Ηροδότου Ιστορίαι
Η Καταδίκη της Τυραννίδας (V 91-93)
Μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη
91
Τότε, μόλις πήραν στα χέρια τους οι Λακεδαιμόνιοι τους χρησμούς, επειδή έβλεπαν πως η δύναμη των Αθηναίων μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και δεν ήταν πια καθόλου πρόθυμοι να τους ακούν, κατάλαβαν πως με ελεύθερο πολίτευμα το αττικό γένος θα μπορούσε να γίνει ισοδύναμο με το δικό τους· με την τυραννίδα όμως πάνω από το κεφάλι τους, θα έμεναν οι Αθηναίοι ανίσχυροι και πρόθυμοι να πειθαρχούν στις εντολές τους. Εζύγισαν λοιπόν τα υπέρ και τα κατά, και υστέρα έστειλαν και φώναξαν από το Σίγειο του Ελλησπόντου τον Ιππία, το γιο του Πεισιστράτου. Κι όταν ο Ιππίας ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση τους κι έφτασε στη Σπάρτη, έστειλαν και κάλεσαν οι Σπαρτιάτες αντιπροσώπους και από τις άλλες συμμαχικές πόλεις, και τους έλεγαν τα εξής:
“Άνδρες σύμμαχοι, τώρα συναισθανόμαστε πως εμείς οι ίδιοι δεν πράξαμε σωστά· γιατί παρασυρμένοι από κίβδηλους χρησμούς, διώξαμε από την πατρίδα τους άντρες που υπήρξαν φίλοι μας στεvoί κι είχαν δεχτεί να κάνουν την Αθήνα του χεριού μας· και με την πράξη μας αυτή παραδώσαμε την πόλη να την κυβερνά ο αχάριστος δήμος, ο οποίος, ενώ εξ αιτίας μας ελευθερώθηκε και σήκωσε κεφάλι, καταφρόνησε και μας και το βασιλιά μας, φτάνοντας και να τον εξορίσει. Με το ηθικό του τώρα ανεβασμένο, συνεχώς αυξάνει τη δύναμή του ο δήμος, όπως πολύ καλά το ξέρουν από δική τους πείρα τόσο οι γείτονες τους Βοιωτοί όσο και οι Χαλκιδείς, και γρήγορα πρόκειται να το μάθει καλά και όποιος άλλος δεν πάρει τα μέτρα του. Επειδή, λοιπόν, ακολουθώντας μια τέτοια τακτική, πέσαμε ολοφάνερα έξω, τώρα θα δοκιμάσουμε μαζί σας να διορθώσουμε το σφάλμα μας· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος πού καλέσαμε εδώ τον Ιππία που βλέπετε και σας από τις συμμαχικές μας πόλεις, με σκοπό από κοινού να σκεφτούμε και από κοινού να επιχειρήσουμε, επαναφέροντας τον Ιππία στην Αθήνα, να του αποδώσουμε όσα προηγουμένως του στερήσαμε”.
92 Οι Σπαρτιάτες αυτά έλεγαν, το πλήθος όμως των συμμάχων δεν φαινόταν να δέχεται τις προτάσεις τους. Και ενώ όλοι οι άλλοι έμεναν άφωνοι, ο Κορίνθιος Σωκλής πήρε το λόγο και είπε:
92A “Σίγουρα θα βρεθεί ο ουρανός κάτω από τη γη, και η γη θα κρεμαστεί πάνω από τον ουρανό· οι άνθρωποι, θα κατοικήσουμε τη θάλασσα και τα ψάρια την ξηρά που κατοικούν τώρα οι άνθρωποι, αφού εσείς, Λακεδαιμόνιοι, επιχειρείτε, καταλύοντας την ισοκρατία, να επαναφέρετε στις πόλεις την τυραννίδα, που τίποτα στον κόσμο δεν είναι αδικότερό της μήτε πιο βρώμικο και φονικό. Αν πράγματι πιστεύετε πως είναι όντως ορθό να ζουν οι πόλεις κάτω από τυραννικό πολίτευμα, βάλετε πρώτοι εσείς οι ίδιοι τύραννο πάνω από το κεφάλι σας, και ύστερα δοκιμάσετε να κάνετε το ίδιο και στους άλλους. Τώρα όμως, ενώ οι ίδιοι δεν έχετε πείρα από τυράννους και παίρνετε τα μέτρα σας, ώστε αυτό το φοβερό πράγμα να μην συμβεί ποτέ στη Σπάρτη, θέλετε να κάνετε κατάχρηση της τυραννίδας εις βάρος των συμμάχων. Αν όμως είχατε εσείς οι ίδιοι δοκιμάσει την τυραννίδα, όπως εμείς, θα μπορούσατε για το θέμα αυτό να εισηγηθείτε κάπως καλύτερες προτάσεις από ό,τι τώρα δα προτείνετε.
92B Γιατί στην Κόρινθο κάποτε τα πολιτικά πράγματα είχαν κάπως έτσι. Υπήρχε δηλαδή ολιγαρχία, καθώς οι Βακχιάδες, όπως τους έλεγαν, κρατούσαν την πόλη στα χέρια τους και όλοι οι γάμοι γίνονταν μεταξύ τους. Ώσπου ο Αμφίων, όντας από την ίδια οικογένεια, αποκτά μια κόρη χωλή — το όνομα της ήταν Λάβδα. Καθώς λοιπόν κανένας από τους Βακχιάδες δεν ήθελε τη Λάβδα για γυναίκα του, την παίρνει ο Ηετίων, ο γιος του Εχεκράτη, από το δήμο της Πέτρας, που η φύτρα του έφτανε ως τους Λαπίθες και τον Καινέα. Επειδή όμως ούτε από αυτήν τη γυναίκα ούτε από άλλη έκανε ο Ηετίων παιδιά, τον έστειλαν στους Δελφούς να ρωτήσει για απογόνους. Δεν πρόλαβε να μπει στο ιερό, και αμέσως η Πυθία του αποτείνεται σε εξάμετρα:
Ηετίων, κανείς δεν σε τίμα, μολονότι είσαι πολύτιμος.
