Ο Ψαμμήτιχος θαύμασε την κομψότητα του σανδαλιού και φαντάστηκε πόσο όμορφο θα ήταν το πόδι εκείνης που το φορούσε. Έβαλε λοιπόν ακολούθους του να διατρέξουν όλη την Αίγυπτο, αναζητώντας την κοπέλα που το σανδάλι ταίριαζε στο πόδι της.
Τελικά οι  ανακτορικοί  υπάλληλοι βρήκαν την Ροδώπη και την οδήγησαν στον Ψαμμήτιχο, που γοητευμένος από την ομορφιά της, την παντρεύτηκε και όταν η Ροδώπις πέθανε, ύψωσε στον τάφο της πυραμίδα.
Επιμύθιο: Μπορεί οι Έλληνες να μην έχουν κατασκευάσει πυραμίδες σαν τις αιγυπτιακές, γέννησαν όμως ωραιότατες ιστορίες, που έμειναν αθάνατες, όπως αυτή που διαβάσατε και η οποία είναι ο πυρήνας του παραμυθιού της Σταχτοπούτας, σε πιο ανθρώπινη εκδοχή, χωρίς ταπεινώσεις από κακές μητριές και  ζηλόφθονες αδελφές, χωρίς καλές μάγισσες και άλλα υπερφυσικά.

Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Η μη θεραπεία των Τροιζηνίων

Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν άνθρωποι εύθυμοι και γλεντζέδες και χαίρονταν τη ζωή, σα γνήσια παιδιά της φύσης με την οποία ήταν στενά δεμένοι. Εκτιμούσαν πολύ τα αστεία, που τα θεωρούσαν ένδειξη πολιτισμού. Αυτό το μαρτυρεί και η ετυμολογία της ίδιας της λέξης. Το αστείο προέρχεται από το άστυ, την πόλη και δηλώνει ότι αστεία κάναν οι πολιτισμένοι κάτοικοι των πόλεων και όχι οι χωριάτες των αγρών που γιαυτό ήταν αγροίκοι. (Η διάκριση αυτή πέρασε και στη νέα ελληνική όπου έχουμε το χωρατό, το πολιτισμένο αστείο των κατοίκων της χώρας, δηλαδή της πόλης σε αντιπαράθεση με τη χωριατιά, των αγροίκων  κατοίκων του χωριού).
Οι ευθυμότεροι χωρίς άλλο από τους αρχαίους Έλληνες ήταν οι γείτονές μας Τροιζήνιοι, που τους έλεγαν φιλογέλωτες, γιατί δεν σταματούσαν να χωρατεύουν και να αστειεύονται ακόμα και την ώρα των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου.  Και ναι μεν τα αστεία και τα πειράγματα προκαλούσαν άφθονα γέλια, εμπόδιζαν όμως την ομαλή λειτουργία των συνελεύσεων, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να παίρνουν αποφάσεις σε σοβαρά ζητήματα.
Τελικά καταφύγαν στο Μαντείο των Δελφών, μήπως ο Απόλλων τους βρει κάποια λύση. Η Πυθία τους συμβούλεψε πως τότε μόνο θα θεραπευθούν αν καταφέρουν να θυσιάσουν στον Ποσειδώνα έναν ταύρο, χωρίς καθ΄όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας και της θυσίας να γελάσει έστω και ένας από τους συμμετέχοντες.
Συμμορφώθηκαν με την εντολή του θεού αλλά καλού κακού κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της θυσίας διώξαν από το χώρο όλα τα παιδιά, μήπως με τις αναπόφευκτες σκανταλιές τους δώσουν αφορμή στους μεγάλους να γελάσουν. Έτσι και έγινε αλλά την ώρα ακριβώς της θυσίας οι ιεροθύτες ανακάλυψαν έναν πιτσιρικά, που παρακολουθούσε κρυμμένος τη διαδικασία.
-- Φύγε από δω μικρέ, του βάλαν τις φωνές.
-- Γιατί, φοβάστε μη σας φάω τον ταύρο; απάντησε αυτός θαρρετά, προκαλώντας ακράτητα γέλια..
Όπως ήταν επόμενο η θυσία ματαιώθηκε, γιατί οι Τροιζήνιοι κατάλαβαν πως ο θεός ήθελε να τους δείξει ότι η περίπτωσή τους ήταν ανίατη. 

