Read More

Τα Κουλέντια

Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης. Το χωριό βρίσκεται σκαρφαλωμένο στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά....
Read More

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στο Νομό Λακωνίας.
Read More

Η προβλήτα της Αγίας Μαρίνας,

Η σιδηροδρομική γέφυρα (ή προβλήτα) της Αγίας Μαρίνας, αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παραθαλάσσιου χωριού και ταυτόχρονα είναι ένα πολύ σημαντικό νεότερο Βιομηχανικό μνημείο, ηλικίας 130 ετών. Εκεί μάθαινα να κολυμπώ και δέθηκα με την θάλασσα...
Read More

Βλυχάδα Ρειχιάς: Η κρυμμένη παραλία που μαγεύει τους επισκέπτες

Κάποια μέρη που βλέπουμε, ακόμα και μέσα από μερικές φωτογραφίες, μας κάνουν να θέλουμε να τα επισκεφθούμε, γιατί απλά, φαίνεται πως είναι από αυτά που λέμε κρυμμένοι παράδεισοι.
Read More

5 χιλιόμετρa από την Σούρπη, συναντάμε τον οικισμό Νήες.

Είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός, με μοναδικές γωνιές, που όσοι τις έχουν απαθανατίσει με την φωτογραφική τους μηχανή, τις παρομοιάζουν με πίνακα ζωγραφικής.

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

μας ταξίδεψε στον Ταύγετο


 

Read More

Ο Φίλος μου ο Πότης

 




Read More

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Στ΄ Αλώνι του Αι-Στράτηγου



 

Read More

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Αγάπες του Βουνού












Read More

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

κότσυφες

 Από το θαυμάσιο λαογραφικό βιβλίο του Παναγιώτη Στούμπου
ΚΟΥΜΟΥΤΣιΩΤιΚΟι ΚΑΗΜΟι ΚΑι ΑΝΤιΛΑΛΟι
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡ. ΣΤΟΥΜΠΟΣ
Γεννήθηκε στην Κουμουστά της Λακεδαίμονος στις υπώρειες του Ταϋγέτου.
Λάτρης της φύσης και της ποιμενικής ζωής.
Συγγραφέας του βιβλίου «Κουμουστιώτικοι καημοί και αντίλαλοι» και βουκολικός στιχοπλόκος, τραγουδιστής και οργανοπαίκτης.
Μεγάλες του αγάπες: τα γράμματα και η μουσική.
Με το ταλέντο του ξεπέρασε τις μικρές γνώσεις του και αναδείχθηκε η μοναδική «όαση» της Κουμουστιώτικης κοινωνία


Έχουνε χάρη οι κότσυφες, σεβντά οι κιτρινομύτες
Όπου δεν καταδέχονται να πα να ξεχειμάσουν
Σε ξένους τόπους άχαρους, ζεστούς ξεγυμνωμένους
Μον μένουν όπου είναι λιόδεντρα, κληματαριές και λόγγοι
Με κουμαριές κι αγραπηδιές και όχτια με βατιώνες
Και πότε πότ’ ανέμελοι σκαλίζουνε και βόσκουν
Πότε τσιρίζουν τρεις φορές και φεύγουν τρομαγμένοι
Γιατ’ έχουν δει τον κυνηγό κι ακούσει το γεράκι
Κλωσσομανάν τ’απόβραδα αντίς να κουβεντιάζουν
Σα να ξετάζουν τον καιρό κι αν είν’ να ρίξει χιόνι
Γλυκά γλυκ’ ανοιξιάτικα το λένε το χειμώνα
Και χολογιούνταν οι βοσκοί κλαίγανε οι βοσκοπούλες
Μπάζανε ξύλα στις σπηλιές πριν να θαυτούν στα χιόνια
Την άνοιξη ερωτεύονται και λιανοτραγουδάνε
Ώσπου λυγάνε οι κόσφαινες κι οι σερνικοί κοσφάδες
Τις βρίσκουν τις βατεύουνε και έτσι ζευγαρωμένοι
Πάνε πλευρά σε πρόβατα πάνε κοντά σε γίδια
Και βγαίνουν στα ψηλά βουνά μένουν κοντά σε στρούγκες
Και παίρνουνε κωλόκουρα και παίρνουνε ξελιάρια
Και χτίζουνε στα έλατα στα κέντρα στα πυρνάρια
Φωλειές σα ρασοκούβαρα σα χούφτες βελουδένιες
Κι εκεί γεννάν οι κόσφαινες κι οι σερνικοί κοσφάδες
Τους πάνε σύνταχα φαΐ κι από μεριά φυλάνε
Να μη της δει η δεντρογαλιά, το έρμο το γεράκι
Κι όντα τσοφλίσουνε τα αυγά και τα μικρά κοσφάκια
Χάσκουνε με το θόρυβο και το θεό τηράνε
Πάει ο τσοπάνης ο καλός και τα κρυφοκοιτάζει
Χλωρό τυρί και θρέφονται μυτζήθρα κι ημερεύουν
Κι εχ’ ο τσοπάνης κότσυφες ήμερους και γλετζέδες
Π’ όντας χαράζει την αυγή δεχτά δεχτά σφουράνε
Τις στάνες και σκαρίζουνε πρινού καλοφωτίσει
Κι όντας ακούει στον ύπνο του να κεαληδούν κοσφάδες
Να κελαηδάνε πέρδικες και να βαρούν κουδούνια
Κι αν είν’ κουδούνια διαλεχτά και νεραϊδοπαρμένα
Όπου βαρούν απόμερα και αγριοκοιτιούντ’ ομπρός του
Κι όντας μακριά κάποιο σκυλί βαβίζ’ ανάρια ανάρια
Ξυπνάει ο τσοπάνης ο καλός και κάνει το σταυρό του
Και λέει, θε μου σ’ ευχαριστώ αυτά π’ ακούω με φτάνουν
Ετούτα ο δόλιος έλεγα σε ούλες τις προσευχές μου
Αλλ’ ήταν ο θεός ψηλά, ήταν που λεν αλάργα
Δε μ’ άκουσε και ζήλεψε ο χάρος να με πάρει
Και μια και δυο μου τράβηξε ξυλιές με το ραβδί του
Ώσπ’ έπεσα μισάρρωστος και μισοπεθαμένος
Μου κλέψανε τα γίδια μου τα έρμα τα σκυλιά μου
Π’ ούλο το δρόμ’, ορμάγανε να φάν τους αφεντάδες
Τους ξένους που τα τσίτωσαν για να διαβούν τον Ίρη
Τώρα! Στου κάμπου τις βοές, στις κάψες, τα λιοβόρια
Μετράου τις ώρες και ήθελα ταχιά που θα πεθάνω
Μα ‘ρθείτε κοτσυφάδες μου δω κάτου αγάλ’ αγάλι
Να πάρετε στ’ ανάλαφρα φτερά σας την ψυχή μου
Να μου την πάτε στα βουνά πρινού την εύρ’ ο χάρος
Και μου την πάει στα τάρταρα της μαύρης γης τον πάτο
Θέλω η ψυχή μου ναν’ ψηλά σε σύρραχα βουνίσια
Όπως το κλεφτολήμερο και τ’ όμορφο ντερνέκι
Κι όπως την Άγια Κυριακή απ’ είναι το χωριό μου
Κι αν είν ψυχές οι κότσυφες κι αν οι χαψιανοί μου
Με εκείνους θέλω να σταθεί να βραδολημεριάζει
Γιατ’ όπου θε κι αν γύρισα τέτοιες ψυχές δεν βρήκα

Read More

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Δύο μαρτυράνε, ένανε τόνε κρεμάνε.

 Πηγή: Περιοδικό Η ΦΑΡΙΣ

Περίοδος Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ 71Ο ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019 

Παναγιώτη Χ. Στούμπου (†)

Ο συντοπίτης μας Παναγιώτης Χ. Στούμπος (1929-1995) είχε λογοτεχνικό ταλέντο.

Μεγάλο μέρος από τις σημειώσεις του έχει εκδοθεί. Το παρακάτω κείμενο είναι από τα ανέκδοτα χειρόγραφά του και βρίσκεται στο αρχείο του περιοδικού.