Η Λάβδα είναι εγκαστρωμένη, και θα γεννήσει πέτραν τροχοειδή, η οποία θα πέσει
πάνω στους μονάρχους άνδρας και θα τιμωρήσει την Κόρινθον.
Ο χρησμός αυτός που δόθηκε στον Ηετίωνα, δεν ξέρω πώς κοινολογείται στους Βακχιάδες, οι οποίοι και παλαιότερα είχαν πάρει χρησμό που αφορούσε την Κόρινθο, έμενε όμως ανεξήγητος· είχε την ίδια έννοια με το χρησμό πού δόθηκε στον Ηετίωνα κι έλεγε τα εξής:
Ο αετός είναι εγκαστρωμένος εις τας Πέτρας· θα γεννήσει δε λέοντα
ισχυρόν, ωμοφάγον, ο οποίος θα ρίψει πολλούς καταγής.
Αυτά σκεφθείτε καλά, ώ Κορίνθιοι, οι οποίοι κατοικείτε περί την ωραίαν
Πειρήνην και την υψηλήν Ακρόπολιν της Κορίνθου.
92C Αυτός λοιπόν ο χρησμός, δοσμένος από πριν στους Βακχιάδες, έμενε ακατανόητος τότε όμως, μόλις οι Βακχιάδες άκουσαν το χρησμό που δόθηκε στον Ηετίωνα, συνέλαβαν αμέσως το νόημα και του προηγουμένου, που φανερά συμφωνούσε με εκείνον του Ηετίωνα. Πλην όμως, έχοντας συλλάβει τώρα το νόημα του χρησμού, δεν είπαν και δεν έκαναν τίποτε, περιμένοντας να αφανίσουν το παίδι που θα γεννιότανε από τον Ηετίωνα.
Μόλις λοιπόν γέννησε ή γυναίκα, δίχως καμιά χρονοτριβή, στέλνουν δέκα δικούς τους στο δήμο όπου κατοικούσε ο Ηετίων, για να σκοτώσουν το παιδί. Όταν κάποτε αυτοί έφτασαν στην Πέτρα και μπήκαν στην αυλή του Ηετίωνα, γύρευαν το νήπιο. Η Λάβδα εξάλλου, που δεν γνώριζε για ποιο λόγο έφτασαν εκείνοι και νόμιζε πως της ζητούσαν το παίδι από φιλοφροσύνη προς τον πατέρα της, το έφερε και το απόθεσε στα χέρια ενός από τους δέκα. Αυτοί ωστόσο είχαν στο δρόμο ήδη σκεφτεί και αποφασίσει, ο πρώτος που θα έπαιρνε το παιδί στα χέρια του, να το χτυπήσει καταγής. Όταν όμως η Λάβδα παρέδωσε με τα χέρια της το παιδί, θεία τύχη το έφερε και χαμογέλασε το νήπιο σε εκείνον που το πήρε, αυτός το πρόσεξε και ξαφνικά τον συνεπήρε οίκτος που τον εμπόδισε να το σκοτώσει. Από λύπη και συμπάθεια παραδίδει το παίδι στον δεύτερο, κι αυτός στον τρίτο, έτσι που πέρασε από το χέρι του ενός στον άλλο φτάνοντας ως τον δέκατο, και ούτε ένας δε θέλησε να το σκοτώσει. Δίνοντας λοιπόν πίσω στη μάνα το παιδί, βγήκαν έξω, στάθηκαν στην αυλόθυρα και άρχισαν ο ένας να κατηγορεί τον άλλον και περισσότερο όλοι τον πρώτο, γιατί δεν έπραξε αυτό που είχαν συμφωνήσει. Ύστερα, επειδή περνούσε η ώρα, πήραν απόφαση να μπουν όλοι ξανά στην αυλή και από κοινού να διαπράξουν το φόνο.
92D Ήταν γραμμένο όμως να βλαστήσει από τον γόνο του Ηετίωνα συμφορά για την Κόρινθο. Γιατί η Λάβδα που στεκόταν πίσω από την ίδια αυλόθυρα, τα άκουσε όλα αυτά· από φόβο λοιπόν μήπως το μετανοιώσουν και παίρνοντας για δεύτερη φορά τώρα το παιδί το θανατώσουν, πάει και το κρύβει σ' ένα μέρος που νους ανθρώπου δεν θα μπορούσε να το βάλει: σε μία “κυψέλη”, γνωρίζοντας πως αν εκείνοι γυρνούσαν πίσω για να ζητήσουν το παίδι, θα έψαχναν τα πάντα — πράγμα που κιόλας έγινε, όμως αυτοί, όταν μπήκαν μέσα και αναζητούσαν το παιδί, πουθενά δεν μπόρεσαν να το ανακαλύψουν, έτσι που πια το πήρανε απόφαση να γυρίσουν πίσω και να πουν σε κείνους που τους έστειλαν πως όλα τα έκαμαν σύμφωνα με τις εντολές τους.
Πράγματι έφυγαν και γυρίζοντας πίσω είπαν όσα συμφώνησαν.
92E Στο μεταξύ και ύστερα από αυτά ο γιος του Ηετίωνα μεγάλωνε και επειδή διέφυγε τον κίνδυνο κρυμμένος στην “κυψέλη”, πήρε από κει για όνομα του την επωνυμία Κύψελος. Κάποτε ο Κύψελος έγινε άντρας κι όταν ζήτησε χρησμό, πήρε απάντηση πολύ ευνοϊκή στους Δελφούς, που πάνω της στηρίχτηκε κι έκανε το εγχείρημα που τον οδήγησε να γίνει κύριος της Κορίνθου. Να τί έλεγε ο χρησμός:
Ευδαίμων αυτός ο άνθρωπος ο οποίος καταβαίνει εις το ιδικόν μου οίκημα,
Ο Κύψελος Ηετίδης, βασιλεύς της ενδόξου Κορίνθου,
Αυτός και οι παίδες αυτού, όχι όμως και οι παίδες των παίδων αυτού.