γράφει ο  Δημ. Γερμιώτης
Read More

Οι τολμηρές αμφιέσεις των Σπαρτιαστισσών

Η μελέτη της Σπάρτης και της κοινωνικής δομής της κρύβει αρκετές εκπλήξεις για τον ιστορικό. Εν πρώτοις πρέπει να διευκρινιστεί για ποια Σπάρτη μιλάμε, γιατί η Σπάρτη της αρχαϊκής εποχής σε πολλά σημεία διαφέρει τόσο από τη Σπάρτη των κλασσικών χρόνων, που θά  ΄λεγε κανείς ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές πόλεις.
Πολύ πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, από τον 6ο ήδη αιώνα η Αθήνα εθεωρείτο το αντίθετο της Σπάρτης σε πολλά πράγματα. Στην πραγματικότητα η Σπάρτη από τον 6ο αιώνα και μετά, ως το τέλος της ιστορίας της δεν έχει προσφέρει τίποτα στην Τέχνη, στην Επιστήμη, στη Φιλοσοφία, στον Πολιτισμό γενικότερα. Ουσιαστικά ποτέ της δεν έπαψε να είναι ένα άθροισμα από πέντε χωριά, που οι κάτοικοί τους διαβιούσαν συνεχώς σε καθεστώς στρατοπέδου, την πολιτείαν ομοίαν κατεστησάμεθα στρατοπέδω, λέει ο Ισοκράτης.
Η ευθυμία, τα αστεία και το χιούμορ ήταν επισήμως κατακριτέα και ελαφρώς ύποπτα. Όταν ο Αρχίλοχος ο Πάριος τόλμησε να απαγγείλει στο κοινό της Σπάρτης σατυρικό του ποίημα για το πώς έχασε σε μάχη με τους Θράκες την ασπίδα του αλλά δεν τον ένοιαξε πολύ, γιατί μια και γλύτωσε θάβρισκε άλλην, οι Εφοροι, που δεν έπαιζαν με τέτοια “ιερά” θέματα, διατάξαν αμέσως την απέλασή του.
Τη Σπάρτη διοικούσε μια σκυθρωπή και καχύποπτη ολιγαρχία, που είχε επιβάλει σε όλους την ισότητα, αλλά μιαν ισότητα στη φτώχεια, στη σκληραγωγία και στην αμάθεια. Σ’όλους ανεξαιρέτως τους Σπαρτιάτες απαγορευόταν να ταξιδεύουν έξω από την επικράτεια χωρίς ειδική άδεια, που σπανιότατα δινόταν. Ομοίως ούτε οι ξένοι μπορούσαν να μπουν και να μείνουν για πολύ στο σπαρτιατικό κράτος.
Η διοίκηση ήθελε να ξέρει κάθε κίνηση και κάθε ενέργεια των πάντων. Δεν υπήρχε δυνατότητα ατομικής ζωής και για όλες τις πράξεις του ο κάθε Σπαρτιάτης έπρεπε να παίρνει την έγκριση των κρατούντων. “Ουδείς ήν αφειμένος ως εβούλετο ζειν”, λέει ο Πλούταρχος. Όταν ο Αγησίλαος αντελήφθη κάποιους Σπαρτιάτες να κάνουν κάτι το τελείως αθώο, αλλά με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς εντολή, δεν τους είπε τίποτα αλλά τη νύχτα έστειλε κάποιους στρατιώτες και τους σκότωσαν.
Ταυτόχρονα τη διοίκηση χαρακτήριζε η απόλυτη αδιαφάνεια και μυστικότητα στις αποφάσεις και στις ενέργειες. Ο Θουκυδίδης περιγράφει εκτενώς “της πολιτείας το κρυπτόν” τονίζοντας ότι η Εκκλησία του Δήμου στη Σπάρτη είχε καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα. Σπανιότατα συνερχόταν, κανείς εκτός από τον εισηγητή δε ζητούσε το λόγο και οι αποφάσεις δεν παίρνονταν με ψηφοφορία παρά “δια βοής” και ήταν πάντα επικυρωτικές των προτάσεων των εφόρων. Μια και μόνη φορά μίλησε εκτός από τον εισηγητή και άλλος ένας και έγινε ψηφοφορία, αλλά και πάλι όλοι ψήφισαν ομόφωνα την εισήγηση.
Ζώντας ανάμεσα σε υποδουλωμένους πληθυσμούς, (τους περίοικους και τους είλωτες), που ήταν τουλάχιστον πενταπλάσιοι σε αριθμό, οι Σπαρτιάτες ασκούσαν συνεχή και απίστευτα σκληρή τρομοκρατία σε βάρος τους. Κάθε χρόνο οι έφοροι κήρυτταν την “Κρυπτεία” κατά των ειλώτων. Ήταν μια επιχείρηση που γινόταν κρυφά τη νύχτα με σκοπό την εξόντωση των πιο θαρραλέων και πιο ρωμαλέων (και γι΄ αυτό επικίνδυνων για το καθεστώς) ειλώτων.
Κατά το όγδοο έτος του πελοποννησιακού πολέμου συνέβη ένα απαίσιο γεγονός, που μας το μαρτυρεί ο Θουκυδίδης. Οι είλωτες όπως και οι περίοικοι είχαν στρατευθεί και είχαν πολεμήσει γενναία για τη Σπάρτη και οι έφοροι κάλεσαν όσους είλωτες διακρίθηκαν να τους ανταμείψουν. Παρουσιάστηκαν δυο χιλιάδες είλωτες. Οι έφοροι τους στεφάνωσαν, τους άφησαν να παρελάσουν από το κέντρο της Σπάρτης και τους υποσχέθηκαν ότι θα τους ελευθέρωναν. Τη νύχτα όμως και οι δυο χιλιάδες εξαφανίστηκαν και κανείς δεν έμαθε ποτέ με ποιόν τρόπο και σε ποιο μέρος θανατώθηκαν!
Αλλά και η θρυλούμενη ισότητα των σπαρτιατών ήταν ψέμα. Ορισμένοι, και πρώτοι οι ελέγχοντες την πολιτεία έφοροι, ήταν πιο ίσοι από τους ίσους για να θυμηθούμε τον Οργουελ. Και προνόμια μεγάλα είχαν και περιουσίες τεράστιες είχαν συγκεντρώσει, αλλά και τους δημόσιους πόρους και χρήματα σπαταλούσαν χωρίς έλεγχο. Κι όταν κάποτε το κακό έφτασε στο απροχώρητο και βρέθηκαν κάποιοι σαν τον Αγη και τον Κλεομένη να ανασυγκροτήσουν το καθεστώς και να κάνουν αληθινή ισότητα, οι έφοροι και οι περί αυτούς πλουτίσαντες τους σκότωσαν. Κι αυτό σήμανε και το τέλος της Σπάρτης.
Το πρόβλημα είναι πως για τη Σπάρτη, την ιστορία της και την κοινωνική της δομή δεν έχει γράψει κανένας Σπαρτιάτης ούτε μία γραμμή. Όσα ξέρουμε τα έχουν γράψει ξένοι και μάλιστα Αθηναίοι ή φιλο-Αθηναίοι. Έτσι μας εντυπωσιάζουν κάποιες αντιφάσεις, όπως για παράδειγμα το ότι υπήρχε άγαλμα του Γέλωτος και είναι τουλάχιστον περίεργο να τιμάται το γέλιο σε μια σκυθρωπή πόλη, που οι άρχοντές της δε σήκωναν τα αστεία.
Πολύ σημαντικότερη όμως είναι η ανακολουθία που διαπιστώνουμε, εξετάζοντας τη θέση των γυναικών στη Σπάρτη. Θα περίμενε κανείς πως στη δημοκρατική Αθήνα οι γυναίκες θα ήταν πιο ελεύθερες παρ΄ ό,τι στην ολιγαρχική Σπάρτη. Εν τούτοις συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Στην Αθήνα η γυναίκα δεν είχε κανένα πολιτικό ή κοινωνικό δικαίωμα. Από τη στιγμή που παντρευόταν, κι αυτό γινόταν σε πολύ μικρή ηλικία, 13-15 χρονών, αφιέρωνε τις κούκλες της στην Αθηνά ή σε άλλη θεά και έμπαινε στο σπίτι του αντρός της αν όχι σα δούλη πάντως σαν υπηρέτρια. Σπανιότατα έβγαινε από το σπίτι, (και πάντα με συνοδεία), και ποτέ της δεν έπαιρνε μέρος σε συμπόσια και γιορτές στο σπίτι της εφόσον ήταν καλεσμένοι και άντρες. Κατά κανόνα δεν μάθαινε γράμματα και φυσικά η πνευματική της ανάπτυξη ήταν πολύ περιορισμένη.
Οι πλούσιοι και οι εύποροι Αθηναίοι φαίνεται πως γρήγορα βαριόντουσαν τις νόμιμες συζύγους τους και βρίσκαν την ευχαρίστηση με δύο άλλες κατηγορίες γυναικών, τις παλλακές, “για την τέρψη του σώματος” και τις εταίρες “για την τέρψη του πνεύματος”.
