Read More

Τα Κουλέντια

Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης. Το χωριό βρίσκεται σκαρφαλωμένο στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά....
Read More

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στο Νομό Λακωνίας.
Read More

Η προβλήτα της Αγίας Μαρίνας,

Η σιδηροδρομική γέφυρα (ή προβλήτα) της Αγίας Μαρίνας, αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παραθαλάσσιου χωριού και ταυτόχρονα είναι ένα πολύ σημαντικό νεότερο Βιομηχανικό μνημείο, ηλικίας 130 ετών. Εκεί μάθαινα να κολυμπώ και δέθηκα με την θάλασσα...
Read More

Βλυχάδα Ρειχιάς: Η κρυμμένη παραλία που μαγεύει τους επισκέπτες

Κάποια μέρη που βλέπουμε, ακόμα και μέσα από μερικές φωτογραφίες, μας κάνουν να θέλουμε να τα επισκεφθούμε, γιατί απλά, φαίνεται πως είναι από αυτά που λέμε κρυμμένοι παράδεισοι.
Read More

5 χιλιόμετρa από την Σούρπη, συναντάμε τον οικισμό Νήες.

Είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός, με μοναδικές γωνιές, που όσοι τις έχουν απαθανατίσει με την φωτογραφική τους μηχανή, τις παρομοιάζουν με πίνακα ζωγραφικής.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Απειλούν οι υπολογιστές την ανθρωπότητα;

Κορυφαίοι διανοητές και επιστήμονες του βρετανικού πανεπιστημίου Κέμπριτζ ανησυχούν ότι είναι θέμα χρόνου τα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας, ιδίως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, να γίνουν τόσο έξυπνοι και ικανοί, που να στραφούν εναντίον των ανθρώπων που τους δημιούργησαν, απειλώντας έτσι την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας.
Γι' αυτό τον λόγο, ορισμένοι επιφανείς ακαδημαϊκοί αποφάσισαν να πάρουν πιο σοβαρά το ζήτημα και να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν εντός του 2013 ένα νέο επιστημονικό Κέντρο για τη Μελέτη του Υπαρξιακού Κινδύνου (www.cser.org).
Μεταξύ των πρωτεργατών της πρωτοβουλίας είναι ο Χάου Πράις, καθηγητής φιλοσοφίας στην έδρα «Μπέρτραντ Ράσελ», ο βασιλικός αστρονόμος και καθηγητής κοσμολογίας & αστροφυσικής λόρδος Μάρτιν Ρις, μέχρι πρόσφατα πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρίας Επιστημών, καθώς και ο προγραμματιστής λογισμικού Γιαν Τάλιν, ένας από τους ιδρυτές του Skype και εσχάτως «ευαγγελιστής» των δυνητικών τεχνο-απειλών.
Το νέο Κέντρο θα καταπιαστεί με κάθε τεχνολογία και ανθρωπογενές φαινόμενο που μπορεί να απειλήσει την ύπαρξη της ανθρωπότητας, όπως η βιοτεχνολογία- συνθετική βιολογία, η νανοτεχνολογία, η ακραία κλιματική αλλαγή και η τεχνητή νοημοσύνη.
Όπως είπε ο Πράις, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του βρετανικού πανεπιστημίου, «στην περίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης, κάποια στιγμή, σε αυτόν ή τον επόμενο αιώνα, μπορεί να αντιμετωπίσουμε μία από τις μείζονες μεταβολές στην ανθρώπινη -ίσως και ακόμα και στην κοσμική- ιστορία, όταν η τεχνητή νοημοσύνη θα ξεφύγει πια από τους περιορισμούς της βιολογίας».
Στο μέλλον, προειδοποίησε, «όταν δεν θα είμαστε πλέον τα εξυπνότερα όντα στον πλανήτη», η ανθρωπότητα μπορεί να βρίσκεται «στο έλεος μηχανών που δεν θα είναι κακόβουλες, απλώς τα ενδιαφέροντά τους δεν θα μας συμπεριλαμβάνουν».
«Πρέπει να πάρουμε σοβαρά την πιθανότητα ότι ίσως κάποια στιγμή θα ανοίξει το "κουτί της Πανδώρας" εξαιτίας της τεχνητής νοημοσύνης και τότε μπορεί να αποδειχτεί καταστροφική. Μπορεί να φθάσει κάποτε η κρίσιμη στιγμή που οι υπολογιστές θα αποκτήσουν την ανθρώπινη ικανότητα να γράφουν τα δικά τους προγράμματα λογισμικού και να αναπτύσσουν τις δικές τους τεχνολογίες, αφήνοντας πλέον για πάντα πίσω τους την ανθρωπότητα», πρόσθεσε.
Η συγκεκριμένη απειλή απασχολεί την επιστημονική φαντασία -και όχι μόνο- τουλάχιστον από την εποχή που ο κομπιούτερ HAL στη διάσημη ταινία «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (με βάση το ομώνυμο βιβλίο του Άρθουρ Κλαρκ), επαναστάτησε κατά των ανθρώπων δημιουργών του.
Ο Πράις επισήμανε ότι όσο κι αν πολλοί άνθρωποι θεωρούν υπερβολικούς τέτοιους φόβους, «με δεδομένο ότι δεν γνωρίζουμε πόσο σοβαροί είναι οι κίνδυνοι, ούτε για ποια χρονική κλίμακα μιλάμε, το να αγνοούμε αυτές τις ανησυχίες, είναι επικίνδυνο».
Όπως είπε, η εξελιγμένη τεχνολογία μπορεί να γυρίσει «μπούμερανγκ» στους ανθρώπους, όταν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θα αρχίσουν μόνοι τους να φροντίζουν για την εξυπηρέτηση των δικών τους στόχων, σε βάρος των ανθρώπινων συμφερόντων, όπως π.χ. είναι η βιωσιμότητα του περιβάλλοντος.
Ο βρετανός στοχαστής συνέκρινε τον παραπάνω κίνδυνο με τον τρόπο που οι άνθρωποι, εδώ και καιρό, απειλούν την ύπαρξη τόσων και τόσων ζώων σε όλο τον πλανήτη, καθώς για τα συμφέροντα της ανθρωπότητας χρησιμοποιούμε πόρους απαραίτητους για την επιβίωση άλλων πλασμάτων- αλλά εμείς τα αγνοούμε, όπως κάποτε μπορεί να κάνουν τα υπερεξελιγμένα μηχανήματα για εμάς τους ίδιους.

Πηγή: ΑΜΠΕ
Read More

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

 Ποιητής, πεζογράφος και στοχαστής, από τους πρωταγωνιστές του γερμανικού ρομαντικού κινήματος, ο κατά κόσμον Φρήντριχ φον Χάρντενμπεργκ έμεινε στην Ιστορία της λογοτεχνίας με το ψευδώνυμο Νοβάλις: Αυτός πού εισέρχεται σε νέα, αγεώργητη γη. Σπούδασε νομικά και φυσικές επιστήμες. Εργάστηκε στην εξορυκτική βιομηχανία. Η ποιητική σύνθεση "Ύμνοι στη Νύχτα" και τα "Πνευματικά Άσματα" είναι τα γνωστότερα έργα του. "Έγραψε ακόμη μυθιστορήματα (Οι μαθητευόμενοι στη Σάιδα, Χάινριχ φόν Οφτερντίνγκεν), δοκίμια (Ή Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη), αποφθέγματα και στοχασμούς (Πίστη και αγάπη, Γύρη, Το γενικό σημειωματάριο: Στοιχεία εγκυκλοπαιδικής). Οραματίστηκε μια ποίηση καθολική, ικανή να θεραπεύσει "τις πληγές πού ανοίγει η λογική ". Στα δικά του μάτια, ο ποιητής ήταν "υπερβατικός θεράπων", "παντογνώστης", "ένας ολόκληρος κόσμος σε μικρογραφία". Τα ίχνη πού το έργο και η αισθητική του άφησαν υπήρξαν βαθιά. Ο Σολωμός και ο Μπόρχες, ο Τράκλ και ο Έσσε, ο Ζίντ και ο Μπρετόν είναι μερικοί μόνον από τους οφειλέτες του. Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε γι` αυτόν το "Ελεγείο τον Gruningen". Οι συμβολιστές χρωστούν πολλά στην ποιητική του. Μουσικοί, από τον Βάγκνερ ως τη σύγχρονη ρόκ, στοχαστές, από τον Χέγκελ ως τον Ντιλτάυ, έσκυψαν πάνω από τις σελίδες του. Στίχοι του έγιναν εκκλησιαστικοί ψαλμοί άλλα και σύνθημα στο στόμα των ξεσηκωμένων φοιτητών του `68.
.............................
Η απέραντη θλίψη που προκάλεσε στον Νοβάλις ο πρόωρος θάνατος της αγαπημένης του, Σοφί φον Κούν, έδωσε το έναυσμα για τη συγγραφή ενός από τα σπουδαιότερα έργα του πρώιμου ευρωπαϊκού ρομαντισμού, των Ύμνων στη Νύχτα. Από παράφορα ερωτικοί έως βαθιά θρησκευτικοί, οι Ύμνοι αποκρυσταλλώνουν την έσχατη αγωνία του Νοβάλις να αναπλάσει ποιητικά την πραγματικότητα, να μετασχηματίσει σε ποιητική πράξη το ίδιο το ρομαντικό ιδεώδες, όπως το όρισαν θεωρητικά οι αδερφοί Σλέγκελ και ο περίφημος «Κύκλος της Ιένας».
«Το σύμπαν των Ύμνων είναι χριστιανικό αλλά και ευρύχωρο. Αγκαλιάζει μέσα του όλη σχεδόν την ελληνική μυθολογία, από τους δέσμιους Τιτάνες ως την ιλαρή μορφή του Διονύσου. Απλώνεται από τη Μεσόγειο ως τις μακρινές Ινδίες. Όμως, η ιστοριονομία του Νοβάλις είναι αισιόδοξη και συνδυαστική. Αρχαίοι, Μέσοι και Νέοι Χρόνοι συγχωνεύονται σε μια νέα υπερχρόνια μορφή, μια ιδεαλιστική ουτοπία». (Κώστας Κουτσουρέλης)

 Ύμνοι στη νύχτα
Νοβάλις ...Στη Μαρισόφη
1.
Ποιος ζωντανός, προικισμένος μ' αισθήσεις, δεν ποθεί, πάνω απ' όλα του χώρου τα θαύματα ολόγυρα, το ευφρόσυνο φως, με κάθε ιριδισμό, κάθε αχτίδα, κάθε του κύμα· την εύκρατη μορφή του παντού, καθώς μέρα που βγαίνει απ' τον ύπνο. Σαν της ζωής την ψυχή την εσώτατη ο μέγας κόσμος των αστερισμών ανασαίνει το φως, κολυμβητής που χορεύει στη γαλάζια ροή του. Εκείνο ανασαίνει ο στιλπνός, πάντα ασάλευτος βράχος, το λεπτό φυτό που θηλάζει τη γη, του ανήμερου ζώου η αλκή. Μα προπαντός ο εξαίσιος ξένος με τα βαθύγνωμα μάτια και τ' ανάλαφρο βήμα, με τ' αβρά, τονισμένα του χείλη. Σαν ηγεμόνας της επίγειας φύσης το φως καλεί κάθε δύναμη σε τροπές αναρίθμητες, συνάπτει και λύει συμμαχίες αμέτρητες, χαράζει την ουράνια εικόνα του σε κάθε πλάσμα της γης. Μονάχα η παρουσία του αποκαλύπτει το θαύμα των βασιλείων του κόσμου.
Όμως αλλού στρέφομαι τώρα, προς την απόκρυφη, την ανείπωτη Νύχτα. Μακριά κείται ο κόσμος, σε κρύπτη βαθιά βυθισμένος. Έρμη και μόνη η σκοπιά του. Στις όχθες του στήθους βαθιά μελαγχολία φωλιάζει. Σε στάλες δροσιάς ζητώ να βουλιάξω και με τη στάχτη ζητώ να ενωθώ. Αποστάσεις της μνήμης, της νεότητας πόθοι, της παιδικής ηλικίας μου όνειρα, της ζωής μου όλης χαρές βιαστικές και μάταιες ελπίδες φθάνουν με ρούχα φαιά, ομίχλη εσπερινή μετά την δύση του ήλιου. Σε χώρους τώρα άλλους το φως τα εύθυμα σκηνώματά του υψώνει. Πότε η ώρα του γυρισμού θα σημάνει, ως πότε θα προσμένουν οι πιστοί του ν' ανατείλει ξανά;
Τι νά ν' αυτό που σαν προαίσθημα βαθύ πηγάζει ξάφνου απ' την καρδιά και σαρώνει τους ανέμους της θλίψης; Να βρίσκεις σε μας και συ μια χαρά, κατασκότεινη Νύχτα; Τι κάτω απ' τα πέπλα σου κρύβεις, που αθέατο μες στην ψυχή μου βίαια βαδίζει; Από τα χέρια σου σταλάζει γλυκό της παπαρούνας το βάλσαμο. Τα βαριά φτερά της ψυχής μετέωρα κρατάς. Mαύρο ανείπωτο ρίγος μ' αγγίζει. Ένα πρόσωπο αυστηρό τώρα κοιτώ που πράο και κατανυκτικό τείνει σε μένα, που κάτω απ' των βοστρύχων τα βρόχια μού δείχνει της μητέρας την αγαπημένη νεότητα. Πόσο φτωχό και παιδιάστικο μου φαίνεται τώρα το φως, πόσο ευλογημένος και φαιδρός της μέρας ο αποχωρισμός. Γι' αυτό μόνο λοιπόν, γιατί η Νύχτα σ' αποστερεί από ακολούθους, σπέρνεις στων χώρων την άβυσσο τις φλόγινες σφαίρες σου, την δύναμή σου κηρύσσοντας, την επιστροφή σου εξαγγέλλεις, την ώρα ετούτη της δικής σου απουσίας. Πιο ουράνια κι απ' τα περίλαμπρα αστέρια μάς φαίνονται τώρα τ' άπειρα μάτια που εντός μας η νύχτα ανοίγει. Μακρύτερα βλέπουν κι από κείνων τις ωχρές στρατιές τις αμέτρητες, δίχως νά 'χουν ανάγκη το φως κοιτούν μες απ' τα βάθη μιας ψυχής στοργικής. Τόπους μακρινούς κατακλύζουν με ηδυπάθεια βουβή. Της άνασσας έπαθλο, της μάντισσας κόσμων ιερών, της τροφού του μακάριου έρωτα — εκείνη εσένα μου στέλνει, αβρή αγαπημένη, γλυκύτατε ήλιε της νύχτας. Φθίνει τώρα, χάνεται η μέρα και σ' ορίζω ξανά. Εσένα, που τη Νύχτα μέσα μου ανήγγειλες, που μ' όψη ανθρώπινη μ' έπλασες. Στείλε την θεία σου πνοή στο κορμί μου, για να ενωθώ στους αιθέρες μαζί σου — και κράτα εσύ παντοτινή, του υμέναιου ετούτου την πρώτη μας νύχτα.
2.
Πρέπει πάντοτε το πρωινό να ξανάρχεται; Δεν τελειώνει ποτέ των επιγείων η βία; Πολυπραγμοσύνη στυγνή αφανίζει της νύχτας την αιθέρια αφή. Πότε στις φλόγες του έρωτα, στου βωμού την αιώνια πυρά θ' αφεθεί; Σύντομη είναι η ζωή του φωτός· αλλά άχρονη κι άχωρη η εξουσία της Νύχτας. Παντοτινή η διάρκεια του ύπνου. Ω ύπνε ιερέ — μην αργείς, μα στέρξε εσύ αρωγός να ελεήσεις τους μύστες της νύχτας σε τούτο το επίγειο έργο τους. Γιατί εσένα μόνο τρελοί σ' αγνοούν κι ύπνο δεν γνωρίζουν κανέναν, όταν εύσπλαχνος τον ίσκιο σου πάνω μας ρίχνεις, κάθε που η νύχτα η αληθινή ανατέλλει. Γιατί δεν σ' έχουν αισθανθεί στη χρυσαφιά ροή των σταφυλιών, στο λάδι της αμυγδαλιάς, στους καστανούς της παπαρούνας χυμούς. Γιατί δεν ξέρουν ότι είσαι συ που τα τρυφερά στήθη της κόρης ταράσσεις, που ως τους ουρανούς πετάς κι απλώνεις κλαδιά. Γιατί δεν νοιώθουν πως από ιστορίες παλιές εσύ ουρανομήκης τραβιέσαι, πως το κλειδί φέρνεις εσύ για των μακαρίων τα δώματα, μαντατοφόρος βουβός των αχανών μυστηρίων.
3.
Κάποτε έχυνα εκεί δάκρυα πικρά, καθώς στον πόνο συντριμμένη η ελπίδα μου σπάραζε, και μόνος στεκόμουν σ' άνυδρο τύμβο, που έσωζε σε τόπο στενό, σκοτεινό τη μορφή της ζωής μου. Μόνος, όπως ποτέ κανείς μοναχικός δεν υπήρξε, απ' ανείπωτο φόβο σπρωγμένος. Αδύναμος, μόνο σκιά της αθλιότητας πια. Κι όπως εκεί βοήθεια ζητούσα, δίχως αλλού να μπορώ να στραφώ, και στη φευγαλέα ζωή που τρεμόσβηνε μ' απέραντο πόθο κρεμόμουν: εκεί, από το κυανό του ορίζοντα, από το ύψος ευδαιμονίας παλιάς σαν καταιγίδα ήρθε το σκότος. Και κομμάτιασε μεμιάς τους κρίκους της γέννας, τα δεσμά του φωτός. Πήρε να χάνεται η μεγαλοπρέπεια της γης και το πένθος μου πήρε να σβήνει μαζί της, σ' έναν νέο, ανεξιχνίαστο κόσμο κύλησε η μελαγχολία αργά. Εσύ της νύχτας ενθουσιασμέ, ύπνε ελαφρέ τ' ουρανού ήρθες πάνω από μένα. Αργά μετεωρίστηκε ο χώρος· πάνω του πλανήθηκε ελεύθερος ο νεογέννητος νους μου. Σε σύννεφα σκόνης σωριάστηκε ο τύμβος. Μες απ' τον κουρνιαχτό αντίκρισα των αγαπημένων τις μεταμορφωμένες πομπές. Η αιωνιότητα κοιμόταν στα μάτια τους. 'Αγγιξα τα χέρια τους και τα δάκρυα γίναν ένας πύρινος, άρρηκτος κόμπος. Χιλιετηρίδες σαν καταιγίδα προς τα μάκρη τραβούσαν. Στην αγκαλιά τους έκλαψα της νέας ζωής τα ευφρόσυνα δάκρυα. — Ήταν εκείνο το πρώτο, το μόνο μου όνειρο. Κι είναι πρώτα από τότε που τρέφω εντός μου πίστη παντοτινή κι ακατάλυτη στον νυχτερινό ουρανό και την Αγαπημένη, το φως του.
4.
Τώρα γνωρίζω πότε θα φανεί το τελευταίο πρωί. Πότε το φως τη Νύχτα και τον έρωτα δεν θα αποδιώξει ξανά. Πότε ο ύπνος παντοτινός και μόνο ένα αστείρευτο όνειρο θά 'ναι. Αιθέριο κάματο μέσα μου νοιώθω. Μακρύς κι επίπονος προς τον άγιο τάφο ο δρόμος, βαρύς ο σταυρός. Κύμα κρυστάλλινο από τον σκοτεινό κόρφο του τύμβου πηγάζει, στα πόδια του μια επίγεια πλημμύρα ξεσπά, όποιος την έχει γευτεί, όποιος πάτησε τ' ακριτικά όρη του κόσμου, όποιος το βλέμμα του έστρεψε πέρα, προς τη νέα τη γη, στης Νύχτας τα δώματα — αλήθεια, αυτός δεν επιστρέφει ξανά στην τύρβη του κόσμου, στη χώρα εκείνη όπου σε αέναη αταξία το φως κατοικεί.
Στις κορφές χτίζει σκήτες, καλύβες ειρήνης, νοσταλγός κι εραστής ατενίζει πέρα μακριά, ώσπου στις κρήνες της πηγής να τον έλξει η πιο καλόδεχτη απ' όλες τις ώρες. Μες στων ανέμων τον αχό παραδέρνουνε και στα ύψη αναδύονται τα επίγεια, αλλά ό,τι το άγγιγμα του έρωτα αγίασε, σε κοίτες κρυφές θα κυλήσει προς την αντίπερα γη, σαν άρωμα με τους αγαπημένους ίσκιους πέρα απ' τη νάρκη του ύπνου θα ενωθεί.
Ακόμα ξυπνάς, φως ιλαρό, για τη δουλειά τον καταπονημένο. Τερπνή ζωή μέσα μου χύνεις. Μα απ' τα βρυώδη μαυσωλεία της μνήμης δεν μ' αποτραβάς. Με χαρά θ' άγγιζα τα φίλεργα χέρια, θ' αγνάντευα όπου εσύ το θελήσεις, θα αινούσα της χλιδής σου τ' αγλάισμα, άοκνος θ' αντίκριζα των περίτεχνων έργων σου τον ωραίο ειρμό, με χαρά θα μετρούσα τον συνετό βηματισμό της δυναστικής περίλαμπρης ώρας σου, θ' ανίχνευα των δυνάμεών σου το σύμμετρο, τους νόμους των ανάριθμων χώρων και χρόνων της μαγικής σου μορφής. Αλλά της Νύχτας ταμένη μένει η μυστική μου καρδιά και της δικής της θυγατέρας, της πλάστριας αγάπης. Μπορείς να μου δείξεις μια πιστή στους αιώνες καρδιά; έχει ο ήλιος σου μάτια προσηνή να με δουν; αγγίζουν τ' αστέρια σου το χέρι μου που αποζητά; Θα μου χαρίσουν ξανά τον λόγο τον θωπευτικό και τ' απαλό τους το χάδι; Να τά 'χεις κοσμήσει εσύ με χρώμα και σχήμα ελαφρύ — ή νά 'ταν Εκείνη πού προσδίδει στα δώρα σου πιο εράσμια αξία; Ποια πάθη, ποιες ηδονές η ζωή σού προσφέρει, που να καταποντίσουν μπορούν του θανάτου τα θέλγητρα; Δεν φορά ό,τι μας συνεπαίρνει το χρώμα της Νύχτας; Εκείνη σ' ανάστησε, σ' εκείνη κάθε σου αίγλη χρωστάς. Άθυρμα θ' αφηνόσουν στον άνεμο, θα σιγόλειωνες στου χώρου τα βάθη, αν δεν σε κράταγε στην αγκαλιά της εκείνη, αν δεν σ' εγκυμονούσε στα σπλάχνα της για να φανείς και ν' αυγάσεις τον κόσμο. Αλήθεια, προτού υπάρξεις εσύ γεννήθηκα εγώ — από εκείνην σταλμένος, τούτη την γη με την γενιά μου να οικήσω, να την καθαγιάσω στ' όνομα του έρωτα, ώσπου μνημείο ορατό ν' αναφανεί στους αιώνες. Μ' αμάραντα να την σπείρω λουλούδια. Όμως ακόμα δεν έδεσαν καρπό αυτοί οι θείοι στοχασμοί. Ακόμα είναι της παρουσίας μας τα ίχνη ισχνά. Μα θα σημάνουν οι ωροδείχτες σου κάποτε το τέλος του χρόνου, θα γίνεις κάποτε και συ σαν κι εμάς, κι όλο πάθος θα χαθείς και θα σβήσεις. Εντός μου —ελευθερία αιθέρια, μακάρια επιστροφή— θα αισθανθώ το πέρας των έργων σου. Μ' οδύνη ανήμερη θα σε δω ν' αποδημείς απ' την πάτρια γη, ν' αντιπαλεύεις τον παλιό, κραταιό ουρανό. Μα μάταια θά 'ναι η οργή και το μένος σου. Πάνω απ' τις φλόγες θα υψωθεί ο σταυρός — λάβαρο θριαμβικό της γενιάς μας.

       Στα ύψη αναδεύομαι,
       Και κάθε οδύνη
       Των νέων ηδονών
       Τ' αγκάθι θα γίνει.
       Θά 'ρθει ο καιρός,
       Κι εγώ να χαθώ,
       Στα γόνατα του έρωτα
       Σε μέθη γλυκιά θ' αφεθώ.
       Θροΐζει η ζωή
       Απέραντη μέσα σε μένα,
       Απ' τα ύψη κοιτώ
       Προς τα κάτω για σένα.
       Σε κάθε μνήμα
       Η λάμψη σου σβήνει,
       Στεφάνι δροσιάς
       Ένας ίσκιος αφήνει.
       Πιες της ζωής μου,
       Ακριβέ, τον χυμό,
       Ξύπνησέ με και στέρξε
       Να μπορώ ν' αγαπώ.
       Του θάνατου νοιώθω
       Πάλι νέο το ρέμα,
       Σ' αιθέρα και βάλσαμο
       Γυρνά το δικό μου το αίμα.
       Με σθένος και πίστη
       Τις μέρες μου ζω
       Και τις νύχτες πεθαίνω
       Στο πυρ το ιερό.
5.
Σε καιρούς περασμένους σιδηρούν πεπρωμένο κυβερνούσε των ανθρώπων τα διάσπαρτα γένη με βία βουβή. Ζοφερές αλυσίδες πέφταν πάνω στις δειλές τους ψυχές. Απέραντη απλωνόταν η γη — κατάλυμα και πατρίδα θεών. Από τα βάθη των αιώνων υψωνόταν η κτίση. Πέρα απ' τα ρόδινα βουνά της αυγής, στους ιερούς κόλπους της θάλασσας κατοικούσε ο ήλιος, το ζωντανό, πύρινο φως. Ένας αρχαίος γίγαντας κουβαλούσε τον μακάριο κόσμο. Κάτω απ' τα όρη δεσμώτες κείτονταν της μάνας γης τα πρωτότοκα τέκνα. Με ανήλεο μένος ενάντια στων νέων θεών τη γενιά και τις χαρούμενες φυλές των ανθρώπων. Του πελάγους τα πράσινα βάθη γίναν το λίκνο μιας θεάς. Μες σε κρυστάλλινες σπηλιές ευωχούσε ένα πολυάριθμο πλήθος. Ποταμοί, δέντρα, άνθη και ζώα κατείχαν αισθήσεις ανθρώπινες. Γλυκό έρεε το κρασί που μια κόρη οινοχόος κερνούσε. Ένας θεός των αμπελιών, μια στοργική θεά μες στο χρυσό των χρωμάτων, η μέθη του έρωτα, έργο γλυκό της ωραιότερης θεάς. Αέναος, πολύχρωμος, σαν μια γιορτή των τέκνων τ' ουρανού και των κατοίκων της γης, θρόιζε ο βίος, καθώς η άνοιξη μες στους αιώνες. Κάθε φυλή προσκυνούσε με αφέλεια παιδική την αβρή, χιλιόμορφη φλόγα, σαν νά 'ταν η πεμπτουσία του κόσμου. Μα ένα είδωλο ήταν μόνο, ένας φρικτός εφιάλτης,

   Που άγγιξε σαν το δέος την τερπνή γιορτή
   Κι έκρυψε την ψυχή στον άγριο τρόμο.
   Κανείς θεός δεν είχε πια μια συμβουλή,
   Δεν έτεινε παρήγορο τον ώμο.
   Καμιά δεν δάμασε ικεσία την οργή
   Κι εδιάβη το κακό τον μύχιο δρόμο.
   Ήταν ο θάνατος που αυτή την ευωχία
   Με δάκρυα έπαυσε, μ' οδύνες κι αγωνία.
   Για πάντα τώρα απ' όλα χωρισμένο
   Ό,τι με πόθο η ψυχή λάγνα ζητάει,
   Πέρα από κάθε τι το αγαπημένο,
   Που μάταιο πάθος κι οδυρμός το τριγυρνάει,
   Φάνηκε όνειρο αμυδρό στον πεθαμένο,
   Πάλη λιγόθυμη που πια τον κυβερνάει.
   Σαρώθηκαν τα κύματα της ηδονής
   Στους βράχους πάνω της ασίγαστης οργής.

   Με τόλμη οι άνθρωποι και τη φωτιά του νου
   Τη μάσκα τη φρικτή ξεχνούσαν του Άδη,
   Πώς σβήνει αβρό παιδί τα φώτα τ' ουρανού,
   Σαν άρπα, ακούγανε τ' αβρό σκοτάδι.
   Η μνήμη λειώνει στον ψυχρό των ίσκιων ρου,
   Του πένθους έπλεκε ο σκοπός το υφάδι.
   Αλλά αίνιγμα έμεινε η νυχτιά η παντοτινή,
   Μιας εξουσίας μακρινής σημείο βαρύ.
Προς το τέρμα του πορεύτηκε ο αρχαίος κόσμος. Μαράθηκαν της νιότης οι χαρούμενοι κήποι. Στα ύψη, προς τον ελεύθερο, ανάστατο χώρο στράφηκαν οι ενήλικες άνθρωποι. Οι θεοί κι οι ακόλουθοί τους χαθήκαν. Μόνη κι άζωη στάθηκε η νύχτα. Με σιδερένια δεσμά την καθήλωσε το αυστηρό μέτρο κι ο ψυχρός αριθμός. Σαν των ανέμων τη σποδό σε λόγια ζοφερά θρυμματίστηκε της ζωής η απροσμέτρητη άνθηση. Δραπέτευσαν η φαντασία η μάγισσα κι η ορκισμένη πίστη, οι οδοιπόροι των ουρανών. Παγερός βοριάς έπνευσε άφιλος πάνω απ' τους πετρωμένους αγρούς και στους αιθέρες πήρε να ξεθυμαίνει των θαυμάτων η πετρωμένη πατρίδα. Γέμισαν κόσμους φωτεινούς τα μήκη τ' ουρανού. Στο πιο βαθύ ιερό, στα άδυτα του νου αποτραβήχτηκε του κόσμου η ψυχή. Να περιμένει εκεί την χαραυγή της βασιλείας του κόσμου. Δεν ήταν πια το φως οίκημα των θεών και ουράνιο σημάδι. Πέπλα νυχτερινά τούς σκεπάσαν. Η νύχτα έγινε της αποκάλυψης η κραταιά αγκαλιά. Σ' εκείνην στράφηκαν ξανά οι θεοί. Στην νάρκη του ύπνου αφεθήκαν, ώσπου σε θάμβος νέο ξανά να επιστρέψουν. Στα μάτια του καταφρονημένου λαού που είχε αποστρέψει το πρόσωπο απ' την μακάρια αθωότητα της νιότης φάνηκε με πρωτοείδωτη όψη ο νέος κόσμος. Σε μια καλύβα φτωχική. Της πρώτης παρθένου και μάνας ο γιος. Του μυστικού ευαγγελισμού ο απροσμέτρητος γόνος. Πρώτη ένοιωσε της Ανατολής η πολύανθη γνώση τής νέας εποχής το ξεκίνημα. Ένα αστέρι φώτισε το δρόμο προς του βασιλιά το ταπεινό λίκνο. Στ' όνομα του απόμακρου μέλλοντος τον τίμησαν με χρυσάφι κι αρώματα, με τα ύψιστα δώρα της φύσης. Μοναχική ξεδιπλώθηκε η ουράνια καρδιά του, κραταιός ανθός της αγάπης. Προς την μακρινή μορφή του πατέρα και τα στήθη της μάνας στραμμένη. Και τα μέλλοντα ανέγνωσε χρησμοδότης ο οφθαλμός του ανθισμένου παιδιού, τα σκαλοπάτια του θείας γενιάς του ζητώντας, αμέριμνος για όσα το πεπρωμένο τού όριζε πάνω στη γη. Γρήγορα μαζεύτηκαν γύρω του οι παιδικότερες, οι πιο αθώες ψυχές. Σαν τον ανθό βλάστησε πλάι του αλλότρια μια νέα ζωή. Λόγοι ανεξάντλητοι, τα πιο ευφρόσυνα αγγέλματα σαν γλώσσες φωτιάς ανάβλυσαν από τα φίλα του χείλη. Απ' ακτές μακρινές, γεννημένος κάτω από τον ιλαρό ουρανό της Ελλάδας, ήρθε στην Παλαιστίνη ένας βάρδος κι ολόψυχα δόθηκε στο εξαίσιο παιδί :

   «Του εφήβου η μορφή είσαι συ που από παλιά
   Τα μνήματά μας παραστέκει γνωστική·
   Παρήγορο σημάδι μες στην σκοτεινιά,
   Του νέου ανθρώπου η χαρμόσυνη απαρχή.
   Ό,τι μας βύθισε σε λύπη αλλού βαθιά,
   Δεν έχει ρίζες και βλαστούς πια στην ψυχή.
   Στον Άδη φάνηκε η ζωή παντοτινή.
   Εσύ 'σαι ο Άδης και μας δίνεις τη ζωή. »

Με την ευδαιμονία στην ψυχή κίνησε ο βάρδος για το Ινδουστάν. Και πύρινα τραγούδια έπλασε, κάτω από κείνον τον γαλήνιο ουρανό, της καρδιάς του η μέθη, έτσι που στράφηκαν σ' αυτόν χίλιες καρδιές, και το χαρμόσυνο άγγελμα χίλιες φορές άνθισε πάλι. Μα κύλησε ο καιρός κι έπεσε θύμα η ακριβή ζωή στον βαθύ μαρασμό του ανθρώπου Πέθανε νέος ο αβρός βασιλιάς, μακριά απ' τον εράσμιο κόσμο και το μοιρολόι της μάνας, μακριά απ' τους άτολμους φίλους. Το άφατο ποτήρι του ζόφου άδειασε στο γλυκό του το στόμα. Σε δέος φρικτό πλησίασε η ώρα της γέννησης του νέου κόσμου. Σκληρά αντιστάθηκε Εκείνος στο δέος του πανάρχαιου θανάτου. Του αρχαίου κόσμου βάρυνε πάνω του το άχθος. Με το βλέμμα του γύρεψε στερνή φορά την μητέρα. Τότε χέρι λυτρωτικό κι αγαπημένο τον άγγιξε — και ξύπνησε. Και για μέρες ελάχιστες ένα βαθύ παραπέτασμα απλώθηκε πάνω απ' την αφρισμένη θάλασσα, πάνω απ' την σειόμενη γη. Σε δάκρυα γοερά ξεσπάσαν οι φίλοι. Και ήρθαν στο φως τα απόκρυφα. Και πνεύματα εξ ουρανού ήραν τον πανάρχαιο λίθο απ' του τάφου το σκότος. Και άγγελοι παραστάθηκαν του κοιμωμένου την κλίνη — από μειλίχια όνειρα πλασμένοι. Και σε νέα ωραιότητα θεού εγέρθη απ' την νάρκη του Εκείνος στα ύψη του νεογέννητου κόσμου. Και την αρχαία σωρό ενταφίασε στον έρημο Άδη. Και με το χέρι του κύλησε επάνω της τον ακατάλυτο λίθο.
Ακόμα νοτίζουν τον τάφο σου τ' αναφιλητά της χαράς, της κατάνυξης και της ευγνωμοσύνης τα δάκρυα. Ακόμα σε βλέπουν οι αγάπες σου σκιρτώντας να εγείρεσαι — κι εκείνες μαζί σου· σε κοιτούν να θρηνείς στης μάνας τα μακάρια στήθη, να βαδίζεις με τους φίλους σου αγέρωχα, να προφέρεις τις λέξεις που έδρεψες απ' τον βλαστό της ζωής· σε κοιτούν να ανέρχεσαι στην πατρική αγκαλιά, τον νέο άνθρωπο φέρνοντας και του χρυσού μέλλοντος τ' ασφράγιστα ποτήρια. Βιάστηκε η μητέρα να ανέλθει κοντά σου — σε επουράνιο θρίαμβο. Πρώτη εκείνη μαζί σου στην νέα πατρίδα. Διάβηκε έκτοτε χρόνος πολύς, κι όλο και πιο θαμβωτική ανασάλεψε η νέα σου κτίση. Και μυριάδες, πέρα από πόνους και βάσανα, πήραν θέση κοντά σου. Μαζί σου αναλήφθηκαν στης αγάπης το κράτος. Στον ναό του επουράνιου θανάτου ιερείς και στους αιώνες των αιώνων δικοί σου.

       Κύλησε ο μέγας λίθος
       Κι ο άνθρωπος ξυπνά.
       Σ' εσένα ανήκουμε όλοι,
       Δεν μας κρατούν δεσμά.
       Ρέει στυφός ο πόνος
       Στο τάσι το χρυσό,
       Σβήνει η ζωή κι η πλάση
       Στο δείπνο το στερνό.

       Στο γάμο μάς καλούν
       Οι δάδες τώρα του 'Αδη,
       Παρθένες οδηγούν,
       Δεν θα σωθεί το λάδι.
       Απ' τη δική σου ηχούσαν
       Τα μάκρη τη μιλιά
       Και τ' άστρα μάς καλούσαν
       Μ' ανθρώπινη λαλιά

       Μαρία, σ' εσέ ανεβαίνουν
       Τώρα χίλιες καρδιές.
       Εσέ μόνο προσμένουν
       Στης ζήσης τις σκιές.
       Να βρούνε της γαλήνης
       Ποθούνε την πηγή,
       Κλείσ' τους στης αγκαλιάς σου,
       Παρθένα, τη στοργή.

       Έτσι κι όσοι πονώντας
       Σε βάσανα πικρά,
       Τον κόσμο λησμονώντας
       Σ' εσέ γυρνούν ξανά.
       Στη θλίψη, στην ανάγκη
       Μας στάθηκαν βοηθοί.
       Να μείνουμε θα πάμε
       Μ' αυτούς για πάντα εκεί.

       Πια ο εραστής στο μνήμα
       Του πόνου δεν θρηνεί.
       Τα δώρα της αγάπης
       Να κλέψει ποιος μπορεί;
       Τα πάθη για να γιάνει
       Μεθά η νυχτιά του νου.
       Φύλακες της καρδιάς του
       Τα τέκνα του Θεού.

       Γαλήνια η ζωή τραβά
       Τώρα στους ουρανούς
       Από την μέσα μας φωτιά
       Λάμπει και στίλβει ο νους.
       Ρέουν οι γαλαξίες,
       Χρυσό κρασί ζωής.
       Θα πιούμε να γενούμε
       Άστρα χρυσά κι εμείς.

       Δίχως δεσμά η αγάπη,
       Πια χωρισμός κανείς.
       Αφρίζει όλ' η ζωή
       Σαν θάλασσα αχανής
       Μια νύχτα μόνο της χαράς,
       Μια ωδή παντοτινή,
       Κι ο ήλιος όλων μας
       Είν' του Θεού η μορφή.

6.
ΠΑΘΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
      Κάτω στον κόλπο αυτής της γης,
      Μακριά απ' τα κράτη του φωτός,
      Πέρα απ' τους πόνους της οργής
      Του ταξιδιού λάμπει ο φανός.
      Με βάρκα πάμε του νερού
      Γοργά στις όχθες τ' ουρανού.

      Μακάρια ας είναι η νύχτα αυτή,
      Κι ο ύπνος πάντα ευλογητός.
      Σαν μ' είδε η μέρα η θαλερή
      Μαράθηκε ο μακρύς καημός.
      Τώρα τα ξένα έχουν χαθεί
      Πατρίδα πια η ψυχή ποθεί.

      Τι θέλουμε στον κόσμο αυτόν
      Με της αγάπης την πνοή —
      Χάνεται, φεύγει το παλιό
      Του νέου φέρνει τί η ορμή;
      Στέκει θλιμμένος, μοναχός,
      Του αλλοτινού καιρού ο πιστός.

      Τότε, που οι αισθήσεις φωτεινές
      Μέσα στις φλόγες τρίζαν
      Που του Πατέρα τις βουλές
      Οι άνθρωποι γνωρίζαν.
      Που με το πνεύμα του υψηλού
      Έμοιαζαν στην εικόνα του.

      Τότε, που ακόμα κραταιές
      Αρχαίες φυλές ανθούσαν,
      Και που παιδιά τις αγκαλιές
      Των ουρανών ζητούσαν.
      Που, ας σκίρταγε λάγνα η ζωή,
      Γι' αγάπη ράγιζε η ψυχή.

      Που με της νιότης τον ανθό
      Θεός εφανερώθη
      Και στου θανάτου τον σταυρό
      Η αβρή ζωή του ετρώθη
      Δίχως στον φόβο ν' αφεθεί,
      Για μας μια τέτοια πληρωμή.

      Με πάθος ψάχνουμε δειλό
      Τ' αλλοτινά στη δύση,
      Τη δίψα τούτον τον καιρό
      Κανείς δεν θα τη σβήσει.
      Για την πατρίδα πάμε πια,
      Σ' άλλους καιρούς πίσω ξανά.

      Τί μας κρατά απ' το γυρισμό,
      Κοιμούνται οι αγαπημένοι.
      Νεκροί κι εμείς στο μνήμα αυτό,
      Μονάχα η οδύνη μένει.
      Τίποτα δεν ζητάμε πια,
      Όλα κενά — μα όχι η καρδιά.

      Απέραντη και μυστική
      Μας δέρνει καταιγίδα.
      Από τα μάκρη ηχώ αντηχεί,
      Του πένθους μας πυξίδα.
      Οι αγάπες μας πονούν κι αυτές
      Πάθους μας στέλνουνε πνοές

      Κάτω, στη νύφη τη γλυκιά,
      Στου Ιησού Χριστού το μέλι,
      Των εραστών παρηγοριά
      Η Νύχτα που ανατέλλει.
      Όνειρο σπάζει τα δεσμά
      Μας στέλνει σε Θεού αγκαλιά.

|| Novalis, Hymnen an die Nacht, 1799 ||

Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΠΟΙΗΣΗ, τ. 7, 'Ανοιξη-Καλοκαίρι 1996


Read More

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Ο “Δαίμων” στην αρχαιοελληνική παράδοση

Ο “Δαίμων” στην αρχαιοελληνική παράδοση και το “δαιμόνιον” του Σωκράτη
[[ δαμ-ων ]]
Στην αρχαιότητα η λέξη “δαίμων” ενείχε ευσέβεια. Δεν είχε την αρνητική σημασία που της προσέδωσε ο Χριστιανισμός. Αρχικά στην επική ποίηση δαίμονες καλούνταν οι θεοί. Παράγεται από το ρήμα «δαίω» και «δαίομαι» που σημαίνει μοιράζω (μοιράζω στον καθένα την τύχη του). Επομένως δαίμων είναι αυτός που μοιράζει, που δίνει μερίδια και κατ’ επέκταση «αυτός που ορίζει τη μοίρα ενός ανθρώπου». Εφόσον οι άνθρωποι ήσαν πολυάριθμοι, θεωρούσαν ότι εξίσου πολυπληθείς ήσαν και οι δαίμονες
Αν και συνυπήρχε με τη λέξη θεός, εντούτοις, ο δαίμων αναφερόταν στην απρόσωπη και απροσδιόριστη δύναμη, ενώ ο θεός στην ανθρωπόμορφη θεϊκή οντότητα. Η έννοια του δαίμονος ισοδυναμούσε με την Μοίρα, την Ειμαρμένη. Επίσης, στη λέξη “δαίμονα” απέδιδαν την έννοια του φύλακα αγγέλου: «κατά φύλακα δαίμονα». Από εδώ προέρχεται και η λέξη ευδαιμονία (: ευτυχία, προσδιόριζε τον έχοντα την εύνοια του δαίμονος). Στην αρχαία Ελλάδα “οι δαίμονες” είχαν σημαντικό ρόλο στις ζωές των ανθρώπων. Συναντούνται σε πλήθος συγγραμμάτων, όπως του Ομήρου, του Ησιόδου, του Πλάτωνα, του Πλούταρχου, του Ηρόδοτου κ.α. Αναφέρονται κυρίως σαν θεότητες που δρουν στον ουράνιο χώρο ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Έχουν μια αμφίδρομη σχέση, δηλαδή είναι κατά κάποιο τρόπο ο ενδιάμεσος αγγελιοφόρος των θεών προς τον γήινο κόσμο και το αντίστροφο. Σαν βοηθοί των θεών στέλνουν τις αποφάσεις τους διαμέσου των χρησμών, ενώ παρακολουθούν και την εξέλιξη της ζωής των θνητών μέχρι να ελευθερωθεί η ψυχή τους από τα δεσμά του ανθρώπινου σώματος. Ακόμα φέρονται σαν φύλακες άγγελοι του κάθε ανθρώπου, ενώ κάθε θεός μπορούσε να έχει πλήθος απ’ αυτούς στη διάθεσή του. Ο Ησίοδος μας αποκαλύπτει περισσότερο την αγαθή έννοια της ύπαρξής τους, διότι μας αναφέρει ότι σαν δαίμονες δρουν οι ψυχές του “χρυσού γένους” που θεοποιήθηκαν και με προσταγή του Δία προστάτευαν τους ανθρώπους.
Ο Πλάτωνας, προσπαθεί να δώσει την ερμηνεία της έννοιας “Δαίμων”:
« ΣΩΚ.: Αλήθεια, Ερμογένη. Τι να σημαίνει άραγε το όνομα «δαίμονες»; Πρόσεξε αν σου φανώ ότι λέω κάτι σπουδαίο.
ΕΡΜ.: Λέγε.
ΣΩΚ.: Γνωρίζεις ποιοι, κατά τον Ησίοδο, είναι οι δαίμονες;
ΕΡΜ.: Δεν γνωρίζω.
ΣΩΚ.: Δεν γνωρίζεις ούτε για το χρυσό γένος των ανθρώπων, που λέει ότι υπήρξε πρώτο;
ΕΡΜ.: Αυτό το ξέρω.
ΣΩΚ.: Λέει λοιπόν γι’ αυτό:
« Μόλις το γένος τούτο χωρίστηκε σε μέρη
οι δαίμονες αγνοί και γήινοι ονομάζονται, λαμπροί,
προστάτες από το κακό, φύλακες των ανθρώπων. »
ΕΡΜ.: Δηλαδή, τι εννοείς;
ΣΩΚ.: Νομίζω πως, λέγοντας χρυσό γένος, δεν εννοεί φτιαγμένο από χρυσάφι, αλλά καλό και ωραίο. Απόδειξη θεωρώ το γεγονός ότι για μας λέει πως είμαστε σιδερένιο γένος.
ΕΡΜ.: Έχεις δίκιο.
ΣΩΚ.: Πιστεύεις λοιπόν ότι, και αν κάποιος από τους συγχρόνους μας είναι καλός, θα μπορούσε να πει πως ανήκει στο χρυσό γένος;
ΕΡΜ.: Βέβαια.
ΣΩΚ.: Οι καλοί όμως είναι συνετοί ή τίποτε άλλο;
ΕΡΜ.: Συνετοί.
ΣΩΚ.: Κατά τη γνώμη μου, αυτό περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τους δαίμονες∙ επειδή ήταν συνετοί και «δαήμονες» (σοφοί) τους ονόμασε «δαίμονες». Και στην αρχαία γλώσσα μας το όνομα αυτό αντιστοιχεί στο ίδιο. Σωστά λοιπόν και αυτός και άλλοι ποιητές λένε ότι, αν πεθάνει κάποιος ενάρετος, μεγάλη τύχη και τιμές αποκτάει και γίνεται δαίμονας, σύμφωνα με την ονομασία της φρόνησης. Έτσι και εγώ λοιπόν αντιλαμβάνομαι τον «δαήμονα», δηλαδή κάθε άνθρωπο, θεϊκό όσο ζει και αφότου πεθάνει, και νομίζω ότι σωστά ονομάζεται «δαίμων».» (Πλάτωνας, “Κρατύλος”, 397e- 398c)
Μετά τον Ησίοδο, οι φιλόσοφοι, όπως ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας κ.α, έγραψαν ότι οι δαίμονες είναι οι “επόμενοι των θεών”, ή ότι είναι “παίδες αυτών αλλά όχι θεοί”, ενώ χαρακτηρίστηκαν είτε σαν μοίρα- ειμαρμένη, είτε σαν τύχη, καλή ή κακή με τον χαρακτηρισμό καλοδαίμων ή κακοδαίμων.
« Πολλή δε η δαιμόνων αγέλη·
τρις γαρ μύριοί εισιν επί χθονί πουλυβοτείρη,
αθάνατοι, Ζηνός πρόπολοι·
οι μεν νοσημάτων, οι δε των απόρων σύμβουλοι, οι δε των αφανών άγγελοι, οι δε τέχνης συνεργάτοι, οι δε οδού συνέμποροι· οι μεν αστικοί, οι δε αγροτικοί, οι δε θαλάττιοι, οι δε ηπειρωτικοί· είληχεν δε άλλος άλλην εστίαν σώματος, ο μεν Σωκράτην, ο δε Πλάτωνα, ο δε Ζήνωνα, ο δε Διογένην· ο μεν φοβερός, ο δε φιλάνθρωπος, ο δε πολιτικός, ο δε τακτικός· όσαι φύσεις ανδρών, τοσαύται και δαιμόνων.» (Μάξιμος Τύριος, 8. 8F) Παράλληλα, μην ξεχνάμε και το περίφημο δαιμόνιο του Σωκράτη, που μέσω αυτού έπαιρνε τις σωστές αποφάσεις. Για το δαιμόνιο του Σωκράτη ο Πλούταρχος αναφέρει: « Έτσι και στο Σωκράτη το δαιμόνιο μοιάζει να του προσέφερε εξ αρχής ως οδηγό του βίου του μια όραση, «που» μόνο «αυτή προχωρώντας μπροστά ρίχνει φως στα άδηλα πράγματα, καθώς και σε όσα η ανθρώπινη φρόνηση δεν μπορεί να συλλογιστεί. Γι’ αυτά τα πράγματα το δαιμόνιο συνομιλούσε πολλές φορές μαζί του και ενέπνεε τις επιλογές του.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 580D)
Ο ίδιος ο Αθηναίος σοφός λέει για το δαιμόνιό του στην απολογία του στη δίκη, όπου τελικά καταδικάστηκε να πιει το κώνειο: « Ίσως πάλι να σας φανεί αλλόκοτο που εγώ περιφέρομαι και δίνω τέτοιες συμβουλές κατ’ ιδίαν και ανακατεύομαι στις ξένες υποθέσεις, ενώ στη δημόσια ζωή δεν τολμώ να ανεβώ στο βήμα μπροστά στο δήμο και να πω τη γνώμη μου στην πόλη. Αιτία για αυτή τη συμπεριφορά μου είναι αυτό που με ακούσατε να λέω πολλές φορές και σε πολλά μέρη, ότι δηλαδή μου έρχεται ένα θεϊκό δαιμόνιο, αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το περιέλαβε στην κατηγορία. Αυτό μου συμβαίνει από παιδί, μια φωνή που ακούω μέσα μου, η οποία, όταν έρχεται πάντα με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να πράξω, αλλά ποτέ δε με προτρέπει.» (Πλάτωνας, “Απολογία Σωκράτη”, 31c- d)
Η επίδραση του δαιμονίου στον Σωκράτη άρχισε από τα παιδικά του χρόνια. Ο ίδιος ο πατέρας του είχε προϊδεαστεί για το γιο του να μη του φέρνει εμπόδια σ’ αυτή την “ιδιαιτερότητα”, αλλά αντίθετα να τον βοηθήσει διαμέσου της προσευχής. Ο Πλούταρχος αναφέρει: « …όπως προφήτεψε ο χρησμός που δόθηκε στον πατέρα του, όταν ο Σωκράτης ήταν ακόμη παιδί. Γιατί ο χρησμός προέτρεπε τον πατέρα του να τον αφήνει να κάνει ό,τι τυχόν του έρχεται στο νου, να μην τον καταπιέζει ούτε και να τον οδηγεί σε άλλη κατεύθυνση, αλλά να αφήνει ελεύθερη την ορμή του παιδιού και να προσεύχεται για χάρη του στον Αγοραίο Δία και τις Μούσες. Κατά τα άλλα, όμως, να μην πολυασχολείται με το Σωκράτη, γιατί αυτός βέβαια διαθέτει εντός του οδηγό της ζωής ανώτερο από αμέτρητους δασκάλους και παιδαγωγούς.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 589E-F)
Φιλόσοφοι, όπως ο Θαλής και ο Εμπεδοκλής, με την έννοια των δαιμόνων εννοούσαν την ψυχή του σύμπαντος. Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι παρ’ όλες τις έννοιες που δόθηκαν στην αρχαιότητα δεν προσωποποιήθηκε κανένας δαίμονας!
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έννοια του “δαίμονα” αντικατοπτρίζει μια άυλη μορφή, υψηλής πνευματικότητας, που διαχέεται στο σύμπαν και που εκπορεύεται από το θείο, με σκοπό την βοήθεια όλων των ανθρώπων, ή την δοκιμασία τους (με την καλή έννοια), ώστε να βρουν το δρόμο τους στην δύσκολη υλιστική ζωή: «τούτου δε το αίτιον γέγονεν ουκ ανθρώπειον, αλλά τι δαιμόνιον εναντίωμα» [η αιτία του γεγονότος δεν ήταν κάτι ανθρώπινο, αντίθετα ήταν κώλυμα θεϊκό] ( Πλάτωνας, “Αλκιβιάδης Ι”, 103a)
Η επαφή του δαίμονα με τον άνθρωπο όμως προϋποθέτει και ανάλογο πνευματικό υπόβαθρο των θνητών, γιατί μόνο έτσι θα καταφέρουν να αντιληφθούν την καλοσύνη και την αγαθότητα του δαίμονα:
«Αυτός, φίλοι μου, είναι και ο τρόπος που ενεργεί το δαιμόνιο. Όσο, δηλαδή, είμαστε βυθισμένοι στα εγκόσμια και αλλάζουμε πολλά σώματα σαν οχήματα, μας αφήνει να αγωνιζόμαστε μόνοι μας και να επιμένουμε, προσπαθώντας να σωθούμε με τη βοήθεια της δικής μας αρετής και να πιάσουμε λιμάνι. Την ψυχή, όμως, που έχοντας καλά και πρόθυμα κοπιάσει σε αγώνες μακράς διάρκειας μέσα από αναρίθμητες γεννήσεις και, ενώ ο κύκλος της πλησιάζει στο τέλος του, αψηφώντας τον κίνδυνο και δείχνοντας φιλοτιμία για την έκβαση του αγώνα της, ανεβαίνει προς τις ανώτερες υπάρξεις με πολύ ιδρώτα, αυτήν την ψυχή ο θεός δε θεωρεί απρεπές να τη βοηθήσει ο οικείος της δαίμονας, αλλά αφήνει όποιον δείχνει προθυμία να βοηθήσει. Και ο δαίμονας προθυμοποιείται να διασώσει και άλλη ψυχή με τις προτροπές του. Κι εκείνη, επειδή είναι κοντά, τον ακούει και σώζεται. Αν, όμως, δεν υπακούσει, την εγκαταλείπει ο δαίμονας και δεν έχει ευτυχισμένο τέλος.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 593F- 594A)
Στο παραπάνω απόσπασμα ο μυημένος στα μυστήρια Πλούταρχος μιλάει σαφώς για μετενσάρκωση. Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και συγγραφείς, που ήσαν μυημένοι στα αρχαία μυστήρια (Ελευσίνια- Καβείρια- Ορφικά- Κρητικά- Πυθαγόρεια, Κρητικά κ.λ.π.) πίστευαν στην μετενσάρκωση ή στην μετεμψύχωση, κατά την οποία η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα ως όχημα για να ενσαρκωθεί στο γήινο πεδίο. Σταδιακά, μέσα από τις ευκαιρίες που τις παρουσιάζονται στις διαδοχικές της ενσαρκώσεις, εξελίσσεται και κάποτε, όταν τελειωθεί, φθάνει στη θέωση. Ο δαίμονας μπορεί να βοηθήσει στη γρηγορότερη τελείωση, αρκεί ο θνητός να αντιλαμβάνεται τις “κρούσεις” του δαίμονα και να “ακούει τη φωνή του”:
« Οι σκέψεις, όμως, των δαιμόνων διαθέτουνε φως και λάμπουν επάνω στις ψυχές των δαιμόνιων ανθρώπων, δίχως να έχουν ανάγκη από λόγια και ονόματα, τα οποία χρησιμοποιώντας οι άνθρωποι μεταξύ τους ως σύμβολα βλέπουν μόνο είδωλα και εικόνες των σκέψεων. Τις ίδιες, όμως, σκέψεις δεν τις γνωρίζουν παρά μόνο εκείνοι που λαμβάνουν έναν ίδιον και δαιμόνιο, όπως ειπώθηκε, φως…
Έτσι και οι σκέψεις των δαιμόνων, αν περνούν μέσα απ’ όλα, αντηχούν μόνο μέσα σ’ αυτούς που διαθέτουν ήθος ατάραχο και ήρεμη ψυχή. Αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους λέμε ιερούς και δαιμόνιους.»
(Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 589Β- D)
Στο διάλογο του Σωκράτη με την ιέρεια Διοτίμα, που δίνει ο Πλάτωνας στο “Συμπόσιο”, η ιέρεια αποδίδει με λόγια τις αντιλήψεις του Πλάτωνα περί δαιμόνων:
« - Τότε, της είπα, τι θα ‘ναι ο Έρως, θνητός;
- Κάθε άλλο!- Αλλά τότε, τι;
- Κάτι σαν αυτά που αναφέραμε πριν, το ενδιάμεσο ανάμεσα στο θνητό και το αθάνατο.
- Δηλαδή τι, Διοτίμα;
- Δαίμων μέγας, Σωκράτη∙ γιατί βέβαια όλο το γένος των δαιμόνων είναι ενδιάμεσο ανάμεσα σε θεούς και σε θνητούς.
- Και ποια είναι, είπα, η δύναμή τους;
- Να εξηγούν και να διαβάζουν τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς και στους ανθρώπου των θεών, των πρώτων τις προσευχές και τις θυσίες, ενώ των θεών τις εντολές και τις ανταποδόσεις για τις θυσίες∙ και, καθώς βρίσκονται στο ενδιάμεσο θεών και ανθρώπων, καλύπτουν το μεταξύ τους κενό, ώστε το σύμπαν ν’ αποχτήσει τη συνοχή του. Είναι ο δίαυλος, απ’ τον οποίο διαβιβάζεται και η μαντική στο σύνολό της και το λειτούργημα του ιερατείου, που έχει να κάνει με τις θυσίες και τις μυήσεις και τα μαγικά άσματα και κάθε μαντεία και μαγγανεία. Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβηση των δαιμόνων συντελείται κάθε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και στον ύπνο και στο ξύπνιο τους∙ κι ο άνθρωπος που είναι σοφός σ’ αυτές τις συναλλαγές είναι δαιμόνιος, ενώ ο σοφός σ’ ό,τι άλλο, που έχει να κάνει με επαγγέλματα ή κάποιες χειρωνακτικές εργασίες, αγοραίος. Οι δαίμονες λοιπόν που λέμε είναι πολλοί και κάθε λογής κι ένας ανάμεσά τους είναι ο Έρως.» ( Πλάτωνας, “Συμπόσιον”, 202d- 203a)
Ο Πλάτωνας στον “Θεαίτητο”, παρουσιάζει τον Σωκράτη να αναλύει την “μαιευτική” του και να εξηγεί την επίδραση του δαιμονίου του:
« Η μαίευση βέβαια οφείλεται στον θεό και σε μένα. Αποδεικνύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο∙ πολλοί ως τώρα που αγνόησαν τούτο και απέδωσαν την αιτία στους εαυτούς των, περιφρονώντας με είτε από μόνοι τους είτε επειδή πείστηκαν από άλλους, έφυγαν από κοντά μου νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε∙ αφού απομακρύνθηκαν άμβλωσαν τα υπόλοιπα τέκνα τους λόγω φαύλων συναναστροφών, ενώ όσα τους είχα μαιεύσει εγώ τ’ ανέθρεψαν άσχημα και τα έχασαν. Υπολόγισαν τα ψέματα και τα φαντάσματα περισσότερο από τα αληθινά, και τελικά φάνηκαν και στους ίδιους και στους άλλους αμαθείς. Ένας από αυτούς ήταν ο Αριστείδης του Λυσιμάχου και πάρα πολλοί άλλοι. Από τούτους, όταν ξαναγυρίζουν και ζητούν τη συναναστροφή μου και κάνουν γι’ αυτό αξιοθαύμαστες πράξεις, από τη συναναστροφή το δαιμόνιό μου με αποτρέπει να συναναστρέφομαι μερικούς, και οι τελευταίοι ανακτούν την επίδοσή τους. Όσοι με συναναστρέφονται παθαίνουν και τούτο το ίδιο με τις γυναίκες που γεννούν∙ νιώθουν ωδίνες και είναι γεμάτοι απορίες νυχθημερόν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι εκείνες. Τις ωδύνες αυτές, όμως, η δική μου τέχνη μπορεί να παροξύνει και να καταπραΰνει. Τούτοι λοιπόν έτσι φέρονται. Για μερικούς, Θεαίτητε, που θα μου δώσουν την εντύπωση πως δεν κυοφορούν, καταλαβαίνω πως δεν μ’ έχουν ανάγκη και τους προξενεύω με πολύ ευνοϊκή διάθεση και, συν θεώ, διαπιστώνω πολύ σωστά τίνων η συναναστροφή θα τους ωφελούσε.» (Πλάτωνας, “Θεαίτητος”, 150e- 151b)
Ανάλογη κρούση αναφέρει ο σοφός και στον “Ευθύδημο”:
« Κατά καλή μου τύχη βρέθηκα να κάθομαι μόνος εκεί, όπου με είδες, στα αποδυτήρια, και ήδη σκεφτόμουν να σηκωθώ να φύγω. Καθώς όμως πήγα να σηκωθώ, μου έδωσε το συνηθισμένο σημάδι το δαιμόνιο.» (Πλάτωνας, “Ευθύδημος”, 272e)
Ο Σωκράτης παρουσιάζει το δαιμόνιό του να τον συγκρατεί από πράξεις, που έπρεπε να αποφύγει. Το δαιμόνιό του, λέει, ποτέ δεν τον ωθούσε να πραγματοποιήσει κάποια πράξη: « Ηνίκ’ έμελλον, ωγαθέ, τον ποταμόν διαβαίνειν, το δαιμόνιόν τε και το ειωθώς σημείον μοι γίγνεσθαι εγένετο- αεί δε με επίσχει ο αν μέλλω πράττειν- και τινα φωνήν έδοξα αυτόθεν ακούσαι, ή με ουκ εά απιέναι πριν αν αφοσιώσομαθ, ως δη τι ημαρτηκότα εις το θείον» [ Καλέ μου φίλε, όταν επρόκειτο να διαβώ τον ποταμό, συνέβη να μου έρθει το θεϊκό πνεύμα, ο οιωνός που με επισκέπτεται συνήθως- πάντα με συγκρατεί από αυτό που σκοπεύω να κάνω- και μου φάνηκε ότι, από το ίδιο μέρος, άκουσα κάποια φωνή που δε με αφήνει να φύγω πριν εξαγνιστώ, σα να έχω αμαρτήσει για κάποιο πράγμα στο θεό.] (Πλάτωνας, Φαίδρος 242 c)
