Read More

Τα Κουλέντια

Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης. Το χωριό βρίσκεται σκαρφαλωμένο στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά....
Read More

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στο Νομό Λακωνίας.
Read More

Η προβλήτα της Αγίας Μαρίνας,

Η σιδηροδρομική γέφυρα (ή προβλήτα) της Αγίας Μαρίνας, αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παραθαλάσσιου χωριού και ταυτόχρονα είναι ένα πολύ σημαντικό νεότερο Βιομηχανικό μνημείο, ηλικίας 130 ετών. Εκεί μάθαινα να κολυμπώ και δέθηκα με την θάλασσα...
Read More

Βλυχάδα Ρειχιάς: Η κρυμμένη παραλία που μαγεύει τους επισκέπτες

Κάποια μέρη που βλέπουμε, ακόμα και μέσα από μερικές φωτογραφίες, μας κάνουν να θέλουμε να τα επισκεφθούμε, γιατί απλά, φαίνεται πως είναι από αυτά που λέμε κρυμμένοι παράδεισοι.
Read More

5 χιλιόμετρa από την Σούρπη, συναντάμε τον οικισμό Νήες.

Είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός, με μοναδικές γωνιές, που όσοι τις έχουν απαθανατίσει με την φωτογραφική τους μηχανή, τις παρομοιάζουν με πίνακα ζωγραφικής.

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

μας ταξίδεψε στον Ταύγετο


 

Read More

Ο Φίλος μου ο Πότης

 




Read More

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Στ΄ Αλώνι του Αι-Στράτηγου



 

Read More

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Αγάπες του Βουνού












Read More

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

κότσυφες

 Από το θαυμάσιο λαογραφικό βιβλίο του Παναγιώτη Στούμπου
ΚΟΥΜΟΥΤΣιΩΤιΚΟι ΚΑΗΜΟι ΚΑι ΑΝΤιΛΑΛΟι
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡ. ΣΤΟΥΜΠΟΣ
Γεννήθηκε στην Κουμουστά της Λακεδαίμονος στις υπώρειες του Ταϋγέτου.
Λάτρης της φύσης και της ποιμενικής ζωής.
Συγγραφέας του βιβλίου «Κουμουστιώτικοι καημοί και αντίλαλοι» και βουκολικός στιχοπλόκος, τραγουδιστής και οργανοπαίκτης.
Μεγάλες του αγάπες: τα γράμματα και η μουσική.
Με το ταλέντο του ξεπέρασε τις μικρές γνώσεις του και αναδείχθηκε η μοναδική «όαση» της Κουμουστιώτικης κοινωνία


Έχουνε χάρη οι κότσυφες, σεβντά οι κιτρινομύτες
Όπου δεν καταδέχονται να πα να ξεχειμάσουν
Σε ξένους τόπους άχαρους, ζεστούς ξεγυμνωμένους
Μον μένουν όπου είναι λιόδεντρα, κληματαριές και λόγγοι
Με κουμαριές κι αγραπηδιές και όχτια με βατιώνες
Και πότε πότ’ ανέμελοι σκαλίζουνε και βόσκουν
Πότε τσιρίζουν τρεις φορές και φεύγουν τρομαγμένοι
Γιατ’ έχουν δει τον κυνηγό κι ακούσει το γεράκι
Κλωσσομανάν τ’απόβραδα αντίς να κουβεντιάζουν
Σα να ξετάζουν τον καιρό κι αν είν’ να ρίξει χιόνι
Γλυκά γλυκ’ ανοιξιάτικα το λένε το χειμώνα
Και χολογιούνταν οι βοσκοί κλαίγανε οι βοσκοπούλες
Μπάζανε ξύλα στις σπηλιές πριν να θαυτούν στα χιόνια
Την άνοιξη ερωτεύονται και λιανοτραγουδάνε
Ώσπου λυγάνε οι κόσφαινες κι οι σερνικοί κοσφάδες
Τις βρίσκουν τις βατεύουνε και έτσι ζευγαρωμένοι
Πάνε πλευρά σε πρόβατα πάνε κοντά σε γίδια
Και βγαίνουν στα ψηλά βουνά μένουν κοντά σε στρούγκες
Και παίρνουνε κωλόκουρα και παίρνουνε ξελιάρια
Και χτίζουνε στα έλατα στα κέντρα στα πυρνάρια
Φωλειές σα ρασοκούβαρα σα χούφτες βελουδένιες
Κι εκεί γεννάν οι κόσφαινες κι οι σερνικοί κοσφάδες
Τους πάνε σύνταχα φαΐ κι από μεριά φυλάνε
Να μη της δει η δεντρογαλιά, το έρμο το γεράκι
Κι όντα τσοφλίσουνε τα αυγά και τα μικρά κοσφάκια
Χάσκουνε με το θόρυβο και το θεό τηράνε
Πάει ο τσοπάνης ο καλός και τα κρυφοκοιτάζει
Χλωρό τυρί και θρέφονται μυτζήθρα κι ημερεύουν
Κι εχ’ ο τσοπάνης κότσυφες ήμερους και γλετζέδες
Π’ όντας χαράζει την αυγή δεχτά δεχτά σφουράνε
Τις στάνες και σκαρίζουνε πρινού καλοφωτίσει
Κι όντας ακούει στον ύπνο του να κεαληδούν κοσφάδες
Να κελαηδάνε πέρδικες και να βαρούν κουδούνια
Κι αν είν’ κουδούνια διαλεχτά και νεραϊδοπαρμένα
Όπου βαρούν απόμερα και αγριοκοιτιούντ’ ομπρός του
Κι όντας μακριά κάποιο σκυλί βαβίζ’ ανάρια ανάρια
Ξυπνάει ο τσοπάνης ο καλός και κάνει το σταυρό του
Και λέει, θε μου σ’ ευχαριστώ αυτά π’ ακούω με φτάνουν
Ετούτα ο δόλιος έλεγα σε ούλες τις προσευχές μου
Αλλ’ ήταν ο θεός ψηλά, ήταν που λεν αλάργα
Δε μ’ άκουσε και ζήλεψε ο χάρος να με πάρει
Και μια και δυο μου τράβηξε ξυλιές με το ραβδί του
Ώσπ’ έπεσα μισάρρωστος και μισοπεθαμένος
Μου κλέψανε τα γίδια μου τα έρμα τα σκυλιά μου
Π’ ούλο το δρόμ’, ορμάγανε να φάν τους αφεντάδες
Τους ξένους που τα τσίτωσαν για να διαβούν τον Ίρη
Τώρα! Στου κάμπου τις βοές, στις κάψες, τα λιοβόρια
Μετράου τις ώρες και ήθελα ταχιά που θα πεθάνω
Μα ‘ρθείτε κοτσυφάδες μου δω κάτου αγάλ’ αγάλι
Να πάρετε στ’ ανάλαφρα φτερά σας την ψυχή μου
Να μου την πάτε στα βουνά πρινού την εύρ’ ο χάρος
Και μου την πάει στα τάρταρα της μαύρης γης τον πάτο
Θέλω η ψυχή μου ναν’ ψηλά σε σύρραχα βουνίσια
Όπως το κλεφτολήμερο και τ’ όμορφο ντερνέκι
Κι όπως την Άγια Κυριακή απ’ είναι το χωριό μου
Κι αν είν ψυχές οι κότσυφες κι αν οι χαψιανοί μου
Με εκείνους θέλω να σταθεί να βραδολημεριάζει
Γιατ’ όπου θε κι αν γύρισα τέτοιες ψυχές δεν βρήκα

Read More

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Δύο μαρτυράνε, ένανε τόνε κρεμάνε.

 Πηγή: Περιοδικό Η ΦΑΡΙΣ

Περίοδος Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ 71Ο ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019 

Παναγιώτη Χ. Στούμπου (†)

Ο συντοπίτης μας Παναγιώτης Χ. Στούμπος (1929-1995) είχε λογοτεχνικό ταλέντο.

Μεγάλο μέρος από τις σημειώσεις του έχει εκδοθεί. Το παρακάτω κείμενο είναι από τα ανέκδοτα χειρόγραφά του και βρίσκεται στο αρχείο του περιοδικού.

Κάλλιο, λένε οι δικαστικοί, ν’ απαλλάξουμε έναν ένοχο παρά να δικάσουμε έναν αθώο. Και όμως πολλοί ένοχοι έχουνε απαλλαγεί, αλλά και πολλοί αθώοι καταδικαστεί. Γιατί; Γιατί υπάρχουνε πάντοτε άνθρωποι έτοιμοι να δικάσουνε π.χ. άντρες μεγάλους όπως τον Κολοκοτρώνη κι όλους σχεδόν τους αγωνιστές του ’21. Πώς να μην υπάρχουνε πια να δικάσουνε και μικρούς; Κάτι τέτοια θα δούμε στις παρακάτω σειρές.

Πριν από εκατό-εκατόν πέντε χρόνια στο Ξηροκάμπι ήτανε κάποιος νέος που τηραγμούς δεν είχενε. «Σαν τη μαρμαροκολώνα στέκεις μες την εκκλησιά και μαραίνεις και τρελλαίνεις του μανάδω τα παιδιά». Τούτο το τραγούδι λέγανε τότες στους σταυρωμένους νέους και νέες που ξεχωρίζανε. Αυτό λέγανε και στον Αποστόλη Σκουργιώτη που ήτανε αδελφός στους παππούδες του Τσιγαλαίωνε και του μακαρίτη του Αριστείδη Σκουργιώτη. Οι νέες, που τότες ζηλεύανε και τους λήσταρχους, πώς να μην ζηλεύουνε και τον Σκουργιώτη; Όλες οι υποψήφιες χάσκανε ποια να τον πρωτοπάρει, μα κείνος είχενε κάποια ηλικιωμένη που τη λέγανε Πάταινα. Έμπαινε με το θάρρος στο σπίτι της, πέρναγε τον καιρό του, αλλά κι από την άλλη μεργιά τα είχενε φτιάξει και με κάποια Προκοπιδίτσα πεντάμορφη και σχεδίαζε να την παντρευτεί. Αλλά όσο και να όιντιζαν τα νιάτα, οι οικογένειές τους δεν ήτανε οϊντινισμένες. Ο Σκουργιώτης ήτανε κουβεντιασμένος οτ’ έμπαινε σε κλεψιές που τότενες λίγο-πολύ όλοι οι νέοι κάτι εγγίζανε, ενώ μέχρι σήμερα ακούμε πως η Κρήτη μαστίζεται από ζωοκλέφτες. Η οικογένεια του κοριτσιού είχενε περάσει κιόλας στην άρχουσα τάξη. Είχενε βγάλει δάσκαλο, ήταν νομοταγής, γι’ αυτό ο Δήμαρχος που διόριζε με το χέρι του τους αγροφύλακες κι αστυνομικούς είχενε διορίσει αστυνόμο τον Προκοπίδη, πατέρα, κάνε αδελφό, του κοριτσιού. 

Το λαϊκό σύνταγμα, οι παροιμίες, λέγανε: «τον όμοιο σου συμπέθερο, τον κάλλιο σου κουμπάρο». Πώς λοιπόν οι σοϊλίτες να κατεβαίνανε χαμπηλότερα και να κάμουνε γαμπρό τους τον ακουσμένονε κλέφτη; Όταν τους γύρεψε την κοπέλα τους, όχι του είπανε παστρικά. Κι ο Σκουργιώτης στα κρυφά έσμιγε με την κόρη τους και ρίγνανε σκέδια για να κλεφτούνε· όμως κι’ αυτό δεν ξέφυγε από τα αστυνομικά μάτια· κι όσο να διαβάσει η αλεπού τα φερμάνια της, πήγανε αλλού τα τομάρια της.

Σκέδια ρίξανε κι οι Προκοπιδαίοι, και μάλιστα αστυνομικά, ύπουλα και διαβολεμένα. Σαν αφού αργήσανε τις νύχτες στην αγορά του Ξηροκαμπίου σαν αστυνόμοι που ήτανε, από κάποιο εμπορικό κλέψαν οι ίδιοι κάποιο πακέτο νέμα κι άλλες ψιλολογίες. Την αυγή σκόρπισε στο χωριό η κουβέντα πως κλέφτηκε το τάδε εμπορικό κι η αστυνομία έκανε ανακρίσεις σε τάχα υπόπτους, ενώ στην ουσία καιροφύλαγε το Σκουργιώτη. Κι όταν ο άνθρωπος με τη μάνα του πήγανε κάποια ημέρα στη Σπάρτη για δουλειές τους, με διαβολικό τρόπο μέρα μεσημέρι ανοίξανε το σκουργιωταίικο σπίτι και χώσαν στις αστράχες τα κλεψιμαίικα, δίχως να τους ιδεί μήτε πουλί.

Όταν οι άνθρωποι γυρίσανε από τη δουλειά τους, μπούκαρε η αστυνομία στο σπίτι, έκαμε έρευνα· βρήκε τα κλεψιμαίικα κι άρπαξε το Σκουργιώτη, τον προφυλάκισε˙βγήκε η δίκη κι όσο κι αν φώναζε τ’ άτυχο παλικάρι: «είμαι αθώος, είμαι αθώος», κανείς δεν τον πίστεψε. Δικάστηκε σε πολύμηνη φυλακή. Λεφτά για τέτοιες ποινές δεν υπάρχανε κι έτσι οι καταδικασμένοι μπαίνανε φυλακή και με κίνδυνο της υγείας τους· γιατί από εκεί μέσα οι περισσότεροι βγαίνανε με χτικιό. Ο Σκουργιώτης το πήρε βαριά το άδικο. Του λέγανε οι βαρυποινίτες να μην σιχλετίζεται. Στα μισά της ποινής του του κόλλησε τ’ αγιάτρευτο θεριό κι όταν απόγινε, οι φύλακες τον αμπολήκανε.

Οι Προκοπιδαίοι τρίβανε τα χέρια τους από χαρά. Μ’ ένα σμπάρο είχανε πετύχει δυο στόχους· ένανε π’ απαλλαγούντανε μια και καλή από τον καύκο της αδελφής τους κι άλλονε που πήρανε επαίνους για τάχα ενεργητικοί στη δούλεψή τους. Όταν το παλικάρι κατάλαβε ότι πλήσιαζε το τέλος του, ζήτησε και του πήγανε τον παπά να κοινωνήσει· κι εκεί τον ακούσανε οι δικοί του που ξεμολοήθηκε στον παπά, χωρίς κανείς να του το ζητήσει. «Παπά», του είπε με σβησμένη φωνή: «όγοια πέτρα να σήκωνες ποκάτω θα μ’ ηύρισκες. Σε τούτο εδώ ήμουνα αθώος. Δεν μπόρεσα όμως να νταποδείξω στους δικαστές, γιατί δυο μαρτυράνε, ένανε τόνε κρεμάνε. Και μου το κάμανε αυτό, παπά, του συνέχιζε, γιατί δε με θέλανε, γιατί δεν ήμουνα καλός τάχας στην κοινωνία, γιατί έκλεβα. Εκείνοι που ’με σκοτώσανε ύπουλα, παπά, είναι καλοί; Στο νόμο δε θα δώκουνε λόγο, θα δώκουνε κάνε στο Θεό; «Καλό μου παιδί», του είπε ο παπάς, «να ’είσαι σίγουρος πως ο Θεός αργητής είναι, λησμονητής δεν είναι. Μια μέρα των ημερών η φαμελιά τους θα ξακληρίσει· η αμαρτία γεννάει θάνατο». Ετούτα του είπε ο παπάς και τον κοινώνησε. Ύστερα από μέρες ο πρώτος μορφονιός του Ξηροκαμπιού ταξίδευε για κείνους τους κόσμους που δεν έχουνε ύπουλους ψευτομάρτυρες κι ευκολόπιστους δικαστές.

Αυτά μολόγαγε η Παναγού η Στούμπαινα, το γένος Γιάννη Ψυλλάκου, που τον είχενε πρώτο της ξάδερφο· η μάνα του κι ο πατέρας της αδέρφια και τον έκλαιγε όσο ζούσε.







Read More

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Ο ινδιάνος αρχηγός Σιάτλ... Το Γράμμα....

Το κείμενο χρονολογείται γύρω στα 1855 και αποτελεί την απάντηση του Σιάτλ, αρχηγού μιας φυλής Ινδιάνων, στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Φραγκλίνο Πηρς, ο οποίος ζήτησε από τους Ινδιάνους να πουλήσουν τη γη τους στην αμερικανική κυβέρνηση. Η πρόταση αυτής της αγοραπωλησίας ήταν εντελώς ξένη στις αντιλήψεις και στον τρόπο ζωής των Ινδιάνων. Ο Σιάτλ εκφράζει με περηφάνια και σεβασμό στην παράδοση τον τρόπο σκέψης της φυλής του και οι σκέψεις του, αν και απέχουν από εμάς ενάμιση σχεδόν αιώνα, είναι εξαιρετικά επίκαιρες στην εποχή μας, τώρα που όλοι πλέον βιώνουμε τις ολέθριες συνέπειες από την υπερβολική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τη διαρκώς επεκτεινόμενη οικολογική καταστροφή του πλανήτη μας.

Ο ινδιάνος αρχηγός Σιάτλ

Ο μεγάλος αρχηγός στην Ουάσιγκτον μηνάει πως θέλει να αγοράσει τη γη μας. O μεγάλος αρχηγός μηνάει ακόμα λόγια φιλικά και καλοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρομε πως αυτός λίγο τη χρειάζεται αντίστοιχα τη φιλία μας. Την προσφορά του θα τη μελετήσουμε, γιατί ξέρομε πως, αν δεν το πράξουμε, μπορεί ο λευκός να προφτάσει με τα όπλα και να πάρει τη γη μας.

Πώς μπορείτε να αγοράζετε ή να πουλάτε τον ουρανό – τη ζέστα της γης; Για μας μοιάζει παράξενο. Η δροσιά του αγέρα ή το άφρισμα του νερού ωστόσο δε μας ανήκουν. Πώς μπορείτε να τα αγοράσετε από μας; Κάθε μέρος της γης αυτής είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε αστραφτερή πευκοβελόνα, κάθε αμμούδα στις ακρογιαλιές, κάθε θολούρα στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει είναι, στη μνήμη και στην πείρα του λαού μου, ιερό.

Ξέρομε πως ο λευκός δεν καταλαβαίνει τους τρόπους μας. Τα μέρη της γης, το ένα με το άλλο, δεν κάνουν γι’ αυτόν διαφορά, γιατί είναι ένας ξένος που φτάνει τη νύχτα και παίρνει από τη γη όλα όσα τού χρειάζονται. Η γη δεν είναι αδερφός του, αλλά εχθρός που πρέπει να τον κατακτήσει, και αφού τον κατακτήσει, πηγαίνει παρακάτω.

Με το ταμάχι που έχει θα καταπιεί τη γη και θα αφήσει πίσω του μια έρημο. Η όψη που παρουσιάζουν οι πολιτείες σας, κάνει κακό στα μάτια του ερυθρόδερμου. Όμως αυτό μπορεί και να συμβαίνει επειδή ο ερυθρόδερμος είναι άγριος και δεν καταλαβαίνει.

Αν αποφασίσω και δεχτώ, θα βάλω έναν όρο. Τα ζώα της γης αυτής ο λευκός θα πρέπει να τα μεταχειριστεί σαν αδέρφια του. Τι είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα; Αν όλα τα ζώα φύγουν από τη μέση, ο άνθρωπος θα πεθάνει από μεγάλη εσωτερική μοναξιά, γιατί όσα συμβαίνουν στα ζώα, τα ίδια συμβαίνουν στον άνθρωπο.

Ένα ξέρομε, που μπορεί μια μέρα ο λευκός να το ανακαλύψει: ο Θεός μας είναι ο ίδιος Θεός. Μπορεί να θαρρείτε πως Εκείνος είναι δικός σας, όπως ζητάτε να γίνει δική σας η γη μας. Αλλά δεν το δυνόσαστε. Εκείνος είναι Θεός των ανθρώπων. Και το έλεος Του μοιρασμένο απαράλλαχτα σε ερυθρόδερμους και λευκούς. Αυτή η γη Του είναι ακριβή. Όποιος τη βλάφτει, καταφρονήσει το Δημιουργό της. Θα περάσουν οι λευκοί – και μπορεί μάλιστα γρηγορότερα από άλλες φυλές. Όταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου, κάποια νύχτα θα πλαντάξεις από τις μαγαρισιές σου. Όταν όλα τα βουβάλια σφαχτούν, όταν όλα τα άγρια αλόγα τα ημερέψουν, όταν την ιερή γωνιά του δάσους τη γιομίσει το ανθρώπινο χνότο και το θέαμα των φουντωμένων λόφων το κηλιδώσουν τα σύρματα του τηλέγραφου με το βουητό τους, τότες πού να βρεις το ρουμάνι; Πού να βρεις τον αϊτό; Και τι σημαίνει να πεις έχε γεια στο φαρί σου και στο κυνήγι; Σημαίνει το τέλος της ζωής και την αρχή του θανάτου.

Πουθενά δε βρίσκεται μια ήσυχη γωνιά μέσα στις πολιτείες του λευκού. Πουθενά δε βρίσκεται μια γωνιά να σταθείς να ακούσεις τα φύλλα στα δέντρα την άνοιξη ή το ψιθύρισμα που κάνουν τα ζουζούνια πεταρίζοντας. Όμως μπορεί, επειδή, καταπώς είπα, είμαι άγριος και δεν καταλαβαίνω – μπορεί μονάχα για το λόγο αυτόν ο σαματάς να ταράζει τα αυτιά μου. Μα τι μένει από τη ζωή, όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αφουγκραστεί τη γλυκιά φωνή που βγάζει το νυχτοπούλι ή τα συν ακούσματα των βατράχων ολόγυρα σε ένα βάλτο μέσα στη νυχτιά; Ο ερυθρόδερμος προτιμάει το απαλόηχο αγέρι λαγαρισμένο από την καταμεσήμερο βροχή ή μοσχοβολημένο με το πεύκο. Του ερυθρόδερμου του είναι ακριβός ο αγέρας, γιατί όλα τα πάντα μοιράζονται την ίδια πνοή – τα ζώα, τα δέντρα, οι άνθρωποι. Ο λευκός δε φαίνεται να δίνει προσοχή στον αγέρα που ανασαίνει. Σαν ένας που χαροπολεμάει για μέρες πολλές, δεν οσμίζεται τίποτα.

Αν ξέραμε, μπορεί να καταλαβαίναμε – αν ξέραμε τα όνειρα του λευκού, τις ελπίδες που περιγράφει στα παιδιά του τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τα οράματα που ανάφτει στο μυαλό τους, ώστε ανάλογα να δέονται για την αυριανή. Αλλά εμείς είμαστε άγριοι. Μας είναι κρυφά τα όνειρα του λευκού. Και επειδή μας είναι κρυφά, θα εξακολουθήσουμε το δρόμο μας. Αν τα συμφωνήσομε μαζί, θα το πράξουμε, για να σιγουρέψουμε τις προστατευόμενες περιοχές που μας τάξατε. Εκεί θα ζήσουμε, μπορεί, τις μετρημένες μέρες μας καταπώς το θελήσομε. Όταν ο στερνός ερυθρόδερμος λείψει από τη γη, και από τη μνήμη δεν απομείνει παρά ο ίσκιος από ένα σύννεφο που ταξιδεύει στον κάμπο, οι ακρογιαλιές αυτές και τα δάση θα φυλάγουν ακόμα τα πνεύματα του λαού μου – τι* αυτή τη γη την αγαπούν, όπως το βρέφος αγαπάει το χτύπο της μητρικής καρδιάς. Αν σας την πουλήσουμε τη γη μας, αγαπήστε την, καθώς την αγαπήσαμε εμείς, φροντίστε την, καθώς τη φροντίσαμε εμείς, κρατήστε ζωντανή στο λογισμό σας τη μνήμη της γης, όπως βρίσκεται τη στιγμή που την παίρνετε, και με όλη σας τη δύναμη, με όλη την τρανή μπόρεση σας, με όλη την καρδιά σας, διατηρήστε τη για τα τέκνα σας, και αγαπήστε την, καθώς ο Θεός αγαπάει όλους μας. Ένα ξέρομε – ο Θεός σας είναι ο ίδιος Θεός. Η γη Του είναι ακριβή. Ακόμα και ο λευκός δε γίνεται να απαλλαχτεί από την κοινή μοίρα.

Read More

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

José Raúl Capablanca y Graupera


 Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Όνομα στη μητρική γλώσσα José Raúl Capablanca y Graupera (Ισπανικά)

Γέννηση 19  Νοεμβρίου 1888

Αβάνα

Θάνατος 8  Μαρτίου 1942

Νέα Υόρκη

Αιτία θανάτου εγκεφαλική αιμορραγία

Συνθήκες θανάτου φυσικά αίτια

Χώρα πολιτογράφησης Κούβα (1898–1942)

Ισπανία (1888–1898)

Εκπαίδευση και γλώσσες

Ομιλούμενες γλώσσες Ισπανικά

Καταλανικά

Σπουδές Fu Foundation School of Engineering and Applied Science

Πληροφορίες ασχολίας

Ιδιότητα σκακιστής  μυθοπλαστικός συγγραφέας διπλωμάτης

Αξιώματα και βραβεύσεις

Βραβεύσεις Παγκόσμιο σκακιστικό πρωτάθλημα

Ο Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα υ Γκραουπέρα (José Raúl Capablanca y Graupera, 19 Νοεμβρίου 1888 – 8 Μαρτίου 1942) ήταν Κουβανός σκακιστής, με ισπανικές ρίζες, παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι από το 1921 έως το 1927. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους σκακιστές όλων των εποχών, διάσημος για τα εντυπωσιακά φινάλε του, την εκπληκτική ακρίβεια και την ταχύτητα παιχνιδιού του. Εξαιτίας της απαράμιλλης μαεστρίας του στη σκακιέρα και το σχετικά απέριττο στυλ παιχνιδιού του, ονομάστηκε Ανθρώπινη Σκακιστική Μηχανή. Θεωρείται από πολλούς ειδικούς ως ο πιο ταλαντούχος σκακιστής όλων των εποχών.

Βιογραφία και Καριέρα

Παιδική και εφηβική ηλικία

Ο Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα, παιδί-θαύμα, σε φωτό του 19ου αιώνα σε ηλικία 4 ετών, παίζοντας σκάκι με τον πατέρα του

Ο Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα, δεύτερος, από τους επιβιώσαντες στη γέννηση, γιος ενός Ισπανού αξιωματικού (η Κούβα ανήκε τότε στην Ισπανία),[14] γεννήθηκε στην Αβάνα της Κούβας στις 19 Νοεμβρίου 1888. Σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται ο ίδιος, έμαθε τους κανόνες του παιχνιδιού στην ηλικία των τεσσάρων ετών παρακολουθώντας τον πατέρα του να παίζει, επισήμανε μάλιστα μια λανθασμένη κίνηση στον πατέρα του, ενώ στη συνέχεια τον κέρδισε δύο απανωτές φορές.

Στην ηλικία των οχτώ ετών έγινε μέλος του Σκακιστικού Ομίλου της Αβάνας, όμιλος που είχε διοργανώσει πολλά σημαντικά τουρνουά, όμως λόγω συμβουλής κάποιου γιατρού, δεν έπαιζε συχνά για να μην επιβαρυνθεί λόγω του μικρού της ηλικίας του (το σκάκι είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό πνευματικό παιχνίδι, πολύ περισσότερο σε αγωνιστικό επίπεδο). Μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 1901, σε ηλικία μόλις 13 ετών, κέρδισε σε παρτίδα τον 38χρονο τότε Κουβανό εθνικό πρωταθλητή Χουάν Κόρσο. Παρόλα αυτά τον Απρίλη του 1902 απογοήτευσε, κατατασσόμενος μόλις τέταρτος από έξι διεκδικητές του κουβανέζικου πρωταθλήματος, χάνοντας και στα δύο ματς που έδωσε εναντίον του Κόρσο.

Το 1905 πέρασε με χαρακτηριστική ευκολία τις εισαγωγικές εξετάσεις του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης όπου, διακαώς επιθυμώντας να γίνει μέλος της ισχυρής ομάδας μπέιζμπολ του πανεπιστημίου, κατάφερε και επιλέχθηκε ως μέλος της ομάδας των πρωτοετών φοιτητών. Την ίδια χρονιά, γίνεται μέλος του Σκακιστικού Ομίλου του Μανχάταν όπου σύντομα αναδεικνύεται σε ισχυρότερο παίκτη στις τάξεις του.

Ήταν ιδιαιτέρως ικανός στο γρήγορο σκάκι (ράπιντ, όπου ο χρόνος σκέψης των σκακιστών είναι πολύ περιορισμένος), κερδίζοντας ένα τουρνουά το 1906, μπροστά και από τον κορυφαίο την εποχή εκείνη σκακιστή και παγκόσμιο πρωταθλητή, τον Γερμανό μαθηματικό και φιλόσοφο Εμάνουελ Λάσκερ (παγκόσμιο πρωταθλητή επί 27 χρόνια, ρεκόρ εκπληκτικό και ακατάρριπτο έως τα σήμερα).

Σύμφωνα με τα αρχεία του Πανεπιστημίου Κολούμπια, ο Καπαμπλάνκα είχε εγγραφεί μετά από τις επιτυχείς εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή Μεταλλευμάτων, Μηχανικής και Χημείας του πανεπιστημίου, τον Σεπτέμβρη του 1910, για να σπουδάσει χημικός μηχανικός. Το 1908 όμως παράτησε το πανεπιστήμιο για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο σκάκι

Πρώτα χρόνια καριέρας

Η ικανότητα του Καπαμπλάνκα στο σκάκι ράπιντ τον οδήγησε στη συμμετοχή σε επιδείξεις σιμουλτανέ (παιχνίδι εναντίον πολλών παιχτών ταυτόχρονα σε διαφορετικά τραπέζια, με μετακίνηση από τραπέζι σε τραπέζι) σκακιού και η διαρκώς αυξανόμενη φήμη του σε αυτά τα τουρνουά τον οδήγησε στο να κάνει μια μεγάλη περιοδεία επιδείξεων στις Η.Π.Α το 1909.

Παίζοντας 602 παρτίδες σε 27 πόλεις, είχε ποσοστό νικών 96,4%, ένα εκπληκτικό ποσοστό επιτυχών παρτίδων. Οι εμφανίσεις αυτές τού έφεραν χρηματική ενίσχυση υπό μορφή χορηγίας για τη διοργάνωση ενός αγώνα επίδειξης εναντίον του πρωταθλητή των Η.Π.Α Φρανκ Μάρσαλ,[19] ο οποίος είχε κερδίσει το 1904 το τουρνουά των Πηγών Κέιμπριτζ μπροστά από τον παγκόσμιο πρωταθλητή Λάσκερ και ο οποίος στην ακμή του θεωρείτο μέσα στους τρεις καλύτερους σκακιστές στον κόσμο.[20]

Ο Καπαμπλάνκα νίκησε τον Μάρσαλ με σκορ 15-8 (8 νικηφόρες παρτίδες, 1 ήττα και 14 ισοπαλίες σε σύνολο 23 παρτίδων) - επίδοση που συγκρινόταν με τη νίκη του Λάσκερ εναντίον του Μάρσαλ το 1907 για τον παγκόσμιο τίτλο (8 νίκες, καμία ήττα και 7 ισοπαλίες τότε για τον Λάσκερ). Μετά το ματς με τον Μάρσαλ, ο Καπαμπλάνκα δήλωσε ότι ποτέ πριν δεν είχε ανοίξει ένα βιβλίο θεωρίας σκακιού με σκακιστικά ανοίγματα. Μετά το παιχνίδι αυτό, αναρριχήθηκε στην τρίτη θέση των καλύτερων παιχτών παγκοσμίως στην παγκόσμια σκακιστική κατάταξη, θέση που διατήρησε για όλη την περίοδο 1909-1912.

Στη συνέχεια μετά από μια νέα σειρά επιδείξεων σιμουλτανέ, πλασαρίστηκε δεύτερος στο εθνικό τουρνουά της Νέας Υόρκης πίσω από τον Μάρσαλ (10 βαθμοί) με 9,5 βαθμούς. Ο Μάρσαλ εκτιμώντας το ταλέντο του, επέμενε και κατάφερε να προσκληθεί και ο Καπαμπλάνκα στο τουρνουά του Σαν Σεμπαστιάν της Ισπανίας το 1911.

Εκείνη την εποχή το τουρνουά του Σαν Σεμπαστιάν ήταν μέσα στα πέντε ισχυρότερα τουρνουά σκακιού καθώς συμμετείχαν σε αυτό όλοι οι παγκοσμίου κλάσης παίκτες εκτός του παγκόσμιου πρωταθλητή Εμάνουελ Λάσκερ. Στην έναρξη του τουρνουά ο Όσιπ Μπερνστάιν και ο Άρον Νίμζοβιτς διαμαρτυρήθηκαν για τη συμμετοχή του Καπαμπλάνκα γιατί δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις συμμετοχής, μια και δεν είχε καταφέρει να κερδίσει τουλάχιστον την τρίτη θέση σε δύο τουρνουά μάστερ.

Ο Καπαμπλάνκα απάντησε νικώντας με εκπληκτικό παιχνίδι τον Μπερνστάιν μόλις στον πρώτο γύρο, με ακόμα πιο άνετο τρόπο τον Νίμζοβιτς στη συνέχεια,  και εντυπωσίασε τον σκακιστικό κόσμο παίρνοντας τελικώς την πρώτη θέση στο τουρνουά, με 6 νίκες, 1 ήττα και 7 ισοπαλίες, μπροστά από τους κορυφαίους σκακιστές Ακίμπα Ρουμπινστάιν, Μίλαν Βίντμαρ, Φρανκ Μάρσαλ, Καρλ Σλέχτερ, Ζίγκμπερτ Τάρρας κ.ά. Η ήττα του από τον Ρουμπινστάιν αποτέλεσε μια από τις εκπληκτικότερες νίκες και καλύτερα παιχνίδια του δεύτερου σε όλη την καριέρα του.

Κάποιοι Ευρωπαίοι κριτικοί σκακιού χαρακτήρισαν το παιχνίδι του Καπαμπλάνκα αρκετά επιφυλακτικό, αν και είχε τις λιγότερες ισοπαλίες από τους πρώτους έξι που τον ακολούθησαν στην κατάταξη του τουρνουά. Με την επιτυχία αυτή αναγνωρίστηκε ως σοβαρός διεκδικητής του παγκόσμιου τίτλου.

Διεκδικητής του παγκόσμιου τίτλου

Το 1911, ο Καπαμπλάνκα προκάλεσε τον παγκόσμιο πρωταθλητή Εμάνουελ Λάσκερ σε μάχη για τον παγκόσμιο τίτλο. Ο Λάσκερ δέχτηκε αλλά έθεσε 17 όρους διεξαγωγής του παιχνιδιού. Ο Καπαμπλάνκα εξέφρασε τις αντιρρήσεις του για κάποιoυς από τους όρους, που ευνοούσαν τον Λάσκερ, με αποτέλεσμα το ματς αυτό να ματαιωθεί.

Το 1913 κέρδισε ένα τουρνουά στη Νέα Υόρκη με σκορ 11/13, μισό πόντο μπροστά από τον Μάρσαλ. Στη συνέχεια τερμάτισε δεύτερος πίσω από τον Μάρσαλ σε τουρνουά που έλαβε χώρα στη γενέτειρά του Αβάνα, χάνοντας στο μεταξύ τους παιχνίδι.[30]Οι 600 θεατές του παιχνιδιού αποθέωναν το ίνδαλμά τους, αλλά στο τέλος χειροκρότησαν θερμά τον Μάρσαλ για την κατάκτηση της νίκης. Σε επόμενο τουρνουά στον Σκακιστικό Όμιλο Ράις της Νέας Υόρκης, ο Καπαμπλάνκα κέρδισε και τα 13 παιχνίδια που έδωσε.

Τον Σεπτέμβρη του 1913 διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Κούβας, γεγονός που του χάρισε οικονομική ασφάλεια για την υπόλοιπη ζωή του. Δεν είχε συγκεκριμένα καθήκοντα, αλλά έπαιζε ένα ρόλο πρέσβη της χώρας του οπουδήποτε ταξίδευε στον κόσμο λόγω της αναγνωρισιμότητάς του. Αργότερα τού δόθηκαν οδηγίες να πάει στην Αγία Πετρούπολη για συμμετοχή σε ένα μεγάλο τουρνουά.

Read More

Social Profiles

Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email Pinterest
Flag Counter

Labels

biographies (15) Historical (96) Legend (7) My Memories (1) Poetry (4) Science (22) Sosial (12) Space (4)

Blog Archive

Popular Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

OnLine Opinions..

Click to Open Click to Open Click to Open Click to Open antinews

Αναγνώστες

BTemplates.com

Theme Download

Το DNA μας, είναι ένας ταξιδιώτης από μια παμπάλαια χώρα που ζει μέσα σε όλους μας. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, μέσω των μητέρων μας, με μια χούφτα γυναίκες που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Copyright © Seafarer97 | Powered by Blogger
Design by Lizard Themes - Published By Gooyaabi Templates | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com