Read More

Τα Κουλέντια

Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης. Το χωριό βρίσκεται σκαρφαλωμένο στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά....
Read More

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στο Νομό Λακωνίας.
Read More

Η προβλήτα της Αγίας Μαρίνας,

Η σιδηροδρομική γέφυρα (ή προβλήτα) της Αγίας Μαρίνας, αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παραθαλάσσιου χωριού και ταυτόχρονα είναι ένα πολύ σημαντικό νεότερο Βιομηχανικό μνημείο, ηλικίας 130 ετών. Εκεί μάθαινα να κολυμπώ και δέθηκα με την θάλασσα...
Read More

Βλυχάδα Ρειχιάς: Η κρυμμένη παραλία που μαγεύει τους επισκέπτες

Κάποια μέρη που βλέπουμε, ακόμα και μέσα από μερικές φωτογραφίες, μας κάνουν να θέλουμε να τα επισκεφθούμε, γιατί απλά, φαίνεται πως είναι από αυτά που λέμε κρυμμένοι παράδεισοι.
Read More

5 χιλιόμετρa από την Σούρπη, συναντάμε τον οικισμό Νήες.

Είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός, με μοναδικές γωνιές, που όσοι τις έχουν απαθανατίσει με την φωτογραφική τους μηχανή, τις παρομοιάζουν με πίνακα ζωγραφικής.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Κλεομένης Λεωνίδου ο Γ, βασιλιάς των Σπαρτιατών

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ρασσιάς Βλάσης, «Επίτομος Ιστορία των Σπαρτιατών», Αθήνα, 2003 
Smith William, «Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology», London, 1873  

(Σπάρτη, περίπου 260 – Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 219, βασιλεία 235 – 222 πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης)

Βασιλιάς της Σπάρτης από το γένος των Αγιαδών, υιός και διάδοχος του Λεωνίδου του Β, σύζυγος της Αγιάτιδος, ο μεγαλύτερος κοινωνικός επαναστάτης των αρχαίων χρόνων. Γεννήθηκε γύρω στο 260 πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης από τον βασιλιά Λεωνίδα τον Β και την Κρατησίκλεια, σε μία εποχή που η Σπάρτη είχε διαβρωθεί από ανατολίτικα ήθη, τρυφηλότητα και πλεονεξία.

Ο Κλεομένης σε ασημένιο τετράδραχμο 
Το 242 ο πατέρας του, πολιτικός αντίπαλος του μεταρρυθμιστή δεύτερου (Ευρυποντίδη) βασιλιά ’Αγιδος του Δ (βασιλεία περ. 245 – 241), εξορίστηκε από την Σπάρτη, όμως το επόμενο έτος οι Έφοροι και άλλα συντηρητικά στοιχεία συνέλαβαν και θανάτωσαν με απαγχονισμό τον οραματιστή βασιλιά. Ο νεαρός ακόμα εκείνη την εποχή Κλεομένης, υποχρεώθηκε από τον μοναδικό πλέον βασιλιά πατέρα του να νυμφευθεί την Αγιάτιδα, την όμορφη και εύπορη χήρα του εκτελεσθέντος Άγιδος.

Παρ’ όλο το μίσος της για τον δολοφόνο του συζύγου της, η Αγιάτις αγάπησε τον νεαρό υιό του, Κλεομένη, ο οποίος απέδειξε στην σχέση τους στοργή, ειλικρίνεια και ανδρισμό και της δήλωσε ότι θα αφιέρωνε την ζωή του για να την κάνει ευτυχισμένη. Όταν εδραιώθηκε η πνευματική τους σχέση, η Αγιάτις άρχισε σιγά – σιγά να μιλάει σε έκταση στον Κλεομένη για τα μεταρρυθμιστικά όνειρα του δολοφονημένου πρώτου συζύγου της, για την τότε παρακμή της πολιτικής ζωής των Σπαρτιατών και για την διαφθορά των κρατούντων, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα αυτός να υιοθετήσει πλήρως τις ιδέες του Άγιδος και να θεωρήσει τον εαυτό του προορισμένο από την μοίρα να φέρει σε πέρας το έργο που είχε αρχίσει εκείνος. 

ΒΑΣΙΛΕΙΑ

Το 235 πέθανε ο Λεωνίδας ο Β και ο Κλεομένης έγινε βασιλιάς, επαναφέροντας ωστόσο την πανάρχαια διπλή βασιλεία με δεύτερο βασιλιά τον αδελφό του Ευκλείδα. Το 229 οι πελοποννησιακές πόλεις Τεγέα, Μαντινεία, Καφυαί και Ορχομενός έγιναν σύμμαχοι της Σπάρτης (κατά τον Richard Talbert και άλλους) ή, κατ’ άλλους (Πολύβιο, William Smith, κ.ά.), κατελήφθησαν από τον στρατό του Κλεομένους (η αγριότητα με την οποία θα τιμωρηθούν αργότερα αυτές οι πόλεις από τους εχθρούς του Κλεομένους μάλλον επιβεβαιώνει την πρώτη θέση). Στα τέλη του ίδιου έτους επίσης ο Κλεομένης κατέλαβε μετά από πολιορκία και οχύρωσε το Αθήναιον, στα σύνορα Σπάρτης – Μεγαλοπόλεως, ενώ ο αρχηγός του πολιτικού οργάνου των ολιγαρχικών της Πελοποννήσου, της λεγόμενης «Αχαϊκής Συμπολιτείας», Άρατος ο Σικυώνειος προσπάθησε δίχως επιτυχία να καταλάβει την Τεγέα και τον Ορχομενό με νυκτερινές επιθέσεις. 


Το 228 ο Άρατος κατέλαβε τις Καφυές και οι Έφοροι έστειλαν τον Κλεομένη επικεφαλής 5.000 πολεμιστών να λεηλατήσει την πεδιάδα του Άργους, ο δε στρατηγός της Συμπολιτείας Αριστόμαχος δίστασε να συγκρουστεί μαζί του στο Παλλάντιον, παρ’ όλο που υπερτερούσε αριθμητικά με 20.000 πεζούς και 1.000 ιππείς στην διάθεσή του. Με υψηλό το ηθικό του στρατού του, ο Κλεομένης στράφηκε μετά από λίγο ενάντια στον Άρατο που κατευθυνόταν προς την Ηλεία για να κτυπήσει την σύμμαχο της Σπάρτης Ήλιδα και κατέστρεψε τον στρατό του στους πρόποδες του Λυκαίου όρους, στις όχθες του ομώνυμου ποταμού. Η καταστροφή των Αχαιών ήταν τέτοια, που κυκλοφόρησαν έντονες φήμες ότι είχε σκοτωθεί και ο ίδιος ο Άρατος, ωστόσο εκείνος επωφελήθηκε από αυτές και με κάποια υπολείμματα της στρατιάς του κατόρθωσε να καταλάβει αιφνιδιαστικά την Μαντινεία.   

ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΦΟΡΩΝ

Η απώλεια της Μαντινείας, αν και προσωρινή, προκάλεσε την γκρίνια των Εφόρων και των ολιγαρχικών, που άρχισαν να μεθοδεύουν το σταμάτημα του πολέμου με την Συμπολιτεία. Αντίθετα όμως από τα δικά τους σχέδια, ο Κλεομένης άρχισε να φέρνει στην Σπάρτη και να προσλαμβάνει πολλούς ομοϊδεάτες του μισθοφόρους. Αυτό προκάλεσε την εντονότατη ανησυχία των Εφόρων και των ολιγαρχικών, που άρχισαν να σκέπτονται πλέον σοβαρά ότι έπρεπε να φύγει από την μέση ο ιδιόρρυθμος εστεμμένος που ολοφάνερα απειλούσε την παντοδυναμία τους, ιδίως μετά την περαιτέρω ισχυροποίηση της θέσης του όταν το 227 κατέστρεψε για μία ακόμα φορά τον στρατό της Αχαϊκής Συμπολιτείας στα Λεύκτρα. Βλέποντας ο Κλεομένης ότι ήταν πια ώρα να επιβάλει το επαναστατικό πρόγραμμά του, έβγαλε όλον τον στρατό της πόλης σε εκστρατεία στην Αρκαδία και μετά επέστρεψε αιφνιδιαστικά μαζί με τους πιο αφοσιωμένους οπαδούς του και τους μισθοφόρους του, συνέλαβε και θανάτωσε τους 4 από τους 5 Εφόρους (ο 5ος κατέφυγε ικέτης σε Ναό), εξόρισε 80 περίπου ολιγαρχικούς και απέμεινε πλέον η μοναδική εξουσία στην Σπάρτη. 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Για να ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο την θέση του, χάρισε όλη του την ακίνητη περιουσία στην πολιτεία και προέτρεψε τους συγγενείς και τους φίλους του να πράξουν όμοια, κατήργησε επίσημα το 227 την αρχή των Εφόρων, θέσπισε το 6μελές συμβούλιο των «Πατρονόμων» και πολιτογράφησε ως Σπαρτιάτες πολίτες πολλούς περίοικους, ξένους και απελεύθερους είλωτες («υπομείονες») για να πυκνώσει τις τάξεις του στρατού του (τον οποίο όπλισε με μακρά δόρατα, όπως τα μακεδονικά) έως τον αριθμό των 4.000 πολεμιστών. Στην συνέχεια έβαλε σε εφαρμογή το επαναστατικό πρόγραμμα του Άγιδος, με την ιδεολογική υποστήριξη της συζύγου του και του στωϊκού φιλοσοόφου Σφαίρου του Βορυσθενίτη, καταργώντας τα χρέη και τις υποθήκες, προβαίνοντας σε κοινωνικοποίηση και αναδιανομή της ιδιοκτησίας γης σε 4.000 ίσα μερίδια και επαναφέροντας την «λυκούργειο αγωγή» στην εκπαίδευση των μικρών Σπαρτιατών και τα παραδοσιακά «συσσίτια», τον «μέλανα ζωμό» και το ερυθρό ένδυμα των «ομοίων» πολιτών. 

Το επαναστατικό έργο του Κλεομένους συνδυάστηκε και με στρατιωτικό. Το 226, ενώ οι σύμμαχοί του Ηλείοι έδιωχναν τους Αχαιούς από την Ακρώρεια, ο ίδιος εκστράτευσε ενάντια στην Δύμη, επικεφαλής σπαρτιατικού και συμμαχικού στρατού 20.000 ανδρών. Προσπαθώντας να υπερασπιστεί την Δύμη, ο Άρατος παρέταξε τον δικό του στρατό στο Εκατόμβαιον, όπου όμως ηττήθηκε για μία ακόμα φορά κατά κράτος. Περί το 224 οι περισσότερες πόλεις της• Πελοποννήσου είχαν περάσει με την πλευρά της Σπάρτης, δεχόμενες επιπρόσθετα τις κοινωνικές αλλαγές του Κλεομένους και ο Άρατος βρισκόταν σε τόσο απελπιστική θέση, που τελικά υποχρεώθηκε να στραφεί για βοήθεια στον έως τότε εχθρό του βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο τον Γ τον Δώσωνα, με δέλεαρ την παραχώρηση της Κορίνθου. 

Για να κρατήσει τον ενωμένο στρατό των, μέχρι πριν από λίγο εχθρών, Μακεδόνων και Αχαιών, ο Κλεομένης οχύρωσε τον Ισθμό, όμως ο υποκινημένοι από τον Άρατο Αργείοι ολιγαρχικοί στασίασαν εναντίον του και έσφαξαν την σπαρτιατική φρουρά, υποχρεώνοντάς τον να εγκαταλείψει την περιοχή για να επανακαταλάβει το Άργος, γεγονός που φυσικά επέτρεψε στον Αντίγονο Δώσωνα να εισβάλει στην Πελοπόννησο. Λίγο πριν του παραδώσουν όμως την πόλη οι στασιαστές, ο Κλεομένης δέχθηκε την επίθεση του ιππικού των Μακεδόνων, κινδύνευσε να περικυκλωθεί και εσπευσμένα υποχώρησε στην Τεγέα, όπου επιπρόσθετα πληροφορήθηκε τον θάνατο της αγαπημένης γυναίκας του.  



ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΥΝΤΡΙΒΗ

Ο Αντίγονος αποκατέστησε παντού τους ολιγαρχικούς, κήρυξε «στασιαστή» και επικήρυξε τον Κλεομένη και μέσα στο 223 κατέλαβε την Τεγέα, τον Ορχομενό και την Μαντίνεια, της οποίας ο πληθυσμός πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα από τον Άρατο. Ο απομονωμένος τώρα πια Κλεομένης, αφού απελευθέρωσε χιλιάδες είλωτες για να ενισχύσει τον στρατό του, κατέλαβε για αντιπερισπασμό και λεηλάτησε την Μεγαλόπολη. Όντας σε πολύ δυσχερή θέση, στις αρχές του επόμενου έτους στράφηκε προς βοήθεια στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο τον Γ, τον επονομαζόμενο «Ευεργέτη», ο οποίος όμως αν και ήταν δεδηλωμένος εχθρός του Δώσωνος, φοβούμενος προφανώς τις επαναστατικές ιδέες του Σπαρτιάτη βασιλιά, υποσχέθηκε βοήθεια μόνο με την συμφωνία ότι προηγουμένως θα έχει ως όμηρους τη μητέρα του Κρατησίκλεια και τα παιδιά του. Η γενναία γυναίκα ωστόσο, όταν άκουσε την .


 
Η Κρατησίκλεια αναχωρεί για την Αίγυπτο

απαίτηση του μονάρχη της Αιγύπτου, εμψύχωσε η ίδια τον υιό της και επιβιβάστηκε υπερήφανα στο αιγυπτιακό πλοίο που περίμενε στο Ταίναρο, σίγουρη ότι πρόσφερε έτσι τον εαυτό της για την σωτηρία της πατρίδα της. 

Τον Ιούλιο του 222 ο βασιλιάς των Μακεδόνων Αντίγονος Δώσων και ο στρατηγός των Αχαιών Φιλοποίμην, βάδισαν από το Άργος ενάντια στην Σπάρτη επικεφαλής 30.000 ανδρών, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και Αγριάνες, Βοιωτοί, Ηπειρώτες, Ακαρνάνες, Ιλλυριοί και Γαλάτες. Για να τους αναχαιτίσει, ο Κλεομένης κατέλαβε τα στενά της Σελλασίας επικεφαλής περίπου 10.000 ανδρών, από τους οποίους, εξ ανάγκης πλέον, οι 4.000 ήσαν μισθοφόροι. Στην φονική μάχη που ακολούθησε, ο στρατός του Κλεομένους ηττήθηκε κατά κράτος (μετά από προδοσία σύμφωνα με τον Φύλαρχο) και κατασφάχτηκε και έπεσε ο αδελφός και συμβασιλιάς του Ευκλείδας.




Η μάχη της Σελλασίας (λεπτομέρεια) από την σειρά
«Ancient Warfare»
Από τους 6.000 Λακεδαιμόνιους πολεμιστές επέζησαν μόνον 200. Μαζί με 20 περίπου ιππείς, ο νικημένος επαναστάτης επέστρεψε στην Σπάρτη, συγκέντρωσε και συμβούλεψε τους συμπολίτες του να μην αντισταθούν στους εισβολείς για ν' αποφευχθεί ο πλήρης αφανισμός της Σπάρτης από προσώπου γης και, μέσω Γυθείου, διέφυγε με τους στενούς συγγενείς και συνεργάτες του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αναζητώντας στον βασιλιά Πτολεμαίο όχι μόνο καταφύγιο αλλά και βοήθεια για συγκέντρωση ενός νέου στρατού.  

Σε λίγο οι Αντίγονος και Άρατος μπήκαν στην Σπάρτη, περνώντας επάνω από τα νεκρά κορμιά των γερόντων που είχαν παραταχθεί οπλισμένοι στην περίμετρο της πατρίδας πόλης τους, για «να πεθάνουν τουλάχιστον ελεύθεροι» και για πρώτη φορά στην Ιστορία της η Σπάρτη καταλήφθηκε από ξένο στρατό. Οι κατακτητές κατέλυσαν μία προς μία τις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένους, κατάργησαν την βασιλεία και την λυκούργεια οργάνωση «κατά κώμας», επανέφεραν την ολιγαρχία και την αρχή των Εφόρων (διορίζοντας μάλιστα στις σχετικές θέσεις αποκλειστικά μακεδονόφρονες), απαγόρευσαν κάθε «λυκούργειο» στοιχείο στην διαπαιδαγώγηση των νέων και περιόρισαν την πολιτική κυριαρχία των Σπαρτιατών έως τα σύνορα της κοιλάδας του Ευρώτα. 

ΗΡΩΪΚΟ ΤΕΛΟΣ

Στα τέλη του χειμώνα του 219 ο διεφθαρμένος Πτολεμαίος Δ ο «Φιλοπάτωρ» που είχε διαδεχθεί τον δολοφονημένο Πτολεμαίο Γ, φυλάκισε ως ύποπτους φυγής τον αυτοεξόριστο Κλεομένη, την οικογένειά του και τους λίγους συνεργάτες τους. Κρατούμενος κατ' οίκον ο Κλεομένης, κατόρθωσε ωστόσο, σε συνεργασία με τους ιερείς του Άμμωνος που απεχθάνονταν τον «Φιλοπάτορα», να οργανώσει την άνοιξη ανταρσία της φρουράς της πόλης Κανώβου και ταυτόχρονη ένοπλη δραπέτευσή του μαζί με τους 13 άνδρες συντρόφους του. Στον «Βίο» του Κλεομένους, ο Πλούταρχος περιγράφει: «όρμησαν στους δρόμους και καλούσαν τον λαό να ξεσηκωθεί για την ελευθερία του. Εκείνοι όμως, όπως φαίνεται, δεν είχαν διόλου ανδρεία, αλλά περιορίζονταν απλώς να επαινούν και να θαυμάζουν την τόλμη του Κλεομένους, κανείς όμως δεν είχε το θάρρος να τον ακολουθήσει ή να συμπαραταχθεί στον αγώνα του». 

Όντως, αφού διέλυσαν την φρουρά της πόλης και τον αρχηγό της Πτολεμαίο τον Χρυσέρμου, κάτω από τις ζητωκραυγές και τις προσευχές του φοβισμένου πλήθους, οι 14 εκείνοι Σπαρτιάτες παρέλασαν υπερήφανα με τα ξίφη στα χέρια στους κεντρικούς δρόμους της Αλεξάνδρειας, φωνάζοντας στους κατοίκους της ότι ήσαν πλέον ελεύθεροι από την τυραννική εξουσία του «Φιλοπάτορος». Όμως το δουλικό πλήθος τίποτε δεν έκανε επί μία ολόκληρη ημέρα, από το να τους ραίνει με άνθη και να ψάλλει άσματα που τους εξυμνούσαν ως... «μεσσίες». Απογοητευμένος ο Κλεομένης, προσπάθησε να επιτεθεί στις φυλακές για να αποκτήσει τουλάχιστον κάποιους ανθρώπους που θα ήθελαν να πολεμήσουν για την ελευθερία τους, αλλά ήταν πλέον αργά γιατί ό,τι είχε απομείνει από τη φρουρά της πόλης τώρα είχε παραταχθεί εμπρός από τις φυλακές. 

Στο τέλος της ημέρας, επέστρεψε και ο στρατός του Πτολεμαίου από την Κάνωβο και στο άκουσμά του, το δουλικό και φοβισμένο πλήθος των χειροκροτητών κλείστηκε πανικόβλητο στα σπίτια του. Μόνοι οι 14 Σπαρτιάτες έμειναν απέναντι σε έναν ολόκληρο στρατό και αποφάσισαν να μην επιτρέψουν να ηττηθούν ή να συλληφθούν, επιλέγοντας εκείνο που οι στωϊκοί, τους οποίους τόσο πολύ θαύμαζε ο Κλεομένης, αποκαλούσαν «εύλογον αναχώρησιν». Με ένα σήμα του βασιλιά τους, ύψωσαν όλοι τα ξίφη και μετά τα κάρφωσαν στα στήθη τους. Έτσι χάθηκε ο αγνός εκείνος εστεμμένος επαναστάτης, ο μεγαλύτερος επαναστάτης του αρχαίου κόσμου, «ο τελευταίος μεγάλος άνδρας της Σπάρτης» κατά τον William Smith, προσπαθώντας, όπως έγραψαν οι Botsford και Robinson, «να ξεσηκώσει επανάσταση στο όνομα της Ελευθερίας, μίας λέξης που οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας δεν καταλάβαιναν».  

Ο Πτολεμαίος διέταξε στην συνεχεία να σφαχτούν όλοι οι φυλακισμένοι συγγενείς των 14 Σπαρτιατών και να γδαρθεί και ανασταυρωθεί σε δημόσια θέα το νεκρό σώμα του Κλεομένους για να παραδειγματισθεί ο όχλος. Η έκθεση όμως του κακοποιημένου νεκρού σώματος έφερε αντίθετα αποτελέσματα: το φοβισμένο πλήθος προσερχόταν κατά κύματα μπροστά στον εσταυρωμένο νεκρό ήρωα και προσευχόταν αποκαλώντας τον «υιό των Θεών» (...) Αναφέρεται μάλιστα από τον Πλούταρχο, ότι ένα μεγάλο φίδι, ιερό ζώο του Θεού Οσίριδος, βρέθηκε μία αυγή κουλουριασμένο γύρω από το κεφάλι του νεκρού. Το γεγονός αυτό αύξησε την πίστη του πλήθους ότι ο Κλεομένης ήταν όντως ο... «μεσσίας» και υποχρέωσε τον «Φιλοπάτορα» να τελέσει πολυήμερους καθαρμούς στην πόλη, τα τείχη και τα ανάκτορα. 


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Ρασσιάς Βλάσης, «Επίτομος Ιστορία των Σπαρτιατών», Αθήνα, 2003 
Smith William, «Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology», London, 1873 

Ο ΚΛΕΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΕΛΛΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Η ΕΞΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΕΣΤΕΜΜΕΝΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ 

(Από το βιβλίο του Βλάση Γ. Ρασσιά «ΕΠΙΤΟΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ») 

...Σε δυσχερή θέση ο Κλεομένης το έτος 222, εστράφη προς βοήθεια στον Πτολεμαίο, ο οποίος όμως φοβούμενος τις επαναστατικές ιδέες του Σπαρτιάτου βασιλέως, υπεσχέθη βοήθεια μόνο με την συμφωνία ότι προηγουμένως θα του στείλει ο Κλεομένης ως ομήρους τη μητέρα του Κρατησίκλεια και τα παιδιά του. Η γενναία γυναίκα ωστόσο, όταν άκουσε την απαίτηση του μονάρχου της Αιγύπτου, ενεψύχωσε η ίδια τον υιό της και επεβιβάσθη υπερηφάνως στο αιγυπτιακό πλοίο που ανέμενε στο Ταίναρο, σίγουρη ότι προσέφερε έτσι τον εαυτό της για την σωτηρία της Σπάρτης. Συγκινητική περιγραφή κάνει ο Πλούταρχος, ενώ ο νεώτερος ποιητής μας Καβάφης της έχει αφιερώσει ένα γνωστό ποίημά του: 

Εν Σπάρτηι  
Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε- 
δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει 
προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος 
για εγγύησιν της συμφωνίας των ν' αποσταλεί κι αυτή 
εις Αίγυπτον και να φυλάττεται• 
λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα. 
Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει• κι όλο δίσταζε. 
Κι όλο άρχιζε να λέγει• κι όλο σταματούσε. 
Μα η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε 
(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές), 
και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί. 
Και γέλασε• κ' είπε βεβαίως πιαίνει. 
Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε νάναι 
στο γήρας της οφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη. 
Όσο για την ταπείνωσι - μα αδιαφορούσε. 
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός 
να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός• 
όθεν κ' η απαίτησίς του δεν μπορούσε 
πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν 
Επιφανή ως αυτήν• Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα. 

(Κωνσταντίνος Π. Καβάφης)  
Το θέρος του ιδίου έτους, ο βασιλεύς των Μακεδόνων Αντίγονος Δώσων και ο στρατηγός των Αχαιών Φιλοποίμην, επικεφαλής 30.000 ανδρών με ανάμεσά τους Αγριάνες, Βοιωτούς, Ηπειρώτες, Ακαρνάνες, Ιλλυριούς, ακόμη και Γαλάτες, εβάδισαν από το Άργος, εναντίον της Σπάρτης και, προς αντιμετώπισή τους, ο Κλεομένης κατέλαβε τα στενά της Σελλασίας επικεφαλής περίπου 10.000 ανδρών τους οποίους παρέταξε στους εκεί δύο λόφους Εύαν και Όλυμπο. Για να μπορέσει να παρατάξει αυτό τον σημαντικό αριθμό ανδρών απέναντι στη μεγάλη στρατιά των εισβολέων, εξ ανάγκης πλέον, αρκετοί από τους άνδρες του ήσαν μισθοφόροι (μόνον 6.000 αναφέρονται οι τακτικοί Λακεδαιμόνιοι οπλίτες και ιππείς). Η μάχη που ακολούθησε, υπήρξε σκληρή και φονική. Συμφώνως προς μία εκδοχή, ο αδελφός του Κλεομένους βασιλεύς Ευκλείδας, ηγούμενος του ενός κέρατος του σπαρτιατικού στρατού που κατείχε τον λόφο Εύαν, επέτρεψε ανοήτως στους εχθρούς του ν’ αναρριχηθούν έως την κορυφή του λόφου προτού τους κτυπήσει, με αποτέλεσμα να κατασφαγούν οι περικυκλωμένοι άνδρες του και ο ίδιος να αιχμαλωτισθεί. Παρά τον ηρωϊκό αγώνα του Κλεομένους, και το δικό του κέρας ηττήθη κατά κράτος μετά την απόπειρά του να βοηθήσει τους αποκλεισμένους άνδρες του στον απέναντι λόφο, εγκαταλείποντας  την οχυρά θέση του και επιτιθέμενος κατά του κυρίως όγκου της εχθρικής παρατάξεως, ενάντια στη Μακεδονική Φάλαγγα. Εκεί, ενώ συνεπλέκοντο οι Σπαρτιάτες  αγρίως, και σε αρκετές περιπτώσεις νικηφόρα με την φοβερή Μακεδονική Φάλαγγα, την οποία είχαν υποχρεώσει να υποχωρήσει γύρω στα πέντε στάδια, εδέχθησαν την ταυτόχρονη πλάγια σαρωτική επίθεση του πολυαρίθμου, άνω των 1.200 ανδρών, ιππικού των εισβολέων και των νικητών του λόφου Εύα στα νώτα τους, διέλυσαν τις γραμμές τους και κατεσφάγησαν. Ο Φύλαρχος πάντως, σε μία εντελώς διαφορετική εκδοχή, απέδωσε την ήττα της Σελλασίας σε προδοσία κατά του Κλεομένους. Συμφώνως προς αυτή την εκδοχή, ο Αντίγονος είχε δωροδοκήσει τον αρχηγό των ανιχνευτών του σπαρτιατικού στρατού, κάποιον Δαμοκλή ή Δαμοτέλη («ΤΟΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΡΥΠΤΕΙΑΣ ΤΕΤΑΓΜΕΝΟΝ»), που είχε δώσει λανθασμένες πληροφορίες στους δύο βασιλείς για τις πραγματικές θέσεις και αριθμούς των εχθρών, και ο Ευκλείδας περιεκυκλώθη πολύ αργότερα, ενώ ήδη δηλαδή ο Κλεομένης συνεκρούετο με τον κύριο όγκο των Μακεδόνων. 
Όταν πάντως έπεσε η νύκτα, με μόνον 200 από τους 6.000 Λακεδαιμονίους να έχουν επιζήσει, ο Κλεομένης επέστρεψε με ελαχίστους ιππείς στην Σπάρτη και συνεβούλευσε τους συμπολίτες του να μην αντισταθούν στους εισβολείς για ν’ αποφευχθεί ο πλήρης αφανισμός της Σπάρτης από προσώπου γής. Εν συνεχεία, μέσω Γυθείου, διέφυγε με τους στενούς συγγενείς και συνεργάτες του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αναζητώντας την βοήθεια του βασιλέως Πτολεμαίου του Γ, του επονομαζομένου «Ευεργέτου», ο οποίος ήταν δεδηλωμένος εχθρός του Αντιγόνου.  
Ο τελευταίος αυτός, μαζί με τον υπέρφρονα Άρατο, ο οποίος φορούσε και αυτός βασιλική πορφύρα, έφθασε μπροστά στην Σπάρτη και έστειλε κήρυκα απαιτώντας να του παραδοθεί η πόλη άνευ όρων. Κανείς ωστόσο στην ατείχιστη Σπάρτη δεν ετόλμα να κάνει την ταπεινωτική παράδοση. Κάποιοι ελάχιστοι πολεμιστές μάλιστα, πολλοί εκ των οποίων νεαρά παιδιά και υπέργηροι, εξήλθαν με το δόρυ στο χέρι και εστάθησαν σε παράταξη στην περίμετρο της πόλεως, για μίαν ακόμη φορά, όπως και επί Αγησιλάου και Αρχιδάμου, αυτή την φορά όμως, όχι για να πολεμήσουν αλλά για να πεθάνουν ελεύθεροι. Η Σπάρτη θα πέθαινε ορθή, δίχως την ταπείνωση μίας παραδόσεως. Όντως, οι Μακεδόνες έκαμαν την επίθεσή τους και οι τελευταίοι υπερασπιστές της Σπάρτης έπεσαν στην θέση τους, πιστοί στο ότι μόνον επάνω από νεκρούς Σπαρτιάτες περνά ο εχθρός. Η πόλη, για πρώτη φορά στην Ιστορία της, κατελήφθη από ξένο στρατό.  
Ωστόσο ο νικητής Αντίγονος Δώσων, που έπασχε από φυματίωση, έπαθε κρίση με αιμόπτυση αμέσως μόλις εισήλθε στη Σπάρτη και, φοβούμενος μήπως προκαλεί τους επιχωρίους Θεούς, απέφυγε να προβεί σε βιαιότητες. Αντιθέτως μάλιστα, οργάνωσε εξευμενιστικές και ευχαριστήριες θυσίες στους Ναούς της Σπάρτης σε συνεργασία με τους ολίγους μακεδονόφρονες της πόλεως και απεχώρησε αυθημερόν, επειδή οι Ιλλυριοί είχαν εισβάλει στη Μακεδονία, αφού προηγουμένως είχε εγκαταστήσει ισχυρή φρουρά υπό τον Βοιωτό Βραχύλη. Ο Βραχύλης, εξουσιοδοτημένος υπό του Αντιγόνου, κατέλυσε μία προς μία τις μεταρρυθμίσεις του Κλεομένους, κατήργησε την Βασιλεία και την λυκούργειο  οργάνωση «κατά κώμας», επανέφερε την Ολιγαρχία και την αρχή των Εφόρων διορίζοντας μάλιστα στις σχετικές θέσεις αποκλειστικώς μακεδονόφρονες. Απηγόρευσε ακόμη κάθε «λυκούργειο» στοιχείο στην διαπαιδαγώγηση των νέων και περιόρισε την πολιτική κυριαρχία των Σπαρτιατών έως τα σύνορα της κοιλάδος τους.  
Επί τρία σχεδόν έτη (222 – 220), στην Σπάρτη επεκράτησε μία σκληρή Μακεδονοκρατία, καθώς με την απώλεια του Κλεομένους κατ’ ουσίαν εχάθη κάθε έννοια ελευθερίας στην Λακωνική κοιλάδα. Όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, ο Κλεομένης θα χάσει την ζωή του το έτος 219 στην Αίγυπτο, προσπαθώντας όπως γράφουν οι Botsford και Robinson, «να ξεσηκώσει επανάσταση στο όνομα της Ελευθερίας, μίας λέξεως που οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας δεν καταλάβαιναν». Στην πόλη της Σπάρτης, επικρατούσαν πλέον οι προδότες μακεδονόφρονες, οι οποίοι, με πρώτο όπλο τους την σκληρή αρχή των Εφόρων και κεντρικό πολιτικό σύνθημά τους το «ΠΕΙΘΑΡΧΕΙΝ ΤΟΙΣ ΠΡΟΕΣΤΩΣΙ», υπεδαύλιζαν επιμελώς την διχόνοια, την αθλιότητα και την ηττοπάθεια στους ταπεινωμένους Σπαρτιάτες. Η Σπάρτη θα μείνει έτσι επί τρία ολόκληρα έτη, δίχως βασιλείς ή άλλους αντιστασιακούς άνδρες, για να μπορούν να ασυδοτούν ανενόχλητοι οι Έφοροι και οι λοιποί αρχομανείς ολιγαρχικοί.  
Το έτος 220 πάντως, με τον λαό της Σπάρτης να έχει σταδιακά αποκτήσει μία κάποια αυτοπεποίθηση και ήδη να κυκλοφορούν φήμες ότι επρόκειτο να επιστρέψει ο βασιλεύς τους, άρχισε να επικρατεί μεγάλη πολιτική αναστάτωση, κυρίως ανάμεσα στους νέους, με κεντρικό αίτημα το «ΙΣΟΝ ΜΕΤΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ» με αποκορύφωμα την οργάνωση κατά την διάρκεια μίας θυσίας στο Ναό της Θεάς Αθηνάς Χαλκιοίκου της αιφνιδιαστικής σφαγής, υπό νεαρών οπλιτών που συμμετείχαν στην θυσιαστική πομπή όλων των προδοτών Εφόρων της θητείας 221 / 220 και των περί τον μακεδονόφρονα Γυρίδα γερουσιαστών, οι οποίοι πριν από λίγο είχαν εκδιώξει τον απεσταλμένο των Αιτωλών Μαχατά που είχε προτείνει δράση κατά των Αχαιών. Οι εκλεγέντες υπό των δημοκρατών αντικαταστάτες Έφοροι για τους μήνες της θητείας που απέμεναν, προς ικανοποίηση του λαϊκού συναισθήματος «ΑΠΕΧΘΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΝ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ», επέλεξαν, όπως ήταν αναμενόμενο, μία αντιμακεδονική στο εξής πολιτική και, αποδεχόμενοι εν τέλει την πρόσκληση των Αιτωλών, συνετάχθησαν με τους τελευταίους στον πόλεμο μεταξύ Αιτωλών και Αχαιών (220 - 217). 
Το επόμενο έτος (219), ο διαδεχθείς τον δολοφονηθέντα Πτολεμαίο Γ, Πτολεμαίος Δ ο επονομαζόμενος «Φιλοπάτωρ», ενεχόμενος αμέσως στην δολοφονία, έκφυλος και άβουλος, εφυλάκισε ως ύποπτο φυγής τον αυτοεξόριστο βασιλέα Κλεομένη, την οικογένειά του και τους λίγους συνεργάτες τους (ανάμεσά τους και τον στενό συνεργάτη του Παντέα, με τη νεαρή σύζυγό του που τον είχε ακολουθήσει στην Αίγυπτο παρά την θέληση των γονέων της),  με αφορμή παλαιότερες διαβολές των Εφόρων που είχαν δράσει σε συνεργασία με τον σύμβουλο του μονάρχου Σωσίβιο. Κρατούμενος κατ’ οίκον ο Κλεομένης, κατόρθωσε ωστόσο, σε συνεργασία με τους ιερείς του Άμμωνος που απεχθάνονταν τον εναγή πατροκτόνο, να οργανώσει την άνοιξη του έτους αυτού ανταρσία της φρουράς της πόλεως Κανώβου, καθώς και την ταυτόχρονη ένοπλη δραπέτευσή του μαζί με τους 13 άνδρες συντρόφους του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κουτσός Ιππότας. Εδώ, αφού υπενθυμίσω το γραφέν από τους Botsford και Robinson, ότι ο Κλεομένης προσεπάθησε στην Αλεξάνδρεια «να ξεσηκώσει επανάσταση στο όνομα της Ελευθερίας, μίας λέξεως που οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας δεν καταλάβαιναν», θα παραθέσω την περιγραφή του Πλουτάρχου, στο 37 του «Βίου» του Κλεομένους. Περιγράφοντας λοιπόν, αυτή την έσχατη απόπειρα του γενναίου εκείνου βασιλέως να τιμήσει την ελευθεροπρέπεια που, ως Σπαρτιάτης, είχε διδαχθεί ότι αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του πραγματικού Ανθρώπου, γράφει: «όρμησαν στους δρόμους και καλούσαν τον λαό να ξεσηκωθεί για την ελευθερία του. Εκείνοι όμως, όπως φαίνεται, δεν είχαν διόλου ανδρεία, αλλά περιορίζοντο απλώς να επαινούν και να θαυμάζουν την τόλμη του Κλεομένους, κανείς όμως δεν είχε το θάρρος να τον ακολουθήσει ή να συμπαραταχθεί στον αγώνα του». 
Αφού εξόντωσαν λοιπόν την φρουρά της πόλεως και τον αρχηγό της Πτολεμαίο τον Χρυσέρμου, κάτω από τις ζητωκραυγές και τις προσευχές του φοβισμένου πλήθους, οι 14 εκείνοι Σπαρτιάτες παρήλασαν υπερηφάνως με τα ξίφη στα χέρια στους κεντρικούς δρόμους της Αλεξανδρείας, φωνάζοντας στους Αλεξανδρινούς ότι είναι πλέον ελεύθεροι από την τυραννική εξουσία των Πτολεμαίων. Όμως το δουλικό πλήθος τίποτε δεν έκανε επί μία ολόκληρη ημέρα, από το να τους ραίνει με άνθη και να ψάλλει άσματα που τους εχαιρέτιζαν σαν... «μεσσίες». Αφού έχασε τον χρόνο του με αυτούς τους άθλιους ανθρώπους, ο Κλεομένης προσεπάθησε να επιτεθεί στις φυλακές για να αποκτήσει τουλάχιστον κάποιους ανθρώπους που θα ήθελαν να πολεμήσουν για την ελευθερία τους, αλλά ήταν πλέον αργά γιατί ό,τι είχε απομείνει από τη φρουρά της πόλεως τώρα είχε παραταχθεί εμπρός από τις φυλακές.   
Στο τέλος της ημέρας, επέστρεψε και ο στρατός του Πτολεμαίου από την Κάνωβο και στο άκουσμά του, το δουλικό και φοβισμένο πλήθος των χειροκροτητών εισήλθε πανικόβλητο στα σπίτια του. Μόνοι οι 14 Σπαρτιάτες έμειναν απέναντι σε έναν ολόκληρο στρατό και αποφάσισαν να μην επιτρέψουν να ηττηθούν ή να συλληφθούν, επιλέγοντας εκείνο που οι Στωϊκοί, τους οποίους τόσο εθαύμαζε ο Κλεομένης, απεκάλουν «εύλογον αναχώρησιν». Με ένα σήμα του βασιλέως τους, ύψωσαν όλοι τα ξίφη και μετά τα κάρφωσαν στα στήθη τους. Τελευταίος αυτοκτόνησε ο Παντέας, που εθεωρείτο ο πλέον θαρραλέος, και προτού «αποχωρήσει» και αυτός έπρεπε να σιγουρευθεί ότι ήσαν νεκροί όλοι οι σύντροφοί του. Με συγκινητικό τρόπο ο Πλούταρχος μας περιγράφει το πώς εξεψύχησε ο μεγάλος εκείνος πολεμιστής επάνω στο κορμί του νεκρού βασιλέως του. Ο θρασύδειλος Σωσίβιος διέταξε εν συνεχεία την σφαγή των φυλακισμένων συγγενών των 14 Σπαρτιατών και την ανασταύρωση του νεκρού σώματος του Κλεομένους σε δημόσια θέα για να παραδειγματισθεί ο όχλος. Οι Σπαρτιάτισσες αντιμετώπισαν με εξαιρετική γενναιότητα και αξιοπρέπεια τον δήμιο, ιδίως η νεαρή σύζυγος του Παντέα της οποίας, δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί ούτε τ’ όνομά της. Ο Πλούταρχος θα γράψει σχετικά, ότι «η Σπάρτη, σε αυτά τα τελευταία της χρόνια, ηγωνίσθη και με το γυναικείο δράμα ισάξια με το ανδρικό και απέδειξε ότι η Αρετή δεν μπορεί να εξευτελισθεί με την τύχη».  
Η ανασταύρωση του νεκρού σώματος του Κλεομένους, έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που ήθελε ο Σωσίβιος, μολονότι μακρινά και ξένα προς τα ήθη των Ελλήνων. Το φοβισμένο πλήθος προσήρχετο κατά κύματα εμπρός στον εσταυρωμένο νεκρό ήρωα και επροσεύχοντο αποκαλώντας τον «υιό των Θεών» (...), πράγμα που υπεχρέωσε τον Σωσίβιο να βάλει φρουρά γύρω από τον νεκρό. Αναφέρεται μάλιστα από τον Πλούταρχο, ότι ένα μεγάλο φίδι, ιερό ζώο του Θεού Οσίριδος, ευρέθη μία αυγή κουλουριασμένο γύρω από το κεφάλι του νεκρού. Το γεγονός αυτό αύξησε την πίστη του πλήθους ότι ο Κλεομένης ήταν όντως ο... «μεσσίας» και υπεχρέωσε τους Πτολεμαίους να κάνουν πολυήμερους καθαρμούς στην πόλη, τα τείχη και τα ανάκτορα. 
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην μακρινή Αίγυπτο, στην Σπάρτη, οι Έφοροι της περιόδου 220 / 219 που είχαν ξαναρχίσει να ερωτοτροπούν με τα ολιγαρχικά στοιχεία, εσφάγησαν και αυτοί, ενώ οι αντικαταστάτες τους εψήφισαν την επαναφορά της παραδοσιακής διπλής Βασιλείας... 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ρασσιάς Βλάσης, «Επίτομος Ιστορία των Σπαρτιατών», Αθήνα, 2003 
Smith William, «Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology», London, 1873  

Read More

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Η ανάπτυξη της πόλης και οι διαδρομές των ρεμάτων στην Αθήνα


“… οι Έλληνες απέφευγαν να χαράξουν δρόμους, σε κάθε περίπτωση που το νερό είχε την καλοσύνη να αναλάβει αυτό το έργο. Σε τούτη τη χώρα,όπου ο άνθρωπος ελάχιστα αντιτίθεται στη δουλειά που κάνει η φύση, οι χείμαρροι είναι δρόμοι βασιλικοί, τα ρυάκια δρόμοι επαρχιακοί και τα χαντάκια δρόμοι κοινοτικοί. Οι καταιγίδες έχουν αναλάβει το έργο των μηχανικών που κατασκευάζουν γέφυρες κ’ η βροχή συντηρεί, χωρίς έλεγχο, τους δρόμους μεγάλης και μικρής κυκλοφορίας”
(Ε. Αμπού, 1968, Ο βασιλεύς των ορέων, Αθήνα: Γαλαξίας, μτφ. Α.
Φραγκιά, γαλλική έκδοση 1853)
Το νερό υπήρξε ιστορικά μια καθοριστική παράμετρος για τη χωροθέτηση οικισμών στην Αττική. Η ευνοϊκή μορφολογία του εδάφους και σημαντικές φυσικές πηγές συνέβαλαν στο σχηματισμό ενός μεγάλου αριθμού ρεμάτων, από τα οποία σήμερα δεν μπορούν να εντοπιστούν περισσότερα από το 10% (περίπου 70 από τα 700). Το εύφορο έδαφος κοντά στα ρέματα προσέλκυσε ανθρώπινους οικισμούς από την αρχαιότητα. Κατά την αρχαιότητα τα ρέματα και τα ποτάμια εθεωρούντο ιεροί χώροι και πολλά ιερά έχουν βρεθεί κατά μήκος των διαδρομών τους. Ήταν περιοχές για ειρηνικούς περιπάτους και αναψυχή. Μάλιστα ο Πλάτωνας αναφέρεται στην ομορφιά του τοπίου του Ιλισσού, όπου ο Σωκράτης έκανε φιλοσοφικές συζητήσεις με τους μαθητές του.
Μέχρι περίπου το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι όχθες των ρεμάτων και των ποταμών διατηρούσαν το χαρακτήρα τους ως “φύση” και ως χώροι αναψυχής για τους κατοίκους της πόλης. Το τοπίο της Αττικής δεν είχε σημαντικά αλλοιωθεί και ένα πυκνό δίκτυο ρεμάτων αποτελούσε σημαντικό χαρακτηριστικό του. Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και, ειδικότερα, με την επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας, το πρόσωπο της Αττικής μεταβλήθηκε ταχύτατα, τόσο που σήμερα δεν αναγνωρίζεται και οι διαδρομές των ρεμάτων δεν διακρίνονται, ούτε βέβαια μπορούν να τις ακολουθήσουν οι φυσιολάτρες περιπατητές.
Η κερδοσκοπία στη γη και η εξαφάνιση των ρεμάτων
Τρεις χρονικές τομές στην ιστορία της Αθήνας είναι σημαντικές για να κατανοήσει κανείς, αφ’ ενός τις διαδικασίες ανάπτυξης της πόλης και αφ’ ετέρου την τύχη των ρεμάτων ως τμήματος της φύσης μέσα στην πόλη: η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ανεξάρτητου κράτους το 1834. η εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία μετά το 1922. και η μεταπολεμική ανοικοδόμηση.
Η νέα πρωτεύουσα
Την εποχή που ιδρύθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος το 1830, Η Αθήνα ήταν ένας μικρός οικισμός 9.000 κατοίκων, οι περισσότεροι από τους οποίους την είχαν εγκαταλείψει στην διάρκεια του πολέμου και άρχιζαν τότε να επιστρέφουν στις εστίες τους. Όμως η Αθήνα έπαιζε ένα σημαντικό ιδεολογικό ρόλο ως λίκνο της δημοκρατίας και ως σύμβολο ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος έπρεπε με κάθε μέσο να αποσυνδεθεί από την οθωμανική παράδοση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα ήταν η κατ’ εξοχήν θέση για την πρωτεύουσα του νέου κράτους (Ο Τσιώμης λέει πως, ακόμη κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να επινοηθεί).
Στη σύντομη περίοδο ανάμεσα στο 1830 και το 1831, η γη στην Αττική άλλαξε χέρια, από τις οθωμανικές ιδιωτικές και δημόσιες ιδιοκτησίες στους Έλληνες της διασποράς. Το κράτος την εποχή εκείνη, μη διαθέτοντας τα οικονομικά μέσα και τα θεσμικά εργαλεία, έχασε μια μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει τον έλεγχο της γης και της μελλοντικής αστικής ανάπτυξης (∆ρίκος, 1994). Όταν έγινε γνωστό ότι η Αθήνα είχε επιλεγεί ως πρωτεύουσα, οι αγοραπωλησίες πολλαπλασιάστηκαν. Ενώ συντάσσονταν σχέδια για τη νέα πρωτεύουσα, η ζήτηση αστικών οικοπέδων αυξήθηκε δραματικά και οι ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων άρχισαν να τις υποδιαιρούν σε μικρά οικόπεδα και να τις πουλούν στην αγορά γης (Μπίρης, 1966).
Ήδη από αυτή την περίοδο διαμορφώνεται το κύριο χαρακτηριστικό της αστικής γαιοκτησίας στην Ελλάδα, δηλαδή η κατάτμησή της σε πολύ μικρά οικόπεδα. Η ιδιοκτησία γης θεωρείται ως η μόνη υγιής βάση για την εθνική οικονομική ανάπτυξη και περνάει ένας μεγάλος αριθμός νόμων για την προώθηση και την προστασία της. Η ελπίδα ήταν ότι μια ευάριθμη “τάξη” μικροϊδιοκτητών θα υποστήριζε το θρόνο και την κρατική εξουσία (Πετρόπουλος, Κουμαριανού, 1977). Μέσα από την πρόσβαση στην ιδιοκτησία γης μεγάλες ομάδες του πληθυσμού απέφυγαν την περιθωριοποίηση και διαμόρφωσαν στρατηγικές επιβίωσης γύρω από την ιδιοκατοίκηση και την εκμετάλλευση της γης.
Όλος ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την παραγωγή σχεδίων για τη νέα πρωτεύουσα. Υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία γύρω από τις αρχές και τα χαρακτηριστικά των σχεδίων, όπως και για το ρόλο τους στο πλαίσιο της ιδεολογίας εκσυγχρονισμού που ήταν κυρίαρχη (δες, ανάμεσα σε πολλά, Αθήνα Ευρωπαϊκή Υπόθεση, 1985, Μπίρης, 1966, Μαντουβάλου, 1989). Όμως, την ίδια περίοδο, ο ρυθμός και οι κατευθύνσεις ανάπτυξης της πόλης καθορίστηκαν από συγκυριακές (ad hoc) επεκτάσεις του αστικού χώρου, μέσα από τις κατατμήσεις μεγάλων ιδιοκτησιών και την αυθαίρετη δόμηση στην περιφέρεια.
Η γεωμετρία του νεοκλασσικού αστικού σχεδιασμού σε μεγάλο βαθμό αγνοούσε το δίκτυο των ρεμάτων πάνω στο οποίο τοποθετούνταν τα σχέδια. Όσο για τις επεκτάσεις που προέκυπταν από τις αγοραπωλησίες γης, αυτές δεν εμποδίστηκαν καθόλου από τα ρέματα. Κατατμήθηκαν και αυτά και συχνά οικοδομήθηκαν.
Εκτός από τις ατομικές πρωτοβουλίες επίλυσης των επειγόντων προβλημάτων στέγης ενός πληθυσμού που αυξανόταν με ταχείς ρυθμούς, δύο ακόμη ζητήματα σχετίζονται με την τύχη των ρεμάτων:
(α) η ανάγκη κατασκευής ενός δικτύου συγκοινωνιών και επικοινωνίας που θα συνέβαλε στην αποτελεσματική λειτουργία της αστικής οικονομίας, και
(β) το πρόβλημα της ύδρευσης και, πολύ περισσότερο, της αποχέτευσης ομβρίων και λυμάτων, τα οποία συνδέονταν με τη δημόσια υγεία.
Το 1896 ο πληθυσμός της Αθήνας είχε φτάσει τις 176.000, οι επιδημίες ήταν συχνό φαινόμενο, ενώ εκείνη τη χρονιά πνίγηκαν 17 άτομα σε πλημμύρα (Αθήνα Ευρωπαϊκή Υπόθεση, 1985, Leontidou, 1981). Οι διαδρομές πολλών ρεμάτων ενσωματώθηκαν στο οδικό δίκτυο, ορισμένες έμειναν ανοιχτές και οι κοίτες χρησιμοποιήθηκαν ως προνομιακός χώρος για την εγκατάσταση δικτύων. Μια λεπτομερής μελέτη των χαρτών από διαφορετικές χρονολογίες δείχνει τη σταδιακή εξαφάνιση των ρεμάτων.

Η άφιξη των προσφύγων
Το 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάννης, έλαβε χώρα μια άνευ προηγουμένου αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών. 1,3 εκατομμύρια πρόσφυγες ελληνικής καταγωγής ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια (πληθυσμός της Ελλάδας το 1920: 5,5 εκ). Η πλειοψηφία των προσφύγων προερχόταν από αστικές περιοχές και επεδίωκε να εγκατασταθεί σε μεγάλες πόλεις, κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, παρά την προτεραιότητα που έδινε το κράτος στην αγροτική αποκατάσταση στη Βόρεια Ελλάδα (Γκιζελή, 1984). Ο πληθυσμός της Αθήνας σχεδόν διπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1920 και το 1928 – μια ένδειξη των κολοσσιαίων προβλημάτων, όχι μόνο κατοικίας, αλλά και οικονομικής και κοινωνικής ένταξης των προσφύγων.
Για την αποκατάσταση των προσφύγων, το ελληνικό κράτος αναζήτησε βοήθεια από τη διεθνή κοινότητα. Με τη συμβολή της Κοινωνίας των Εθνών, συστάθηκε το 1924 η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), για να διαχειριστεί την εγκατάσταση των προσφύγων στη χώρα. Η πολιτική στην Αθήνα ήταν να κατασκευαστούν προσφυγικοί συνοικισμοί σε απόσταση από την τότε πόλη και όχι μέσα σ’ αυτήν. Η πολιτική χωροθέτησης της ΕΑΠ καθόρισαν τις κατευθύνσεις αστικής επέκτασης στην Αθήνα για πολλές δεκαετίες. Αλλά ο όγκος και ο ρυθμός της επέκτασης της πόλης ήταν έξω από τον έλεγχο της ΕΑΠ και του κράτους (Leontidou, 1990).
Οι πρόσφυγες υπήρξαν σημαντική δύναμη για την οικονομία και συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου στην πρωτεύουσα, όσο και στη χώρα στο σύνολό της. Οι αναπτυσσόμενες οικονομικές δραστηριότητες στη δεκαετία 1920 και τα δημόσια έργα για την ύδρευση, τον εξηλεκτρισμό και τις συγκοινωνίες προσέλκυσαν όχι μόνο πρόσφυγες αλλά και εσωτερικούς μετανάστες, των οποίων το πρόβλημα στέγης δεν ήταν λιγότερο οξύ. Αυτη ήταν μια περίοδος ακμής της κερδοσκοπίας πάνω στη γη, τόσο στα ανώτερα όσο και στα κατώτερα στρώματα. Τότε συγκεκριμενοποιήθηκαν οι διαδικασίες και το θεσμικό πλαίσιο που σημάδεψαν την ανάπτυξη της Αθήνας και οδήγησαν σε όλο και μεγαλύτερη κατάτμηση και εκμετάλλευση της αστικής ιδιοκτησίας. Η αυθαίρετη εκτός σχεδίου δόμηση, δηλαδή η νόμιμη ιδιοκτησία αλλά παράνομη χρήση “αγροτεμαχίων” για την ανοικοδόμηση κατοικιών, γενικεύθηκε ως διαδικασία απόκτησης κατοικίας από την εργατική τάξη και τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Οι διαδοχικές νομιμοποιήσεις, δηλαδή “εντάξεις στο σχέδιο” των αυθαιρέτων, έγιναν η κατ’ εξοχήν διαδικασία αστικής επέκτασης (Μαυρίδου, 1987). Σ’ αυτή την περίοδο έντονης αστικής ανάπτυξης, η προστασία της φύσης, συμπεριλαμβανομένων και των ρεμάτων, δεν αποτελούσε ζήτημα. Στις περιοχές αυθαιρέτων, όπου έλλειπε στοιχειώδης εξοπλισμός και υποδομές, και στους προσφυγικούς συνοικισμούς, τα ρέματα είτε έμειναν ανοιχτά είτε χτίστηκαν. Σε σπανιες περιπτώσεις, κυρίως στη “νόμιμη πόλη”, τα ρέματα καλύφθηκαν αφού έγιναν οι κατάλληλες προβλέψεις για την απορροή των ομβρίων και την αποχέτευση των λυμμάτων.
Η μεταπολεμική ανοικοδόμηση
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, η αστικοποίηση στην Αθήνα ξαναβρήκε τους προπολεμικούς ρυθμούς της, με την αυθαίρετη δόμηση και τις διαδοχικές νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων στην εκάστοτε περιφέρεια της πόλης. Μόλις ένα οικόπεδο εντάσσεται στο σχέδιο, αποκτάει δυνατότητα μεγαλύτερης εκμετάλλευσης (μέσω του σδ) και πολυκατοικίες γρήγορα αντικαθιστούν τις μονοκατοικίες. Ερευνητές υπολογίζουν ότι περίπου 500.000 άτομα στεγάστηκαν με τέτοιες διαδικασίες στην περίοδο 1945/8-1970 (Mantouvalou, 1980, Leontidou, 1990). Σ’ αυτή την πορεία δεν εξαιρέθηκαν τα ρέματα. Ο όγκος και η ένταση της αστικής ανάπτυξης τα “κατάπιε” εντελώς ή τα άφησε ως υπόλοιπο, όπου συχνά εναποτίθενται σκουπίδια και απόβλητα.
Οι ανθυγιεινές και δυσάρεστες συνθήκες που προέκυψαν από τέτοιες πρακτικές νομιμοποίησαν μια στάση απέναντι στα ρέματα ως εστίες βρωμιάς, ως ένα δυσμενές χαρακτηριστικό του αστικού περιβάλλοντος που έπρεπε να καλυφθεί και να εξαφανιστεί. Η οικοδόμηση πάνω στα ρέματα ή η παρεμβολή εμποδίων στη διαδρομή τους, χωρίς κατάλληλες διευθετήσεις για το νερό, προκάλεσε πολλές καταστροφές και απομάκρυνε ακόμη περισσότερο τις απόψεις των υπηρεσιών και των κατοίκων από μια αντίληψη των ρεμάτων ως τμήματος της φύσης μέσα στην πόλη. Η διευθέτηση και κάλυψη των ρεμάτων ταυτίστηκε με τον εκσυγχρονισμό και την εξυγείανση και οδήγησε στη θεώρηση των ρεμάτων ως αντικείμενο δημοσίων έργων – μια προσέγγιση που, ακόμη και σήμερα, είναι κυρίαρχη (δες, μεταξύ άλλων, ΤΕΕ-Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, 1994, Υπουργείο Συντονισμού, 1980, Βουζαράς κ.ά., 1994)

Αναπαράσταση του Ιλισού κατά το 1896 (http://envifriends.blogspot.gr)
Τα ρέματα σήμερα
Ως αποτέλεσμα των διαδοχικών φάσεων έντονης αστικοποίησης, πολύ μικρό μέρος από το κάποτε πυκνό δίκτυο ποταμών και ρεμάτων μπορεί ακόμη να εντοπιστεί. Οχι πια ένα δίκτυο, αλλά μάλλον κομμάτια του είναι ακόμη ορατά μέσα στον αστικό χώρο, απομακρυσμένα το ένα από το άλλο. Αλλα κομμάτια μπορεί να τα διακρίνει κανείς κάτω από τους πιο φαρδείς δρόμους, ιδιαίτερα αυτούς που έχουν νησίδα στη μέσα – μια αλάθητη ένδειξη καλυμμένου ρέματος. Είναι όμως πολύ δύσκολο να εντοπιστούν πλήρως οι διαδρομές των ρεμάτων, αφού σε μεγάλο μέρος του μήκους τους εχουν καλυφθεί απόκτίρια ή έχουν διευθετηθεί και αποτελούν μέρος του αποχετευτικού δικτύου (κάτω από την επιφάνεια του εδάφους) ή μέρος του οδικού δικτύου (στο επίπεδο του εδάφους.
Πολλές βιομηχανίες και βιοτεχνίες έχουν συστηματικά χρησιμοποιήσει τα ρέματα και τα ποτάμια για τη διάθεση των αποβλήτων τους από το μεσοπόλεμο. Ο Κηφισσός είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ, μια και διασχίζει μια από τις σημαντικότερες βιομηχανικές συγκεντρώσεις στην Αθήνα. Αλλά όλα τα διευθετημένα και καλυμμένα ρέματα είναι μέρος του αποχετευτικού δικτύου για τα αστικά και τα βιομηχανικά απόβλητα. Ετσι, η λειτουργία τους ως φυσικών χώρων έχει καταργηθεί.
Στον πυκνοχτισμένο ιστό της πόλης, όπου η αύξηση της κυκλοφορίας αυτοκινήτων δεν είχε προβλεφθεί, τα ρέματα που παραμένουν ανοιχτά και αδόμητα δέχονται “επιθέσεις” από τους κυκλοφοριολόγους: είναι σπάνιοι γραμμικοί άξονες με ικανό πλάτος και πολλά υποσχόμενοι ως αρτηρίες. Με αυτή τη λογική, μπορεί κανείς να εντοπίσει διαφόρων τύπων διευθετήσεις, από συνολική κάλυψη και απόδοση στην κυκλοφορία, μέχρι διευθέτηση της κοίτης και χρήση των οχθών για την κυκλοφορία (Καραλή κ.ά., 1995). Οι αρτηρίες ακολουθούν τις διαδρομές των μεγαλύτερων ρεμάτων, ενώ τα μικρότερα χάνονται κάτω από την αστικοποιημένη περιοχή.
Σ’ ό,τι αφορά στον περιαστικό χώρο, οι ανθρώπινες επεμβάσεις έχουν συντελέσει στην καταστροφή του γεωλογικού χαρακτήρα των λεκανών των ρεμάτων, της δασικής χλωρίδας και της πανίδας, του φυσικού χαρακτήρα των περιοχών γύρω από τα ρέματα. Η βοσκή, η εκχέρσωση, οι πυρκαγιές, η άναρχη επέκταση λατομείων και μεταλλείων, το χωρίς τεχνικά έργα οδικό δίκτυο, το μπάζωμα στις πλαγιές για τη δημιουργία οικοπέδων – όλα έχουν συμβάλει στην αύξηση των απορροών σε δομημένους χώρους, παρ’ όλο που αυτές δεν ευνοούνται από τις γεωμορφολογικές και κλιματικές συνθήκες. Τα δημόσια (υδρονομικά) έργα εστιάζονται κυρίως στην αντιπλημμυρική προστασία, με διάφορες παρεμβάσεις στα πεδινά τμήματα των διαδρομών των ρεμάτων (δες και Κωτούλας, 1978).
Στις περιπτώσεις όπου τα ρέματα παραμένουν ανοιχτά, διάφορες παρεμβάσεις μπορούν να εντοπιστούν, που περιλαμβάνουν συνολικές διευθετήσεις της κοίτης και των οχθών με μπετόν, κατασκευές διαφόρων τύπων και μεγεθών στις όχθες, απόρριψη μπάζων και/ή αποβλήτων, φυτεύσεις κοκ. Σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να διακρίνει πια κανείς τη φυσική οντότητα του ρέματος.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε, προκύπτουν τα παρακάτω σημεία:
• η κερδοσκοπία πάνω στη γη, οι παράνομες (και εν συνεχεία νομιμοποιούμενες) επεκτάσεις της πόλης και η εντατική εκμετάλλευση κάθε ιδιοκτησίας οδήγησαν στην εξαφάνιση του μεγαλύτερου μέρους του δικτύου ρεμάτων στην Αθήνα
• η καταστροφή των ρεμάτων ως τμήμα της φύσης νομιμοποιήθηκε από την αντιμετώπισή τους ως “βρώμικων” και επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία, που προέκυψε από την πρακτική απόρριψης στα ρέματα αποβλήτων και σκουπιδιών
• το κράτος έχει αντιμετωπίσει τα ρέματα ως αρτηρίες του κυκλοφοριακού δικτύου, ιδιαίτερα όταν αποτελούσαν τις μοναδικές δημόσιες εκτάσεις σε περιοχές όπου χρειάζονταν κυκλοφοριακά έργα. Η αντιμετώπιση αυτή, μαζί με την πρακτική κάλυψηςτων ρεμάτων και ένταξής τους στο αποχετευτικό δίκτυο, οδήγησε στη θεώρηση των ρεμάτων ως δημόσιο έργο.
Μαζί με τα παραπάνω, πρέπει να υπογραμμίσει κανείς και την έλλειψη συντονισμού καθώς και τις αλληλοεπικαλυπτόμενες και συχνα συγκρουόμενες αρμοδιότητες διαφόρων υπηρεσιών της διοίκησης – πράγμα που δεν επέτρεψε την επεξεργασία εναλλακτικών στρατηγικών για τα ρέματα στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση προστασίας της φύσης μέσα στον αστικό χώρο, στα πλαίσια της οποίας ό,τι έχει απομείνει από τα ρέματα αρχίζει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά.

Ο Ηριδανός, στον Κεραμικό
Σημεία για μια εναλλακτική προσέγγιση
Ο αγώνας για τη φύση μέσα στην πόλη έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει. Οι διαδικασίες αστικής ανάπτυξης που οδήγησαν από μια κωμόπολη 9.000 κατοίκων σε μια μητρόπολη 3 εκατομμυρίων είναι ακόμη κυρίαρχες, αν και με διαφορετική ένταση. Ο,τι έχει απομείνει ως ανοιχτός, αδόμητος χώρος απειλείται από επεμβάσεις διαφορετικής τάξης. Μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά έργα και κυκλοφοριακά έργα απειλούν τα τελευταία κομμάτια φύσης μέσα στην πόλη και τα αντιμετωπίζουν ως άχτιστα οικόπεδα. Ομως, όλο και πιο συχνά οι πολίτες αντιστέκονται σε μεγάλα έργα και μικρές πρωτοβουλίες και κινητοποιούνται για περιβαλλοντικά ζητήματα.
Μια τέτοια αναδυόμενη προσέγγιση δίνει ελπίδες και για την προστασία της διαδρομής των ρεμάτων ως ελεύθερων, φυσικών χώρων. Στην κατεύθυνση αυτή είναι απαραίτητη από την πλευρά του κράτους η διαμόρφωση νέας πολιτικής και η ευαισθητοποίησή του στην περιβαλλοντική σημασία των ρεμάτων, αλλά και, στην επιστημονικά τεκμηριωμένη, ορθότερη λειτουργία τους όταν διατηρείται ο φυσικός τους χαρακτήρας. Σε πολλές περιπτώσεις η αποβιομηχάνιση διευκολύνει τα πράγματα, μιας και ο όγκος των αποβλήτων που χυνόταν στα ρέματα έχει σημαντικά μειωθεί, ενώ επιστρέφουν φυτά και πουλιά στις όχθες.
Μια εναλλακτική προσέγγιση προϋποθέτει να παραμείνουν ανοικτά και να προστατευθούν τα ρέματα που έχουν καταφέρει να διασωθούν από τις προηγούμενες φάσεις αστικής ανάπτυξης. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να αρθρωθεί γύρω από τρεις αρχές (για μια παρεμφερή προσέγγιση, δες Μπλιώνης, 1995):
Συνειδητοποίηση του ενιαίου χαρακτήρα του ρέματος
Αυτό είναι προϋπόθεση για μια εναλλακτική προσέγγιση. Το ρέμα είναι ενιαίο σύνολο με αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία και είδη και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται αποσπασματικά. Μια συνολική προσέγγιση χρειάζεται και το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει την προστασία. Ακόμη χρειάζεται συντονισμό από την πλευρά των φορέων που εμπλέκονται και συνεργασία με ειδικούς και ομάδες πολιτών. Ετσι, μπορούν να προκρίνονται παρεμβάσεις που δεν θέτουν σε κίνδυνο την ενότητα και “φυσικότητα” του ρέματος. Ο συντονισμός φορέων και ομάδων, όσο κι αν ακούγεται δύσκολος, είναι απαραίτητος για μια συνολική και αποτελεσματική πολιτική.
Προστασία της φυσικής οντότητας του ρέματος
Αυτό δεν είναι απλά αισθητική προσέγγιση, αλλά κυρίως πρακτική, αφού το ρέμα μπορεί να προσφέρει αντιπλημμυρική προστασία μόνο όταν διατηρεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη φυσική του οντότητα. Ο πυρήνας του ρέματος, καθώς και μια ικανού μεγέθους ζώνη γύρω από αυτόν, έχει ανάγκη προστασίας από κάθε είδους παρεμβάσεις. Ακόμη και οι περιοχές που γειτνιάζουν με το ρέμα πρέπει να θεωρηθούν ως μεταβατική ζώνη που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και, σε κάθε περίπτωση, αποτελούν μέρος ενός σχεδίου προστασίας. Οι τεχνικές βελτιώσεις και φυτεύσεις, για να εξασφαλίζουν την προστασία και καλή λειτουργία του ρέματος, χρειάζεται να εκτείνονται σε όλο το μήκος της διαδρομής του, από τις ορεινές αφετηρίες μέχρι τις πεδινές λεκάνες απορροής. Η αναδάσωση και αναθάμνωση στις πλαγιές που έχουν υποστεί καταστροφές από ανθρώπινες επεμβάσεις, η διαμόρφωση φυσικών φίλτρων για τις φερτές ύλες, η διατήρηση ανοιχτών χώρων μέσα στον αστικό ιστό δίπλα στα ρέματα, που μπορούν να λειτουργήσουν ως λεκάνες εκτόνωσης των πλημμυρών, είναι μερικά από τα στοιχεία που μπορούν να συμβάλλουν στην προστασία της φυσικής οντότητας των ρεμάτων.
Επαναξιολόγηση των ρεμάτων ως φυσικών στοιχείων στην πόλη
Τούτο προϋποθέτει τα προηγούμενα δύο σημεία και ακόμη έχει ως στόχο την προστασία του ιδιαίτερου χαρακτήρα της χλωρίδας και πανίδας κάθε περιοχής. Μια τέτοια επαναξιολόγηση είναι δυνατή μόνο όπου τα ρέματα είναι ανοιχτά. Κατά μήκος της διαδρομής και σε επιλεγμένες θέσεις, ώστε να μην διαταραχτεί η φυσιογνωμία και λειτουργικότητα του ρέματος, μπορεί να ενταχθούν στοιχεία για πολλαπλές χρήσεις, που θα αποτελέσουν πόλους έλξης με εποχιακό χαρακτήρα. Τέτοια στοιχεία περιλαμβάνουν εμπλουτισμό της φύτευσης (ιδιαίτερα εκεί όπου έχει καταστραφεί), μονοπάτια για πεζούς, παρατηρητήρια, μικρούς αμφιθεατρικούς χώρους, ελαφρές κατασκευές για παιχνίδι παιδιών, υπαίθριες εκθέσεις κλπ. Τα καθορισμένα σημεία εισόδου και διαδρομές πεζών είναι απαραίτητα για να εξασφαλίζεται η προστασία του χώρου παρά την παρουσία του επισκέπτη. Είναι αυτονόητο ότι επιβάλλεται η χρήση υλικών που προέρχονται από τη φύση (πέτρα, ξύλο, λάσπη, φυτικές ίνες, πανί, δέρμα κλπ).
Αυτές οι αρχές προβάλλουν την ανάγκη λεπτομερούς μελέτης κάθε εναπομένοντος ρέματος. Μια τέτοια μελέτη, της οποίας κεντρικός άξονας είναι η φυσική λειτουργία του ρέματος, περιλαμβάνει εκτεταμένη έρευνα πεδίου (συστηματική παρατήρηση, αποτύπωση και φωτογραφική καταγραφή), μαζί με οικονομική και περιβαλλοντική αξιολόγηση. Μια συνολική μέθοδος μελέτης επιτρέπει να αξιολογήσει κανείς την κατάσταση του ρέματος και της γύρω περιοχής και να εκτιμήσει τις δυνατότητες επέμβασης (από άποψη κόστους και εργαλείων).
Αναλαμπές ελπίδας ;
Η προσέγγιση που σχηματικά παρουσιάστηκε προϋποθέτει μια θετική αξιολόγηση της σημασίας των ρεμάτων ως στοιχείων επικοινωνίας ανάμεσα σε ελεύθερους χώρους μέσα και έξω από την πόλη και ως στοιχείων σύνδεσης αστικών λειτουργιών. Σημαντικές αλλαγές στις χρήσεις γης, στους τρόπους παραγωγής και τα πρότυπα κατανάλωσης, στις πολιτιστικές τάσεις και τους τρόπους ζωής κάνουν επιτακτική τη διατήρηση και προστασία των τμημάτων φύσης που έχουν απομείνει μέσα στην πόλη – και τα ρέματα είναι ένα σημαντικό τέτοιο κομμάτι.
Οι διαδρομές των ρεμάτων στην Αθήνα, όπως και σε όλες τις ελληνικές πόλεις, έχουν χαθεί κάτω από στρώματα μπετόν και διαδοχικές φάσεις αστικής ανάπτυξης. Η προστασία αυτού που απομένει είναι, σ’ αυτό το πλαίσιο, πολιτικό ζήτημα, από την άποψη ότι απαιτεί την εγκατάλειψη των πελατειακών κριτηρίων και την τοποθέτηση των περιβαλλοντικών κριτηρίων στο προσκήνιο των πρωτοβουλιών. Σ’ αυτή την κατεύθυνση οι πολίτες, οι ειδικοί και οι αρχές χρειάζεται να μεταβάλλουν τους τρόπους προσέγγισής τους. Από την πλευρά των πολιτών πρωτοβουλίες υπάρχουν, έστω και σε μικροκλίμακα. Οι ειδικοί άρχισαν να μεταβάλλουν ερωτήματα και προσεγγίσεις. Οι φορείς παραμένουν, σε μεγάλο βαθμό, εγκλωβισμένοι στην αδράνεια των καθιερωμένων πρακτικών και στις αντιφάσεις των αλληλο-επικαλυπτόμενων και/ή συγκρουόμενων αρμοδιοτήτων τους.

This entry was posted on 25/10/2014, in Επιλογές - Προτάσεις,Περιβάλλον and tagged , , , , . Bookmark the permalink. Γράψτε ένα σχόλιο
Ντίνα Βαϊου, Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, Επίκ. Καθηγήτρια ΕΜΠ & Μάχη Καραλή, Αρχιτέκτων, Επίκ. Καθηγήτρια ΕΜΠ
Read More

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

H «λακωνική Ατλαντίδα» στο Παυλοπέτρι

Μία από τις αρχαιότερες βυθισμένες πόλεις, λίγα λεπτά από την Παντάνασσα στα Νότια της Λακωνίας, αναδημιουργήθηκε ψηφιακά, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της τεχνολογίας. Ένα λιμάνι, σπίτια με κήπους, ρούχα απλωμένα στις αυλές, δρόμοι και πλατείες, συνθέτουν μία πόλη με στοιχεία από τον αστικό τρόπο ζωής.

Μόνο που εδώ μιλάμε για την εποχή του Χαλκού!το Παυλοπέτρι ήταν μια πόλη με άριστη ρυμοτομία, που περιλάμβανε ένα πολύ καλά κατασκευασμένο οδικό δίκτυο. Ανεξάρτητες και μη οικίες μέχρι και δύο ορόφων, συνυπήρχαν με δημόσια κτίρια. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το πολύπλοκο σύστημα διαχείρισης του νερού που σύμφωνα με τα ευρύματα περιλάμβανε κανάλια και υδρορροές."

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για την αρχαιότερη βυθισμένη πόλη του κόσμου", δήλωσε ο Δρ. Τζον Χέντερσον, καθηγητής υποθαλάσσιας αρχαιολογίας του πανεπιστημίου του Νότινγχαμ.Αυτά που ανακάλυψαν ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Βρήκαν μια πόλη με κτίρια, πλατείες, δρόμους και μνημεία. Ο βυθός είναι γεμάτος με διασκορπισμένα αγγεία. Στην ίδια περιοχή εντοπίστηκε μεγάλο κτίριο, μήκους 35 μέτρων, που μάλλον αποτελούσε έδρα και κατοικία της πολιτικής ηγεσίας της πόλης.

Οι επιστήμονες προσπαθούν να βρουν την απάντηση στο ερώτημα γιατί βυθίσθηκε η πόλη. Υπάρχουν τρεις θεωρίες. Η πρώτη είναι ότι ανέβηκε σταδιακά η στάθμη της θάλασσας, η δεύτερη ότιυποχώρησε το έδαφος και η τρίτη ότι βυθίσθηκε από τσουνάμι.
Read More

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Ασπασία (470 π.Χ. - 400 π.Χ.) - Η σύντροφος του Περικλή

Η Ασπασία (περ. 470 – περ. 400 π.Χ.) ήταν μια γυναίκα από τη Μίλητο, διάσημη για το δεσμό που διατηρούσε με τον επιφανή Αθηναίο πολιτικό Περικλή. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή της. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της στην Αθήνα, και υπάρχει η πιθανότητα να επηρέασε διαμέσου του Περικλή την πολιτική του αθηναϊκού κράτους. Στο όνομά της αναφέρονται στα έργα τους οι Πλάτων, Αριστοφάνης, Ξενοφών και άλλοι συγγραφείς της εποχής.

Ορισμένοι από αυτούς υποστηρίζουν πως η Ασπασία διατηρούσε οίκο ανοχής, ενώ ήταν πόρνη και η ίδια. Ωστόσο οι σύγχρονοι μελετητές είναι επιφυλακτικοί ως προς αυτό το ζήτημα, δεδομένου ότι πολλοί από τους αρχαίους συγγραφείς που προαναφέρθηκαν ήταν κωμικοί ποιητές που σαν στόχο είχαν την δυσφήμιση του Περικλή. Ορισμένοι μελετητές αμφισβητούν ακόμη και την παράδοση βάσει της οποίας η Ασπασία ήταν εταίρα, θεωρώντας πως στην πραγματικότητα το ζεύγος ήταν παντρεμένο.

Καὶ ταῦτα μὲν δὴ σμικρὰ κἀπιχώρια,
πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μεγαράδε
νεανίαι κλέπτουσι μεθυσοκότταβοι`
κᾆθ᾽ οἱ Μεγαρῆς ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι
ἀντεξέκλεψαν Ἀσπασίας πόρνα δύο`
κἀντεῦθεν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κατεῤῥάγη
Ἕλλησι πᾶσιν ἐκ τριῶν λαικαστριῶν.
ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὑλύμπιος
ἤστραπτ᾽ ἐβρόντα ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα,
ἐτίθει νόμους ὥσπερ σκόλια γεγραμμένους,
ὡς χρὴ Μεγαρέας μήτε γῇ μήτ᾽ ἐν ἀγορᾷ
μήτ᾽ ἐν θαλάττῃ μήτ᾽ ἐν οὐρανῷ μένειν.


Από την κωμωδία του Αριστοφάνη, Αχαρνείς (523–534)

Η Ασπασία απέκτησε με τον Περικλή ένα γιο, ο οποίος επίσης ονομάστηκε Περικλής. Ο τελευταίος αργότερα έγινε στρατηγός του αθηναϊκού στρατού και εκτελέστηκε μετά τη Ναυμαχία των Αργινουσών. Μετά το θάνατο του Περικλή του Πρεσβύτερου, πιστεύεται πως η Ασπασία έγινε εταίρα του Λυσικλή, ενός άλλου Αθηναίου πολιτικού και στρατιωτικού.

Γεννήθηκε στην ιωνική πόλη της Μιλήτου, στη σημερινή επαρχία του Αϊδινίου, στην Τουρκία. Ελάχιστα είναι γνωστά για την οικογένειά της πέρα από το ότι ο πατέρας της ονομαζόταν Αξίοχος. Εντούτοις, θεωρείται ότι καταγόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς η Ασπασία κατείχε εξαιρετική μόρφωση. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ήταν αιχμάλωτη πολέμου από την Καρύα, η οποία και υποδουλώθηκε. Γενικά αυτή η άποψη θεωρείται λανθασμένη.

Δεν είναι γνωστές οι συνθήκες υπό τις οποίες ταξίδεψε στην Αθήνα. Η ανακάλυψη μιας ταφικής επιγραφής που χρονολογείται τον 4ο αιώνα π.Χ., η οποία αναφέρει τα ονόματα Αξίοχος και Ασπάσιος, οδήγησε τον ιστορικό Πίτερ Κ. Μπίκνελ σε μια προσπάθεια αναδημιουργίας του οικογενειακού περιβάλλοντος της Ασπασίας και τις πιθανές σχέσεις του με την Αθήνα. Η θεωρία του τη συνδέει με τον Αλκιβιάδη Β' των Σκαμβονιδών, ο οποίος εξοστρακίστηκε από την Αθήνα το 460 π.Χ. και ίσως έζησε τα χρόνια της εξορίας του στη Μίλητο. Ο Μπίκνελ εικάζει ότι, μετά την αποπομπή του, ο Αλκιβιάδης μετέβη στη Μίλητο, όπου και παντρεύτηκε την κόρη κάποιου άνδρα που ονομαζόταν Αξίοχος. Τελικά ο Αλκιβιάδης επέστρεψε στην Αθήνα με τη νέα του σύζυγο και τη μικρότερη αδερφή της, την Ασπασία. Ο Μπίκνελ υποστηρίζει προς το πρώτο παιδί αυτού του γάμου ονομαζόταν Αξίοχος (θείος του διάσημου Αλκιβιάδη), ενώ το δεύτερο Ασπάσιος. Επίσης, εικάζει ότι ο Περικλής γνωρίστηκε με την Ασπασία επειδή διατηρούσε στενές σχέσεις με το σπιτικό του Αλκιβιάδη.

Σύμφωνα με τις αμφισβητήσιμες αναφορές των αρχαίων συγγραφέων και ορισμένων σύγχρονων μελετητών, στην Αθήνα η Ασπασία έγινε εταίρα και πιθανώς ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής. Οι εταίρες ήταν επαγγελματίες που αναλάμβαναν την ψυχαγωγία ανδρών της ανώτερης τάξης, καθώς επίσης και παλλακίδες. Πέρα από την εξωτερική τους ομορφιά, διέφεραν από τις άλλες Αθηναίες στο γεγονός ότι ήταν μορφωμένες (συχνά σε υψηλό επίπεδο, όπως η Ασπασία), ήταν ανεξάρτητες και πλήρωναν φόρους. Ίσως ήταν ό,τι πιο κοντινό μπορεί να φανταστεί κανείς στις απελευθερωμένες γυναίκες, και η Ασπασία, η οποία εξελίχτηκε σε λαμπερή προσωπικότητα της αθηναϊκής κοινωνίας, ήταν πιθανώς ένα προφανές παράδειγμα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η Ασπασία συγκρινόταν με την διαβόητη Θαργηλία, μια άλλη ξακουστή εταίρα από την αρχαία Ιωνία.

Όντας ξένη και ίσως εταίρα, η Ασπασία ήταν ελεύθερη από τις νομικές δεσμεύσεις που κατά παράδοση καθήλωναν τις παντρεμένες γυναίκες στα σπίτια τους, κι έτσι της επιτρεπόταν να συμμετέχει στη δημόσια ζωή της πόλης. Έγινε ερωμένη του επιφανούς πολιτικού Περικλή στις αρχές της δεκαετίας του 440 π.Χ. Μετά το διαζύγιό του από την πρώτη του σύζυγο (περ. 445 π.Χ.), η Ασπασία άρχισε να συγκατοικεί μαζί του, αν και δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή άποψη για το αν παντρεύτηκαν ή όχι. Ο γιος τους, Περικλής, είχε έρθει στον κόσμο γύρω στο 440 π.Χ. Η Ασπασία θα πρέπει να ήταν πολύ νέα, αν κρίνει κανείς από το γεγονός πως χάρισε ένα παιδί στο Λυσικλή περίπου το 428 π.Χ.

Στους κοινωνικούς κύκλους η Ασπασία ήταν γνωστή για την ικανότητά της στο λόγο και τις συμβουλές της, παρά απλά για τη φυσική της ομορφιά. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, το σπίτι της έγινε κέντρο πολιτισμού στην πόλη των Αθηνών, προσελκύοντας επιφανείς συγγραφείς και στοχαστές, ανάμεσα στους οποίους και το φιλόσοφο Σωκράτη. Ο βιογράφος αναφέρει ότι παρά την «ανήθικη» ζωή της, οι Αθηναίοι έφερναν μαζί τις συζύγους τους για να ακούν τις συζητήσεις της.

Ο Περικλής, η Ασπασία και το φιλικό τους περιβάλλον δεν ήταν απρόσβλητοι από επιθέσεις, καθώς στην Αθηναϊκή Δημοκρατία ένας άνδρας που πρωτοστατούσε στην πολιτική ζωή, δεν κατείχε την ιδιότητα του απόλυτου μονάρχη. Η σχέση της με τον Περικλή και η επακόλουθη ανάμειξή της στην πολιτική ζωή ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις. Ο Ντόναλντ Κάγκαν, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, πιστεύει ότι η Ασπασία δεν ήταν καθόλου δημοφιλής την περίοδο που ακολούθησε το Σαμιακό Πόλεμο. Το 440 π.Χ., η Σάμος βρισκόταν σε πόλεμο με τη Μίλητο για την Πριήνη, μια αρχαία πόλη της Ιωνίας στα πόδια των λόφων της Μυκάλης. Χάνοντας τον πόλεμο, Μιλήσιοι απεσταλμένοι ζήτησαν από τους Αθηναίους να μεσολαβήσουν υπέρ τους στη διαμάχη τους με τη Σάμο. Όταν οι Αθηναίοι διέταξαν και τις δύο πλευρές να προχωρήσουν σε παύση πυρός και να τους παραχωρήσουν τη διαιτησία του ζητήματος, οι Σαμιώτες αρνήθηκαν. Σαν αποτέλεσμα, ο Περικλής πέρασε ένα διάταγμα το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα τη διεξαγωγή πολεμικής εκστρατείας κατά της Σάμου. Η εκστρατεία αποδείχτηκε πολύ δύσκολη και οι Αθηναίοι υπέφεραν από βαριές απώλειες προτού καταφέρουν να υποτάξουν τελικά τη Σάμο. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, κυκλοφόρησε η φήμη ότι η Ασπασία, η οποία γεννήθηκε στη Μίλητο, υποκίνησε έναν πόλεμο που ο Περικλής δεν επιθυμούσε, και τελικά το έκανε για να την ευχαριστήσει.

Ο φιλόσοφος Σωκράτης αναζητεί τον Αλκιβιάδη στο σπίτι της Ασπασίας. Έργο του Jean-Léon Gérôme (1861).

Πριν το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ. – 404 π.Χ.), ο Περικλής, κάποιοι από τους στενούς του συνεργάτες και η Ασπασία αντιμετώπισαν μια σειρά προσωπικών και νομικών επιθέσεων. Ιδιαίτερα η Ασπασία, κατηγορήθηκε ότι διέφθειρε νεαρά κορίτσια προκειμένου να ικανοποιήσει τις διαστροφές του Περικλή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο στο έργο του "Βίοι Παράλληλοι/Περικλής", δικάστηκε για ασέβεια, με δημόσιο κατήγορο τον κωμικό ποιητή Έρμιππο. Αυτές οι κατηγορίες δεν ήταν, πιθανώς, τίποτε περισσότερο από αστήριχτες συκοφαντίες, ωστόσο η όλη εμπειρία άφησε τον μεγάλο Αθηναίο πολιτικό με μεγάλη πικρία. Παρόλο που η Ασπασία αθωώθηκε χάρη σε ένα ασυνήθιστο συναισθηματικό ξέσπασμα του Περικλή, ο φίλος του γλύπτης Φειδίας πέθανε στη φυλακή. Ένας άλλος φίλος του, ο Αναξαγόρας, δέχτηκε επίθεση από την Εκκλησία του Δήμου για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ο Κάγκαν θεωρεί πιθανό το ενδεχόμενο η ίδια η αφήγηση της δίκης και της αθώωσης της Ασπασίας να είναι πλαστή, «στην οποία πραγματικές συκοφαντίες, υποψίες και χυδαία αστεία μετατράπηκαν σε μια φανταστική δικαστική διαμάχη». Ο Άντονυ Τζ. Ποντλέκι, Καθηγητής των Κλασικών στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά (University of British Columbia), ισχυρίζεται ότι ο Πλούταρχος ή η πηγή του παρεξήγησαν κάποια σκηνή από ένα θεατρικό έργο. Ο Κάγκαν καταλήγει πως ακόμη και να πιστέψει κανείς τις ιστορίες αυτές, η Ασπασία βγήκε άθικτη με ή χωρίς τη βοήθεια του Περικλή.

Στην κωμωδία «Αχαρνης», ο κωμικός Αριστοφάνης κατηγορεί την Ασπασία για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Υποστηρίζει ότι το Μεγαρικό Διάταγμα που εξέδωσε ο Περικλής, το οποίο απαγόρευσε στα Μέγαρα τη διεξαγωγή εμπορίου με τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, ήταν πράξη εκδίκησης επειδή κάποιοι Μεγαρείς απήγαγαν πόρνες από τον οίκο της Ασπασίας. Η απόδοση ευθυνών στην Ασπασία για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο από τον Αριστοφάνη ίσως αντικατοπτρίζει αναμνήσεις από το προγενέστερο επεισόδιο με τον πόλεμο ανάμεσα στη Μίλητο και τη Σάμο. Ο Πλούταρχος αναφέρει επίσης τα σατιρικά σχόλια και άλλων κωμικών ποιητών, όπως ο Εύπολις και ο Κρατίνος. Σύμφωνα με τον Ποντλέσκι, ο τύραννος της Σάμου, Δούρις, φέρεται να υποστηρίζει την άποψη πως η Ασπασία ευθύνεται για το ξέσπασμα τόσο του Σαμιακού, όσο και του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Η Ασπασία ονομάστηκε κατά καιρούς «Νέα Ομφάλη» , «Δηιάνειρα», «Ήρα» και «Ελένη». Επιπρόσθετες επιθέσεις κατά του ζεύγους αναφέρει ο Αθήναιος. Ακόμη και ο γιος του Περικλή, ο Ξάνθιππος, ο οποίος είχε βλέψεις στην πολιτική, δεν δίστασε να κακολογήσει τον πατέρα του για την προσωπική του ζωή.

Τελευταία χρόνια και θάνατος

Το 429 π.Χ., χρονιά κατά την οποία η Αθήνα δοκιμαζόταν από φοβερό λοιμό, ο Περικλής στάθηκε μάρτυρας του θανάτου τόσο της αδερφής του, όσο και των δύο νόμιμων παιδιών του από την πρώτη του σύζυγο, του Ξανθίππου και του πολυαγαπημένου του Πάραλου. Με το ηθικό ιδιαίτερα πεσμένο, έπεσε σε βαθιά θλίψη, και ούτε η συντροφιά της Ασπασίας μπόρεσε να τον παρηγορήσει. Λίγο πριν το θάνατό του, οι Αθηναίοι επέτρεψαν μια αλλαγή στο νόμο που αφορούσε την ιδιότητα του Αθηναίου Πολίτη του 451 π.Χ., ο οποίος επέτρεψε στο γιο του από την Ασπασία, τον Περικλή, που ήταν κατά το ήμισυ Αθηναίος, να αποκτήσει πλήρη πολιτικά δικαιώματα και να γίνει κληρονόμος του. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως ήταν ο Περικλής εκείνος που είχε προτείνει το νόμο βάσει του οποίου πλήρη πολιτικά δικαιώματα είχαν μονάχα τα άτομα που είχαν και τους δύο γονείς Αθηναίους. Ο Περικλής απεβίωσε εξαιτίας του λοιμού το φθινόπωρο του 429 π.Χ.

Ο Πλούταρχος μεταφέρει πληροφορίες του Αισχίνη του Σωκρατικού, ο οποίος έγραψε ένα διάλογο με θέμα την Ασπασία (σήμερα χαμένο), σύμφωνα με τις οποίες μετά το θάνατο του Περικλή η Ασπασία έζησε στο πλευρό του Λυσικλή, με τον οποίο απέκτησε έναν ακόμη γιο, και τον οποίο έκανε τον πρώτο άνδρα της πόλης. Ο Λυσικλής σκοτώθηκε πάνω στο καθήκον το 428 π.Χ. Με το θάνατο του Λυσικλή σταματούν οι αναφορές των συγχρόνων της συγγραφέων. Είναι άγνωστο, για παράδειγμα, αν ήταν ακόμη εν ζωή όταν ο γιος της, Περικλής, εξελέγη στρατηγός ή όταν εκτελέστηκε μετά τη Ναυμαχία των Αργινουσών. Ο θάνατός της τοποθετείται περίπου το 401 - 400 π.Χ. από τους ιστορικούς, εξαιτίας της εκτίμησης ότι είχε ήδη πεθάνει όταν εκτελέστηκε ο Σωκράτης το 399 π.Χ., μια χρονολόγηση που προκύπτει από τη δομή της «Ασπασίας» του Αισχίνη.

Αναφορές σε λογοτεχνικά και αρχαία φιλοσοφικά έργα

Η Ασπασία εμφανίζεται στα φιλοσοφικά κείμενα του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα, του Αισχίνη του Σωκρατικού και του Αντισθένη. Ορισμένοι μελετητές εικάζουν ότι ο Πλάτων εντυπωσιάστηκε τόσο από την ευστροφία της, ώστε βάσισε τη Διοτίμα, χαρακτήρα του «Συμποσίου» του σε εκείνη. Υπάρχουν ωστόσο και άλλοι που θεωρούν τη Διοτίμα υπαρκτό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Τσάρλς Καν, Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, η Διοτίμα είναι από πολλές απόψεις η απάντηση του Πλάτωνα στην Ασπασία του Αισχίνη.

ἐπεὶ δ' Ἀσπασία χαριζόμενος δοκεῖ πρᾶξαι τὰ
πρὸς Σαμίους, ἐνταῦθα ἂν εἴη καιρὸς διαπορῆσαι
μάλιστα περὶ τῆς ἀνθρώπου, τίνα τέχνην ἢ δύναμιν
τοσαύτην ἔχουσα τῶν τε πολιτικῶν τοὺς πρωτεύοντας
ἐχειρώσατο καὶ τοῖς φιλοσόφοις οὐ φαῦλον οὐδ'
ὀλίγον ὑπὲρ αὑτῆς παρέσχε λόγον.

Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Περικλής (XXIV)


Στο «Μενέξενο», ο Πλάτων διακωμωδεί τη σχέση της Ασπασίας με τον Περικλή και αναφέρεται σε μια ειρωνική ρήση του Σωκράτη, ότι η Ασπασία δίδαξε πολλούς ρήτορες. Η πρόθεση του Σωκράτη είναι να αμαυρώσει τη φήμη του Περικλή ως ρήτορα, υποστηρίζοντας ειρωνικά πως, από τη στιγμή που τον δίδαξε η Ασπασία, ο Αθηναίος πολιτικός θα ήταν ανώτερος στη ρητορική από κάποιον που τον δίδαξε ο Αντιφών. Επίσης αποδίδει τη συγγραφή του περίφημου «Επιταφίου» του Περικλή στη Ασπασία και κατακρίνει την ευλάβεια των συγχρόνων του στο πρόσωπο του Περικλή. Ο Καν υποστηρίζει ότι ο Πλάτων ασπάστηκε την άποψη του Αισχύνη ότι η Ασπασία δίδαξε τη ρητορική στον Περικλή και το Σωκράτη. Η Ασπασία του Πλάτωνα και η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη αποτελούν δυο εξαιρέσεις στην αντίληψη πως οι γυναίκες δεν έχουν ρητορικές ικανότητες, αν και οι δύο αυτοί φανταστικοί χαρακτήρες δεν μας λένε κάτι για την πραγματική θέση της γυναίκας στην Αρχαία Αθήνα. Όπως παρατηρεί η Μάρθα Λ. Ρόουζ, Καθηγήτρια Ιστορίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Τρούμαν: «μοναχά στις κωμωδίες τα σκυλιά καταφεύγουν στα δικαστήρια, τα πουλιά κυβερνούν και οι γυναίκες δημηγορούν».

Ο Ξενοφών αναφέρει σε δύο περιστάσεις την Ασπασία στα σωκρατικά του έργα: στα «Απομνημονεύματα» και στον «Οικονομικό». Και στις δύο περιπτώσεις ο Σωκράτης προτείνει στον Κριτόβουλο να τη συμβουλευτεί. Στα «Απομνημονεύματα» ο Σωκράτης αναφέρει μια ρήση της Ασπασίας, ότι το πρόσωπο που κάνει ένα συνοικέσιο θα πρέπει να αναφέρει με ειλικρίνεια τα καλά χαρακτηριστικά ενός άνδρα. Στον «Οικονομικό» ο Σωκράτης παραδέχεται ότι η Ασπασία κατέχει περισσότερες γνώσεις σχετικά με τη διαχείριση ενός σπιτιού και την οικονομική σχέση ανάμεσα στους δύο συζύγους.
Τόσο ο Αισχίνης ο Σωκρατικός, όσο και ο Αντισθένης, ονόμασαν από έναν σωκρατικό διάλογο «Ασπασία», αν και σήμερα δεν σώζονται παρά λίγα αποσπάσματα. Οι κύριες πηγές μας για την «Ασπασία» του Αισχύνη είναι οι Αθήναιος, Πλούταρχος και Κικέρων. Στο διάλογο, ο Σωκράτης προτείνει στον Καλλία να στείλει το γιο του, Ιππόνικο στην Ασπασία για καθοδήγηση. Όταν ο Καλλίας αντιτίθεται στην προοπτική μιας γυναίκας δασκάλας, ο Σωκράτης απαντά ότι η Ασπασία επηρέασε θετικά τον Περικλή και, μετά το θάνατό του, το Λυσικλή. Σε ένα απόσπασμα του διαλόγου που διασώζει στα λατινικά ο Κικέρων, η Ασπασία εμφανίζεται ως «θηλυκός Σωκράτης», συμβουλεύοντας αρχικά τη σύζυγο του Ξενοφώντα και κατόπιν τον ίδιο (ο συγκεκριμένος Ξενοφών δεν είναι ο διάσημος ιστορικός) σχετικά με την απόκτηση αρετής διαμέσου της αυτογνωσίας. Ο Αισχίνης παρουσιάζει την Ασπασία ως δασκάλα και εμπνευστή της τελειότητας, συνδέοντας τις αρετές αυτές με την ιδιότητά της, ως εταίρα.

Ο Ρότζερ Τζαστ, Καθηγητής της κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, πιστεύει ότι η Ασπασία ήταν ένα εξαιρετικό πρόσωπο, αλλά το παράδειγμά της είναι από μόνο του αρκετό για να τονίσει το γεγονός ότι για να γίνει μια γυναίκα ισάξια πνευματικά και κοινωνικά ενός άντρα έπρεπε να ήταν εταίρα. Σύμφωνα με την Προύντενς Άλλεν, φιλόσοφο και διδάσκουσα, η Ασπασία προχώρησε την προοπτική να γίνει μια γυναίκα φιλόσοφος ένα βήμα παραπέρα από την ποιήτρια Σαπφώ...
Read More

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Τα Ελευσίνια μυστήρια και ο Ομηρικός ύμνος προς την Θεά Δήμητρα

Ο Παυσανίας στα Αττικά αναφέρει σχετικά ότι γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. διεξήχθησαν μακροχρόνιες μάχες μεταξύ Αθηναίων και Ελευσίνιων, κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν ο στρατηγός των Ελευσίνιων, Ιμάραδος και ο βασιλιάς των Αθηναίων, Ερεχθεύς. Το ότι και οι δύο αντιμαχόμενοι βασιλείς έπεσαν στο πεδίο της μάχης υποδηλώνει την μεγάλη διάρκεια καθώς και την αγριότητα αυτών των μαχών. Οι Ελευσίνιοι τελικά ηττήθηκαν και η βασιλεία τους καταλύθηκε ενώ η πόλη τους προσαρτήστηκε στους νικητές και έγινε Αθηναϊκός δήμος.


Τα μυστήρια όμως υπήρχαν ήδη από εκείνη την εποχή και έτσι οι Αθηναίοι ανέλαβαν τη διοίκηση και την εποπτεία τους χωρίς όμως να αλλάξουν τον τόπο και τον τρόπο τέλεσης τους ενώ τα ιερατικά αξιώματα και η ευθύνη της διοργάνωσης των τελετών έμεινε στα χέρια των βασιλικών γενών της Ελευσίνας. Αυτό δείχνει τον σεβασμό των Αθηναίων προς τα μυστήρια αλλά και την μοναδική ιεροτελεστία που λάμβανε χώρα σε αυτά (μια άλλη άποψη που δε θα πρέπει να παραληφθεί είναι ο συνδυασμός των παραπάνω με το οικονομικό όφελος).

Από αυτή την ίδια εποχή πραγματοποιείται η λατρεία της Δήμητρας, ως θεάς της φύσης, της βλάστησης και ειδικά των σιτηρών, η οποία συνεχίζεται χωρίς διακοπή ως τα Ρωμαϊκά χρόνια. Η μεγάλη φήμη που αποκτά η Ελευσίνα λόγω των μυστηρίων καθώς και η μεγάλη προσέλευση των πιστών απαιτεί ανέγερση νέων ναών και το Ιερό της αποκτά Πανελλήνιο χαρακτήρα ενώ η πόλη αργότερα περιβάλλεται από ισχυρό τείχος.

Η επιμέλειά των Μυστηρίων από τους Αθηναίους έδωσε στα ελευσίνια μυστήρια μεγάλη αίγλη φτάνοντας στο απόγειο της ακμής τους κατά τη χρυσή εποχή της Αθηναϊκής δημοκρατίας, τον 5ο αιώνα π.Χ.. Οι Αθηναίοι φρόντισαν να «διαφημίσουν» τα μυστήρια μέσο επιφανών ξένων που μυήθηκαν σε αυτά όπως ο Ηρακλής ο Ασκληπιός και οι Διόσκουροι, κατορθώνοντας να προσελκύσουν μεγάλο πλήθος Ελλήνων από τη μαύρη θάλασσα και την Αίγυπτο μέχρι την Ιταλία και τη Μεσοποταμία. Συμπληρωματικά και μετά το δεύτερο έτος κάθε Ολυμπιάδας οι Ελευσίνιοι ιερείς διεξήγαγαν μια εξαιρετικής λαμπρότητας εορτή που λεγόταν πενταετηρίδα και κάθε πρώτο και τρίτο έτος μετά την Ολυμπιάδα την τριετηρίδα που ήταν πανελλήνιες πανηγύρεις-συγκεντρώσεις με διεξαγωγή γυμνικών αγώνων που ως έπαθλο οι νικητές είχαν την ετήσια ποσότητα κριθαριού από το Ράδιο πεδίο. Αργότερα στην κλασική και ρωμαϊκή εποχή ιδρύονται σπουδαία και λαμπρά οικοδομήματα που τελικά ισοπεδώνονται με την επιβολή του Χριστιανισμού και την επιδρομή των μισθοφόρων Οστρογότθων.

Ο μύθος

Ο Ομηρικός ύμνος προς τη Θεά Δήμητρα είναι χωρίς αμφισβήτηση ένας από τους ωραιότερους και πιο δραματικούς ύμνους που εξιστορεί, το δράμα των δύο θεαίνων της Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης.

Σε αυτόν το μύθο η φαντασία αποκτά λειτουργική υπόσταση που για τους μυημένους αναμειγνύεται με την εμπειρία ή την έως τότε γνώση των πραγμάτων, δηλαδή της πρώιμης εκείνης επιστήμης, καθώς τους προσφέρει μια εσωτερική μεταμόρφωση. Κυρίως τους μεταμορφώνει σε άτομα που μετά τη μύηση φέρεται ότι έχουν θέσει σοβαρές βάσεις για τη περαιτέρω ζωή τους καθώς και τους προετοιμάζει για το μέγα θέμα της μετά του θανάτου πορείας.

Η νεαρή Περσεφόνη κόρη της Θεάς Δήμητρας καθώς κάποια ημέρα έπαιζε με τις Ωκεανίδες νύμφες στον ανθισμένο αγρό του Νύσιου πεδίου, θαμπώθηκε από τη θέα και τη πανέμορφη μυρωδιά ενός ανθισμένου ναρκίσσου.

Αυτός ο νάρκισσος ήταν τον ωραιότερο και το πιο ευωδιαστό άνθος ανάμεσα στα υπέροχα ρόδα τούς κρόκους τους υάκινθους και τις ίριδες που υπήρχαν στη περιοχή και χωρίς δεύτερη σκέψη άπλωσε το χέρι της για να τον κάνει δικό της.

Ξαφνικά κρότος ακούγεται δυνατός και σείεται όλη η γη καθώς ρήγμα βαθύ εμφανίζεται, ρήγμα που σχίζει τη γη στα δυο, μέχρι τα βάθη της τα υγρά και μουχλιασμένα τάρταρα και πάνω στο χρυσό του άρμα που έσερναν τα αθάνατα του άλογα, εμφανίζεται μαυροντυμένος ο κοκκινομάλλης Άδης, ο φοβερός θεός του κάτω κόσμου ο οποίος με γρήγορες κινήσεις αρπάζει την Περσεφόνη και την μεταφέρει στο σκοτεινό Βασίλειο των νεκρών. Η ομορφιά της κόρης θάμπωσε τον σκοτεινό θεό που είχε ήδη αποφασίσει για να την κάνει βασίλισσά του.  Μεγάλη κραυγή έβγαλε από μέσα της τότε η Κόρη καλώντας το πατέρα της τον γιο του Κρόνου Δια, αλλά προς μεγάλη ατυχία της αυτός είχε αλλού στραμμένη τη προσοχή του. Κανείς θνητός δεν είδε, παρά μόνο η θεά Εκάτη άκουσε τη κραυγή και ο παντεπόπτης Ήλιος είδε το όλο συμβάν.

Ένας μικρός απόηχος όμως αντήχησε στα βουνά και απ τα βάθη των ωκεανών εξοστρακίστηκε κι
έφτασε μέχρι τον Όλυμπο εκεί που βρίσκονταν η μητέρα της η Δήμητρα αναταράζοντας τα σωθικά της. Αμέσως η θεά εμφανώς τρομαγμένη, γεμάτη μητρική ανησυχία ορμάει σα γεράκι απ’ τα παλάτια των θεών και άρχισε να την αναζητά σε γη και θάλασσα.

Μαυροντυμένη, κρατώντας αναμμένες δάδες αναζητούσε τη Κόρη της Εννέα ολόκληρα μερόνυχτα μάταια όμως. Έψαχνε στη γη και τον ουρανό διέσχιζε τα λαγκάδια και τις ρεματιές, δίπλα στις όχθες των ποταμών και των θαλασσών χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Σε όλη τη περιπλάνηση νηστική και ανήσυχη δεν έτρωγε πλέον αμβροσία, ούτε με νέκταρ ξεδιψούσε, δε λουζόταν, δεν μιλούσε σε κανέναν και μεταμορφωμένη σε μαυροντυμένη γριά αναζητούσε τη Περσεφόνη αφήνοντας το πένθος της έκδηλο σε κάθε της βήμα.

Τη δέκατη ημέρα, συνοδευόμενη από την θεά Εκάτη που της στάθηκε αρωγός και λόγο του σεβασμού και της συμπάθειας που έτρεφε για αυτήν ο Ήλιος, έμαθε από αυτόν αυτό που εκείνη δεν είχε δει, ότι ο Άδης δηλαδή ο αδελφός της, γιος της ίδιας μάνας, άρπαξε τη κόρη της με τη συγκατάθεση του Δία.

Αμέσως η Δήμητρα καταβεβλημένη και στενοχωρημένη βουτηγμένη ολόκληρη στο πείσμα από τη προδοσία, εγκατέλειψε τους οίκους των θεών στον Όλυμπο και περιπλανώμενη ανάμεσα στους θνητούς έφθασε στη μικρή πόλη της Ελευσίνας. Με θλιμμένη τη ψυχή της έκατσε να ξαποστάσει σε μια μεγάλη πέτρα κάτω από τη σκιά μίας ελιάς δίπλα από το πηγάδι. Αυτό το πηγάδι κατά τον Παυσανία ονομαζόταν παρθένιο φρέαρ και ήταν τόπος συνάθροισης για τις παρθένες της πόλης. Το φρεάτιο αυτό τελικά έδινε στους κατοπινούς μύστες αλλά και συνεχίζει να δίνει μέχρι σήμερα μια μεγάλη αίσθηση της ιστορικότητας αφού ήταν το σημείο εστίασης για την έναρξη των τελετουργικών χορών στους εορτασμούς.

Ας δούμε πως εξιστορεί ο Όμηρος με τους στίχους του όλη τη σκηνή, φανερώνοντας μας την τραγική κατάσταση την οποία βρισκόταν η θεά:

«Εννήμαρ μέν έπειτα κατά χθόνα πότνια Δηώ
στρωφάτ΄, αιθομένας δαιδας μετά χερσίν έχουσα,
ουδέποτ΄άμβροσίης καί νέκταρος ήδυπότοιο
πάσσατ΄άκηχεμένη,ουδέ χρόα βάλλετο λουτροίς.»

…ενώ καθώς φθάνει στην Ελευσίνα:

«Έζετο δ΄εγγύς όδοίο φίλον τετιημένη ήτορ,
Παρθενίω φρέατι,ένθα ύδρε΄υοντο πολίται,
Έν σκιή,αυτάρ ύπερθε πεφύκει θάμνος ελαίης,
………………………………………………………………..
ένθα καθεζόμενη προκατέσχετο χερσί καλύπτρην,
δηρόν δ΄άφθογγος τετιημένη ήστ΄επί δίρφου,
ουδέ τιν΄ούτ΄έπει προσπτύσσετο ούτε τι έργω,
άλλ’ άγέλαστος, άπαστος εδητύος ηδέ ποτήτος
ήστο, πόθω μινύθουσα βαθυζώνοιο θυγατρός.»

Σε αυτή τη φοβερή κατάσταση τη γεμάτη απέραντη θλίψη και πένθος βρήκαν την θεά οι τέσσερις
παρθένες, η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη η μεγαλύτερη από τις κόρες του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού, την ώρα που πήγαιναν στο πηγάδι για να γεμίσουν με νερό τις χάλκινες υδρίες τους.

Η Δήμητρα αν και μεταμορφωμένη σε γριά και εμφανώς ταλαιπωρημένη εξέπεμψε αμέσως συμπάθεια και σεβασμό στις κόρες, οι οποίες άρχισαν να τη ρωτούν για το ποία ήταν και ποίος ο λόγος που την έφερε στη πόλη τους έξω από το παλάτι του πατέρα τους Κελεού. Η θεά, αποκρύπτοντας την ταυτότητά της, αποκρίθηκε πως ονομαζόταν Δώς και καταγόταν από την Κρήτη. Είχε αιχμαλωτιστεί από ληστές, και είχε δραπετεύσει από τον Θορικό. Κοιτώντας στα μάτια τις κόρες του βασιλιά τις παρεκάλεσε να υπηρετήσει σε ένα σπίτι της Ελευσίνας, σύμφωνα με τις δυνάμεις της και όπως αρμόζει σε μια γυναίκα της ηλικίας της να μεγαλώσει κάποιο παιδί, αν κάποιος φυσικά της το εμπιστευόταν.

Εκείνες αμέσως την κάλεσαν στην βασιλική οικία τους και πρώτη από όλες η πιο όμορφη η Καλλιδίκη ανάλαβε πρωτοβουλία ώστε να την γνωρίσουν στη μητέρα τους τη Μετάνειρα με σκοπό τη ανατροφή του μικρού αδελφού τους.

Καθώς έφτασαν στο βασιλικό τους δώμα η μάνα τους και μητέρα του μικρού Δημοφώντα είδε με συμπάθεια τη μεταμορφωμένη θεά και δεν έφερε αντίρρηση στην ανάθεση της ανατροφής του υιού της. Τα λόγια της Δήμητρας προς τη Μετάνειρα ήταν λιτά και μετρημένα καθώς η στενοχώρια της για το χαμό της Κόρης επηρέαζε τα έξω και τα μέσα της. Η θλίψη είχε σμιλέψει βαθιά το πρόσωπο της.
Μια εκ των γυναικών που υπηρετούσαν τη βασίλισσα και ονομάζονταν Ιάμβη κατόρθωσε τελικά λέγοντας της αστεία και κάνοντας κωμικές χειρονομίες να φέρει πάλι πίσω ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη της θεάς. Εν τούτοις δεν δέχθηκε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί που της πρόσφερε η Μετάνειρα και ζήτησε να της δοθεί ο “κυκεών” ένα περίεργο ποτό από κριθάλευρο νερό και μίνθη (μέντα), που έθεσε τέρμα στη πολυήμερη αποχή της από την τροφή.

Η Δήμητρα νιώθοντας υποχρέωση προς τη βασιλική οικογένεια αποπειράθηκε να καταστήσει τον Δημοφώντα αθάνατο, τρέφοντάς τον με αμβροσία και βάζοντάς τον κρυφά τη νύχτα σε φωτιά, προκειμένου να καταστρέψει τις θνητές σάρκες του. Ο μικρός Δημοφώντας αναπτύσσονταν ταχύτατα και αυτό έβαλε σε σκέψεις τη Μετάνειρα που παραμονεύοντας ένα βράδυ, είδε τη θεά να κρατά τον γιο της πάνω απ τη φωτιά και νομίζοντας ότι προσπαθεί να τον κάψει, μπήκε στο δωμάτιο φωνάζοντας προς τη γριά. Το έργο όμως της αθανασίας του Δημοφώντα όπως και στη περίπτωση ενός άλλου ήρωα του Αχιλλέα δε πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Ίσως η αποτυχία στις δύο αυτές αλλά και σ άλλες περιπτώσεις, υποδηλώνει ότι η αθανασία επιτυγχάνετε μόνο από τη ψυχή και όχι από το σώμα. Να μια ουσιώδης πρώτη διδαχή που έμελλε να περάσει μυστικά μέσα από τα μυστήρια.
Η μαυροντυμένη δυστυχής γριά μεταμορφώθηκε και πάλι στη πανίσχυρο θεά περιβαλλόμενη απ’ τη θεία λάμψη προδίδοντας τη θεία δύναμη της δια της οποίας γονιμοποιούσε τη γη και έδινε τον σίτο εις τους ανθρώπους, λέγοντας κατά τον Όμηρο τα εξής:

«Είμί δέ Δήμητηρ τιμάοχος, ήτε μέγιστον
άθανάτοις θνήτοισί τ΄όναρ καί χάρμα τέτυκται.
Άλλ΄ άγε μοι νηόν τε μέγαν καί βωμόν ύπ΄αύτώ
Τευχόντων πάς δήμος ύπαί πόλιν αίπύ τε τείχος,
Καλλίχορου καθύπερθεν, επί προύχοντι κολονώ.
Όργια δ΄αυτή έγών ύποθήσομαι, ώς άνέπειτα
Εύαγέως έρδοντες έμόν νόον ίλάσκοισθε.»

Η θεά αποκαλυμμένη απαιτεί από τον Κελεό να της κτίσει ένα ναό πάνω από το καλλίχορο φρέαρ. Εκεί αποσύρετε και δεν αφήνει κανένα φυτό να φυτρώσει πάνω στη γη. Οι θνητοί σταματάνε να προσφέρουν πλέον θυσίες στους θεούς. Η γη έπαψε να βλαστάνει και κινδύνεψε να αφανισθεί το ανθρώπινο γένος από προσώπου γης. Ο Δίας φανερά δυσαρεστημένος από τη τραγική εξέλιξη στέλνει τους Ολύμπιους θεούς να παρακαλέσουν την Δήμητρα να μεταβάλει τη γνώμη της και να επιστρέψει στον Όλυμπο. Εκείνη αρνείται και ο Δίας τότε στέλνει τον Ερμή στον ’δη να φέρει πίσω τη κόρη στη Δήμητρα.

O Ερμής, ύστερα από διαταγή του Δία, έφτασε στο βασίλειο των νεκρών, ζητώντας από τον Πλούτωνα να επιτρέψει την επιστροφή της Περσεφόνης στη μητέρα της. Ο Άδης προσποιούμενος ότι λαμβάνει υπ όψη του τις διαταγές του Δία αφήνει τη Περσεφόνη να επιστρέψει στη μητέρα της, αφού πρώτα της δίνει να δοκιμάσει κόκκους ροδιάς ξέροντας ότι αυτό θα τη κρατήσει κοντά του για το ένα τρίτο του έτους. Έπειτα ο βασιλιάς του κάτω κόσμου δίνει το άρμα του στον Ερμή να ανεβάσει τη Περσεφόνη στα υπέργεια παλάτια του Κελεού.

Η Δήμητρα ντυμένη μαινάδα δέχεται τη κόρη στο ναό της, αν και η χαρά της δεν κράτησε πολύ, γιατί
όταν η θεά πληροφορήθηκε ότι η κόρη της είχε αναγκασθεί να φαει ρόδι πριν επιστρέψει στην Ελευσίνα, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την κρατήσει για πάντα κοντά της. Με την επέμβαση της Ρέας συμφώνησαν οι θεοί να μένει η Περσεφόνη το ένα τρίτο του έτους στο σύζυγό της Πλούτωνα και τα άλλα δύο τρίτα μεταξύ των Ολυμπίων θεών και της μητέρας της. Η θεά δέχθηκε την πρόταση και αφήνει πάλι τα φυτά και τα δένδρα να ανθίσουν ως ένδειξη ικανοποίησης για την επιστροφή της Περσεφόνης.

Στη γιορτή αυτή συμμετέχει και η Εκάτη που εξ αρχής είχε βοηθήσει τη Δήμητρα στην ανεύρεση της Περσεφόνης.

Εξευμενισμένη η Δήμητρα προτού επιστρέψει στην οικία των θεών, νιώθοντας βαθιά ευγνώμων στους Ελευσίνιους για τη φιλοξενία τους, δίδαξε στα μέλη των τεσσάρων βασιλικών οικογενειών, τον Τριπτόλεμο, τον Εύμολπο τον Διοκλή, και τον Κελεό, τα μυστήρια της λατρείας της τα σεμνά όργια που βασίζονταν στο ιερό δράμα και τα οποία αξίωσε να τελούν κάθε χρόνο προς τιμή και ανάμνηση Αυτής μέσα στο ναό τον οποίο ανέγειραν γι αυτό το σκοπό.Η θεά αξίωσε επίσης απόλυτη μυστικότητα, υποσχόμενη σαν αντάλλαγμα αιώνια ευημερία στην πόλη, λέγοντας τους ότι τα μυστήρια αυτά θα ήταν τα ύψιστα σε σχέση με την πνευματική και ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου καθώς επίσης ότι θα τον προετοίμαζαν για τη μετά θάνατον μακαριότητα.

Το πρώτο σημείο πού έσπειραν τα δημητριακά ήταν έξω από την Ελευσίνα και προς τα Μέγαρα το ονομαζόμενο Ράριο πεδίο. Ο ήρωας Ράρος ήταν παππούς η πατέρας του Τριπτόλεμου. Εκεί στο κτήμα του Ράρου υπήρξε και το πρώτο ιερό αλώνι με βωμό αφιερωμένο στον Τριπτόλεμο, όπου κατασκεύαζαν τους πλακούντες οι οποίοι στη συνέχεια θα αφιερώνονταν στους θεούς των μυστηρίων. Μετά το Ράριο σπάρθηκε το Θριάσιο πεδίο και ο Τριπτόλεμος ανέλαβε να μεταφέρει τη γνώση στους ανθρώπους σχετικά με τη καλλιέργεια της γης, τη σπορά και το θερισμό του σίτου καθώς και τη παρασκευή του άρτου. Ως δάσκαλος εξ ουρανών συνέβαλλε τα μέγιστα στην κατανόηση των ανθρώπων για την αξία της ήμερης τροφής, που τόσο είχε να κάνει με τον πολιτισμό και την υλική ευημερία του.

Read More

Social Profiles

Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email Pinterest
Flag Counter

Labels

biographies (15) Historical (96) Legend (7) My Memories (1) Poetry (4) Science (22) Sosial (12) Space (4)

Blog Archive

Popular Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

OnLine Opinions..

Click to Open Click to Open Click to Open Click to Open antinews

Αναγνώστες

BTemplates.com

Theme Download

Το DNA μας, είναι ένας ταξιδιώτης από μια παμπάλαια χώρα που ζει μέσα σε όλους μας. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, μέσω των μητέρων μας, με μια χούφτα γυναίκες που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Copyright © Seafarer97 | Powered by Blogger
Design by Lizard Themes - Published By Gooyaabi Templates | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com