Ο Ησίοδος, όπως αναφέραμε ήδη, μας μεταφέρει την εκδοχή να έγιναν δαίμονες το πρώτο γένος των ανθρώπων, το χρυσό γένος, που ζούσαν σαν θεοί:
« Πρώτο απ’ όλα το χρυσό το γένος των θνητών ανθρώπων
έφτιαξαν οι αθάνατοι που τα Ολύμπια τα δώματα κατέχουν.
…………………………………………………………….
Όμως αφού το γένος τούτο το σκέπασε το χώμα,
γίνανε εκείνοι δαίμονες αγαθοί, με τη θέληση του Δία του μεγάλου,
πάνω στη γη φύλακες των θνητών ανθρώπων
που προσέχουν δίκαιες κρίσεις κι άδικα έργα
ντυμένοι ομίχλη, σ’ όλη τη γη γυρνώντας,
πλουτοδότες. Τούτο το βασιλικό προνόμιο αποκτήσαν. » (Ησίοδος, “Έργα και Ημέρες”, 109- 110, 121- 126)
Αυτό ήταν το πιο αγνό γένος. Τα υπόλοιπα παρουσιάζονται να φθίνουν ως προς το ήθος. Ο Βοιωτός ποιητής μέμφεται τη μοίρα του που γεννήθηκε στο σιδηρούν γένος, το πέμπτο και χειρότερο. Έτσι οι ψυχές του πρώτου γένους έγιναν οδηγοί και φύλακες του πέμπτου γένους.
Όταν οι ψυχές υπακούουν τον δαίμονά τους γίνονται ευσεβείς και ηθικές, μας λέει ο Πλούταρχος:
« Από εκείνες, όμως, τις ψυχές που είναι ευπειθείς και υπακούουν ευθύς εξ αρχής και από τη γέννησή τους στον οικείο δαίμονα προέρχεται το γένος των μάντεων και των θεόπνευστων ανθρώπων. Μια απ’ αυτές ήταν η ψυχή του Ερμότιμου του Κλαζομένιου, για την οποία έχεις βέβαια ακούσει ότι αφήνοντας ολοκληρωτικά το σώμα και κατά τη νύχτα και κατά τη μέρα περιπλανιόταν σε μεγάλη έκταση, για να επιστρέψει και πάλι πίσω, έχοντας τύχει να παραβρεθεί σε πολλές συνομιλίες και πράξεις που έγιναν σε μακρινά μέρη. Μέχρις ότου τον πρόδωσε η γυναίκα του και οι εχθροί του βρήκαν το σώμα άδειο απ’ την ψυχή και το έκαψαν στο σπίτι του. Αυτό, όμως, δεν είναι αλήθεια. Γιατί η ψυχή του δεν έβγαινε από το σώμα του, αλλά υποχωρώντας πάντοτε στο δαιμόνιο και χαλαρώνοντας για χάρη του το σύνδεσμο, του επέτρεπε να περιπλανιέται και να περιφέρεται, με αποτέλεσμα να τον πληροφορεί εσωτερικά για πολλά απ’ αυτά που είδε και άκουσε έξω.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 592C- D)
Εδώ ο μύστης από τον Ορχομενό μας μεταφέρει αυτό που γνωρίζουν οι μυημένοι. Ότι κάποιοι άνθρωποι προχωρημένοι στην πνευματική τους τελείωση, όπως ο Ερμότιμος, έχουν αποκτήσει την ικανότητα να αποσπούν από το φυσικό τους σώμα την ψυχή, την οποία στέλνουν να περιπλανιέται σε μικρή ή σε μεγάλη απόσταση από το φυσικό σώμα. Αυτό που στη γλώσσα του εσωτερισμού ονομάζεται “αστρική προβολή”, θέλει εξάσκηση και πολύ μεγάλη προσοχή και δεν μπορεί να γίνει από τον καθένα, γιατί είναι επικίνδυνη. Η ψυχή συνδέεται με το φυσικό σώμα διαμέσου ενός πολύ λεπτού νήματος αιθερικής φύσης, του λεγόμενου αργυρού νήματος, το σχοινίον του αργυρίου κατά τον «Εκκλησιαστή», που μπορεί να σπάσει και έτσι να πεθάνει αυτός που κάνει αστρική προβολή. Αυτό εκμεταλλεύτηκαν οι εχθροί του Ερμότιμου.
Ο Πλάτωνας στον “Φαίδωνα” υποστηρίζει ότι ο δαίμονας οδηγεί την ψυχή του ανθρώπου στον Άδη:
« Η παράδοση λέει ότι τον καθένα, όταν πεθάνει, ο δαίμονάς του, που του έχει ορίσει η τύχη, όσο ζούσε, αναλαμβάνει να τον οδηγήσει σε κάποιον τόπο, όπου πρέπει όσοι συγκεντρωθούν, αφού δικαστούν, να παν στον Άδη με οδηγό εκείνον στον οποίο έχει δοθεί εντολή να συνοδεύσει τους εδώ στο δρόμο τους προς τα εκεί. Αφού τους τύχουν εκεί όσα πρέπει να τους τύχουν και μείνουν όσο χρόνο πρέπει, ένας άλλος οδηγός πάλι τους φέρνει εδώ, κι αυτό γίνεται σε πολλά και μεγάλα γυρίσματα του χρόνου.» ( Πλάτωνας, “Φαίδων”, 107d)
Στην “Πολιτεία” ο αθηναίος φιλόσοφος μας λέει ότι ο θεός δεν έχει ευθύνη για τον δαίμονα που θα διαλέξει ο κάθε θνητός. Τον δαίμονα τον αποκτά ο άνθρωπος τραβώντας λαχνό πριν έρθει στον κόσμο. Στο ακόλουθο απόσπασμα παρουσιάζει τις ψυχές λίγο πριν την ενσάρκωσή τους:
« Ολόγυρα κάθονταν , σε ίση απόσταση μεταξύ τους, τρεις άλλες γυναίκες, η καθεμιά στο θρόνο της, αυτές ήταν οι κόρες της Ανάγκης, οι Μοίρες, η Λάχεσις, η Κλωθώ, και η Άτροπος, φορούσαν λευκά φορέματα, και είχαν στέμματα στο κεφάλι και τραγουδούσαν στον σκοπό των σειρήνων, η Λάχεσις τα περασμένα, η Κλωθώ τα παρόντα και η Άτροπος τα μελλοντικά…
Αυτοί λοιπόν, μόλις έφτασαν, έπρεπε να παρουσιαστούν αμέσως στη Λάχεση. Στην αρχή ένας προφήτης τους τακτοποιούσε χωριστά τον έναν από τον άλλον, έπειτα πήρε από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και πρότυπα τρόπων ζωής, κι αφού ανέβηκε πάνω σ’ ένα ψηλό βήμα είπε:
« Αυτά τα λόγια ανήκουν στην παρθένα Λάχεση, κόρη της Ανάγκης. Ψυχές εφήμερες, αρχίζει για το θνητό γένος μια άλλη περίοδος ζωής που θα καταλήξει στον θάνατο. Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμων με κλήρο, αλλά εσείς θα διαλέξετε τον δαίμονά σας. Εκείνος που ο κλήρος του θα βγει πρώτος, ας διαλέξει πρώτος τον τρόπο ζωής του, που θα ακολουθήσει κατ’ ανάγκη. Η αρετή είναι κτήμα χωρίς ιδιοκτήτη, αλλά ανάλογα με την προτίμηση ή την περιφρόνηση που θα δείξει ο καθένας από σας θα πάρει μεγαλύτερο ή μικρότερο μερίδιο. Η ευθύνη ανήκει σ’ εκείνον που διαλέγει, ο θεός είναι ανεύθυνος.» (Πλάτωνας, Πολιτεία Ι΄, 617 c,d,e)
Έχοντας πάντα υπόψη ότι αν και θνητοί, είμαστε ουράνια πλάσματα, ο δαίμονας έχει σαν αποστολή να μας οδηγήσει και πάλι στον ουρανό:
« Όπως λοιπόν έχουμε πολλές φορές πει, συνυπάρχουν μέσα μας τρία διακριτά είδη ψυχής, το καθένα με τις δικές του κινήσεις….
Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι το κυρίαρχο είδος ψυχής, που δώρισε ο Θεός στον καθένα μας, είναι ένας δαίμων. Είναι αυτό που, όπως είπαμε, κατοικεί στην κορυφή του σώματος και μας ανυψώνει από τη Γη προς τον συγγενικό μας ουρανό, γιατί η αλήθεια είναι ότι είμαστε ουράνια πλάσματα και όχι γήινα. Στον ουρανό συνέβη η πρώτη γέννηση της ψυχής και εκεί βρίσκονται οι ρίζες μας- εκεί η θεϊκή ψυχή προσαρτά και ριζώνει το κεφάλι μας, και από εκεί ορθώνει προς τα κάτω όλο το σώμα. Αν λοιπόν κάποιος έχει αφοσιωθεί στις επιθυμίες και στις έριδες και σπαταλάει εκεί όλη την ορμή του, οι σκέψεις του γίνονται αναγκαστικά θνητές. Θα γινόταν μάλιστα εξ ολοκλήρου θνητός και ο ίδιος, αν αυτό ήταν δυνατόν∙ στην πραγματικότητα ελάχιστα απέχει από αυτό, αφού έχει αναπτύξει μόνον το θνητό μέρος του. Αν όμως έχει αφιερωθεί στην αγάπη της μάθησης και της αληθινής σοφίας και καλλιεργεί αυτήν κυρίως την πλευρά του εαυτού του, για να προσεγγίσει την αλήθεια, είναι υποχρεωμένος να σκέφτεται τα αθάνατα και τα θεία. Λίγο απέχει από την κατάκτηση της αθανασίας, όσο βέβαια η αθανασία είναι προσιτή στην ανθρώπινη φύση∙ και επειδή πάντοτε φροντίζει για τη θεϊκή ψυχή και περιποιείται τον δαίμονα που φιλοξενεί μέσα του, φθάνει και ο ίδιος σε ιδιαίτερη ευδαιμονία.» (Πλάτωνας, “Τίμαιος”, 90a,b,c)
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Πλάτωνας παρομοιάζει τον άνθρωπο με “ουράνιο φυτό”. Οι ρίζες του είναι το κεφάλι και το έδαφος, όπου φυτρώνει δεν είναι στη γη, αλλά στον ουρανό. Το σώμα δεν ορθώνεται από κάτω προς τα πάνω, αλλά από πάνω προς τα κάτω. Και αυτό γίνεται, γιατί όπως το φυτό, σαν γήινο είδος, τρέφεται από τη γη διαμέσου των ριζών του που διεισδύουν στη γη, έτσι και ο άνθρωπος, ως ουράνιο είδος, τρέφεται από τον ουρανό με πνευματική τροφή. Ο άνθρωπος μπορεί ν’ αποκτήσει πραγματικά την αθανασία διαμέσου της μάθησης και της σοφίας. Γι’ αυτό τονίζουμε πως ο βασικός στόχος της έλευσης του ανθρώπου στη γη είναι η απόκτηση της γνώσης, της λεγόμενης βιωματικής γνώσης- όχι της θεωρητικής- και η μετουσίωσή της σε σοφία. Έτσι μπορεί να θεαθεί τον κόσμο των Ιδεών, να ιδεί τα ουράνια, να νιώσει τον εντός του θεό.
Στον Τίμαιο ο Πλάτωνας μιλάει για το «εν ημίν θείον». Πολύ πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού, που μας μιλάει για τον εντός μας Θεό: «Ότι ο Θεός όντως εν υμίν εστι» ( Παύλου Α΄ επ. προς Κορινθίους, ιδ’ 25) και «ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί» ( Λουκάς, ιζ΄ 21), ο αθηναίος μύστης μιλούσε για τον εντός μας θεό. Γιατί οι μυημένοι σε όλες τις εποχές γνωρίζουν ότι το σώμα μας είναι το μέρος ενοίκησης του θείου, που κατά τον απόστολο των εθνών: «ος εστιν Χριστός εν υμίν, η ελπίς της δόξης» ( Παύλου επ. προς Κολασσαείς, α΄ 27) και γι’ αυτό ρωτάει: «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα οικεί εν υμίν;» ( Παύλου Α΄ επ. προς Κορινθίους, γ΄ 16). Η θεία καταγωγή που μας λέει ο Πλάτωνας τονίζεται κι από τον Χριστιανισμό: «αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Παύλου επ. προς Ρωμαίους, η΄ 16). Ο ίδιος ο Ιησούς ρωτάει: «ουκ έστι γεγραμμένον εν τω νόμω υμών, εγώ είπα, θεοί εστέ;» (Ιωάννης, ι΄ 34). Παρόμοιο ερώτημα απευθύνει και ο Απ. Παύλος: «ή ουκ επιγινώσκετε εαυτούς ότι Ιησούς Χριστός εν υμίν εστιν;» (Παύλου Β΄ επ. προς Κορινθίους, ιγ΄ 5)
Ο αρχαιοελληνικός δαίμονας βοηθά στην ενοίκηση του θείου μέσα μας: « άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Παύλου επ. προς Γαλάτας, δ΄ 19). Με την πλήρη εγκατάσταση, «ει δε Χριστός εν υμίν» (Παύλου επ. προς Ρωμαίους, η΄ 10), οδηγούμαστε στη θέωση, τον στόχο κάθε ψυχής που έχει μπει στον κύκλο των ενσαρκώσεων. Ο ηνίοχος που οδηγεί την ψυχή στον ουρανό είναι ο δαίμονας: «Γιατί ο σύνδεσμος είναι ριγμένος σαν χαλινάρι μέσα στο λογικό τμήμα της ψυχής και, όταν ο δαίμονας το τραβήξει προς τα πίσω, φέρνει τη λεγόμενη μεταμέλεια για τις αμαρτίες και ντροπή για τις ηδονές που είναι παράνομες και αχαλίνωτες.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 592Β)
Σε κάθε ενσάρκωση η ψυχή δεν έχει τον ίδιο δαίμονα, αλλά αλλάζει από γέννηση σε γέννηση, όπως μας λέει ο Πλούταρχος: « Γιατί το σώμα του Λύση κηδεύτηκε από τους φίλους του με όσιο τρόπο, ενώ η ψυχή του, έχοντας ήδη κριθεί, αφέθηκε να γεννηθεί και πάλι και της έλαχε να συνδεθεί με κάποιον άλλο δαίμονα. Όταν μάλιστα συνάντησα το πρωί τον Επαμεινώνδα και άκουσα τον τρόπο με τον οποίο έθαψε το Λύση, κατάλαβα ότι αυτός είχε εκπαιδευτεί καλώς από εκείνον τον άνδρα μέχρι και τα απόρρητα δόγματα και ότι είχε ως οδηγό στη ζωή του τον ίδιο δαίμονα- αν και δεν είμαι ανίκανος στο να εξάγω συμπεράσματα για τον κυβερνήτη από τον πλου. Γιατί πολλές είναι οι ατραποί της ζωής, λίγες όμως εκείνες στις οποίες οδηγούν τους ανθρώπους οι δαίμονες.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 585F- 586A)
Σταδιακά εξυψώνεται η ψυχή και από ενσάρκωση σε ενσάρκωση κατορθώνει την τελείωση, την πνευματικοποίηση, τη θέωση. Τότε δεν έχει την ανάγκη να ξαναενσαρκωθεί, αλλά πολλές φορές αναλαμβάνει το ρόλο του βοηθού άλλων ψυχών, ακολουθώντας το: «καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιωάννης, ιβ΄ 32). Αυτό αναφέρει κι ο Πλούταρχος εξετάζοντας το δαιμόνιο του Σωκράτη:
« … έτσι και το θείο συνομιλεί απ’ ευθείας με λίγους και σπάνια, ενώ στους πολλούς δίνει σημάδια, απ’ τα οποία προκύπτει η λεγόμενη μαντική τέχνη. Γιατί οι θεοί κατευθύνουν τη ζωή λίγων ανθρώπων, εκείνων δηλαδή που τυχόν θα αποφασίσουν να τους καταστήσουν άκρως μακάριους και αληθώς θείους. Ενώ οι ψυχές οι απαλλαγμένες απ’ τη γένεση και ξένοιαστες στο εξής από το σώμα, σαν να έχουν αφεθεί παντελώς ελεύθερες, είναι οι δαίμονες που επιβλέπουν τους ανθρώπους κατά τον Ησίοδο…
Έτσι κι εκείνοι που έχουν σχολάσει απ’ τους αγώνες για τη ζωή και εξ αιτίας της αρετής της ψυχής τους έγιναν δαίμονες δεν περιφρονούν παντελώς τα εδώ πράγματα, λόγους και ασχολίες, αλλά όντας ευμενείς προς εκείνους οι οποίοι γυμνάζονται για τον ίδιο μ’ αυτούς σκοπό μοιράζονται μαζί τους τη φιλοτιμία τους, τους προτρέπουν προς την αρετή και εξορμούν μαζί τους, όταν τους βλέπουν πως με τον αγώνα είναι κοντά στην προσδοκία τους και την αγγίζουν. Γιατί το δαιμόνιο δε βοηθά όποιους να ‘ναι στην τύχη.»
(Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 593D- Ε)
Οι ψυχές που έφτασαν στην τελείωση είτε θα γίνουν δαίμονες, βοηθώντας αόρατα άλλες αδελφές ψυχές στην δύσκολη πορεία τους, είτε θα ενσαρκωθούν και θα αποτελέσουν τους διδάσκαλους της ανθρωπότητας, βοηθώντας από το ορατό με νέες ιδέες, ως άγιοι φωτισμένοι στις διάφορες θρησκείες, μεγάλοι φιλόσοφοι με νέες φιλοσοφικές απόψεις, πρωτοπόροι ηγέτες κ.λ.π. Ένας τέτοιος δαίμονας κατεύθυνε και την ψυχή του Σωκράτη αποτελώντας το δαιμόνιό του. Αποτελούσε το χαλινάρι της ψυχής του, δρώντας αποτρεπτικά. Γι’ αυτό το δαιμόνιο γράφει και πάλι ο Πλούταρχος:
«Ως εκ τούτου μας ήρθε στο νου, καθώς εξετάζαμε μεταξύ μας κατ’ ιδίαν το ζήτημα, η υποψία πως το δαιμόνιο του Σωκράτη ίσως να μην ήταν όραμα αλλά αίσθηση κάποιας φωνής ή νόηση κάποιου λόγου που έφτανε ως αυτόν με κάποιο παράδοξο τρόπο, όπως ακριβώς και στη διάρκεια του ύπνου δεν υπάρχει φωνή, αλλά λαμβάνοντας κάποιες εντυπώσεις και νοήσεις λόγων οι άνθρωποι νομίζουν ότι ακούν κάποιους να μιλούν. Όμως σε ορισμένους η αντίληψη αυτού του είδους πραγματώνεται στα όνειρα, επειδή είναι πιο δεκτικοί όταν κοιμούνται, εξαιτίας της ησυχίας και της γαλήνης του σώματος. Όταν όμως είναι ξύπνιοι, μετά βίας αντιλαμβάνεται η ψυχή τους τα ανώτερα πράγματα, των πνιγμένων από το θόρυβο των παθών και το στρόβιλο των αναγκών δεν μπορούν να εισακούσουν και να προσηλώσουν το νου τους σε όσα φανερώνονται…
Αυτά τα μηνύματα που έπεφταν πάνω στο νου θα μπορούσε κανείς να τα εκλάβει όχι ως φωνή αλλά ως σκέψη κάποιου δαίμονος, η οποία δίχως φωνή ερχόταν σε επαφή με τη νόηση του Σωκράτη μόνο χάρη στο ίδιο το περιεχόμενο του μηνύματος. Γιατί η φωνή παρομοιάζεται με χτύπημα στην ψυχή, η οποία δέχεται βίαια μέσα από τα αυτιά το λόγο, όταν συνομιλούμε μεταξύ μας. Ο νους, όμως, του ανώτερου όντος οδηγεί την εκ φύσεως κατάλληλη ψυχή αγγίζοντάς την με το ίδιο το νοητό, αφού δεν έχει αυτή ανάγκη από κάποιο χτύπημα. Εκείνη, πάλι, ενδίδει στο θείο νου, καθώς εκείνος χαλαρώνει και εντείνει τις ορμές του. Οι ορμές αυτές δεν είναι πια βίαιες από τα αντιμαχόμενα πάθη, αλλά ευκίνητες και μαλακές ενδίδουν σαν ηνία.» (Πλούταρχος, “Περί του Σωκράτους Δαιμονίου”, 588C- F)
Καμία σχέση, λοιπόν, ο δαίμονας της αρχαιοελληνικής παράδοσης με τον δαίμονα της χριστιανικής παράδοσης. Οι δαίμονες των προγόνων μας βοηθούν τους ανθρώπους στη θέωσή τους, ενώ οι δαίμονες των Χριστιανών προβάλλουν εμπόδια στην προσπάθεια των ανθρώπων να φτάσουν τη θέωση.
Πηγή: http://vagiablog.blogspot.gr/!
 Περισσότερα ΕΔΩ!
Αναρτήθηκε από vagia-gr 
Read More

Social Profiles

Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email Pinterest
Flag Counter

Labels

biographies (15) Historical (96) Legend (7) My Memories (1) Poetry (4) Science (22) Sosial (12) Space (4)

Blog Archive

Popular Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

OnLine Opinions..

Click to Open Click to Open Click to Open Click to Open antinews

Αναγνώστες

BTemplates.com

Theme Download

Το DNA μας, είναι ένας ταξιδιώτης από μια παμπάλαια χώρα που ζει μέσα σε όλους μας. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, μέσω των μητέρων μας, με μια χούφτα γυναίκες που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Copyright © Seafarer97 | Powered by Blogger
Design by Lizard Themes - Published By Gooyaabi Templates | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com