Αντίθετα στη Σπάρτη οι γυναίκες είχαν πολύ μεγάλες ελευθερίες. Όχι μόνο διατηρούσαν τα δικαιώματα τους στην πατρική περιουσία αλλά μπορούσαν και παντρεμένες να αποκτήσουν δικιά τους, έτσι που τον καιρό του Άγη και του Κλεομένη τα περισσότερα χωράφια της Λακεδαίμονας ανήκαν σε Σπαρτιάτισσες. Πολύ μεγάλες ήταν και οι σεξουαλικές ελευθερίες των γυναικών της Σπάρτης. Το λεγόμενο ότι “στη Σπάρτη δεν υπήρχαν μοιχοί” δεν έχει καμιά σχέση με την συζυγική πίστη, αλλά υποδήλωνε ακριβώς το αντίθετο. Δεν υπήρχε η έννοια της μοιχείας γιατί οι Σπαρτιάτισσες μπορούσαν ελεύθερα να έχουν ερωτικές σχέσεις με άλλους άντρες, παντρεμένους και μη. Όταν μάλιστα, στο δεύτερο μεσσηνιακό πόλεμο, οι άντρες τους λείψανε πολλά χρόνια μακριά τους, οι Σπαρτιάτισσες δέχτηκαν τις ερωτικές περιποιήσεις των ειλώτων, χωρίς καμιά συνέπεια σε βάρος τους, μολονότι από όλην αυτή την ιστορία γεννήθηκαν πολλά παιδιά, οι λεγόμενοι Παρθενίαι, τους οποίους τελικά η πολιτεία, μη μπορώντας να τους εξομοιώσει με τους πατεράδες τους αλλά μη θέλοντας να τους κάνει ισότιμους με τους άλλους Σπαρτιάτες, τους ξεφορτώθηκε στέλνοντάς τους να ιδρύσουν στη Μεγάλη Ελλάδα την αποικία του Τάραντα..
Αυτή η ελευθερία εκφραζόταν και στη γυναικεία αμφίεση. Πολλούς αιώνες πριν εφευρεθεί η «μίνι» φούστα, οι Σπαρτιάτισσες φορούσαν τις φαινομηρίδες, που ήταν πολύ κοντοί χιτώνες που όχι μόνο άφηναν τους μηρούς των γυναικών σε κοινή θέα, αλλά ήταν και σχιστοί στο πλάι, περίπου ως τη μέση.
Εκτός αυτού σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούσαν (οι νέες κοπέλες φυσικά) να κυκλοφορούν τελείως γυμνές. Αυτό το θέσπισε, κατά την παράδοση, ο Λυκούργος, αρχικά μόνο κατά τα στρατιωτικά γυμνάσια των νεαρών, θέλοντας έτσι να τους εξασκήσει ώστε να προσέχουν τα παραγγέλματα του «επιλοχία», όταν γύρω τους στις κερκίδες του σταδίου, στέκονταν εκατοντάδες ολόγυμνα κορίτσια.
Η ιδιάζουσα ελευθερία των γυναικών στη Σπάρτη, που σκανδάλιζε τους Αθηναίους δεν ήταν η μοναδική περίπτωση στην Αρχαία Ελλάδα. Μολονότι στις περισσότερες ελληνικές χώρες η γυναίκα ήταν πλήρως υποδουλωμένη στον άνδρα, σε ορισμένες άλλες απολάμβανε σημαντική ισοτιμία μ’ αυτόν. Εκτός από τη Σπάρτη και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως στο Άργος, τη Γόρτυνα της Κρήτης (και σε όλη την Κρήτη γενικώς), αλλά και σε αιολικές, όπως στις πόλεις της Λέσβου, οι γυναίκες είχαν εξέχουσα θέση.  Στο Άργος έχουμε το παράδειγμα της ποιήτριας Τελεσίλας που πήρε τα όπλα και πολέμησε μαζί με τους άντρες υπερασπιζόμενη την πατρίδα της. Οι Αργείοι της έστησαν άγαλμα, που την παρίστανε να φορά το κράνος ενώ στα πόδια της είχε πετάξει τα βιβλία της.
 Στη Λέσβο επίσης οι γυναίκες ήταν πολύ πιο ελεύθερες όχι μόνο από τις Ατθίδες αλλά κι από τις περισσότερες Ελληνίδες. Και μπορούσαν να μορφωθούν και τα δικαιώματά τους στην πατρική εξουσία διατηρούσαν και κοινωνικές δραστηριότητες είχαν. Φαίνεται πως στη δωρική και στην αιολική φυλή επιβιώσανε πολλοί θεσμοί και συνήθειες της παλαιότερης μητρογραμμικής κοινωνίας, που επικρατούσε κατά την προϊστορική εποχή στο Αιγαίο..

Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης*
* Ο Δημήτρης Γερμιώτης είναι λόγιος

Read More

Οι νόμιμες διγαμίες των Σπαρτιατών και οι συνέπειές τους

Στην Μάνη επιβίωνε ως τα τέλη του 19ου αιώνα ο θεσμός της «σύγγριας», σύμφωνα με τον οποίον όταν η γυναίκα ενός Μανιάτη (οπωσδήποτε πλούσιου και από σόι, να πούμε Νικλιάνου), δεν του έκανε αρσενικό παιδί, αυτός είχε το δικαίωμα να παντρευτεί δεύτερη, χωρίς να χωρίσει την πρώτη και χωρίς να χαρακτηριστεί δίγαμος. Οι δύο γυναίκες ονομάζονταν «σύγγριες» και βεβαίως η δεύτερη, ως που να γεννήσει αρσενικό παιδί, βρισκόταν σε πολύ άσκημη θέση, έχοντας δύο πεθερές: την κανονική και την πρώτη γυναίκα, αλλά αν κατόρθωνε να κάνει αρσενικό παιδί εξομοιωνόταν με την πρώτη και εφεξής απολάμβανε τα ίδια δικαιώματα σε όλους τους τομείς.
Ο θεσμός της «σύγγριας» φαίνεται πως είναι πανάρχαιος. Αν πιστέψουμε τον Ηρόδοτο τον εφάρμοζαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες, τουλάχιστον οι επιφανείς. Ο πατέρας της Ιστορίας αναφέρει δύο τέτοιες περιπτώσεις και μάλιστα σχεδόν σύγχρονες, που συνέβησαν στα μέσα του 6ου αιώνα
Στην πρώτη, ο βασιλιάς Αναξανδρίδας δεν είχε αποχτήσει παιδί από τη γυναίκα του. Ο Χίλων, ένας από τους εφτά σοφούς, που τον καιρό εκείνο (56η Ολυμπιάδα) ήταν για ένα χρόνο έφορος, τον πίεζε να χωρίσει την άτεκνη σύζυγο και να πάρει άλλη, που θα του χάριζε διάδοχο. Ο Αναξανδρίδας, που αγαπούσε τη γυναίκα του, ούτε να ακούσει κάτι τέτοιο δεν ήθελε, αλλά η πίεση συνεχιζόταν και μάλιστα στους εφόρους προσετέθη και η γερουσία. Τελικά βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση. Ο Αναξανδρίδας δέχτηκε να παντρευτεί δεύτερη γυναίκα, χωρίς να χωρίσει την πρώτη. Από τη δεύτερη γυναίκα του απόχτησε ένα γιο, τον περίφημο Κλεομένη, που η βασιλεία του υπήρξε σταθμός στην εξέλιξη της Σπάρτης. Τότε όμως σα να  … ζήλεψε η πρώτη, άτεκνη, γυναίκα, του γέννησε κι αυτή ένα γιο, τον Δωριέα, ο οποίος όμως ως δευτερότοκος δεν είχε δικαιώματα στο θρόνο. Έτσι πήρε των ομματιών του και επικεφαλής πολλών Σπαρτιατών έφυγε από τη Σπάρτη και ίδρυσε αποικία στη Λιβύη. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Συμβασιλέας του Κλεομένη (να μην ξεχνάμε πως στη Σπάρτη βασίλευαν ισοτίμως δυο βασιλιάδες – μόνο που την πραγματική εξουσία είχαν οι πέντε έφοροι) ήταν για μερικά χρόνια ο Αρίστων και όταν αυτός πέθανε, ο γιος του Δημάρατος. Μόνο που ο Δημάρατος δεν ήταν γνήσιος γιος του Αρίστωνα. Και εδώ έχουμε τη δεύτερη περίπτωση «διγαμίας».