Αυτό ήταν το περιεχόμενο του χρησμού, και ο Κύψελος, τύραννος πια της Κορίνθου, υπήρξε αυτός που ξέρουμε: πολλούς Κορίνθιους εξόρισε, πολλούς τους στέρησε την περιουσία τους, κι ακόμη περισσότερους τη ζωή τους.
92F Έμεινε στην αρχή έτσι τριάντα χρονιά και μέτρησε όλη του τη ζωή, ωσότου πέθανε, οπότε τον διαδέχεται στην τυραννίδα ο γιος του ο Περίανδρος. Αυτός λοιπόν ο Περίανδρος, στην αρχή τουλάχιστον, φάνηκε ηπιότερος από τον πατερά του· αφότου όμως με αγγελιοφόρους του ήρθε σε επαφή με τον τύραννο της Μιλήτου Θρασύβουλο, από τότε ξεπέρασε κι αυτόν τον ίδιο τον Κύψελο στους φόνους και τα εγκλήματα.
Έστειλε δηλαδή κάποτε στον Θρασύβουλο ένα κήρυκά του και γύρευε να μάθει με ποια πολιτική θα διαχειριζόταν ασφαλέστατα τα πράγματα της πόλης και κάλλιστα θα τη διαφέντευε. Ο Θρασύβουλος λοιπόν έβγαλε τον αποσταλμένο του Περιάνδρου έξω από την πόλη, τον έμπασε σ' ένα χωράφι σπαρμένο, και μαζί του περνούσε ανάμεσα από τα στάχυα, ρωτώντας κι εξετάζοντας τον κήρυκα εξαρχής ποιός λόγος τον έφερε από την Κόρινθο, ενώ ταυτόχρονα έκοβε, κάθε φορά που έβλεπε ένα στάχυ να ξεπερνά τα αλλά, και αποκεφαλίζοντάς το το έριχνε χάμω, ώσπου μ αυτό τον τρόπο κατέστρεψε τα πιο ψηλά και τα πιο ωραία στάχυα του χωραφιού. Κι αφού πέρασε από άκρου σ' άκρο το χωράφι, δίχως να δώσει καμία άλλη συμβουλή, στέλνει πίσω τον κήρυκα. Γυρνώντας στην πατρίδα του την Κόρινθο ο κήρυκας, βρέθηκε μπρος στον Περίανδρο, που ανυπόμονος εγύρευε να μάθει την υποθήκη του Θρασύβουλου. Όμως αυτός ισχυριζόταν πως ο Θρασύβουλος δεν έδωσε καμιά υποθήκη, και μάλιστα απορούσε σε τί λογής άνθρωπο τον έστειλε ο Περίανδρος, παράφρονα σχεδόν, να καταστρέφει τα ίδια του τα χτήματα — και έτσι διηγήθηκε ο κήρυκας όσα είχε δει να κάνει ο Θρασύβουλος.
92G Ο Περίανδρος όμως έπιασε το νόημα της πράξης αυτής και πήρε απόφαση να συμπεριφερθεί όπως τον εσυμβούλευε ο Θρασύβουλος: σκοτώνοντας όσους πολίτες κάπου εξεχώριζαν, έδειξε έτσι όλη την κακότητά του απέναντι στην πόλη και τους κατοίκους της. Γιατί όσα ο Κύψελος άφησε υπόλοιπα σκοτώνοντας και εξορίζοντας, τα αποτελείωσε ο Περίανδρος. Μια μέρα μάλιστα έγδυσε όλες τις γυναίκες της Κορίνθου για το χατήρι της δικής του γυναίκας, της Μέλισσας.
Καθότι έχοντας στείλει στον ποταμό Αχέροντα, πάνω στους Θεσπρωτούς, ανθρώπους του να πάρουνε χρησμό από το Νεκρομαντείο για κάποια παρακαταθήκη ενός ξένου, παρουσιάστηκε η Μέλισσα και είπε πως ούτε σημάδια πρόκειται να δώσει ούτε και να φανερώσει το χώρο όπου βρίσκεται η παρακαταθήκη· γιατί ριγά και είναι γυμνή, αφού τα ρούχα που τα έθαψε ο Περίανδρος μαζί της σε τίποτα δεν ωφελούν, επειδή η φλόγα δεν τα έκαψε ως το τέλος. Και ως απόδειξη ότι του λέγει την αλήθεια, είπε η Μέλισσα, ας θυμηθεί ο Περίανδρος που φούρνισε το ψωμί του σε φούρνο κρύο. Όταν οι άνθρωποι του έφεραν αυτή την αγγελία στον Περίανδρο (η απόδειξη πράγματι υπήρξε πειστική, αφού ο ίδιος έσμιξε με τη Μέλισσα νεκρή), αμέσως μετά το μήνυμα, έβγαλε διάταγμα ο Περίανδρος: Όλες οι γυναίκες της Κορίνθου να κάνουνε πομπή προς το Ηραίο. Κι αυτές, με την ιδέα πως πήγαιναν σε γιορτή, ντύθηκαν μ' ό,τι καλύτερο είχαν, ενώ ο Περίανδρος τους έστησε καρτέρι με τους δορυφόρους του και τις ξεγύμνωσε όλες, μηδεμιάς εξαιρουμένης, δούλες και ελεύθερες· κι αφού συσσώρευσε όλα τα φορέματα σε κάποιο λάκκο, τα έκαιε κάνοντας ευχή στη Μέλισσα. Ύστερα από αυτό κι όταν για δεύτερη φορά έστειλε ανθρώπους του στο μαντείο, το φάντασμα της Μέλισσας φανέρωσε πια σε ποιο χώρο είχε βάλει την παρακαταθήκη του ξένου.
Αυτό θα πει, αν αγαπάτε, τυραννικό πολίτευμα, Λακεδαιμόνιοι, και τέτοια είναι τα έργα του. Όσο για μας τους Κορινθίους, μας έπιασε αγωνία βλέποντας πως κουβαλήσατε εδώ πέρα τον Ιππία, ενώ η κατάπληξη μας μεγάλωσε ακόμη περισσότερο από τα ίδια σας τα λόγια. Επικαλούμαστε, λοιπόν, μάρτυρες τους θεούς των Ελλήνων και αναφωνούμε: μην επιβάλλετε στις πόλεις πολίτευμα τυραννικό. Κι αν παρά ταύτα δεν σταματήσετε, αλλά αντίθετα σε κάθε δίκιο δοκιμάσετε να ξαναφέρετε πίσω στην Αθήνα τον Ιππία, τότε να το ξέρετε οι Κορίνθιοι δεν συμφώνησαν μαζί σας”.
