Πηγή: Περιοδικό Η ΦΑΡΙΣ
Περίοδος Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ 71Ο ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
Παναγιώτη Χ. Στούμπου (†)
Ο συντοπίτης μας Παναγιώτης Χ. Στούμπος (1929-1995) είχε λογοτεχνικό ταλέντο.
Μεγάλο μέρος από τις σημειώσεις του έχει εκδοθεί. Το παρακάτω κείμενο είναι από τα ανέκδοτα χειρόγραφά του και βρίσκεται στο αρχείο του περιοδικού.
Κάλλιο, λένε οι δικαστικοί, ν’ απαλλάξουμε έναν ένοχο παρά να δικάσουμε έναν αθώο. Και όμως πολλοί ένοχοι έχουνε απαλλαγεί, αλλά και πολλοί αθώοι καταδικαστεί. Γιατί; Γιατί υπάρχουνε πάντοτε άνθρωποι έτοιμοι να δικάσουνε π.χ. άντρες μεγάλους όπως τον Κολοκοτρώνη κι όλους σχεδόν τους αγωνιστές του ’21. Πώς να μην υπάρχουνε πια να δικάσουνε και μικρούς; Κάτι τέτοια θα δούμε στις παρακάτω σειρές.
Πριν από εκατό-εκατόν πέντε χρόνια στο Ξηροκάμπι ήτανε κάποιος νέος που τηραγμούς δεν είχενε. «Σαν τη μαρμαροκολώνα στέκεις μες την εκκλησιά και μαραίνεις και τρελλαίνεις του μανάδω τα παιδιά». Τούτο το τραγούδι λέγανε τότες στους σταυρωμένους νέους και νέες που ξεχωρίζανε. Αυτό λέγανε και στον Αποστόλη Σκουργιώτη που ήτανε αδελφός στους παππούδες του Τσιγαλαίωνε και του μακαρίτη του Αριστείδη Σκουργιώτη. Οι νέες, που τότες ζηλεύανε και τους λήσταρχους, πώς να μην ζηλεύουνε και τον Σκουργιώτη; Όλες οι υποψήφιες χάσκανε ποια να τον πρωτοπάρει, μα κείνος είχενε κάποια ηλικιωμένη που τη λέγανε Πάταινα. Έμπαινε με το θάρρος στο σπίτι της, πέρναγε τον καιρό του, αλλά κι από την άλλη μεργιά τα είχενε φτιάξει και με κάποια Προκοπιδίτσα πεντάμορφη και σχεδίαζε να την παντρευτεί. Αλλά όσο και να όιντιζαν τα νιάτα, οι οικογένειές τους δεν ήτανε οϊντινισμένες. Ο Σκουργιώτης ήτανε κουβεντιασμένος οτ’ έμπαινε σε κλεψιές που τότενες λίγο-πολύ όλοι οι νέοι κάτι εγγίζανε, ενώ μέχρι σήμερα ακούμε πως η Κρήτη μαστίζεται από ζωοκλέφτες. Η οικογένεια του κοριτσιού είχενε περάσει κιόλας στην άρχουσα τάξη. Είχενε βγάλει δάσκαλο, ήταν νομοταγής, γι’ αυτό ο Δήμαρχος που διόριζε με το χέρι του τους αγροφύλακες κι αστυνομικούς είχενε διορίσει αστυνόμο τον Προκοπίδη, πατέρα, κάνε αδελφό, του κοριτσιού.
Το λαϊκό σύνταγμα, οι παροιμίες, λέγανε: «τον όμοιο σου συμπέθερο, τον κάλλιο σου κουμπάρο». Πώς λοιπόν οι σοϊλίτες να κατεβαίνανε χαμπηλότερα και να κάμουνε γαμπρό τους τον ακουσμένονε κλέφτη; Όταν τους γύρεψε την κοπέλα τους, όχι του είπανε παστρικά. Κι ο Σκουργιώτης στα κρυφά έσμιγε με την κόρη τους και ρίγνανε σκέδια για να κλεφτούνε· όμως κι’ αυτό δεν ξέφυγε από τα αστυνομικά μάτια· κι όσο να διαβάσει η αλεπού τα φερμάνια της, πήγανε αλλού τα τομάρια της.