Ο Αρίστων είχε κι αυτός παντρευτεί μιαν άτεκνη γυναίκα και ως εκ τούτου παντρεύτηκε και δεύτερη, αλλά δεν είχε την τύχη του Αναξανδρίδα και η δεύτερη γυναίκα επίσης δεν του χάρισε απογόνους. Παραλλήλως ήταν ερωτευμένος με την πολύ όμορφη γυναίκα ενός φίλου του, του Αγήτου. Ο Αρίστων και ο Αγήτης ήταν από παιδιά στενοί φίλοι και κάποτε ορκίστηκαν πως αν ένας από τους δύο ζητήσει από τον άλλον ένα πολύτιμο δώρο, αυτός να του το δώσει χωρίς δισταγμό ή καθυστέρηση, αλλά με τον όρο της ανταπόδοσης. Κάποτε ο Αγήτης, που αγνοούσε τον έρωτα του Αρίστωνα προς τη γυναίκα του, ζήτησε από τον φίλο του ένα πολύτιμο δώρο. Αυτός του το έδωσε χωρίς χρονοτριβή, αλλά αμέσως ζήτησε ως ανταπόδοση να του χαρίσει ο Αγήτης τη γυναίκα του! Ο άλλος τι να κάνει; Είχε δεσμευτεί με όρκο και έτσι του παραχώρησε τη γυναίκα, που φαίνεται πως ήταν … ολίγον έγκυος, γιατί σε πεντέξι μήνες γέννησε ένα γιο, τον Δημάρατο. Όταν τρέξαν να πουν το ευτυχές γεγονός στον Αρίστωνα, που βρισκόταν στο θρόνο, μαζί με τους εφόρους, αυτός λογάριασε με τα δάχτυλα τους μήνες που είχαν περάσει και είπε εις επήκοον όλων «ουκ αν εμός είη» (δε μου φαίνεται πως είναι δικός μου). Βαριά κουβέντα, που συνόδεψε τον Δημάρατο σε όλη του τη ζωή.
Πραγματικά ο Κλεομένης, βλέποντας πως ο Δημάρατος, σαν έγινε συμβασιλέας, αντιδρούσε σε όλες του τις ενέργειες, έβαλε τον Λεωτυχίδη να τον κατηγορήσει ως νόθο, που παρανόμως βρισκόταν στο θρόνο. Τελικά η γερουσία  όχι μόνο καθήρεσε αλλά και διαπόμπευσε τον Δημάρατο, που έφυγε ντροπιασμένος από τη Σπάρτη και αφού περιπλανήθηκε στην Ήλιδα και τη Ζάκυνθο, κατέληξε στον βασιλιά της Περσίας, τον Δαρείο. Ο Μέγας Βασιλεύς του παραχώρησε τα έσοδα τριών πόλεων, της Περγάμου, της Τευθρανίας και των Αγησάρνων και τον πήρε σύμβουλό του. Παρά την οργή που είχε κατά της Σπάρτης, όταν έμαθε το σχέδιο του Δαρείου να εκστρατεύσει κατά της Ελλάδας, ξύπνησε μέσα του ο πατριωτισμός και έστειλε στη Σπάρτη κρυπτογραφικό μήνυμα, για το οποίο έγραψα σε προηγούμενο  (18ο) τεύχος του Φιστικιού.
Ανεξαρτήτως πάντως από αυτή την μάλλον παρορμητική ενέργειά του, ο Δημάρατος συνόδεψε τον Ξέρξη στην εκστρατεία του κατά της Ελλάδας με την ιδιότητά του συμβούλου και πολύ πικραινόταν βλέποντας πως ο Ξέρξης δεν άκουγε τις συμβουλές του  και (όπως λέει ο Καβάφης στο ομώνυμο ποίημά του):
Καμιά στιγμή χαράς δεν έχει ο Δημάρατος,
γιατί χαρά δεν είν΄ αυτό που αισθάνεται
(δεν είναι, δεν το παραδέχεται,
πώς να το πει χαρά; εκορυφώθη η δυστυχία του),
όταν τα πράγματα του δείχνουν φανερά
που οι Έλληνες θα βγούνε νικηταί!
                                          .
Η ιστορία που διαβάσατε περιλαμβάνεται στις Μούσες του Ηροδότου στο 5ο (Τερψιχόρη) και στο 6ο βιβλίο (Ερατώ)
 Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης*
 * Ο Δημ. Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Ο αρχιτέκτονας του Φαραώ και ο παμπόνηρος γιος του

Όπως αφηγείται ο Ηρόδοτος ο φαραώ της Αιγύπτου Ραμψίνιτος (πρόκειται μάλλον για τον Ραμσή) είχε συγκεντρώσει μεγάλο πλούτο σε χρυσό, άργυρο, πολύτιμες πέτρες και διάφορα τεχνουργήματα. Ανέθεσε λοιπόν στον ικανότατο αρχιτέκτονά του, που του είχε φτιάξει το παλάτι, πολλούς ναούς και άλλα σπουδαία κτίρια, να του κατασκευάσει ένα ασφαλές θησαυροφυλάκιο.
Πραγματικά ο αρχιτέκτονας κατασκεύασε στον περίβολο των ανακτόρων ένα κτίριο από συμπαγείς πέτρινους τοίχους, χωρίς κανένα άνοιγμα εκτός από την είσοδο, η οποία επικοινωνούσε μόνο με το ανάκτορο, με κλειστό διάδρομο φρουρούμενο συνεχώς. Ικανοποιημένος ο φαραώ αφού επιθεώρησε το θησαυροφυλάκιο και επείσθη για την ασφάλειά του, συσσώρευσε σ΄αυτό ότι πολύτιμο είχε.
Ο αρχιτέκτονας όμως, που είχε δυο γιους ανεπρόκοπους και κακομαθημένους, είχε προνοήσει να εξασφαλίσει κατά κάποιον τρόπο το μέλλον τους. Όταν λοιπόν πέθαινε τους φώναξε κοντά του και τους είπε πως στον εξωτερικό τοίχο του θησαυροφυλακίου, τον μόνο που ήταν προσιτός από το δρόμο, είχε αφήσει μια μυστική, στενή και απολύτως αόρατη είσοδο. Τους είπε τα κρυφά σημάδια που τη δείχνανε και το μηχανισμό με τον οποίο θα μπορούσαν να την ανοίξουν, ώστε, αν ποτέ βρεθούν σε ανάγκη, να μπουν στο θησαυροφυλάκιο και να πάρουν όσο χρυσάφι ή ασήμι χρειάζονταν. Τους συνέστησε όμως αυτό να ο κάνουν σε πολύ αραιά διαστήματα και κάθε φορά να παίρνουν πολύ μικρές ποσότητες ώστε να μη γίνει αντιληπτή η κλοπή.
Όταν πέθανε ο γέρος και πέρασε καμιά βδομάδα, ο μεγαλύτερος γιος λέει στον αδελφό του.
“Πάμε για το θησαυρό;”
και τη νύχτα, βρίσκοντας τα κρυφά σημάδια και πατώντας κάποιες πέτρες, άνοιξαν τη μυστική είσοδο, μπήκαν στο θησαυροφυλάκιο και γέμισαν ένα σακούλι με χρυσάφι και ασήμι.
Πέρασαν ένα μήνα με γλέντια και διασκεδάσεις και όταν τα χρήματα σώθηκαν, ξανακάνανε ντου στο θησαυροφυλάκιο. Στο μεταξύ ο φαραώ Ραμψίνιτος σε μια επιθεώρηση που έκανε διαπίστωσε πως έλειπαν πολύ μεγάλα ποσά. Από πού φύγαν όμως δεν μπορούσε να καταλάβει, αφού τίποτα δεν έδειχνε παραβιασμένο. Όταν σε δεύτερη επιθεώρηση διαπίστωσε πως και πάλι είχαν ανεξήγητα χαθεί μεγάλες ποσότητες χρυσού, διέταξε να τοποθετήσουν σε διάφορα μέρη του θησαυροφυλακίου δόκανα, από αυτά που πιάνανε τα άγρια ζώα.
Έτσι όταν για τρίτη φορά τα δυο αδέρφια μπήκαν στο θησαυροφυλάκιο για πλιάτσικο, ο μικρός πιάστηκε σε ένα δόκανο.  Όλες οι προσπάθειες του μεγαλύτερου να τον ελευθερώσει αποδείχτηκαν μάταιες, οι ώρες περνούσαν και τότε ο μικρότερος του είπε
“Αδερφέ μου, αυτό που κάναμε είναι μεγάλη ιεροσυλία και δε θα τιμωρηθούμε μονάχα εμείς αλλά και η μάνα μας κι αδερφές μας και όλο μας το σόι. Γι΄ αυτό η μόνη λύση να γλυτώσετε τουλάχιστον εσείς είναι να μου κόψεις το κεφάλι, να μου πάρεις τα ρούχα και να φύγεις”
Ο μεγάλος στην αρχή ούτε να τ΄ ακούσει δεν ήθελε αλλά τελικά συμφώνησε μη βρίσκοντας άλλη λύση. Με πόνο καρδιάς, γιατί αγαπούσε τον αδερφό του, του έκοψε το κεφάλι, του πήρε όλα τα ρούχα και έφυγε.
Την άλλη μέρα ο φαραώ κατάπληκτος, βρήκε μέσα στο υποτιθέμενο απαραβίαστο θησαυροφυλάκιο ένα γυμνό ακέφαλο πτώμα! Μη μπορώντας να εξακριβώσει την ταυτότητα του νεκρού, σκέφτηκε να κρεμάσει το ακέφαλο και γυμνό πτώμα σε κοινή θέα στην είσοδο της πόλης και να δώσει εντολή στον επικεφαλής της φρουράς να παρακολουθεί με προσοχή όλους όσους περνούσαν μπροστά από το πτώμα και όποιος έδειχνε σημάδια ταραχής να παρακολουθείται. Ο Φαραώ στηριζόταν στη βαθιά πίστη των Αιγυπτίων πως ο νεκρός που έμενε άταφος έχανε την ψυχή του.
Πραγματικά η μητέρα του νεκρού όταν έμαθε τα καθέκαστα δεν άντεξε και είπε του μεγάλου της γιου πώς ή θα εύρισκε τρόπο να θάψει τον αδελφό του, όπως η θρησκεία τους ορίζει ή θα πήγαινε η ίδια στον φαραώ και θα τα μαρτυρούσε όλα. Ο γιος της τη διαβεβαίωσε πως πολύ σύντομα ο αδελφός του θα κηδευόταν κανονικά.
Μεταμφιέστηκε σε χωρικό, φόρτωσε σε ένα γαϊδουράκι πολλά ασκιά με κρασί και πέρασε μπροστά από το σημείο όπου ήταν κρεμασμένο και φρουρούμενο το πτώμα του αδερφού του. Επίτηδες όμως είχε κάνει πολύ κακή στιβασία των ασκιών που κάθε τόσο πέφτανε από το υποζύγιο και παιδευόταν να τα ξαναφορτώσει. Αυτό έγινε και όταν έφτασε στο μέρος όπου βρισκόταν το πτώμα του αδερφού του. Ο επικεφαλής της φρουράς λυπήθηκε τον ταλαίπωρο χωριάτη και έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να τον βοηθήσουν να φορτώσει τα ασκιά στο γαϊδουράκι κανονικά. Τότε ο γιος του αρχιτέκτονα εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης πρόσφερε ένα ασκί στη φρουρά “να πιούν στην υγειά του”, ευχαρίστησε τον επικεφαλής και έφυγε.
Μόνο που το κρασί που τους έδωσε να πιουν, περιείχε ισχυρό υπνωτικό και σε λίγο όλοι οι φρουροί είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο. Τότε εκείνος, που παραμόνευε κρυμμένος λίγο πιο κάτω, γύρισε, ξεκρέμασε ήσυχα ήσυχα το πτώμα, το φόρτωσε στο γαϊδουράκι το πήγε σπίτι και το έθαψε κανονικά!
Ο φαραώ, όταν έμαθε τι έγινε, πήγε να σκάσει από το κακό του και κατέφυγε στο έσχατο μέσο για να ανακαλύψει τον δράστη. Υπήρχε τότε έθιμο στην Αίγυπτο να εκδίδονται περιοδικά στο ναό της Αφροδίτης τα κορίτσια των αριστοκρατικών οικογενειών. Ο φαραώ είχε μια πολύ όμορφη κόρη και την έστειλε στο ναό, φροντίζοντας να διαδοθεί πλατιά η είδηση πως η κόρη του φαραώ θα εκδιδόταν. Ορμήνεψε όμως τη θυγατέρα του να ζητάει από τους ευκαιριακούς εραστές της, κατά ή μετά την ερωτική συνεύρεση, να της εξιστορούν την πιο ανόσια πράξη που έτυχε να κάνουν, λέγοντας της ότι σε τέτοιες στιγμές οι άντρες τα λένε όλα. Στην περίπτωση δε που θα άκουγε τα περί θησαυρού, ακέφαλου πτώματος και τα λοιπά, να άρπαζε τον «πελάτη» της από το χέρι και να φώναζε τη φρουρά που θα καραδοκούσε εκεί δίπλα.
Ο γιος του αρχιτέκτονα σαν έμαθε τα καθέκαστα, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του και τη βασιλοπούλα. Την προηγούμενη νύχτα όμως πήγε εκεί όπου ταριχεύαν τα πτώματα, έκοψε το χέρι ενός νεκρού και το έραψε στο ρούχο του. Την επομένη πήγε στη βασιλοπούλα και όταν εκείνη τον ρώτησε ποιάν ανόσια πράξη έκανε, δεν της έκρυψε τίποτα. Ακούγοντας τον η κόρη του φαραώ τον άρπαξε από το χέρι και άρχισε να φωνάζει τη φρουρά. Έπιασε όμως το ψεύτικο χέρι και φυσικά ο γιος του αρχιτέκτονα ξέφυγε και πάλι!
Ο φαραώ μετά το τελευταίο αυτό φιάσκο, κατάλαβε πως ο δράστης όλων αυτών των κατορθωμάτων ήταν άνθρωπος ικανότατος και πανέξυπνος. Δημοσίοποίησε λοιπόν δήλωση με την οποία καλούσε “αυτόν που έκανε όσα έκανε” να παρουσιαστεί μπροστά του και ορκιζόταν με τους πιο βαρείς όρκους σε όλους τους θεούς της Αιγύπτου, πως δεν θα τον πειράξει.
Ο γιος του αρχιτέκτονα, χωρίς να διστάσει, παρουσιάστηκε μπροστά στον φαραώ και αυτός όχι μόνο τον συγχώρησε αλλά τον πάντρεψε με την κόρη του, λέγοντας πως καλύτερο διάδοχο δε θα μπορούσε να βρει.
Και ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα.
Read More

Social Profiles

Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email Pinterest

Labels

biographies (15) Historical (96) Legend (6) My Memories (1) Poetry (4) Science (22) Sosial (12) Space (4)

Blog Archive

Popular Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

OnLine Opinions..

Click to Open Click to Open Click to Open Click to Open antinews

Αναγνώστες

BTemplates.com

Theme Download

Το DNA μας, είναι ένας ταξιδιώτης από μια παμπάλαια χώρα που ζει μέσα σε όλους μας. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, μέσω των μητέρων μας, με μια χούφτα γυναίκες που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Copyright © Seafarer97 | Powered by Blogger
Design by Lizard Themes - Published By Gooyaabi Templates | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com