93 Ο Σωκλής από την Κόρινθο, ως εκπρόσωπος, αυτά είπε, ενώ ο ίδιος ο Ιππίας, που επικαλέστηκε ξανά τους ίδιους θεούς, του αποκρινόταν πως γρήγορα οι Κορίνθιοι, και με το παραπάνω μάλιστα, θα νοσταλγήσουν τους Πεισιστρατίδες, όταν φτάσουν οι διορισμένες μέρες και δοκιμάσουνε τα πάθη, που τους επιφυλάσσουν οι Αθηναίοι.
Έδωσε την απάντηση αυτή ο Ιππίας, γιατί καλύτερα από κάθε άλλον γνώριζε τους χρησμούς. Ωστόσο οι άλλοι σύμμαχοι, που πρώτα στέκονταν αμίλητοι, όταν άκουσαν με πόσο ελεύθερο φρόνημα μίλησε ο Σωκλής, καθένας κι όλοι τους μαζί, ύψωσαν τη φωνή και δήλωσαν ότι επικροτούν τη γνώμη του Κορίνθιου, κάνοντας ταυτοχρόνως έκκληση στους Λακεδαιμονίους να μην επιχειρήσουν σε πόλη ελληνική μία τέτοια πολιτική ανατροπή. Και έτσι τελείωσε αυτή η υπόθεση.
Από το βιβλίο "Ηρόδοτος, Επτά Νουβέλες και Τρία Ανέκδοτα", Αγρα 1981
Ευχαριστώ τον κ. Δ. Ν. Μαρωνίτη για την άδεια του να δημοσιευτούν τα δύο κείμενα στον Μ. Απόπλου.
Η Καταδίκη της Τυραννίδας (V 91-93)
Μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη
91
Τότε, μόλις πήραν στα χέρια τους οι Λακεδαιμόνιοι τους χρησμούς, επειδή έβλεπαν πως η δύναμη των Αθηναίων μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και δεν ήταν πια καθόλου πρόθυμοι να τους ακούν, κατάλαβαν πως με ελεύθερο πολίτευμα το αττικό γένος θα μπορούσε να γίνει ισοδύναμο με το δικό τους· με την τυραννίδα όμως πάνω από το κεφάλι τους, θα έμεναν οι Αθηναίοι ανίσχυροι και πρόθυμοι να πειθαρχούν στις εντολές τους. Εζύγισαν λοιπόν τα υπέρ και τα κατά, και υστέρα έστειλαν και φώναξαν από το Σίγειο του Ελλησπόντου τον Ιππία, το γιο του Πεισιστράτου. Κι όταν ο Ιππίας ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση τους κι έφτασε στη Σπάρτη, έστειλαν και κάλεσαν οι Σπαρτιάτες αντιπροσώπους και από τις άλλες συμμαχικές πόλεις, και τους έλεγαν τα εξής:
“Άνδρες σύμμαχοι, τώρα συναισθανόμαστε πως εμείς οι ίδιοι δεν πράξαμε σωστά· γιατί παρασυρμένοι από κίβδηλους χρησμούς, διώξαμε από την πατρίδα τους άντρες που υπήρξαν φίλοι μας στεvoί κι είχαν δεχτεί να κάνουν την Αθήνα του χεριού μας· και με την πράξη μας αυτή παραδώσαμε την πόλη να την κυβερνά ο αχάριστος δήμος, ο οποίος, ενώ εξ αιτίας μας ελευθερώθηκε και σήκωσε κεφάλι, καταφρόνησε και μας και το βασιλιά μας, φτάνοντας και να τον εξορίσει. Με το ηθικό του τώρα ανεβασμένο, συνεχώς αυξάνει τη δύναμή του ο δήμος, όπως πολύ καλά το ξέρουν από δική τους πείρα τόσο οι γείτονες τους Βοιωτοί όσο και οι Χαλκιδείς, και γρήγορα πρόκειται να το μάθει καλά και όποιος άλλος δεν πάρει τα μέτρα του. Επειδή, λοιπόν, ακολουθώντας μια τέτοια τακτική, πέσαμε ολοφάνερα έξω, τώρα θα δοκιμάσουμε μαζί σας να διορθώσουμε το σφάλμα μας· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος πού καλέσαμε εδώ τον Ιππία που βλέπετε και σας από τις συμμαχικές μας πόλεις, με σκοπό από κοινού να σκεφτούμε και από κοινού να επιχειρήσουμε, επαναφέροντας τον Ιππία στην Αθήνα, να του αποδώσουμε όσα προηγουμένως του στερήσαμε”.
92 Οι Σπαρτιάτες αυτά έλεγαν, το πλήθος όμως των συμμάχων δεν φαινόταν να δέχεται τις προτάσεις τους. Και ενώ όλοι οι άλλοι έμεναν άφωνοι, ο Κορίνθιος Σωκλής πήρε το λόγο και είπε:
92A “Σίγουρα θα βρεθεί ο ουρανός κάτω από τη γη, και η γη θα κρεμαστεί πάνω από τον ουρανό· οι άνθρωποι, θα κατοικήσουμε τη θάλασσα και τα ψάρια την ξηρά που κατοικούν τώρα οι άνθρωποι, αφού εσείς, Λακεδαιμόνιοι, επιχειρείτε, καταλύοντας την ισοκρατία, να επαναφέρετε στις πόλεις την τυραννίδα, που τίποτα στον κόσμο δεν είναι αδικότερό της μήτε πιο βρώμικο και φονικό. Αν πράγματι πιστεύετε πως είναι όντως ορθό να ζουν οι πόλεις κάτω από τυραννικό πολίτευμα, βάλετε πρώτοι εσείς οι ίδιοι τύραννο πάνω από το κεφάλι σας, και ύστερα δοκιμάσετε να κάνετε το ίδιο και στους άλλους. Τώρα όμως, ενώ οι ίδιοι δεν έχετε πείρα από τυράννους και παίρνετε τα μέτρα σας, ώστε αυτό το φοβερό πράγμα να μην συμβεί ποτέ στη Σπάρτη, θέλετε να κάνετε κατάχρηση της τυραννίδας εις βάρος των συμμάχων. Αν όμως είχατε εσείς οι ίδιοι δοκιμάσει την τυραννίδα, όπως εμείς, θα μπορούσατε για το θέμα αυτό να εισηγηθείτε κάπως καλύτερες προτάσεις από ό,τι τώρα δα προτείνετε.
92B Γιατί στην Κόρινθο κάποτε τα πολιτικά πράγματα είχαν κάπως έτσι. Υπήρχε δηλαδή ολιγαρχία, καθώς οι Βακχιάδες, όπως τους έλεγαν, κρατούσαν την πόλη στα χέρια τους και όλοι οι γάμοι γίνονταν μεταξύ τους. Ώσπου ο Αμφίων, όντας από την ίδια οικογένεια, αποκτά μια κόρη χωλή — το όνομα της ήταν Λάβδα. Καθώς λοιπόν κανένας από τους Βακχιάδες δεν ήθελε τη Λάβδα για γυναίκα του, την παίρνει ο Ηετίων, ο γιος του Εχεκράτη, από το δήμο της Πέτρας, που η φύτρα του έφτανε ως τους Λαπίθες και τον Καινέα. Επειδή όμως ούτε από αυτήν τη γυναίκα ούτε από άλλη έκανε ο Ηετίων παιδιά, τον έστειλαν στους Δελφούς να ρωτήσει για απογόνους. Δεν πρόλαβε να μπει στο ιερό, και αμέσως η Πυθία του αποτείνεται σε εξάμετρα:
Ηετίων, κανείς δεν σε τίμα, μολονότι είσαι πολύτιμος.
Η Λάβδα είναι εγκαστρωμένη, και θα γεννήσει πέτραν τροχοειδή, η οποία θα πέσει
πάνω στους μονάρχους άνδρας και θα τιμωρήσει την Κόρινθον.
Ο χρησμός αυτός που δόθηκε στον Ηετίωνα, δεν ξέρω πώς κοινολογείται στους Βακχιάδες, οι οποίοι και παλαιότερα είχαν πάρει χρησμό που αφορούσε την Κόρινθο, έμενε όμως ανεξήγητος· είχε την ίδια έννοια με το χρησμό πού δόθηκε στον Ηετίωνα κι έλεγε τα εξής:
Ο αετός είναι εγκαστρωμένος εις τας Πέτρας· θα γεννήσει δε λέοντα
ισχυρόν, ωμοφάγον, ο οποίος θα ρίψει πολλούς καταγής.
Αυτά σκεφθείτε καλά, ώ Κορίνθιοι, οι οποίοι κατοικείτε περί την ωραίαν
Πειρήνην και την υψηλήν Ακρόπολιν της Κορίνθου.
92C Αυτός λοιπόν ο χρησμός, δοσμένος από πριν στους Βακχιάδες, έμενε ακατανόητος τότε όμως, μόλις οι Βακχιάδες άκουσαν το χρησμό που δόθηκε στον Ηετίωνα, συνέλαβαν αμέσως το νόημα και του προηγουμένου, που φανερά συμφωνούσε με εκείνον του Ηετίωνα. Πλην όμως, έχοντας συλλάβει τώρα το νόημα του χρησμού, δεν είπαν και δεν έκαναν τίποτε, περιμένοντας να αφανίσουν το παίδι που θα γεννιότανε από τον Ηετίωνα.
Μόλις λοιπόν γέννησε ή γυναίκα, δίχως καμιά χρονοτριβή, στέλνουν δέκα δικούς τους στο δήμο όπου κατοικούσε ο Ηετίων, για να σκοτώσουν το παιδί. Όταν κάποτε αυτοί έφτασαν στην Πέτρα και μπήκαν στην αυλή του Ηετίωνα, γύρευαν το νήπιο. Η Λάβδα εξάλλου, που δεν γνώριζε για ποιο λόγο έφτασαν εκείνοι και νόμιζε πως της ζητούσαν το παίδι από φιλοφροσύνη προς τον πατέρα της, το έφερε και το απόθεσε στα χέρια ενός από τους δέκα. Αυτοί ωστόσο είχαν στο δρόμο ήδη σκεφτεί και αποφασίσει, ο πρώτος που θα έπαιρνε το παιδί στα χέρια του, να το χτυπήσει καταγής. Όταν όμως η Λάβδα παρέδωσε με τα χέρια της το παιδί, θεία τύχη το έφερε και χαμογέλασε το νήπιο σε εκείνον που το πήρε, αυτός το πρόσεξε και ξαφνικά τον συνεπήρε οίκτος που τον εμπόδισε να το σκοτώσει. Από λύπη και συμπάθεια παραδίδει το παίδι στον δεύτερο, κι αυτός στον τρίτο, έτσι που πέρασε από το χέρι του ενός στον άλλο φτάνοντας ως τον δέκατο, και ούτε ένας δε θέλησε να το σκοτώσει. Δίνοντας λοιπόν πίσω στη μάνα το παιδί, βγήκαν έξω, στάθηκαν στην αυλόθυρα και άρχισαν ο ένας να κατηγορεί τον άλλον και περισσότερο όλοι τον πρώτο, γιατί δεν έπραξε αυτό που είχαν συμφωνήσει. Ύστερα, επειδή περνούσε η ώρα, πήραν απόφαση να μπουν όλοι ξανά στην αυλή και από κοινού να διαπράξουν το φόνο.
92D Ήταν γραμμένο όμως να βλαστήσει από τον γόνο του Ηετίωνα συμφορά για την Κόρινθο. Γιατί η Λάβδα που στεκόταν πίσω από την ίδια αυλόθυρα, τα άκουσε όλα αυτά· από φόβο λοιπόν μήπως το μετανοιώσουν και παίρνοντας για δεύτερη φορά τώρα το παιδί το θανατώσουν, πάει και το κρύβει σ' ένα μέρος που νους ανθρώπου δεν θα μπορούσε να το βάλει: σε μία “κυψέλη”, γνωρίζοντας πως αν εκείνοι γυρνούσαν πίσω για να ζητήσουν το παίδι, θα έψαχναν τα πάντα — πράγμα που κιόλας έγινε, όμως αυτοί, όταν μπήκαν μέσα και αναζητούσαν το παιδί, πουθενά δεν μπόρεσαν να το ανακαλύψουν, έτσι που πια το πήρανε απόφαση να γυρίσουν πίσω και να πουν σε κείνους που τους έστειλαν πως όλα τα έκαμαν σύμφωνα με τις εντολές τους.
Πράγματι έφυγαν και γυρίζοντας πίσω είπαν όσα συμφώνησαν.
92E Στο μεταξύ και ύστερα από αυτά ο γιος του Ηετίωνα μεγάλωνε και επειδή διέφυγε τον κίνδυνο κρυμμένος στην “κυψέλη”, πήρε από κει για όνομα του την επωνυμία Κύψελος. Κάποτε ο Κύψελος έγινε άντρας κι όταν ζήτησε χρησμό, πήρε απάντηση πολύ ευνοϊκή στους Δελφούς, που πάνω της στηρίχτηκε κι έκανε το εγχείρημα που τον οδήγησε να γίνει κύριος της Κορίνθου. Να τί έλεγε ο χρησμός:
Ευδαίμων αυτός ο άνθρωπος ο οποίος καταβαίνει εις το ιδικόν μου οίκημα,
Ο Κύψελος Ηετίδης, βασιλεύς της ενδόξου Κορίνθου,
Αυτός και οι παίδες αυτού, όχι όμως και οι παίδες των παίδων αυτού.
Αυτό ήταν το περιεχόμενο του χρησμού, και ο Κύψελος, τύραννος πια της Κορίνθου, υπήρξε αυτός που ξέρουμε: πολλούς Κορίνθιους εξόρισε, πολλούς τους στέρησε την περιουσία τους, κι ακόμη περισσότερους τη ζωή τους.
92F Έμεινε στην αρχή έτσι τριάντα χρονιά και μέτρησε όλη του τη ζωή, ωσότου πέθανε, οπότε τον διαδέχεται στην τυραννίδα ο γιος του ο Περίανδρος. Αυτός λοιπόν ο Περίανδρος, στην αρχή τουλάχιστον, φάνηκε ηπιότερος από τον πατερά του· αφότου όμως με αγγελιοφόρους του ήρθε σε επαφή με τον τύραννο της Μιλήτου Θρασύβουλο, από τότε ξεπέρασε κι αυτόν τον ίδιο τον Κύψελο στους φόνους και τα εγκλήματα.
Έστειλε δηλαδή κάποτε στον Θρασύβουλο ένα κήρυκά του και γύρευε να μάθει με ποια πολιτική θα διαχειριζόταν ασφαλέστατα τα πράγματα της πόλης και κάλλιστα θα τη διαφέντευε. Ο Θρασύβουλος λοιπόν έβγαλε τον αποσταλμένο του Περιάνδρου έξω από την πόλη, τον έμπασε σ' ένα χωράφι σπαρμένο, και μαζί του περνούσε ανάμεσα από τα στάχυα, ρωτώντας κι εξετάζοντας τον κήρυκα εξαρχής ποιός λόγος τον έφερε από την Κόρινθο, ενώ ταυτόχρονα έκοβε, κάθε φορά που έβλεπε ένα στάχυ να ξεπερνά τα αλλά, και αποκεφαλίζοντάς το το έριχνε χάμω, ώσπου μ αυτό τον τρόπο κατέστρεψε τα πιο ψηλά και τα πιο ωραία στάχυα του χωραφιού. Κι αφού πέρασε από άκρου σ' άκρο το χωράφι, δίχως να δώσει καμία άλλη συμβουλή, στέλνει πίσω τον κήρυκα. Γυρνώντας στην πατρίδα του την Κόρινθο ο κήρυκας, βρέθηκε μπρος στον Περίανδρο, που ανυπόμονος εγύρευε να μάθει την υποθήκη του Θρασύβουλου. Όμως αυτός ισχυριζόταν πως ο Θρασύβουλος δεν έδωσε καμιά υποθήκη, και μάλιστα απορούσε σε τί λογής άνθρωπο τον έστειλε ο Περίανδρος, παράφρονα σχεδόν, να καταστρέφει τα ίδια του τα χτήματα — και έτσι διηγήθηκε ο κήρυκας όσα είχε δει να κάνει ο Θρασύβουλος.
92G Ο Περίανδρος όμως έπιασε το νόημα της πράξης αυτής και πήρε απόφαση να συμπεριφερθεί όπως τον εσυμβούλευε ο Θρασύβουλος: σκοτώνοντας όσους πολίτες κάπου εξεχώριζαν, έδειξε έτσι όλη την κακότητά του απέναντι στην πόλη και τους κατοίκους της. Γιατί όσα ο Κύψελος άφησε υπόλοιπα σκοτώνοντας και εξορίζοντας, τα αποτελείωσε ο Περίανδρος. Μια μέρα μάλιστα έγδυσε όλες τις γυναίκες της Κορίνθου για το χατήρι της δικής του γυναίκας, της Μέλισσας.
Καθότι έχοντας στείλει στον ποταμό Αχέροντα, πάνω στους Θεσπρωτούς, ανθρώπους του να πάρουνε χρησμό από το Νεκρομαντείο για κάποια παρακαταθήκη ενός ξένου, παρουσιάστηκε η Μέλισσα και είπε πως ούτε σημάδια πρόκειται να δώσει ούτε και να φανερώσει το χώρο όπου βρίσκεται η παρακαταθήκη· γιατί ριγά και είναι γυμνή, αφού τα ρούχα που τα έθαψε ο Περίανδρος μαζί της σε τίποτα δεν ωφελούν, επειδή η φλόγα δεν τα έκαψε ως το τέλος. Και ως απόδειξη ότι του λέγει την αλήθεια, είπε η Μέλισσα, ας θυμηθεί ο Περίανδρος που φούρνισε το ψωμί του σε φούρνο κρύο. Όταν οι άνθρωποι του έφεραν αυτή την αγγελία στον Περίανδρο (η απόδειξη πράγματι υπήρξε πειστική, αφού ο ίδιος έσμιξε με τη Μέλισσα νεκρή), αμέσως μετά το μήνυμα, έβγαλε διάταγμα ο Περίανδρος: Όλες οι γυναίκες της Κορίνθου να κάνουνε πομπή προς το Ηραίο. Κι αυτές, με την ιδέα πως πήγαιναν σε γιορτή, ντύθηκαν μ' ό,τι καλύτερο είχαν, ενώ ο Περίανδρος τους έστησε καρτέρι με τους δορυφόρους του και τις ξεγύμνωσε όλες, μηδεμιάς εξαιρουμένης, δούλες και ελεύθερες· κι αφού συσσώρευσε όλα τα φορέματα σε κάποιο λάκκο, τα έκαιε κάνοντας ευχή στη Μέλισσα. Ύστερα από αυτό κι όταν για δεύτερη φορά έστειλε ανθρώπους του στο μαντείο, το φάντασμα της Μέλισσας φανέρωσε πια σε ποιο χώρο είχε βάλει την παρακαταθήκη του ξένου.
Αυτό θα πει, αν αγαπάτε, τυραννικό πολίτευμα, Λακεδαιμόνιοι, και τέτοια είναι τα έργα του. Όσο για μας τους Κορινθίους, μας έπιασε αγωνία βλέποντας πως κουβαλήσατε εδώ πέρα τον Ιππία, ενώ η κατάπληξη μας μεγάλωσε ακόμη περισσότερο από τα ίδια σας τα λόγια. Επικαλούμαστε, λοιπόν, μάρτυρες τους θεούς των Ελλήνων και αναφωνούμε: μην επιβάλλετε στις πόλεις πολίτευμα τυραννικό. Κι αν παρά ταύτα δεν σταματήσετε, αλλά αντίθετα σε κάθε δίκιο δοκιμάσετε να ξαναφέρετε πίσω στην Αθήνα τον Ιππία, τότε να το ξέρετε οι Κορίνθιοι δεν συμφώνησαν μαζί σας”.
93 Ο Σωκλής από την Κόρινθο, ως εκπρόσωπος, αυτά είπε, ενώ ο ίδιος ο Ιππίας, που επικαλέστηκε ξανά τους ίδιους θεούς, του αποκρινόταν πως γρήγορα οι Κορίνθιοι, και με το παραπάνω μάλιστα, θα νοσταλγήσουν τους Πεισιστρατίδες, όταν φτάσουν οι διορισμένες μέρες και δοκιμάσουνε τα πάθη, που τους επιφυλάσσουν οι Αθηναίοι.
Έδωσε την απάντηση αυτή ο Ιππίας, γιατί καλύτερα από κάθε άλλον γνώριζε τους χρησμούς. Ωστόσο οι άλλοι σύμμαχοι, που πρώτα στέκονταν αμίλητοι, όταν άκουσαν με πόσο ελεύθερο φρόνημα μίλησε ο Σωκλής, καθένας κι όλοι τους μαζί, ύψωσαν τη φωνή και δήλωσαν ότι επικροτούν τη γνώμη του Κορίνθιου, κάνοντας ταυτοχρόνως έκκληση στους Λακεδαιμονίους να μην επιχειρήσουν σε πόλη ελληνική μία τέτοια πολιτική ανατροπή. Και έτσι τελείωσε αυτή η υπόθεση.
Από το βιβλίο "Ηρόδοτος, Επτά Νουβέλες και Τρία Ανέκδοτα", Αγρα 1981
Ευχαριστώ τον κ. Δ. Ν. Μαρωνίτη για την άδεια του να δημοσιευτούν τα δύο κείμενα στον Μ. Απόπλου.
"Ψεύτης Θεός"
Ηροδότου Ιστορίαι (Ι 157-160)
Μετάφραση Ε. Πανέτσου
[Ο Κύρος έχοντας καταλάβει την Λυδία αφήνει στις Σάρδεις διοικητή τον Τάβαλο και με τον Κροίσο
αιχμάλωτο-σύμβουλο επιστρέφει στην Περσία. Κάποιος Πακτύης ξεσηκώνει τους Λυδούς και αρχίζει να
πολιορκεί τον Τάβαλο στην ακρόπολη των Σάρδεων. Ο Κύρος στέλνει τον Μαζάρη να επιβάλλει την τάξη]. |
|
157 | Αφού λοιπόν έδωκε αυτάς τας διαταγάς καθ' οδόν ο Kύρος, εξηκολούθει την πορείαν του προς την χώραν των Περσών· ο δε Πακτύης άμα έμαθε ότι πλησιάζει στρατός βαδίζων εναντίον του, εφοβήθη και έφυγε γρήγορα-γρήγορα εις την Κύμην. Και ο Μήδος Μαζάρης επροχώρησε προς τας Σάρδεις έχων ένα μέρος του στρατού του Κύρου, όσον κι' αν ήτο, αδιάφορον, κι' επειδή εύρε ότι δεν ήσαν πλέον εις τας Σάρδεις ο Πακτύης και οι μετ' αυτού, πρώτον επέβαλεν εις τους Λυδούς να εκτελούν τας διαταγάς του Κύρου· και εξ αιτίας της διαταγής αυτού οι Λυδοί άλλαξαν εντελώς τον τρόπον της ζωής των. Έπειτα ο Μαζάρης έστειλε απεσταλμένους εις την Κύμην και τους διέταξε να του παραδώσουν τον Πακτύην. Οι Κυμαίοι όμως απεφάσισαν να αναφέρουν το πράγμα εις τον θεόν των Βραγχιδών και να ζητήσουν συμβουλήν. Διότι εις εκείνο το μέρος υπήρχεν ένα μαντείον από τα παλιά χρονιά και απ' αυτό συνήθιζαν να ζητούν χρησμόν και οι Ίωνες όλοι και οι Αιολείς. Το μέρος αυτό είναι εις την περιοχήν της Μιλήτου υπεράνω του λιμένος Πανόρμου. |
158 | Έστειλαν λοιπόν οι Κυμαίοι θεοπρόπους εις τους Βραγχίδας και ηρώτων, σαν τι πρέπει να κάνουν με τον Πακτύην, ώστε να ευχαριστήσουν τον θεόν. Ενώ επρόβαλλον αυτήν την ερώτησιν, τους εδόθη χρησμός να εκδώσουν τον Πακτύην εις τους Πέρσας. Μόλις την έφεραν πίσω την απάντησιν αυτήν και την ήκουσαν οι Κυμαίοι, ετοιμάζοντο να τον παραδώσουν. Ενώ όμως οι περισσότεροι ήσαν έτοιμοι να το κάμουν, ένας από τους εγκρίτους πολίτας, ο Αριστόδικος, ο υιός του Ηρακλείδη, επειδή δεν έδινε πίστιν εις τον χρησμόν και υπώπτευε ότι οι θεοπρόποι δεν λέγουν την αλήθειαν, συνεκράτησε τους Κυμαίους να μη το κάμουν, έως πού έφυγαν άλλοι θεοπρόποι, από τους οποίους ένας ήτο και ο Αριστόδικος, διά να ερωτήσουν δια δευτέραν φοράν δια το ζήτημα του Πακτύη. |
159 | Σαν έφθασαν εις τους Βραγχίδας, εζήτει χρησμόν εξ ονόματος όλων ο Αριστόδικος και απηύθυνε την έξης ερώτησιν: «Κύριε, ήλθε προς ημάς ως ικέτης ο Λυδός Πακτύης δια να γλυτώση από βίαιον θάνατον εκ μέρους των Περσών αυτοί όμως τώρα τον ζητούν καλά και σώνει και προκαλούν τους Κυμαίους να τον παραδώσουν. Αλλ' ημείς μολονότι φοβούμεθα την δύναμιν των Περσών, δεν ετολμήσαμεν ως τα σήμερα να παραδώσωμεν τον ικέτην, πριν μας δηλωθή σαφώς εκ μέρους σου, ποιό από τα δυό να κάνωμε.» Εκείνος μεν αυτήν την ερώτησιν απηύθυνε, ο δε θεός τους παρουσίαζε πάλιν τον ίδιο χρησμό και τους εκάλει να παραδώσουν τον Πακτύην εις τους Πέρσας. Ύστερα απ' αυτήν την απάντησιν ο Αριστόδικος κατέστρωσε ένα σχέδιον και να τι έκανε· εγύριζε γύρω γύρω εις τον ναόν και ξεφώλιαζε τα σπουργίτια και όσα άλλα είδη πουλιών είχαν κτίσει την φωλιά τους εις τον ναόν. Αλλά την ώρα πού το έκανε αυτό, λέγουν, ότι εβγήκε μία φωνή από το άδυτον πού απηυθύνετο προς τον Αριστόδικον και του έλεγε· «Ανοσιώτατε άνθρωπε, πως τολμάς να το κάνης αυτό; διώχνεις από τον ναόν τους ικέτας μου;» Κι' ο Αριστόδικος, λέγουν, χωρίς να παραξενευθή απήντησε προς την φωνήν· «Κύριε, συ ο ίδιος έτσι προστατεύεις τους ικέτας σου, και τους Κυμαίους τους προστάζεις να παραδώσουν τον ικέτην;» Και ο θεός, λέγουν, απήντησε πάλιν· «Ναι, προστάζω, δια να ασεβήσετε και να χαθήτε μιά ώρα αρχύτερα, και έτσι να μη έλθετε άλλη φορά εις το μαντείον να ερωτάτε, αν πρέπη να παραδώσετε ικέτας». |
160 | Όταν έφεραν πίσω αυτά τα λόγια και τα ήκουσαν οι Κυμαίοι, επειδή δεν είχαν όρεξη ούτε να τον παραδώσουν και να χαθούν, ούτε πάλι να τον κρατήσουν κοντά τους και να εκτεθούν εις πολιορκίαν, τον έστειλαν έξω από τον τόπον τους εις την Μυτιλήνην. Οι Μυτιληναίοι, επειδή ο Μαζάρης έστειλε από πίσω του ειδοποίησιν να παραδώσουν τον Πακτύην, ετοιμάζοντο να το κάμουν, αν τους εδίδετο κάποια χρηματική αμοιβή, αδιάφορον πόση· διότι δεν είμαι εις θέσιν να αναφέρω επακριβώς το ποσόν, και τούτο, διότι το παζάρεμα δεν επήρε τέλος. Οι Κυμαίοι δηλαδή, μόλις έμαθαν, ότι οι Μυτιληναίοι έκαναν τοιαύτας διαπραγματεύσεις, έστειλαν ένα πλοίον εις την Λέσβον και πήραν τον Πακτύην και τον μετέφεραν εις την Χίον. Από εκεί τον απέσπασαν βιαίως οι Χίοι από το ιερόν της πολιούχου Αθηνάς και τον παρέδωσαν. Και τον παρέδωσαν οι Χίοι λαβόντες αντάλλαγμα την περιφέρειαν του Αταρνέως· η περιφέρεια αυτού του Αταρνέως είναι εις την χωράν της Μυσίας, απέναντι της Λέσβου. Παρέλαβον λοιπόν οι Πέρσαι τον Πακτύην και τον εφύλαττον καλά, θέλοντες να τον παρουσιάσουν είς τον Κύρον. Και υπήρξε εποχή και μάλιστα μακράς διαρκείας, που κανένας κάτοικος της Χίου προσφέρων θυσίας εις οιονδήποτε θεόν δεν εχρησιμοποίει ουλάς κριθής από την περιφέρειαν αυτού του Αταρνέως, ούτε εζύμωνε ιερά πλακούντια από σίτον της περιφερείας αυτής και γενικά όλα τα προϊόντα αυτής της περιφερείας απεκλείοντο από κάθε θρησκευτικήν χρήσιν. |