Κάλλιο, λένε οι δικαστικοί, ν’ απαλλάξουμε έναν ένοχο παρά να δικάσουμε έναν αθώο. Και όμως πολλοί ένοχοι έχουνε απαλλαγεί, αλλά και πολλοί αθώοι καταδικαστεί. Γιατί; Γιατί υπάρχουνε πάντοτε άνθρωποι έτοιμοι να δικάσουνε π.χ. άντρες μεγάλους όπως τον Κολοκοτρώνη κι όλους σχεδόν τους αγωνιστές του ’21. Πώς να μην υπάρχουνε πια να δικάσουνε και μικρούς; Κάτι τέτοια θα δούμε στις παρακάτω σειρές.

Πριν από εκατό-εκατόν πέντε χρόνια στο Ξηροκάμπι ήτανε κάποιος νέος που τηραγμούς δεν είχενε. «Σαν τη μαρμαροκολώνα στέκεις μες την εκκλησιά και μαραίνεις και τρελλαίνεις του μανάδω τα παιδιά». Τούτο το τραγούδι λέγανε τότες στους σταυρωμένους νέους και νέες που ξεχωρίζανε. Αυτό λέγανε και στον Αποστόλη Σκουργιώτη που ήτανε αδελφός στους παππούδες του Τσιγαλαίωνε και του μακαρίτη του Αριστείδη Σκουργιώτη. Οι νέες, που τότες ζηλεύανε και τους λήσταρχους, πώς να μην ζηλεύουνε και τον Σκουργιώτη; Όλες οι υποψήφιες χάσκανε ποια να τον πρωτοπάρει, μα κείνος είχενε κάποια ηλικιωμένη που τη λέγανε Πάταινα. Έμπαινε με το θάρρος στο σπίτι της, πέρναγε τον καιρό του, αλλά κι από την άλλη μεργιά τα είχενε φτιάξει και με κάποια Προκοπιδίτσα πεντάμορφη και σχεδίαζε να την παντρευτεί. Αλλά όσο και να όιντιζαν τα νιάτα, οι οικογένειές τους δεν ήτανε οϊντινισμένες. Ο Σκουργιώτης ήτανε κουβεντιασμένος οτ’ έμπαινε σε κλεψιές που τότενες λίγο-πολύ όλοι οι νέοι κάτι εγγίζανε, ενώ μέχρι σήμερα ακούμε πως η Κρήτη μαστίζεται από ζωοκλέφτες. Η οικογένεια του κοριτσιού είχενε περάσει κιόλας στην άρχουσα τάξη. Είχενε βγάλει δάσκαλο, ήταν νομοταγής, γι’ αυτό ο Δήμαρχος που διόριζε με το χέρι του τους αγροφύλακες κι αστυνομικούς είχενε διορίσει αστυνόμο τον Προκοπίδη, πατέρα, κάνε αδελφό, του κοριτσιού. 

Το λαϊκό σύνταγμα, οι παροιμίες, λέγανε: «τον όμοιο σου συμπέθερο, τον κάλλιο σου κουμπάρο». Πώς λοιπόν οι σοϊλίτες να κατεβαίνανε χαμπηλότερα και να κάμουνε γαμπρό τους τον ακουσμένονε κλέφτη; Όταν τους γύρεψε την κοπέλα τους, όχι του είπανε παστρικά. Κι ο Σκουργιώτης στα κρυφά έσμιγε με την κόρη τους και ρίγνανε σκέδια για να κλεφτούνε· όμως κι’ αυτό δεν ξέφυγε από τα αστυνομικά μάτια· κι όσο να διαβάσει η αλεπού τα φερμάνια της, πήγανε αλλού τα τομάρια της.

Σκέδια ρίξανε κι οι Προκοπιδαίοι, και μάλιστα αστυνομικά, ύπουλα και διαβολεμένα. Σαν αφού αργήσανε τις νύχτες στην αγορά του Ξηροκαμπίου σαν αστυνόμοι που ήτανε, από κάποιο εμπορικό κλέψαν οι ίδιοι κάποιο πακέτο νέμα κι άλλες ψιλολογίες. Την αυγή σκόρπισε στο χωριό η κουβέντα πως κλέφτηκε το τάδε εμπορικό κι η αστυνομία έκανε ανακρίσεις σε τάχα υπόπτους, ενώ στην ουσία καιροφύλαγε το Σκουργιώτη. Κι όταν ο άνθρωπος με τη μάνα του πήγανε κάποια ημέρα στη Σπάρτη για δουλειές τους, με διαβολικό τρόπο μέρα μεσημέρι ανοίξανε το σκουργιωταίικο σπίτι και χώσαν στις αστράχες τα κλεψιμαίικα, δίχως να τους ιδεί μήτε πουλί.

Όταν οι άνθρωποι γυρίσανε από τη δουλειά τους, μπούκαρε η αστυνομία στο σπίτι, έκαμε έρευνα· βρήκε τα κλεψιμαίικα κι άρπαξε το Σκουργιώτη, τον προφυλάκισε˙βγήκε η δίκη κι όσο κι αν φώναζε τ’ άτυχο παλικάρι: «είμαι αθώος, είμαι αθώος», κανείς δεν τον πίστεψε. Δικάστηκε σε πολύμηνη φυλακή. Λεφτά για τέτοιες ποινές δεν υπάρχανε κι έτσι οι καταδικασμένοι μπαίνανε φυλακή και με κίνδυνο της υγείας τους· γιατί από εκεί μέσα οι περισσότεροι βγαίνανε με χτικιό. Ο Σκουργιώτης το πήρε βαριά το άδικο. Του λέγανε οι βαρυποινίτες να μην σιχλετίζεται. Στα μισά της ποινής του του κόλλησε τ’ αγιάτρευτο θεριό κι όταν απόγινε, οι φύλακες τον αμπολήκανε.

Οι Προκοπιδαίοι τρίβανε τα χέρια τους από χαρά. Μ’ ένα σμπάρο είχανε πετύχει δυο στόχους· ένανε π’ απαλλαγούντανε μια και καλή από τον καύκο της αδελφής τους κι άλλονε που πήρανε επαίνους για τάχα ενεργητικοί στη δούλεψή τους. Όταν το παλικάρι κατάλαβε ότι πλήσιαζε το τέλος του, ζήτησε και του πήγανε τον παπά να κοινωνήσει· κι εκεί τον ακούσανε οι δικοί του που ξεμολοήθηκε στον παπά, χωρίς κανείς να του το ζητήσει. «Παπά», του είπε με σβησμένη φωνή: «όγοια πέτρα να σήκωνες ποκάτω θα μ’ ηύρισκες. Σε τούτο εδώ ήμουνα αθώος. Δεν μπόρεσα όμως να νταποδείξω στους δικαστές, γιατί δυο μαρτυράνε, ένανε τόνε κρεμάνε. Και μου το κάμανε αυτό, παπά, του συνέχιζε, γιατί δε με θέλανε, γιατί δεν ήμουνα καλός τάχας στην κοινωνία, γιατί έκλεβα. Εκείνοι που ’με σκοτώσανε ύπουλα, παπά, είναι καλοί; Στο νόμο δε θα δώκουνε λόγο, θα δώκουνε κάνε στο Θεό; «Καλό μου παιδί», του είπε ο παπάς, «να ’είσαι σίγουρος πως ο Θεός αργητής είναι, λησμονητής δεν είναι. Μια μέρα των ημερών η φαμελιά τους θα ξακληρίσει· η αμαρτία γεννάει θάνατο». Ετούτα του είπε ο παπάς και τον κοινώνησε. Ύστερα από μέρες ο πρώτος μορφονιός του Ξηροκαμπιού ταξίδευε για κείνους τους κόσμους που δεν έχουνε ύπουλους ψευτομάρτυρες κι ευκολόπιστους δικαστές.

Αυτά μολόγαγε η Παναγού η Στούμπαινα, το γένος Γιάννη Ψυλλάκου, που τον είχενε πρώτο της ξάδερφο· η μάνα του κι ο πατέρας της αδέρφια και τον έκλαιγε όσο ζούσε.







Read More

Social Profiles

Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email Pinterest
Flag Counter

Labels

biographies (15) Historical (96) Legend (7) My Memories (1) Poetry (4) Science (22) Sosial (12) Space (4)

Blog Archive

Popular Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

OnLine Opinions..

Click to Open Click to Open Click to Open Click to Open antinews

Αναγνώστες

BTemplates.com

Theme Download

Το DNA μας, είναι ένας ταξιδιώτης από μια παμπάλαια χώρα που ζει μέσα σε όλους μας. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, μέσω των μητέρων μας, με μια χούφτα γυναίκες που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Copyright © Seafarer97 | Powered by Blogger
Design by Lizard Themes - Published By Gooyaabi Templates | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com