Βλεπε: Ελληνική μυθολογία του Νίκου Τσιφόρου!
«…Στην Αττική το κρασί ήρθε από το μέρος που και σήμερα ακόμα το λέμε Διόνυσο. Έτσι διδάσκει ο μύθος.
Ήτανε, λοιπόν, στο Διόνυσο, ένας βασιλιάς, Ικάριο τον λέγανε, και η γυναίκα του, η κυρά Φανοθέα, δουλειά δεν είχε, έγραφε στίχους.
Σήμερα ορισμένες κυρίες που δεν έχουνε δουλειά τα κάνουνε κάτι τέτοια. Και δεν είναι ότι γράφουνε στίχους, σε φωνάζουνε και σου τους διαβάζουνε, τρομάρα τους). Όταν πέρασε, λοιπόν, από κει ο Διόνυσος, τον μουσαφιρέψανε, τον καταπεριποιηθήκανε και η Φανοθέα –κακοχρονονάχη- διάβασε το εξέμετρο – τέτοια έγραφε.
Ο Διόνυσος ξεκαρδίστηκε.
-Μαντάμ, τι να σας πω, μ΄ ανοίξατε την καρδιά.
-Αλήθεια, σας αρέσουνε;
-Τρίχες μ΄ αρέσουνε. Τι είμαι; Κριτικός εμβριθής είμαι να μ΄ αρέσουνε οι σάχλες; Αλλά την καρδιά μου την περιβολιάσατε.
Σκέφτηκε και λιγάκι.
-Άντε να σας δώσω τ΄ αμπέλι, να χετε να σπάτε κέφι.
Και τους έδωσε τ΄ αμπέλι.
Πάνω που τους το δωσε, το θυμήθηκε:
-Ρε συ Ικάριε, φώναξε το βασιλιά. Το κρασί που θα βγάλεις να το κρύψεις.
-Γιατί;
-Γιατί ο λαός άμα πιει μεθάει. Κι άμα μεθάει χάνει την πειθαρχία του. Κι άμα χάσει την πειθαρχία του ο μεθυσμένος από κρασί ή ενθουσιασμό ή ακόμα και κατανόηση των πραγμάτων, ο λαός καταλαβαίνει, ότι δεν του χρειάζονται κάτι βασιλιάδες σαν και σένα και μπορεί να πάθεις μεγάλη ζημιά.
Έφυγε ο θεός, αλλά ο Ικάριος, λωλός και απερίσκεπτος, αντί να περιορίσει το κρασί, όπως έκανε η Αμερική και είδαν μια καλή μέρα τα γκαγκστεράκια, βγήκε και κέρναγε τον κόσμο.
Όποιος έπινε ζήταγε.
-Δως μου κι άλλο.
Δώσε, δώσε, σουρώσανε πολλοί κι αρχίσανε:
-Γιατί αυτός ο ρουφιάνος να χει τα παλάτια και τ΄ αγαθά και τα κρασιά και τα πάντα κι εμείς να δουλεύουμε την τσάπα και να του πλερώνουμε φόρους και να τον προσκυνάμε;
-Ναι, ρε. Άνθρωπος δεν είναι κι αυτός; Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν κοιμάται; Δεν πάει στον καμπινέ;
-Τι μας χρειάζεται;
-Κισλάραγα θα βάλουμε στην κεφάλα μας;
Κι απάνω στο μεθύσι, τον πιάσανε τον Ικάριο.
-Αυτό μας το δωσες για να μας δηλητηριάσεις.
-Έτσι, ρε, μας μεθάτε με μπούρδες για να μας κρατάτε σκλαβάκια σας.
-Όχι, ρε παιδιά. Εγώ το καλό σας θέλω…
Μπα! Τον πιάσανε, τον σκοτώσανε τον Ικάριο.
Την άλλη μέρα που συνήλθανε, τον θάψανε με ευχάς και πονοκέφαλο.
[…] Άλλος βασιλιάς που την έπαθε πάλι από τον Διόνυσο, ήτανε κι ο Μίδας.
Μια μέρα ο Μίδας είδε ένα γέρο Σειληνό και τον έπιασε.
Ο Διόνυσος έμαθε τι γίνηκε, πήγε και τον βρήκε.
-Είσθε απαγωγεύς, ήγουν κιτνάπερ. Πόσα θέλετε να μου τον επιστρέψετε;
-Μπορείς, λέει ο Μίδας, χαζός και φιλοχρήματος, να μου κάνεις μια χάρη; Ό, τι πιάνω να γίνεται χρυσάφι;
-Το χεις.
Πήρε το Σειληνό του κι έφυγε ο Διόνυσος και ο Μίδας χαρά χαρούμενος, άρχισε να μαζεύει χρυσάφια. Άγγιζε πέτρες, άγγιζε ντουβάρια, άγγιζε την πεθερά του, ό, τι άγγιζε χρυσός.
Καμία φορά τον έκοψε η πείνα.
-Άντε, παιδιά, σήμερα το βγάλαμε το μεροκάματο, φέρτε να φάω.
Του φέρανε, πιάνει ο κόπανος ένα κοψίδι, χρυσός το κοψίδι. Πιάνει ψωμί, χρυσός το ψωμί.
Τρελάθηκε.
-Τώρα;
Τώρα σαν ποληώρα. Γιατί όσο χρυσάφι να χεις άμα δεν μπορείς να φας, βράστο…Έτσι λέει ο μύθος κι άσε κάτι μαζώχτρες να μαζεύουνε…
«…Στην Αττική το κρασί ήρθε από το μέρος που και σήμερα ακόμα το λέμε Διόνυσο. Έτσι διδάσκει ο μύθος.
