Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Ο Ρ Ε Σ Τ Ε Ι Α (Α Ι Σ Χ Υ Λ Ο Υ τριλογία:ΑΓΕΜΕΜΝΩΝ, ΧΟΗΦΟΡΟΙ, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ)

Διασκευασμένη, συνεπτυγμένη και προσαρμοσμένη
για μαθητικό θέατρο ελληνικής νοηματικής γλώσσας

Η Ορέστεια ανέβηκε στην Αθήνα το 458 π.Χ., δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Αισχύλου, και τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο. Είναι η μόνη τριλογία από τα έργα του Αισχύλου που έχει σωθεί ακέραια. Αποτελείται από τα έργα: Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες. Η τραγωδία ως θεατρικό είδος ολοκληρώνεται και μορφοποιείται οριστικά με την Ορέστεια. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά η δράση μπροστά στα ανάκτορα, οπότε υποθέτουμε ότι το πρώτο σκηνικό κάνει την εμφάνισή του στην ιστορία του θεάτρου. Συμμετέχουν περισσότεροι ηθοποιοί για μεγαλύτερη ανάπτυξη του τραγικού πλάτους με την αντιπαράθεση των θεατρικών χαρακτήρων. Παρουσιάζεται στην τραγωδία ο κατατοπιστικός πρόλογος, η πάροδος (το τραγούδι του χορού καθώς εισέρχεται στην ορχήστρα), τα επεισόδια (διαλογικά τμήματα που χωρίζονται μεταξύ τους από πέντε χορικά) και η έξοδος (το τραγούδι του χορού καθώς εξέρχεται από την ορχήστρα). Παρόλο που κάθε ένα από τα τρία έργα της τριλογίας μπορεί να ιδωθεί και μόνο του, ανάλογα με την εκάστοτε προοπτική της θεατρικής παράστασης και αναπαράστασης που επιδιώκεται, η Ορέστεια αποτελεί ένα συνεκτικό σύνολο με ιδιαίτερα έντονη, ευρεία και πυκνή δραματικότητα, πράγμα που έχει οδηγήσει στην άποψη ότι η τριλογία αυτή είναι – μετά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια – το μεγαλύτερο έργο της ελληνικής λογοτεχνίας. Κεντρικό γνώρισμα της τριλογίας είναι η κοσμοθεωρία του Αισχύλου περί μεταβαίνοντος δικαίου. Ο Αισχύλος αξιοποιεί ένα συγκεκριμένο μύθο – την κατάρα των Ατρειδών – ως εφαλτήριο για να αναδείξει με την θεατρική δράση στο έπακρο την τετραδιάστατη τραγική υπόσταση της ανθρώπινης ψυχής: Ανάγκη, Ύβρη, Άτη και Δίκη. Αυτές οι τέσσερεις κινητήριες δυνάμεις παράγουν και ανατροφοδοτούν συνεχώς τον κύκλο της βίας και των δεινών πάνω στους ανθρώπους με σαφή κοινωνικά και πολιτικά υπονοούμενα. Ο Αισχύλος προτείνει στο τέλος της τριλογίας την εξίσωση του ανθρώπου με την θεότητα, μεταλλάσσοντας την Δίκη από εκδίκηση σε δικαιοσύνη, έτσι ώστε να μπορεί να κλείσει οριστικά μια για πάντα ο κύκλος της βίας και να επέλθει στην ανθρώπινη κοινωνία μία τέλεια ηθική τάξη και αρμονία. Αυτή η μεταλλαγή της αρχέγονης σημασίας της έννοιας της Δίκης (εκδίκηση) στην μεταγενέστερη σημασία (δικαιοσύνη), καθώς ολοκληρώνεται η τριλογία, αποκρυσταλλώνει το μεταβαίνον δίκαιο, πράγμα, όμως, που προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι ανακαλύπτουν και αναγνωρίζουν την θεότητα όχι