Σκέδια ρίξανε κι οι Προκοπιδαίοι, και μάλιστα αστυνομικά, ύπουλα και διαβολεμένα. Σαν αφού αργήσανε τις νύχτες στην αγορά του Ξηροκαμπίου σαν αστυνόμοι που ήτανε, από κάποιο εμπορικό κλέψαν οι ίδιοι κάποιο πακέτο νέμα κι άλλες ψιλολογίες. Την αυγή σκόρπισε στο χωριό η κουβέντα πως κλέφτηκε το τάδε εμπορικό κι η αστυνομία έκανε ανακρίσεις σε τάχα υπόπτους, ενώ στην ουσία καιροφύλαγε το Σκουργιώτη. Κι όταν ο άνθρωπος με τη μάνα του πήγανε κάποια ημέρα στη Σπάρτη για δουλειές τους, με διαβολικό τρόπο μέρα μεσημέρι ανοίξανε το σκουργιωταίικο σπίτι και χώσαν στις αστράχες τα κλεψιμαίικα, δίχως να τους ιδεί μήτε πουλί.
Όταν οι άνθρωποι γυρίσανε από τη δουλειά τους, μπούκαρε η αστυνομία στο σπίτι, έκαμε έρευνα· βρήκε τα κλεψιμαίικα κι άρπαξε το Σκουργιώτη, τον προφυλάκισε˙βγήκε η δίκη κι όσο κι αν φώναζε τ’ άτυχο παλικάρι: «είμαι αθώος, είμαι αθώος», κανείς δεν τον πίστεψε. Δικάστηκε σε πολύμηνη φυλακή. Λεφτά για τέτοιες ποινές δεν υπάρχανε κι έτσι οι καταδικασμένοι μπαίνανε φυλακή και με κίνδυνο της υγείας τους· γιατί από εκεί μέσα οι περισσότεροι βγαίνανε με χτικιό. Ο Σκουργιώτης το πήρε βαριά το άδικο. Του λέγανε οι βαρυποινίτες να μην σιχλετίζεται. Στα μισά της ποινής του του κόλλησε τ’ αγιάτρευτο θεριό κι όταν απόγινε, οι φύλακες τον αμπολήκανε.
Οι Προκοπιδαίοι τρίβανε τα χέρια τους από χαρά. Μ’ ένα σμπάρο είχανε πετύχει δυο στόχους· ένανε π’ απαλλαγούντανε μια και καλή από τον καύκο της αδελφής τους κι άλλονε που πήρανε επαίνους για τάχα ενεργητικοί στη δούλεψή τους. Όταν το παλικάρι κατάλαβε ότι πλήσιαζε το τέλος του, ζήτησε και του πήγανε τον παπά να κοινωνήσει· κι εκεί τον ακούσανε οι δικοί του που ξεμολοήθηκε στον παπά, χωρίς κανείς να του το ζητήσει. «Παπά», του είπε με σβησμένη φωνή: «όγοια πέτρα να σήκωνες ποκάτω θα μ’ ηύρισκες. Σε τούτο εδώ ήμουνα αθώος. Δεν μπόρεσα όμως να νταποδείξω στους δικαστές, γιατί δυο μαρτυράνε, ένανε τόνε κρεμάνε. Και μου το κάμανε αυτό, παπά, του συνέχιζε, γιατί δε με θέλανε, γιατί δεν ήμουνα καλός τάχας στην κοινωνία, γιατί έκλεβα. Εκείνοι που ’με σκοτώσανε ύπουλα, παπά, είναι καλοί; Στο νόμο δε θα δώκουνε λόγο, θα δώκουνε κάνε στο Θεό; «Καλό μου παιδί», του είπε ο παπάς, «να ’είσαι σίγουρος πως ο Θεός αργητής είναι, λησμονητής δεν είναι. Μια μέρα των ημερών η φαμελιά τους θα ξακληρίσει· η αμαρτία γεννάει θάνατο». Ετούτα του είπε ο παπάς και τον κοινώνησε. Ύστερα από μέρες ο πρώτος μορφονιός του Ξηροκαμπιού ταξίδευε για κείνους τους κόσμους που δεν έχουνε ύπουλους ψευτομάρτυρες κι ευκολόπιστους δικαστές.
Αυτά μολόγαγε η Παναγού η Στούμπαινα, το γένος Γιάννη Ψυλλάκου, που τον είχενε πρώτο της ξάδερφο· η μάνα του κι ο πατέρας της αδέρφια και τον έκλαιγε όσο ζούσε.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου