Η χήρα της Εφέσου
Η ιστορία που θα διαβάσετε γράφτηκε το 100 π.Χ. απ’ τον Αριστείδη τον Μιλήσιο. Ο Αριστείδης είναι -απ’ όσο γνωρίζουμε- ο πρώτος άνθρωπος που έγραψε διηγήματα. Ως διήγημα εννοούμε μικρά κείμενα μυθοπλασίας, όχι μύθους, χωρίς ημίθεους, χωρίς Ατρείδες.
Η Μαριάνθη ήταν κορίτσι από καλή οικογένεια της Εφέσου, με τα λατινικά της και τη λύρα της. Ήταν δεκαεφτά χρονών όταν γνώρισε τον Φειδία.
Εκείνος ήταν πλούσιος απ’ τα γεννοφάσκια του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος μαρμάρου. Έφερνε στην Έφεσο τα καλύτερα μάρμαρα απ’ τις Κυκλάδες, για να χτίζουν τους ναούς και τα μέγαρα.
Όμορφος και νέος ο Φειδίας, πεντάμορφη η Μαριάνθη, ερωτευτήκανε σφόδρα. Ο γάμος τους ήταν σπουδαίο κοινωνικό γεγονός της πόλης, και παρευρέθηκαν στρατηγοί, φιλόσοφοι και ποιητές, απ’ όλη την Ιωνία, την Ελλάδα και τη Ρώμη.
Όμως η ευτυχία τους κράτησε πολύ λίγο. Πριν καλά καλά τελειώσει ο μήνας του μέλιτος ο Φειδίας αρρώστησε. Όσο και να προσπάθησαν με αφαιμάξεις και βεντούζες, με ομοιοπαθητικά του Ιπποκράτη και θυσίες στους θεούς, ο νέος ξεψύχησε μια μέρα του Απρίλη, που όπως λέει ο ποιητής είναι ο πιο σκληρός μήνας.
Τον σαβάνωσαν, τον έκλαψαν και τον έβαλαν σ’ έναν υπέργειο τάφο, λίγο έξω απ’ τα προάστια της Εφέσου.
Σαν τέλειωσε η τελετή όλοι ξεκίνησαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, θλιμμένοι σίγουρα, μα χαρούμενοι απ’ την άλλη που ήταν ακόμα ζωντανοί.
Μα η Μαριάνθη δεν μπορούσε να φύγει. Έμεινε μέσα στο τάφο, δίπλα στο πτώμα του νεαρού της συζύγου μοιρολογώντας. Οι γονείς της προσπάθησαν να την πάρουν, αλλά εκείνη δεν ήθελε. Αφού κουράστηκαν να την τραβολογούν άφησαν μια υπηρέτρια να την προσέχει κι έφυγαν κι εκείνοι.
Πέρασε η πρώτη μέρα κι η Μαριάνθη δεν σταμάτησε τις οιμωγές. Φαΐ δεν ήθελε να βάλει στο στόμα της, ούτε νερό ούτε να πλαγιάσει να ξεκουραστεί.
«Θα πεθάνω εδώ μαζί σου», φώναζε στο πτώμα.
Τη δεύτερη μέρα οι γονείς της προσπάθησαν να την πάρουν με τη βία. Αλλά βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια μαινάδα, που επιτέθηκε ακόμα και στην ίδια της τη μάνα. Και αφού την άφησαν συνέχισε να κλαίει.
Στην Έφεσο όλοι έμαθαν για την αφοσίωση και το δράμα της χήρας. Οι πεθερές έλεγαν στους γιους της πώς θα ‘θελαν να μοιαζε η νύφη τους με τη Μαριάνθη. Κι οι ανύπαντροι ονειρεύονταν να έβρισκαν κι εκείνοι μια τέτοια γυναίκα, πιστή μέχρι θανάτου.
Την τρίτη μέρα σταύρωσαν σ’ ένα χωράφι παρακείμενο στον τάφο του Φειδία τρεις αντάρτες. Ο Ρωμαίος τοποτηρητής έβαλε και εικοσιτετράωρη σκοπιά, για να μην πάνε οι συγγενείς των ληστών να κλέψουν τα πτώματα, και πουν μετά ότι αναστήθηκαν.
Το πρώτο βράδυ είχε βάρδια στους σταυρούς ένας νέος λεγεωνάριος, με καταγωγή απ’ τη Σικελία, ο Φάμπιους. Εκείνος ήταν φτωχικής καταγωγής, με άλλα δώδεκα αδέλφια στην οικογένεια. Είχε καταταγεί για να γλιτώσει απ’ το φάσμα της φτώχειας, αλλά και για να γνωρίσει τον κόσμο, που τότε οι Ρωμαίοι τον είχαν κατακτήσει ολόκληρο.
Όπως στεκόταν κάτω απ’ τους σταυρούς ο Φάμπιους άκουσε κλάματα και θρήνους. Πήγε προς το μέρος όπου ακούγονταν κι είδε φως να τρεμοπαίζει σ’ έναν μισάνοιχτο τάφο. Μπήκε μέσα και βρήκε τη Μαριάνθη να οδύρεται, ενώ η υπηρέτρια προσπαθούσε να την ηρεμήσει -μπας και καταφέρει να φύγει από κει.
Σαν είδε την Μαριάνθη ο Φάμπιους τυφλώθηκε. Η χήρα είχε σκίσει λίγο το ένδυμα της και το αριστερό της βυζί ξεπρόβαλε όλο ζωή και σφρίγγος. Και το πρόσωπο της, παρά τη θλίψη και το κλάμα, ήταν όμορφο σαν της Αφροδίτης. Άλλωστε η θλίψη των γυναικών πάντα κάνει τους άντρες να συγκινούνται, ειδικά αν συνδυάζεται μ’ ένα γυμνό στήθος.
Ο Φάμπιους έμαθε την ιστορία της χήρας απ’ την υπηρέτρια. Καθώς κι ότι είχαν τρεις μέρες να φάνε και να πιουν. Έφυγε τρέχοντας στη σκοπιά κι έφερε το φαγητό του κι ένα ασκί με κρασί μπρούσκο.
Το πρότεινε στη χήρα, μιλώντας όσο καλύτερα μπορούσε τα ελληνικά (που ήταν παγκόσμια γλώσσα εκείνα τα χρόνια).
«Σταμάτα, κυρά μου, να θρηνείς», της είπε.
«Θα θρηνώ μέχρι να πεθάνω», απάντησε η Μαριάνθη.
«Μα ο άντρας σου δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο. Θα ήθελε να ζήσεις όσα εκείνος έχασε.»
«Ο άντρας μου!» έκανε η Μαριάνθη. «Ο Φειδίας μου!»
Κι άρχισε να κλαίει ξανά και να σχίζει τα ιμάτια της.
Ο Φάμπιους έμεινε μήπως κι έβγαινε και τίποτα άλλο στη φόρα. Έπιασε την κουβέντα με την υπηρέτρια, της πρότεινε κι εκείνης να φάει και να πιει. Η υπηρέτρια, που καημό άλλο δεν είχε απ’ το να γυρίσει σπίτι και να φάει, ξεκίνησε να κατεβάζει το μπρούσκο με το παστό, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Σαν την είδε να τρώει και να πίνει, η Μαριάνθη πείνασε κι εκείνη. Πήρε δειλά και κλαίγοντας μια μπουκιά πίτα στην αρχή, μετά λίγο κρέας. Τρώγοντας ανοίγει η όρεξη. Ξεκίνησε να τρώει και να πίνει -κι ήταν σαν να έτρωγε πρώτη φορά στη ζωή της.
Σαν τη ζάλισε λιγάκι το κρασί, που ήταν νεμεώτικο κοκκινέλι, πρόσεξε καλύτερα τον Φάμπιους. Τον είδε που ήταν όμορφος και νέος, της θύμισε τον μακαρίτη τον άντρα της. Είχε και καλούς τρόπους, ευγενικός, Ρωμαίος, στρατιώτης. Είχε μαύρα μάτια κάρβουνα, σισελιάνικα, κι ωραίες μπούκλες. Κι όπως είχε βγάλει τον θώρακα για να φάει έβλεπε να διαγράφονται οι μυς.
Ήπιε λίγο ακόμα η Μαριάνθη, κι όπως ήταν άμαθη με το ποτό, μέθυσε. Πήγε λίγο πιο κοντά στον Φάμπιους, ακούμπησε στο στήθος του για να την παρηγορήσει. Ένιωσε τον χτύπο της καρδιάς της και το δυνατό του χέρι στην πλάτη της. Κι όταν εκείνος της είπε ένα ρητό του Επίκουρου για της ζωή (κάτι που έμοιαζε με You only live once, yolo), δεν βαστήθηκε και ξεκίνησε να τον φιλάει.
Ξάπλωσαν οι δυο τους δίπλα στο πτώμα του μακαρίτη κι έκαναν όσα κάνουν οι άνθρωποι και τα ζώα. (Για την υπηρέτρια ο Αριστείδης δεν αναφέρει τι έκανε, αν πήρε μέρος στην ερωτική συνεύρεση ή αν μόνο κρατούσε -κυριολεκτικά- το φανάρι.)
Σαν χόρτασαν έρωτα σηκώθηκε ο Φάμπιους και πήγε στη σκοπιά του να φέρει κι άλλο φαΐ. Κι εκεί αντιλήφθηκε έντρομος ότι κατά την απουσία του κάποιοι είχαν πάει κι είχαν κλέψει έναν σταυρωμένο.
Γύρισε στον τάφο του Φειδία συντετριμένος. Αυτή η κλοπή σήμαινε την καθαίρεση του απ’ τη λεγεώνα, την ατίμωση του. Είπε στη Μαριάνθη ότι την αγαπάει κι έβγαλε το ξίφος. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος απ’ την αυτοκτονία.
Η Μαριάνθη του έπιασε το χέρι και του είπε λάγνα: «Απ’ το να πεθάνει ένας ζωντανός προτιμώ να σταυρωθεί ένας πεθαμένος.»
Δεν χρειάστηκε να πει κάτι άλλο. Κι οι τρεις τους έπιασαν να ξεντύνουν τον σαβανωμένο. Πήραν το πτώμα του Φειδία και το σταύρωσαν στη θέση του κλεμμένου ληστή. Σφράγισαν τον τάφο για να μπει κανείς ποτέ ξανά.
Έτσι η ζωή κι ο έρωτας θριάμβευσαν. Έκαναν έρωτα μερικές φορές ακόμα, αλλά μετά χώρισαν οι δρόμοι τους. Η Μαριάνθη είχε πολλούς εραστές και πέθανε χαμογελώντας, σε βαθιά γεράματα. Ο Φάμπιους κατάφερε να γίνει εκατόνταρχος.
Όσο για την υπηρέτρια… Εκείνη διηγήθηκε αυτή την ιστορία σε μένα, στον Αριστείδη τον Μιλήσιο.
Η ιστορία που θα διαβάσετε γράφτηκε το 100 π.Χ. απ’ τον Αριστείδη τον Μιλήσιο. Ο Αριστείδης είναι -απ’ όσο γνωρίζουμε- ο πρώτος άνθρωπος που έγραψε διηγήματα. Ως διήγημα εννοούμε μικρά κείμενα μυθοπλασίας, όχι μύθους, χωρίς ημίθεους, χωρίς Ατρείδες.
Η Μαριάνθη ήταν κορίτσι από καλή οικογένεια της Εφέσου, με τα λατινικά της και τη λύρα της. Ήταν δεκαεφτά χρονών όταν γνώρισε τον Φειδία.
Εκείνος ήταν πλούσιος απ’ τα γεννοφάσκια του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος μαρμάρου. Έφερνε στην Έφεσο τα καλύτερα μάρμαρα απ’ τις Κυκλάδες, για να χτίζουν τους ναούς και τα μέγαρα.
Όμορφος και νέος ο Φειδίας, πεντάμορφη η Μαριάνθη, ερωτευτήκανε σφόδρα. Ο γάμος τους ήταν σπουδαίο κοινωνικό γεγονός της πόλης, και παρευρέθηκαν στρατηγοί, φιλόσοφοι και ποιητές, απ’ όλη την Ιωνία, την Ελλάδα και τη Ρώμη.
Όμως η ευτυχία τους κράτησε πολύ λίγο. Πριν καλά καλά τελειώσει ο μήνας του μέλιτος ο Φειδίας αρρώστησε. Όσο και να προσπάθησαν με αφαιμάξεις και βεντούζες, με ομοιοπαθητικά του Ιπποκράτη και θυσίες στους θεούς, ο νέος ξεψύχησε μια μέρα του Απρίλη, που όπως λέει ο ποιητής είναι ο πιο σκληρός μήνας.
Τον σαβάνωσαν, τον έκλαψαν και τον έβαλαν σ’ έναν υπέργειο τάφο, λίγο έξω απ’ τα προάστια της Εφέσου.
Σαν τέλειωσε η τελετή όλοι ξεκίνησαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, θλιμμένοι σίγουρα, μα χαρούμενοι απ’ την άλλη που ήταν ακόμα ζωντανοί.
Μα η Μαριάνθη δεν μπορούσε να φύγει. Έμεινε μέσα στο τάφο, δίπλα στο πτώμα του νεαρού της συζύγου μοιρολογώντας. Οι γονείς της προσπάθησαν να την πάρουν, αλλά εκείνη δεν ήθελε. Αφού κουράστηκαν να την τραβολογούν άφησαν μια υπηρέτρια να την προσέχει κι έφυγαν κι εκείνοι.
Πέρασε η πρώτη μέρα κι η Μαριάνθη δεν σταμάτησε τις οιμωγές. Φαΐ δεν ήθελε να βάλει στο στόμα της, ούτε νερό ούτε να πλαγιάσει να ξεκουραστεί.
«Θα πεθάνω εδώ μαζί σου», φώναζε στο πτώμα.
Τη δεύτερη μέρα οι γονείς της προσπάθησαν να την πάρουν με τη βία. Αλλά βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια μαινάδα, που επιτέθηκε ακόμα και στην ίδια της τη μάνα. Και αφού την άφησαν συνέχισε να κλαίει.
Στην Έφεσο όλοι έμαθαν για την αφοσίωση και το δράμα της χήρας. Οι πεθερές έλεγαν στους γιους της πώς θα ‘θελαν να μοιαζε η νύφη τους με τη Μαριάνθη. Κι οι ανύπαντροι ονειρεύονταν να έβρισκαν κι εκείνοι μια τέτοια γυναίκα, πιστή μέχρι θανάτου.
Την τρίτη μέρα σταύρωσαν σ’ ένα χωράφι παρακείμενο στον τάφο του Φειδία τρεις αντάρτες. Ο Ρωμαίος τοποτηρητής έβαλε και εικοσιτετράωρη σκοπιά, για να μην πάνε οι συγγενείς των ληστών να κλέψουν τα πτώματα, και πουν μετά ότι αναστήθηκαν.
Το πρώτο βράδυ είχε βάρδια στους σταυρούς ένας νέος λεγεωνάριος, με καταγωγή απ’ τη Σικελία, ο Φάμπιους. Εκείνος ήταν φτωχικής καταγωγής, με άλλα δώδεκα αδέλφια στην οικογένεια. Είχε καταταγεί για να γλιτώσει απ’ το φάσμα της φτώχειας, αλλά και για να γνωρίσει τον κόσμο, που τότε οι Ρωμαίοι τον είχαν κατακτήσει ολόκληρο.
Όπως στεκόταν κάτω απ’ τους σταυρούς ο Φάμπιους άκουσε κλάματα και θρήνους. Πήγε προς το μέρος όπου ακούγονταν κι είδε φως να τρεμοπαίζει σ’ έναν μισάνοιχτο τάφο. Μπήκε μέσα και βρήκε τη Μαριάνθη να οδύρεται, ενώ η υπηρέτρια προσπαθούσε να την ηρεμήσει -μπας και καταφέρει να φύγει από κει.
Σαν είδε την Μαριάνθη ο Φάμπιους τυφλώθηκε. Η χήρα είχε σκίσει λίγο το ένδυμα της και το αριστερό της βυζί ξεπρόβαλε όλο ζωή και σφρίγγος. Και το πρόσωπο της, παρά τη θλίψη και το κλάμα, ήταν όμορφο σαν της Αφροδίτης. Άλλωστε η θλίψη των γυναικών πάντα κάνει τους άντρες να συγκινούνται, ειδικά αν συνδυάζεται μ’ ένα γυμνό στήθος.
Ο Φάμπιους έμαθε την ιστορία της χήρας απ’ την υπηρέτρια. Καθώς κι ότι είχαν τρεις μέρες να φάνε και να πιουν. Έφυγε τρέχοντας στη σκοπιά κι έφερε το φαγητό του κι ένα ασκί με κρασί μπρούσκο.
Το πρότεινε στη χήρα, μιλώντας όσο καλύτερα μπορούσε τα ελληνικά (που ήταν παγκόσμια γλώσσα εκείνα τα χρόνια).
«Σταμάτα, κυρά μου, να θρηνείς», της είπε.
«Θα θρηνώ μέχρι να πεθάνω», απάντησε η Μαριάνθη.
«Μα ο άντρας σου δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο. Θα ήθελε να ζήσεις όσα εκείνος έχασε.»
«Ο άντρας μου!» έκανε η Μαριάνθη. «Ο Φειδίας μου!»
Κι άρχισε να κλαίει ξανά και να σχίζει τα ιμάτια της.
Ο Φάμπιους έμεινε μήπως κι έβγαινε και τίποτα άλλο στη φόρα. Έπιασε την κουβέντα με την υπηρέτρια, της πρότεινε κι εκείνης να φάει και να πιει. Η υπηρέτρια, που καημό άλλο δεν είχε απ’ το να γυρίσει σπίτι και να φάει, ξεκίνησε να κατεβάζει το μπρούσκο με το παστό, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Σαν την είδε να τρώει και να πίνει, η Μαριάνθη πείνασε κι εκείνη. Πήρε δειλά και κλαίγοντας μια μπουκιά πίτα στην αρχή, μετά λίγο κρέας. Τρώγοντας ανοίγει η όρεξη. Ξεκίνησε να τρώει και να πίνει -κι ήταν σαν να έτρωγε πρώτη φορά στη ζωή της.
Σαν τη ζάλισε λιγάκι το κρασί, που ήταν νεμεώτικο κοκκινέλι, πρόσεξε καλύτερα τον Φάμπιους. Τον είδε που ήταν όμορφος και νέος, της θύμισε τον μακαρίτη τον άντρα της. Είχε και καλούς τρόπους, ευγενικός, Ρωμαίος, στρατιώτης. Είχε μαύρα μάτια κάρβουνα, σισελιάνικα, κι ωραίες μπούκλες. Κι όπως είχε βγάλει τον θώρακα για να φάει έβλεπε να διαγράφονται οι μυς.
Ήπιε λίγο ακόμα η Μαριάνθη, κι όπως ήταν άμαθη με το ποτό, μέθυσε. Πήγε λίγο πιο κοντά στον Φάμπιους, ακούμπησε στο στήθος του για να την παρηγορήσει. Ένιωσε τον χτύπο της καρδιάς της και το δυνατό του χέρι στην πλάτη της. Κι όταν εκείνος της είπε ένα ρητό του Επίκουρου για της ζωή (κάτι που έμοιαζε με You only live once, yolo), δεν βαστήθηκε και ξεκίνησε να τον φιλάει.
Ξάπλωσαν οι δυο τους δίπλα στο πτώμα του μακαρίτη κι έκαναν όσα κάνουν οι άνθρωποι και τα ζώα. (Για την υπηρέτρια ο Αριστείδης δεν αναφέρει τι έκανε, αν πήρε μέρος στην ερωτική συνεύρεση ή αν μόνο κρατούσε -κυριολεκτικά- το φανάρι.)
Σαν χόρτασαν έρωτα σηκώθηκε ο Φάμπιους και πήγε στη σκοπιά του να φέρει κι άλλο φαΐ. Κι εκεί αντιλήφθηκε έντρομος ότι κατά την απουσία του κάποιοι είχαν πάει κι είχαν κλέψει έναν σταυρωμένο.
Γύρισε στον τάφο του Φειδία συντετριμένος. Αυτή η κλοπή σήμαινε την καθαίρεση του απ’ τη λεγεώνα, την ατίμωση του. Είπε στη Μαριάνθη ότι την αγαπάει κι έβγαλε το ξίφος. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος απ’ την αυτοκτονία.
Η Μαριάνθη του έπιασε το χέρι και του είπε λάγνα: «Απ’ το να πεθάνει ένας ζωντανός προτιμώ να σταυρωθεί ένας πεθαμένος.»
Δεν χρειάστηκε να πει κάτι άλλο. Κι οι τρεις τους έπιασαν να ξεντύνουν τον σαβανωμένο. Πήραν το πτώμα του Φειδία και το σταύρωσαν στη θέση του κλεμμένου ληστή. Σφράγισαν τον τάφο για να μπει κανείς ποτέ ξανά.
Έτσι η ζωή κι ο έρωτας θριάμβευσαν. Έκαναν έρωτα μερικές φορές ακόμα, αλλά μετά χώρισαν οι δρόμοι τους. Η Μαριάνθη είχε πολλούς εραστές και πέθανε χαμογελώντας, σε βαθιά γεράματα. Ο Φάμπιους κατάφερε να γίνει εκατόνταρχος.
Όσο για την υπηρέτρια… Εκείνη διηγήθηκε αυτή την ιστορία σε μένα, στον Αριστείδη τον Μιλήσιο.