έξω από αυτούς αλλά μέσα τους. Συμπερασματικά, μέσα στην κοσμοθεωρία αυτή, με την άρση του διαχωρισμού του ανθρωπίνου και του θείου στοιχείου οι χαρακτήρες της Ορέστειας αναβιβάζονται σε τιτάνιες μορφές, γίνονται υπεράνθρωπες, υπερβατικές οντότητες. Η δικαιοσύνη ως μήνυμα, ηθικό αίτημα και πανανθρώπινη επιταγή αποτελεί το κλασσικό διαχρονικό περιεχόμενο της Ορέστειας, καθιστώντας αυτή την τριλογία πάντα επίκαιρη και διδακτική.
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΩΝ ΑΤΡΕΙΔΩΝ
 Το πραγματολογικό μυθολογικό πλαίσιο και εφαλτήριο της Ορέστειας είναι η κατάρα του βασιλικού οίκου των Ατρειδών. Στον ακόλουθο πίνακα αναπαρίσταται με αρκετές απλοποιήσεις το γενεαλογικό δέντρο των Ατρειδών (το σύμβολο Χ δηλώνει γάμο): Πλουτώ Χ Ζεύς Χ Ευρώπη Διώνη Χ Τάνταλος Μίνως Χ Πασιφάη Νιόβη Πέλοπας Χ Ιπποδάμεια Κατρέας Πελόπεια Χ Θυέστης Ατρέας Χ Αερόπη Αίγισθος Ελένη Χ Μενέλαος Αγαμέμνων Χ Κλυταιμνήστρα Ερμιόνη Ορέστης Ηλέκτρα Ιφιγένεια Χρυσόθεμις Η κατάρα των Ατρειδών είναι ένας αλλεπάλληλα ανατροφοδοτούμενος κύκλος βίας χωρίς τέλος, όπου με κίνητρο την εξουσία στις Μυκήνες η σφαγή εναλλάσσεται με την εκδίκηση και σκορπά παντού τον τρόμο. Οι δύο γιοί του Πέλοπα ήταν ο Ατρέας και ο Θυέστης. Ο Ατρέας απέκτησε με την Αερόπη δύο γιούς, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Ο Θυέστης απέκτησε με την Πελόπεια αρκετά παιδιά, αλλά για την διαπλοκή του μύθου μοναδική σημασία επέχει ο γιός του, ο Αίγισθος. Λοιπόν, αρχικά ο Ατρέας και ο Θυέστης είχαν συμφωνήσει να παίρνουν την εξουσία μια ο ένας μια ο άλλος στην αρχή κάθε χρόνου. Όμως, ανάμεσα στον Θυέστη και στην Αερόπη, την γυναίκα του Ατρέα, αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας που ήταν η αφορμή για ένα θανάσιμο μίσος ανάμεσα στους δύο αδελφούς. Ο Ατρέας, ωθούμενος από το μίσος αυτό, κατέσφαξε τα παιδιά του Θυέστη και μετά προσκάλεσε υποκριτικά τον αδελφό του σε πλούσιο φαγοπότι, δήθεν για συμφιλίωση, όπου τού σερβίρισε την σάρκα των παιδιών του, κάτι που είχε κάνει παλαιότερα και ο παππούς του, ο Τάνταλος, όταν προσέφερε στους θεούς να φάνε την σάρκα του Πέλοπα, και οι θεοί εξοργίστηκαν και καταδίκασαν τον Τάνταλο σε αιώνια πείνα και δίψα (το γνωστό από την ελληνική μυθολογία Μαρτύριο του Ταντάλου). Η ανίερη αυτή πράξη του Ατρέα επέσυρε την κατάρα και την οργή των θεών και την απαίτηση για εκδίκηση. Στην συνέχεια ο γιός του Ατρέα, ο Αγαμέμνων, πήρε την εξουσία, ενώ ο άλλος γιός, ο Μενέλαος, έγινε βασιλιάς της Σπάρτης. Με αφορμή την αρπαγή της Ελένης, της γυναίκας του Μενέλαου, από τον Πάρι, τον γιό του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας, ο Αγαμέμνων, ο οποίος στο μεταξύ είχε αποκτήσει με την γυναίκα του, την Κλυταιμνήστρα, τέσσερα παιδιά, τον Ορέστη, την Ηλέκτρα, την Ιφιγένεια και την Χρυσόθεμι, αναχώρησε με τον στρατό του για την Τροία, αφού πρώτα έσφαξε την κόρη του Ιφιγένεια θυσιάζοντάς την στους θεούς για να τού δώσουν ούριο άνεμο να πάνε τα καράβια του στην Τροία. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Αγαμέμνονα, στο Άργος η εξοργισμένη Κλυταιμνήστρα, που γύρευε εκδίκηση για την σφαγή της κόρης της, ξελογιάστηκε με τον γιό του Θυέστη, τον Αίγισθο, που κι αυτός γύρευε εκδίκηση για την ανίερη πράξη του θείου του, του Ατρέα, κατά του πατέρα του, του Θυέστη. Το παράνομο ζευγάρι ζούσε στο ανάκτορο του Αγαμέμνονα στο Άργος και περίμενε την επιστροφή του βασιλιά. Στο σημείο αυτό ο μύθος μετασχηματίζεται στην υπόθεση της Ορέστειας και αρχίζει το πρώτο έργο της τριλογίας, ο Αγαμέμνων.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
 Βρισκόμαστε στο Άργος, μπροστά από το ανάκτορο του Αγαμέμνονα. Ξημερώνει. Επάνω στην στέγη του παλατιού, εδώ και χρόνια, ένας φύλακας στέκεται μέρα και νύχτα, περιμένοντας να δεί στο απέναντι βουνό την φωτιά που θα έφερνε από κορφή σε κορφή το χαρμόσυνο μήνυμα για την άλωση της Τροίας από τους Έλληνες. Ο φρουρός, καθώς περιμένει, μονολογεί θρηνώντας την πικρή μοίρα των Ατρειδών. Τα λόγια του φύλακα σκορπίζουν στον χώρο μία ατμόσφαιρα φόβου και αμφιβολίας και οι θεατές νοιώθουν την σκοτεινή αγωνία της επερχόμενης εκδίκησης. Ξαφνικά ανάβει μία φλόγα στο απέναντι βουνό. Ο φύλακας γεμάτος έξαψη αναγγέλλει το γεγονός σε όλο το παλάτι. Μπαίνει στην σκηνή ο χορός των γερόντων, που αγνοούν την χαρμόσυνη είδηση, αλλά είναι βέβαιοι για τον θρίαμβο των Ελλήνων. Διακατέχονται, ωστόσο, από τον σκοτεινό φόβο για την εκδίκηση της Κλυταιμνήστρας, η οποία δεν έχει λησμονήσει ότι ο άνδρας της, ο Αγαμέμνων, αρχηγός των Αχαιών, είχε σφάξει την κόρη τους, την Ιφιγένεια, προσφέροντάς την θυσία στους θεούς για να τού δώσουν ούριο άνεμο να πάνε τα καράβια του στην Τροία. Μπαίνει τώρα στην σκηνή η Κλυταιμνήστρα που αναγγέλλει επίσημα την είδηση. Οραματίζεται την καταστροφή της Τροίας και τα αμέτρητα αθώα θύματα. Σκέπτεται ότι είναι δίκαιο να τιμωρηθεί ο Πάρις και ότι η εκδίκηση των Αχαιών δύσκολα θα αποφύγει την υπερβολή. Πότε θα κλείσει ο κύκλος του αίματος; Ο χορός εξυμνεί την επιτυχία των Ελλήνων, συμμεριζόμενος την ανησυχία και τους φόβους της Κλυταιμνήστρας. Στο μεταξύ καταφθάνει ο αγγελιαφόρος που περιγράφει με εντυπωσιακές εικόνες την άλωση της Τροίας και τα κατορθώματα των Ελλήνων. Όμως, οι φόβοι της Κλυταιμνήστρας αρχίζουν να επαληθεύονται. Τα πλοία των Ελλήνων διασκορπίζονται από άγρια τρικυμία. Ο Αγαμέμνων επιστρέφει χωρίς τον αδελφό του, τον Μενέλαο. Η μοίρα διευκολύνει το έργο της καταστροφής. Σε λίγο παρουσιάζεται ο Αγαμέμνων, φέρνοντας πίσω του λάφυρο την Κασσάνδρα, την μικρή κόρη του Πριάμου, του νικημένου βασιλιά της Τροίας. Ο Αγαμέμνων αφηγείται θριαμβευτικά την συντριβή της Τροίας και δηλώνει ότι ήλθε η ώρα να αναλάβει πάλι τα ηγετικά του καθήκοντα στο Άργος. Η Κλυταιμνήστρα υποδέχεται τον Αγαμέμνονα με υποκριτική αγάπη, ενώ ο χορός, γεμάτος μαύρα προαισθήματα, παρακολουθεί το βασιλικό ζεύγος να χάνεται μέσα στο παλάτι. Εμφανίζεται η Κασσάνδρα, η οποία επισημαίνει την μελλοντική πορεία του οίκου των Ατρειδών προφητεύοντας τον θάνατο του Αγαμέμνονα ως αναπόφευκτη και δίκαιη τιμωρία. Η ίδια η Κασσάνδρα γνωρίζει την μοίρα της, δεν φοβάται όμως, και προχωρεί να συναντήσει τον θάνατο στο εσωτερικό του παλατιού. Σε λίγο ακούγεται ανατριχιαστική η κραυγή του Αγαμέμνονα μέσα από τα ανάκτορα, και αμέσως μετά εμφανίζεται η Κλυταιμνήστρα εκτός ελέγχου, διαλαλώντας ότι σκότωσε τον δολοφόνο της κόρης της, της Ιφιγένειας, και την Κασσάνδρα, και δηλώνει ότι από δω και στο εξής μοναδικός κύριος και αφέντης της θα είναι για πάντα ο Αίγισθος. Στο σημείο αυτό είναι φανερό ότι η Κλυταιμνήστρα ξεπέρασε τα όρια της εκδίκησης και ότι ο κύκλος του αίματος εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτός. Ο χορός παίρνει μία-μία τις αποτρόπαιες εκείνες στιγμές και τίς μετουσιώνει σε άσμα γιομάτο φόβους για το σιωπηλό πεπρωμένο που πλησιάζει σαν θύελλα έτοιμη να ξεσπάσει. Μία εφιαλτική, εναγώνια αμφιβολία πλανάται στην ατμόσφαιρα, όπου αναμένεται το χέρι της μοίρας προσωποποιημένο στον Ορέστη. Εδώ τελειώνει το πρώτο έργο της τριλογίας και αρχίζει το δεύτερο, οι Χοηφόροι.
 ΧΟΗΦΟΡΟΙ
Μετά από την δολοφονία του Αγαμέμνονα στο Άργος βασιλεύει η Κλυταιμνήστρα με τον Αίγισθο. Όμως το φονικό ζευγάρι φοβάται την ώρα της Δίκης, ενώ ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, φυγάς στην ξενιτιά, περιμένει την επιστροφή του για να πάρει εκδίκηση, και η Ηλέκτρα, η αδελφή του, ίσα ίσα κρατιέται στην ζωή προσδοκώντας τον εκδικητή αδελφό της να έλθει. Μπαίνει στην σκηνή ο Ορέστης μαζί με τον φίλο του, τον Πυλάδη. Ο Ορέστης είναι 18 ετών τώρα κι επιστρέφει μετά από εξορία 7 ετών για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στον θρόνο των Ατρειδών. Συνάμα, όμως, έχει μαζί του και την εντολή του θεού Απόλλωνα να πάρει εκδίκηση για την δολοφονία του Αγαμέμνονα, του πατέρα του. Πρώτα πηγαίνει στον τάφο του πατέρα του για τις καθιερωμένες χοές, όπου και βλέπει την Ηλέκτρα να πλησιάζει. Η Ηλέκτρα μαζί με άλλες γυναίκες (αυτές είναι οι Χοηφόροι) έρχεται στον τάφο να προσφέρει χοές μετά από εντολή της Κλυταιμνήστρας, η οποία είχε δεί ένα εφιαλτικό όνειρο και προσπαθούσε να εξευμενίσει τον δολοφονημένο άνδρα της για να αποφύγει την εκδίκησή του. Βλέποντας τις σπονδές πάνω στον τάφο του πατέρα της, η Ηλέκτρα υποθέτει ότι ο Ορέστης έχει ήδη φτάσει στο Άργος. Δεν αργεί η αντάμωση και αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των δύο αδελφών. Ο Ορέστης εκφράζει τους σκοπούς του στην Ηλέκτρα, η οποία και τόν παρακινεί να δράσει άμεσα, δίχως καμμία αναβολή. Ο Ορέστης, όμως, δείχνει να διστάζει μπροστά στο αποτρόπαιο έγκλημα της μητροκτονίας, αλλά η Ηλέκτρα και ο χορός σύσσωμος τού υπενθυμίζουν ότι αυτή είναι η εντολή των θεών και το χρέος εκδίκησης στον μεγάλο βασιλιά. Ο δισταγμός του Ορέστη αποτελεί το καίριο στοιχείο της ουσιαστικής τραγικότητας στο έργο. Ο Ορέστης μεταμφιέζεται σε ταξιδιώτη και εμφανίζεται στο παλάτι ζητώντας φιλοξενία. Η Κλυταιμνήστρα τόν υποδέχεται με φιλόξενα συναισθήματα κι εκείνος σε αμήχανο ύφος τής αναγγέλλει δήθεν τον θάνατο του εξόριστου Ορέστη. Η βασίλισσα θρηνεί αμφίθυμα την απώλεια του γιού της και προσκαλεί τον ταξιδιώτη να περάσει μέσα στο παλάτι. Στο μεταξύ ο χορός καταφέρνει να φέρει τον Αίγισθο στο παλάτι χωρίς ένοπλη συνοδεία. Ο Αίγισθος μπαίνει στα ανάκτορα και αμέσως μετά μία δούλη βγαίνει και αναγγέλλει την δολοφονία του. Η Κλυταιμνήστρα βγαίνει από τα διαμερίσματά της, αναγνωρίζει τον γιό της, τον Ορέστη, και προσπαθεί να αμυνθεί. Αντιλαμβάνεται τον νεκρό πλέον Αίγισθο και πέφτει στα πόδια του γιού της ζητώντας έλεος. Ο Ορέστης, παρά τους δισταγμούς του, αποτελειώνει το φριχτό έργο του, δολοφονώντας την μητέρα του. Μετά από το διπλό φονικό βγαίνει ο Ορέστης και προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη του, φοβούμενος για το τίμημα που θα πληρώσει. Ντυμένος ικέτης, ετοιμάζεται να πάει στο Μαντείο των Δελφών να ξορκίσει τα ματωμένα χέρια του. Ταυτόχρονα οι Ερινύες, οι θεές εκδικήτριες της μητροκτονίας, αρχίζουν να τόν κυνηγούν. Κλείνει ο χορός που γνωματεύει το τρίτο κακό, μετά τα Θυέστεια Δείπνα και τον φόνο του Αγαμέμνονα. Οι αμφιβολίες του Ορέστη, μήπως κι εκείνος ξεπέρασε τα όρια της εκδίκησης, διαλαλούν ότι ο κύκλος δεν έχει ακόμα κλείσει. Εδώ τελειώνει το δεύτερο έργο της τριλογίας κι αρχίζει το τρίτο, οι Ευμενίδες.
ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ
Βρισκόμαστε στο Μαντείο των Δελφών. Μπαίνει μέσα η προφήτισσα Πυθία και τρομάζει, βλέποντας τον Ορέστη να ζητά να εξαγνιστεί έξω από τον ναό του Απόλλωνα και μπροστά του να κοιμούνται οι τρομερόμορφες Ερινύες που τόν καταδίωκαν συνεχώς. Εμφανίζεται ο Απόλλων, ο οποίος δηλώνει στον Ορέστη ότι δέχεται τον εξαγνισμό, όμως υπάρχει ακόμα άλυτο το πρόβλημα της αρμονικής ζωής με τους συνανθρώπους που δεν δέχονται εύκολα τον μητροκτόνο. Συνιστά στον Ορέστη να αυτεξορισθεί κάπου μακριά, για να αποφύγει τις Ερινύες, και μετά να πάει στην Αθήνα, όπου η θεά Αθηνά θα βρει τρόπο να τόν απαλλάξει και να τόν επαναφέρει ανάμεσα στους ανθρώπους. Οι άλλοι θεοί συμμερίζονται την άποψη του Απόλλωνα και θέτουν τον ικέτη Ορέστη υπό την προστασία τους. Όμως, το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας ξυπνά τις Ερινύες, οι οποίες δεν παραιτούνται έτσι εύκολα από την αποστολή τους να καταδιώκουν κάθε ανοσιούργημα. Ο Ορέστης καταφθάνει στην Αθήνα ικέτης στον ναό της θεάς Αθηνάς, αλλά στο μεταξύ καταφθάνουν εκεί και οι Ερινύες, οι οποίες αιχμαλωτίζουν τον Ορέστη. Η Αθηνά παρεμβαίνει στην αντιπαράθεση Ορέστη και Ερινύων. Οι Ερινύες δέχονται να λυθεί η αντιπαράθεση με διαιτησία, κι έτσι συγκροτείται δικαστήριο για να δικαστεί και να κριθεί ο Ορέστης. Οι Ερινύες ανησυχούν, διότι ενδεχόμενη αθώωση του Ορέστη θα σημάνει αναίρεση του πατροπαράδοτου ρόλου τους και ανατροπή του πανάρχαιου νόμου της Δίκης. Παρεμβαίνει ο Απόλλων, ο οποίος εκπροσωπεί το νέο δίκαιο, και μαζί με την συμπαράσταση της Αθηνάς απαλλάσσει τον Ορέστη από τις κατηγορίες, οπότε εκείνος γεμάτος ευγνωμοσύνη φεύγει για το Άργος. Μετά αρχίζει ο θρήνος των Ερινύων, οι οποίες εκτοξεύουν πανταχού απειλές και οργή. Ο λαός των Αθηνών, όμως, υπόσχεται τιμές και η Αθηνά προτείνει στις Ερινύες να γίνουν θεές προστάτιδες της πόλης. Έτσι οι Ερινύες μεταλλάσσονται σε Ευμενίδες: Από θεές τιμωρές και κατάρας γίνονται θεές ευλογίας και προστάτιδες του γάμου, της σποράς, της ειρήνης και της ομόνοιας. Η τελική πομπή που σχηματίζεται για να εγκαταστήσει τις Ευμενίδες στην νέα τους κατοικία δείχνει την συμφιλίωση του παλιού με τον νέο νόμο, δείχνει την μεταλλαγή της Δίκης από εκδίκηση σε δικαιοσύνη. Εδώ τελειώνει το τρίτο έργο και ολοκληρώνεται η τριλογία.
Χρυσόστομος Παπασπύρου
Α Ι Σ Χ Υ Λ Ο Υ τριλογία :Ο Ρ Ε Σ Τ Ε Ι Α (ΑΓΕΜΕΜΝΩΝ, ΧΟΗΦΟΡΟΙ, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ)
Διασκευασμένη, συνεπτυγμένη και προσαρμοσμένη για μαθητικό θέατρο ελληνικής νοηματικής γλώσσας.
Πράξη κατάθεσης 3585/29-09-2010, συμβολαιογράφος κ. Μαρία Κοντοπούλου-Αδαμοπούλου, Τζώρτζ 3, 10682 Αθήνα
(κατοχυρωμένα δικαιώματα)
© ΕΙΔΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ & ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΩΦΩΝ & ΒΑΡΗΚΟΩΝ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 2010

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Social Profiles

Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email Pinterest

Labels

biographies (15) Historical (96) Legend (6) My Memories (1) Poetry (4) Science (22) Sosial (12) Space (4)

Blog Archive

Popular Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

OnLine Opinions..

Click to Open Click to Open Click to Open Click to Open antinews

Αναγνώστες

BTemplates.com

Theme Download

Το DNA μας, είναι ένας ταξιδιώτης από μια παμπάλαια χώρα που ζει μέσα σε όλους μας. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, μέσω των μητέρων μας, με μια χούφτα γυναίκες που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Copyright © Seafarer97 | Powered by Blogger
Design by Lizard Themes - Published By Gooyaabi Templates | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com