Ήτανε, λοιπόν, στο Διόνυσο, ένας βασιλιάς, Ικάριο τον λέγανε, και η γυναίκα του, η κυρά Φανοθέα, δουλειά δεν είχε, έγραφε στίχους.
Σήμερα ορισμένες κυρίες που δεν έχουνε δουλειά τα κάνουνε κάτι τέτοια. Και δεν είναι ότι γράφουνε στίχους, σε φωνάζουνε και σου τους διαβάζουνε, τρομάρα τους). Όταν πέρασε, λοιπόν, από κει ο Διόνυσος, τον μουσαφιρέψανε, τον καταπεριποιηθήκανε και η Φανοθέα –κακοχρονονάχη- διάβασε το εξέμετρο – τέτοια έγραφε.
Ο Διόνυσος ξεκαρδίστηκε.
-Μαντάμ, τι να σας πω, μ΄ ανοίξατε την καρδιά.
-Αλήθεια, σας αρέσουνε;
-Τρίχες μ΄ αρέσουνε. Τι είμαι; Κριτικός εμβριθής είμαι να μ΄ αρέσουνε οι σάχλες; Αλλά την καρδιά μου την περιβολιάσατε.
Σκέφτηκε και λιγάκι.
-Άντε να σας δώσω τ΄ αμπέλι, να χετε να σπάτε κέφι.
Και τους έδωσε τ΄ αμπέλι.
Πάνω που τους το δωσε, το θυμήθηκε:
-Ρε συ Ικάριε, φώναξε το βασιλιά. Το κρασί που θα βγάλεις να το κρύψεις.
-Γιατί;
-Γιατί ο λαός άμα πιει μεθάει. Κι άμα μεθάει χάνει την πειθαρχία του. Κι άμα χάσει την πειθαρχία του ο μεθυσμένος από κρασί ή ενθουσιασμό ή ακόμα και κατανόηση των πραγμάτων, ο λαός καταλαβαίνει, ότι δεν του χρειάζονται κάτι βασιλιάδες σαν και σένα και μπορεί να πάθεις μεγάλη ζημιά.
Έφυγε ο θεός, αλλά ο Ικάριος, λωλός και απερίσκεπτος, αντί να περιορίσει το κρασί, όπως έκανε η Αμερική και είδαν μια καλή μέρα τα γκαγκστεράκια, βγήκε και κέρναγε τον κόσμο.
Όποιος έπινε ζήταγε.
-Δως μου κι άλλο.
Δώσε, δώσε, σουρώσανε πολλοί κι αρχίσανε:
-Γιατί αυτός ο ρουφιάνος να χει τα παλάτια και τ΄ αγαθά και τα κρασιά και τα πάντα κι εμείς να δουλεύουμε την τσάπα και να του πλερώνουμε φόρους και να τον προσκυνάμε;
-Ναι, ρε. Άνθρωπος δεν είναι κι αυτός; Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν κοιμάται; Δεν πάει στον καμπινέ;
-Τι μας χρειάζεται;
-Κισλάραγα θα βάλουμε στην κεφάλα μας;
Κι απάνω στο μεθύσι, τον πιάσανε τον Ικάριο.
-Αυτό μας το δωσες για να μας δηλητηριάσεις.
-Έτσι, ρε, μας μεθάτε με μπούρδες για να μας κρατάτε σκλαβάκια σας.
-Όχι, ρε παιδιά. Εγώ το καλό σας θέλω…
Μπα! Τον πιάσανε, τον σκοτώσανε τον Ικάριο.
Την άλλη μέρα που συνήλθανε, τον θάψανε με ευχάς και πονοκέφαλο.
[…] Άλλος βασιλιάς που την έπαθε πάλι από τον Διόνυσο, ήτανε κι ο Μίδας.
Μια μέρα ο Μίδας είδε ένα γέρο Σειληνό και τον έπιασε.
Ο Διόνυσος έμαθε τι γίνηκε, πήγε και τον βρήκε.
-Είσθε απαγωγεύς, ήγουν κιτνάπερ. Πόσα θέλετε να μου τον επιστρέψετε;
-Μπορείς, λέει ο Μίδας, χαζός και φιλοχρήματος, να μου κάνεις μια χάρη; Ό, τι πιάνω να γίνεται χρυσάφι;
-Το χεις.
Πήρε το Σειληνό του κι έφυγε ο Διόνυσος και ο Μίδας χαρά χαρούμενος, άρχισε να μαζεύει χρυσάφια. Άγγιζε πέτρες, άγγιζε ντουβάρια, άγγιζε την πεθερά του, ό, τι άγγιζε χρυσός.
Καμία φορά τον έκοψε η πείνα.
-Άντε, παιδιά, σήμερα το βγάλαμε το μεροκάματο, φέρτε να φάω.
Του φέρανε, πιάνει ο κόπανος ένα κοψίδι, χρυσός το κοψίδι. Πιάνει ψωμί, χρυσός το ψωμί.
Τρελάθηκε.
-Τώρα;
Τώρα σαν ποληώρα. Γιατί όσο χρυσάφι να χεις άμα δεν μπορείς να φας, βράστο…Έτσι λέει ο μύθος κι άσε κάτι μαζώχτρες να μαζεύουνε…
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου