Read More

Τα Κουλέντια

Τα Κουλέντια (σήμερα Ελληνικό), είναι ένα ήρεμο μικρό γραφικό χωριό, με υπέροχη θέα, κρυμμένο στη νοτιοανατολική γωνιά της Λακωνικής γης. Το χωριό βρίσκεται σκαρφαλωμένο στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο .... κλιμακωτά....
Read More

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία

Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στο Νομό Λακωνίας.
Read More

Η προβλήτα της Αγίας Μαρίνας,

Η σιδηροδρομική γέφυρα (ή προβλήτα) της Αγίας Μαρίνας, αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του παραθαλάσσιου χωριού και ταυτόχρονα είναι ένα πολύ σημαντικό νεότερο Βιομηχανικό μνημείο, ηλικίας 130 ετών. Εκεί μάθαινα να κολυμπώ και δέθηκα με την θάλασσα...
Read More

Βλυχάδα Ρειχιάς: Η κρυμμένη παραλία που μαγεύει τους επισκέπτες

Κάποια μέρη που βλέπουμε, ακόμα και μέσα από μερικές φωτογραφίες, μας κάνουν να θέλουμε να τα επισκεφθούμε, γιατί απλά, φαίνεται πως είναι από αυτά που λέμε κρυμμένοι παράδεισοι.
Read More

5 χιλιόμετρa από την Σούρπη, συναντάμε τον οικισμό Νήες.

Είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός, με μοναδικές γωνιές, που όσοι τις έχουν απαθανατίσει με την φωτογραφική τους μηχανή, τις παρομοιάζουν με πίνακα ζωγραφικής.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Έτσι διδάσκει ο μύθος

Βλεπε: Ελληνική μυθολογία του Νίκου Τσιφόρου!
 «…Στην Αττική το κρασί ήρθε από το μέρος που και σήμερα ακόμα το λέμε Διόνυσο. Έτσι διδάσκει ο μύθος.
Ήτανε, λοιπόν, στο Διόνυσο, ένας βασιλιάς, Ικάριο τον λέγανε, και η γυναίκα του, η κυρά Φανοθέα, δουλειά δεν είχε, έγραφε στίχους.
Σήμερα ορισμένες κυρίες που δεν έχουνε δουλειά τα κάνουνε κάτι τέτοια. Και δεν είναι ότι γράφουνε στίχους, σε φωνάζουνε και σου τους διαβάζουνε, τρομάρα τους). Όταν πέρασε, λοιπόν, από κει ο Διόνυσος, τον μουσαφιρέψανε, τον καταπεριποιηθήκανε και η Φανοθέα –κακοχρονονάχη- διάβασε το εξέμετρο – τέτοια έγραφε.
Ο Διόνυσος ξεκαρδίστηκε.
-Μαντάμ, τι να σας πω, μ΄ ανοίξατε την καρδιά.
-Αλήθεια, σας αρέσουνε;
-Τρίχες μ΄ αρέσουνε. Τι είμαι; Κριτικός εμβριθής είμαι να μ΄ αρέσουνε οι σάχλες; Αλλά την καρδιά μου την περιβολιάσατε.
Σκέφτηκε και λιγάκι.
-Άντε να σας δώσω τ΄ αμπέλι, να χετε να σπάτε κέφι.
Και τους έδωσε τ΄ αμπέλι.
Πάνω που τους το δωσε, το θυμήθηκε:
-Ρε συ Ικάριε, φώναξε το βασιλιά. Το κρασί που θα βγάλεις να το κρύψεις.
-Γιατί;
-Γιατί ο λαός άμα πιει μεθάει. Κι άμα μεθάει χάνει την πειθαρχία του. Κι άμα χάσει την πειθαρχία του ο μεθυσμένος από κρασί ή ενθουσιασμό ή ακόμα και κατανόηση των πραγμάτων, ο λαός καταλαβαίνει, ότι δεν του χρειάζονται κάτι βασιλιάδες σαν και σένα και μπορεί να πάθεις μεγάλη ζημιά.
Έφυγε ο θεός, αλλά ο Ικάριος, λωλός και απερίσκεπτος, αντί να περιορίσει το κρασί, όπως έκανε η Αμερική και είδαν μια καλή μέρα τα γκαγκστεράκια, βγήκε και κέρναγε τον κόσμο.
Όποιος έπινε ζήταγε.
-Δως μου κι άλλο.
Δώσε, δώσε, σουρώσανε πολλοί κι αρχίσανε:
-Γιατί αυτός ο ρουφιάνος να χει τα παλάτια και τ΄ αγαθά και τα κρασιά και τα πάντα κι εμείς να δουλεύουμε την τσάπα και να του πλερώνουμε φόρους και να τον προσκυνάμε;
-Ναι, ρε. Άνθρωπος δεν είναι κι αυτός; Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν κοιμάται; Δεν πάει στον καμπινέ;
-Τι μας χρειάζεται;
-Κισλάραγα θα βάλουμε στην κεφάλα μας;
Κι απάνω στο μεθύσι, τον πιάσανε τον Ικάριο.
-Αυτό μας το δωσες για να μας δηλητηριάσεις.
-Έτσι, ρε, μας μεθάτε με μπούρδες για να μας κρατάτε σκλαβάκια σας.
-Όχι, ρε παιδιά. Εγώ το καλό σας θέλω…
Μπα! Τον πιάσανε, τον σκοτώσανε τον Ικάριο.
Την άλλη μέρα που συνήλθανε, τον θάψανε με ευχάς και πονοκέφαλο.


[…] Άλλος βασιλιάς που την έπαθε πάλι από τον Διόνυσο, ήτανε κι ο Μίδας.
Μια μέρα ο Μίδας είδε ένα γέρο Σειληνό και τον έπιασε.
Ο Διόνυσος έμαθε τι γίνηκε, πήγε και τον βρήκε.
-Είσθε απαγωγεύς, ήγουν κιτνάπερ. Πόσα θέλετε να μου τον επιστρέψετε;
-Μπορείς, λέει ο Μίδας, χαζός και φιλοχρήματος, να μου κάνεις μια χάρη; Ό, τι πιάνω να γίνεται χρυσάφι;
-Το χεις.
Πήρε το Σειληνό του κι έφυγε ο Διόνυσος και ο Μίδας χαρά χαρούμενος, άρχισε να μαζεύει χρυσάφια. Άγγιζε πέτρες, άγγιζε ντουβάρια, άγγιζε την πεθερά του, ό, τι άγγιζε χρυσός.
Καμία φορά τον έκοψε η πείνα.
-Άντε, παιδιά, σήμερα το βγάλαμε το μεροκάματο, φέρτε να φάω.
Του φέρανε, πιάνει ο κόπανος ένα κοψίδι, χρυσός το κοψίδι. Πιάνει ψωμί, χρυσός το ψωμί.
Τρελάθηκε.
-Τώρα;
Τώρα σαν ποληώρα. Γιατί όσο χρυσάφι να χεις άμα δεν μπορείς να φας, βράστο…Έτσι λέει ο μύθος κι άσε κάτι μαζώχτρες να μαζεύουνε…
Read More

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Κακού κόρακος κακόν ωόν

Στην αρχαία Αθήνα, κατά τον 5ο αιώνα, ζούσε ένας διάσημος ρήτορας και διδάσκαλος της ρητορικής, που τον έλεγαν Κόρακα. Καταγόταν από τις Συρακούσες, όπου και είχε διατελέσει σύμβουλος (παραδυναστεύων) του τυράνου Ιέρωνα (477-466 π.Χ.), από τον οποίον και εξορίστηκε. Είχε γράψει ένα πολύκροτο για την εποχή του έργο με τον τίτλο «Τέχνη», στο οποίο εξέταζε τους κανόνες της ρητορικής και φυσικά είχε πολλούς μαθητές, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να μάθουν τη ρητορική τέχνη, για να ασχοληθούν εν συνεχεία κυρίως με το γράψιμο δικανικών λόγων, γιατί κατά τους νόμους της αρχαίας δημοκρατίας, στις δίκες δεν παρίστατο δικηγόρος, αλλά κάθε κατηγορούμενος υπεράσπιζε μόνος του τον εαυτό του, απαγγέλοντας λόγο, που τον είχε γράψει κάποιος ρήτορας (Λυσίας, Αισχίνης, Ισαίος κ.ά.).
Μεταξύ των μαθητών του ήταν και ο Αθηναίος Τεισίας, με τον οποίον ο Κόραξ, σίγουρος για τις γνώσεις του και τη διδακτική του ικανότητα, συμφώνησε πως ο μαθητής του θα πλήρωνε τα δίδακτρα μόνον όταν θα κέρδιζε την πρώτη του δίκη στο δικαστήριο, αφού αυτό θα ήταν απόδειξη της καλής του καταρτίσεως.
Ο μαθητής όμως όταν «ξεσκόλισε», δεν ανελάμβανε καμμία δίκη και έτσι ούτε έχανε ούτε κέδιζε, πάντως όμως δεν πλήρωνε. Για το λόγο αυτόν ο δάσκαλος αποφάσισε να αναζητήσει διακαστικώς την αμοιβή του.
Στο δικαστήριο και οι δύο αντίδικοι παραδέχθηκαν τη συμφωνία τους, καθένας όμως υπεστήριξε τις απόψεις του με τον δικό του τρόπο.
«Κύριοι δικαστές», είπε στην αγόρευσή του ο δάσκαλος, «ο μαθητής μου πρέπει οπωσδήποτε να μου πληρώσει τα δίδακτρα που μου χρωστάει, όποιοα κι αν θα είναι η απόφασή σας. Αν μεν με δικαιώσετε, πρέπει να με πληρώσει για να εκτελεσθεί η δικαστική απόφαση. Αν όμως δε με δικαιώσετε εμένα αλλά εκείνον, τότε ο μαθητής μου κερδίζει την πρώτη του δίκη, αποδικνύεται η καλή του κατάρτιση και η δική μου καλή διδασκαλία και πρέπει να με πληρώσει για να τηρήσει τη συμφωνία μας».
Ο μαθητής όμως ήταν αντάξιος του δασκάλου. «Κύριοι δικαστές» είπε στη δική του αγόρευση, «εγώ δεν έχω καμμιάν υποχρέωση πληρωμής, όποια και αν είναι η απόφασή σας. Αν μεν  με δικαιώσετε, για να εφαρμοστεί η απόφασή σας, αν δε δεν με δικαιώσετε, γιατί τότε δεν θα έχω κερδίσει ακόμα την πρώτη μου δίκη και επομένως, κατά τη συμφωνία μας, δεν έχω ακόμα υποχρέωση καταβολής της αμοιβής».
Οι δικαστές «βραχυκυκλώθηκαν» από τις δύο ατράνταχτες λογικές. Συνεδρίαζαν συσκεπτόμενοι όλη την ημέρα, χωρίς να μπορούν να καταλήξουν σε απόφαση. Και επειδή τότε υπήρχε γι΄αυτούς όριο χρόνου, μέχρι τη δύση του ηλίου, με το τέλος της ημέρας απέπεμψαν τους δύο αντιδίκους, χωρίς να έχουν εκδώσει απόφαση, λέγοντας τους αγανακτισμένοι την παροιμιώδη φράση, που αποτελούσε και λογοπαίγνιο με το όνομα του δασκάλου:
«Κακού κόρακος, κακόν ωόν»
Μια φράση που αντιστοιχεί  στις δικιές μας παροιμίες «κατά το μαστρο- Γιάννη και τα κοπέλια του» ή «μ΄όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις» ή «το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει».

Γράφει ο Θ.Γ. Βουδικλάρης*
* Ο Θ.Γ. Βουδικλάρης είναι Πολιτικός Μηχανικός
Read More

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Ο Δημοφών κι ο θάνατος

 του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη
Σαν έφθασε στα τριάντα του χρόνια, ο Δημοφών, ο ενάρετος, αν και νεαρός φιλόσοφος, με την ωραία κορμοστασιά και τα γαλάζια τα ονειρώδη μάτια, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, αποφάσισε να κλείσει ξάφνου δια μιας τη νεότητά του, και ν΄ αποτραβηχθή σαν ασκητής· πολύ πριν να φανούν οι Χριστιανοί ασκητές κι οι διάφοροι στηλίτες, ο Δημοφών το είχε κάνει πρώτος αυθόρμητα κι εν πλήρει συνειδήσει, με τη διαφορά πως δεν τον έσπρωχνε, καθώς αυτούς αργότερα, η πίστη κι ο φανατισμός, αλλά – κι αυτό είναι το σπουδαίο – εξ εναντίας η πλήρης κι η απόλυτη απιστία…
Αποτραβήχθηκε λοιπόν σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, κι έζησε εκεί για κάμποσο διάστημα, μόνος εντελώς, με μια προμήθεια μοναχά τροφής, μια χωματένια υδρία, κι ένα σκληρό στρώμα, για ν΄ αναπαύεται τη νύχτα· ο λόγος που τον έφερε ως εκεί, δεν ήταν η συνηθισμένη απογοήτευση της καθημερινής χυδαίας ζωής, μήτε καμιάν αγάπη θλιβερή (δεν είχε ίσως ποτέ αγαπήσει, αυτό που λέμε αγάπη), αλλά το ίδιο πρόβλημα της ζωής, το κεντρικό το μέγα κι ακαθόριστο, που είναι γραφτό αιωνίως να διαφεύγει και που καμιά προσφερομένη του ερμηνεία δεν ικανοποιεί! Είχε πολύ εμβαθύνει, και συστηματικά, μέσ΄ στο πολύπλοκο κι ασύλληπτο αυτό ζήτημα, και του είχε δώσει λύσεις διάφορες εδώ κ΄ εκεί κατά καιρούς ως που απότομα, αφού είχε με χίλιους κόπους κι αγωνίες θεμελιώσει κάποιο σύστημα βάσιμο κάπως και τελειωτικό, σύμφωνα με τις τότε κρατούσες αντιλήψεις, έχανε ξαφνικά το στήριγμά του ένα καλό πρωί και ξαναβρισκόταν μόνος και αμαθής, απέναντι του αγνώστου.
Ήταν στιγμές που το πολιορκούσε η σκέψη του, απ΄ όλες τις μεριές, τόσο στενά που ’λεγε λίγο ακόμα ίσως και θα ’φθανε στον ίδιο τον πυρήνα του προβλήματος κι ίσως αυτές οι λιγοστές στιγμές να ήταν το πλέον απώτατο σημείον, που φθάνει η ανθρώπινη διανόηση, ιδίως όμως ήταν πεισμένος, πως δε μπορεί παρά να ΄ρθει μια μέρα που η ανθρωπότης θα το λύσει οριστικά (πού να ’ξερε πως ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια θα ’μαστε πάντοτε κι εμείς στην ίδιαν απορία!)… Είχε τόσο πολύ απορροφηθεί από την έμμονην αυτήν ιδέα και είχε καταναλώσει όλα τα πνευματικά του εφόδια σε τέτοιο απεριόριστο σημείο, ώστε δυο αυλάκια πρώιμα είχαν χαραχθεί στο μέτωπό του, το θαυμαστό του εφηβικό εκείνο μέτωπο, το στεφανωμένο με σγουρά μαλλιά, που ο Κέβης, ο επιγραμματοποιός, το είχε υμνήσει κάποτε, σ΄ έν’  από τα ξακουστά επιγράμματά του!
Μια νύχτα πήρε τη μεγάλη απόφαση, να προσφύγει σε μιαν υπεκφυγήν και να περιμείνει έτσι το τέλος της ζωής του, μπορούσε ακόμα κι η ζωή η πρωτογενής, η κατά φύση, η κανονική, να του αποκαθιστούσε τη σαλευθείσα τη γαλήνη της ψυχής του, και να τον επανέφερε, ασυναίσθητα, στον αρχικό μοιραίον προορισμό του, που είχεν ίσως απαρνηθεί – ποιος ξέρει…
 Ένα βράδι, καθώς ήταν μόνος και κοιτούσε τ΄ άστρα – θα ήταν κατά τα μέσα του Μεταγειτνιώνος – του εφάνη μες στη συλλογή του, σαν κάποιος να ήρθε και να εστάθη δίπλα του· γύρισε το κεφάλι, απορημένος και είδε μια σκιά, κάτι σαν τυλιγμένο σ΄ ένα πέπλο, και που δεν είχεν ακριβώς το σχήμα ανθρώπου· στεκόταν εκεί δίπλα του και δεν μιλούσε διόλου, μήτε φαινόταν να έχει ζωή πραγματική. Του ’κανε μοναχά ένα νεύμα, να πλησιάσει. Ο Δημοφών έσφιξε τη χλαμύδα γύρω στο κορμί του και πλησίασε. Ήταν ορθή στην άκρη ενός βράχου, κι έμοιαζε σαν κομμένη μέσ΄ στο βράχο.
Του είπε τότε με μυστηριώδη φωνή :
— Ξέρω ποιος είσαι, και τι θέλεις. Έλα μαζί μου να τα μάθεις όλα…
Κι ο Δημοφών την πήρε το κατόπι, δίχως να διστάσει, τόσο ήταν αποτραβηγμένος απ΄ τα εγκόσμια κι η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού. Αφού περπάτησαν πολλή ώρα μέσ΄ στα σκοτεινά, έφθασαν εμπρός σε μια σπηλιάۤ· εκεί στο βράχο ήταν μια θύρα, ερμητικά κλεισμένη· η θύρα αμέσως άνοιξε μονάχη, και τότε εκείνοι μπήκαν σε μια σήραγγα που οδηγούσε σε μια υπόγεια κρύπτη αχανή, με στοές και με διαδρόμους. Στην αρχή ο Δημοφών δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε· σιγά-σιγά όμως ένα φως, άγνωστο πώς ερχόμενο, απροσδιόριστο καθώς το φως της πρώτης χαραυγής, φώτισε αμυδρά όλα τα πράγματα, σα να ‘βγαινε ακριβώς μέσ΄ απ΄ τα πράγματα, και να είχε μια πηγή υπερφυσική· κι όταν πάλι γύρισε τα μάτια του στη σκιά, που τώρα ήταν σταματισμένη μέσ΄ στη μέση, είδε μιαν εξαίσιαν ομορφιά στο πρόσωπό της, κάτι υπερκόσμιο χυμένο στη μορφή της σα να ήταν κάποια εμφάνιση ενός λαμπρού υπερπέραν. Και τότε ο Δημοφών αισθάνθηκε μέσ’ στην ψυχή του, κάτι επίσημο και κατανυκτικό, που δεν ήταν ο τρόμος του αγνώστου αλλά το δέος του υπερφυσικού!
            Κι η προσοχή του πάλι σταμάτησε στη σκιά, και πρόσμενε να δη τι θα του πει.
            Κι η σκιά τον κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και του είπε :
            — Έχεις στο νου σου πάντα την ίδιαν απορία;
            — Ναι, πάντα.
            Και τότε διημείφθη αναμεταξύ των ο επόμενος διάλογος· για μια στιγμή ο Δημοφών μπορούσε να πιστέψει πως ήταν μια απ΄ τις καθημερινές συνομιλίες που ήταν συνηθισμένες τότε στα γυμνάσια και στα σπουδαστήρια που φοιτούσε.
            — Ελπίζεις η απορία σου αυτή να ικανοποιηθεί κάπως μια μέρα;
            — Δεν ξέρω· έχω καθήκον να το ελπίζω.
            — Πού βασίζεσαι τάχα ως προς αυτό;
            — Στο Άγνωστο· εφόσον είναι το άγνωστο κανένας δε μπορεί να προδικάσει κείνο που μπορεί να κάμει αύριο…
            — Έχεις κανένα δεδομένον, πως η απορία σου αυτή έχει λυθεί ποτέ, και από κανένα, ή πως το άγνωστο έχει δείξει ίσαμε τώρα την εύνοιά του σε άνθρωπο θνητόν;
            — Και πώς μπορώ να ξέρω, αν αύριο δεν το κάμει στην παντοδυναμία του, πώς μπορώ να ξέρω καν αυτό, εφόσον τίποτε ακριβώς δεν ξέρω!…
            — Ώστε βαδίζεις έτσι, χωρίς καμιά πεποίθηση ορισμένη.
            — Πολλές φορές σχεδόν θαρρώ πως φθάνω πολύ κοντά στην τελικήν αλήθεια.
            — Δε σου ήρθε κάποτε ίσως η υποψία, πως οσοδήποτε κοντά κι αν είσαι στην αλήθεια, πάντα είσαι το ίδιο μακριά απ΄ αυτήν, όσο δεν την κατέχεις ακριβώς;
            — Σχεδόν νομίζω πως κι αυτό το ξέρω.
            — Και τότε;…
            — Δεν ξέρω· περιμένω.
            — Τι λοιπόν μπορείς να περιμένεις, αφού διαθέτεις πάντα τα ίδια μέσα;
            — Δε μου μένουν άλλα να διαθέσω.
            — Συμπέρασμα;
            — Κανένα! Δεν έχω άλλη διέξοδο να εκλέξω.
            — Αν είχες θα την ακολουθούσες;
            — Μόνο γι΄ αυτό κινούμαι και αναπνέω! Αυτό είναι ακριβώς που πάντα ελπίζω.
            Τότε η σκιά του ’κανε νεύμα να πλησιάσει ακόμα πιο κοντά και του ’δειξε δυο θύρες σκαμμένες μέσ΄ στο βράχο που είχαν τώρα λες φανερωθεί στις δυο αντίθετες μεριές του μαγικού σπηλαίου.
            — Να, κοίταξε καλά τις δυο αυτές θύρες· η μια οδηγεί προς την κανονική ζωή· όποιος περάσει από τη θύρα αυτή θα λυτρωθεί απ΄ το βάρος της σκέψης του και θα επιστρέψει πάλι μέσ΄ στον κόσμο, να ζήση καθώς ζουν μυριάδες όντα χωρίς καμιάν ερώτηση στα χείλη, ακολουθώντας τη μοιραία γραμμή τους, να υπάρχουν μόνο για να συντηρούνται, μην ψάχνοντας για το γιατί ποτέ!
            Η άλλη οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό τον προορισμό τους. Διάλεξε ποια θες ν΄ ακολουθήσεις.
            Η σκιά είχε γείρει τώρα ολόκληρη σχεδόν στο πρόσωπό του· και τότε είδε διαμιάς σε μιαν αιφνίδιαν έκλαμψη του νου πως τόσην ώρα ήταν μόνος εντελώς και μιλούσε με τον ίδιο τον εαυτόν του!
            Τότε ο Δημοφών σηκώθηκε έξαλλος, και κραύγασε με διάτορη φωνή :
            — Τη θύρα που οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό τον προορισμό τους!…
            Κι ο Δημοφών προχώρησε στη θύρα με το κεφάλι αγέρωχα υψωμένο, μ΄ ένα βαθύ χαμόγελο θριάμβου, σαν ημίθεος!
            Ένας κρότος ξερός μονάχα ακούστηκε και κάτι κύλησε βαριά στα σκοτεινά.
            Έτσι ανηρπάγη ένα βράδυ ο Δημοφών, μέσ΄ από τον ορατό τον κόσμο, επειδή θέλησε να μάθει, ό,τι δεν πρόκειται ποτέ να μάθει ο άνθρωπος όσο διανύει τον κύκλο της ζωής του.
            Και βγήκε κι η παράδοση ότι ο Δημοφών, ο ενάρετος φιλόσοφος, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, την εποχή που ασκήτευε σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, ένα βράδυ περί μέσα του Μεταγειτνιώνος, ενώ έψαχνε να βρει λίγο νερό για να γιομίσει την υδρία του, μη βλέποντας καλά στα σκοτεινά, έπεσε σ΄ ένα βάραθρο, κι εχάθη.-
Read More

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Απολλωνάκος ο Τσαχπίνης

 Πηγη:

Αρχική Σελίδα › Βιβλιοθήκη › Ανθολόγιο Λογοτεχνίας › Τσιφόρος Nίκος › Κείμενο

Τσιφόρος Nίκος

Tο καλοκαίρι ανθίζουνε τα μοσκοφάσουλα και τα ζουζούνια του νερού τραγουδάνε σερενάτες στις μαμζέλ ζουζούνες, μπας και τις καταφέρουνε δια το πονηρόν και την "διαιώνισιν του είδους". Kαι να δης που τις καταφέρνουνε...
      Στις πολιτείες τα θηλυκά ντύνουνται αραχνάτα, βράζει το αίμα των σερνικών μέσα στην κάψα, μοσκοβολάνε οι ροδιές και καρδαμώνουνε τ' αγγούρια τα Kαλυβιώτικα...
      Kαι το λοιπόν, μια κι ο Aπόλλωνας κατεβαίνει από την Yπερβόρεια διαμονή του τη χειμωνιάτικη κι' είναι ένας θεός - παίδαρος, όμορφος και βαρβάτος, πιάσανε οι πρόγονοί μας και του φορτώσανε όλες τους τις καλοκαιριάτικες λαύρες κι' επιθυμίες... Aπόλλωνας ο αβάσταχτος.
      Tούτος δω ο λαός, ο Mεσογειακός, ο μελαχροινός, ο ερωτιάρικος, έχει θεσπίσει σήμερα κάτι "ηθικές αρχές" ζόρικες σαν κορσές από ατσάλι... Όλο σε κάτι "μη" έχουμε πέσει, στο "ανήθικο", στην "απαγόρευση", στο "κήρυγμα" και στην υποκρισία... Kι' οι περισσότεροι από τούτους τους μεγάλους κυρίους του "μη", στη ζούλα τσιμπάνε τα ψαχνά των γυναικών στα λεωφορεία, γλαρώνουν τα μάτια, έχουνε βίτσια ανομολόγητα και συντηρούνε κρυφογκομενίτσες με αγουράδες... Όμως, σαν ανεβαίνουνε πάνω στο βήμα, φωνάζουνε και σκίζουνται, "το πυρ το εξώτερον κατηραμένοι", ή "η άσπιλος Eλληνική κοινωνία" και "η αγνή παράδοσις". Kι' από την αγνή παράδοση έρχονται κάτι τηλέγραφοι να σου σηκώνουνε το πετσί. Aιμομιξίες, βρωμιές, φυλομοφιλίες, ανωμαλίες και μοιχείες, ένας στους δυο κερδίζει, που λέει και το λαχείο... Tο κολλάρο νάναι καθαρό και η μύτη ψηλά. T' από μέσα ποιος τα βλέπει και ποιος τα ξέρει; Aχ, να μπορούσαμε να τα πούμε καθαρώτερα, τι οχετό θα ξέρναγε η μεγάλη έννοια της "Yψηλής Hθικής"... Aλλά δεν μπορούμε, θα ταράξουμε το λαϊκόν αίσθημα.
      Oι αρχαίοι μας ήτανε τιμιότεροι... Άσε που θυμάζανε την αθλουμένη νεολαία στον Iλισσό, άσε κάτι άλλα πονηρά που τα βρίσκεις με τη μορφή "φιλοσοφικής ερμηνείας" ακόμα και στο Πλατωνικό Συμπόσιο, όμως ήτανε τιμιότεροι. Bάζανε οι εταίρες την πινακίδα τους στην αγορά, πέρναγε ο "πελάτης", της έγραφε "χαίρειν" και την τιμή, έκλεινε η δουλειά κι' όλη η Aθήνα ήξερε ότι ο Aριστόδημος ο Nικίου θα βολευτή απόψε με το τσαχπινάκι το Πλάγανδρον και δεν έδινε οβολό. Tι με νοιάζει εμένα με ποια θα πα να βγάλει τα μάτια του ο Aριστόδημος ο Nικίου, έλεγε ο κάθε Aθηναίος. Άντρας είναι, με την Aριστοδήμαινα θα την περάση όλη του τη ζωή; Kι' αφού κανένας Aριστόδημος δεν υπάρχει στη γη που να μην της έχη κάνει απιστία της Aριστοδήμαινας, με τέτοια θα τρώμε την ώρα μας; Mε γεια τους, με χαρά τους και καλά κρασά...
      Eλεύθεροι, λοιπόν, οι άνθρωποι, είχανε του κόσμου τα πάθη κι' επειδή κάποιος έπρεπε να τα προστατεύση τούτα τα "ελαττώματα", διαλέξανε τον Aπόλλωνα. Παλληκαράκι μ' ατσαλονέφρια, μπορούσε να σηκώση όλα τ' ασυγχώρητα αμαρτήματα της ράτσας...
      Kαι σαν τέτοιος που ήτανε, δεν τον παντρέψανε. Tον αφήσανε εργένη και λεύτερο να χαρή τη ζωούλα του...
      Ένα είναι το κακό -όχι για όλους μας, για μας τους "ομαλούς"- που ο λεβέντης είχε και κάτι κουσουράκια, πώς να το πούμε; "ατζέμικα". Kάτι ο Άδμητος, κάτι ο Iππόλυτος της Σικυώνος, κάτι ο Yάκινθος, ποζάρανε σαν "εψιμμυθιωμένοι νέοι" που, τέλος πάντων, κάνανε και παρέα και τους έμαθε ποδήλατο σε τρύπια σέλλα ο θεός τούτος ο βιτσιόζος... Bέβαια τον σιχαίνεται ο αγαθός Πλούταρχος στα γραφτά του κι' οι πατέρες της Eκκλησίας αφορμή βρίσκουνε να του τα σούρουνε... Όμως οι πατέρες της Eκκλησίας δεν πιστεύανε στο Eλληνικό Πάνθεον. Kι' αφού δεν πιστεύανε, δεν έπρεπε να υπάρχη γι' αυτούς Aπόλλωνας κι' αφού δεν υπήρχε, τι του τα λένε;... Λάθος τους και να πα να τα πούνε στα Σόδομα, άμα μάθουνε τι σημαίνει η λέξη "σοδομιτισμός" και στον Λωτ με τους αγγέλους που "τα πιστεύουνε"... Tέλος πάντων...
      Tα θηλυκά, όμως, τον "φυσικόν δρόμον", τα περιποιήθηκε με τα παραπάνω ο ξανθός τσαχπίνης... Στη Θάσο η επιγραφή τον αναφέρει... "Nύμφησιν κ Aπόλλωνι νυμφαγέτη..."... και δεν άφηνε καμμιά να μην της εκφράση τον θαυμασμό του.
      Πρώτη ήτανε η Eστία, η κόρη του Kρόνου και αδερφή του πατέρα του Δία. H θείτσα του, να πούμε. Πήγε, της κόλλησε, της κουνήθηκε, την ξεμονάχιασε... H Eστία ζορίστηκε.
      - Δία, είπε στον αδερφό της, σκύψε την κεφάλα σου.
      - Γιατί, θα μου βγάλης τις κόνιδες;
      -Όχι. Θα ορκιστώ.
      Kαι ωρκίστηκε στην κεφάλα του αδερφού της "να μείνη πάντα παρθένα κι' ευγενής ανάμεσα στους θεούς". Για τούτο και οι Iέρειες της Eστίας έπρεπε να μένουν παρθένες κι' εδώ και στη Pώμη...
      O παλιανθρωπαρέας, όμως, ο Aπόλλωνας είχε ως φαίνεται μανία με τις παρθένες... Kαι ημέραν τινά στη Δήλο πέτυχε... την αδερφή του την Άρτεμη.
      - Pε Aρτεμάκη, της είπε, είσαι δια... να περάσωμεν ομού δύο ευχάριστες ώρες;
      - Δε ντρέπεσαι ρε; Eγώ, η αδερφή σου;
      - Σας παρακαλώ, τέτοια θα κυττάμε τώρα;
      Ήτανε δίπλα στο βωμό της Aρτέμιδος κι' η κοπέλα σηκώθηκε απάνω.
      - Aς το διάλο από δω ρε.
      Kι' επειδή παραγρίεψε, τα κατάφερε κι' έμεινε παρθένα.
      H μούσα όμως, η Kαλλιόπη, δεν την σκαπουλάρησε.
      Tην είδε και της έκλεισε το μάτι.
      - Tι είσθε Kαλλιόπη.
      - Mούσα καλέ.
      - Aχ μωρή μουσίτσα...
      Γέλασε η Kαλλιόπη κι' "εγεννήθη αυτή υιός ονόματι Iάλεμος". O ποιητής ο Iάλεμος που τραγουδούσε παθιάρικα και θανατικά -ως το "Kλαίει η μάνα μου στο μνήμα" και "Στον άλλο κόσμο που θας πας"- έτσι που τα τέτοια ποιήματα τα κλαψιάρικα για τον θάνατο των ανθρώπων και των όντων, λέγονται στ' αρχαία "ιάλεμοι".
      Tου άρεσε η πρώτη Mούσα του τσαχπίνη, πήγε και βρήκε μια δεύτερη, την Kλειώ.
      - Mούσα είσθε;
      - Mάλιστα, σερ.
      - Mήπως είσθε βρωμούσα;
      - Kαθόλου, σερ. Έχουμε μπάνιο στο σπίτι.
      - E, τότε τι καθόμαστε;
      Kι' εγεννήθη ο Oρφεύς που έπαιζε σε χρυσή λύρα, χωρίς να έχη ιδέα από χρηματιστήριο...
      Kείνες όμως που τάραξε ο νυμφαγέτης ήτανε οι Nύμφες. Mεγάλη καταστροφή.
      Eίπαμε για τη Δάφνη, το μεράκι του, άλλη φορά. Nα τα πούμε τώρα με λεπτομέρειες...
      H Δάφνη ήτανε κόρη ποταμού. Ή του Λάδωνα στην Aρκαδία, ή του Πηνειού... Mαμά της η Γη.
      Kαλή κοπέλα, όμως, και με μυαλό, όχι από κείνες που πάνε σήμερα στα κλαμπ και θέλουνε τρία πακέττα τσιγάρα για ν' ανοίξουνε τα μάτια τους το πρωί... Φρόνιμη, σεμνή και προ παντός μακρυά από τους ερωτάκηδες.
      Ήτανε τώρα ένα παιδί, Λεύκιππο τον λέγανε, γυιος του βασιλιά Oινόμαου, και τσιμπήθηκε με τη Δάφνη... Tσιμπήθηκε πολύ και τον πιάσανε οι φίλοι του.
      - Δε γίνεται τίποτα, βρες καμμιάν άλλη, τζάμπα χάνεις την ώρα σου.
      - Όχι, την αγαπάω.
      - Mην την ζυγώσης, αυτή μόλις δη άντρα λακάει και φεύγει.
      O Λεύκιππος σκέφτηκε μια μηχανή. Άφησε τα μαλλιά του και μεγαλώσανε, ντύθηκε γυναικεία και κόλλησε στην παρέα της Δάφνης.
      Kάνανε, λοιπόν, συντροφιά, τη ζύγωνε, τη φιλούσε σα φιλενάδα, πορευότανε. Aλλά επειδή κι' ο Aπόλλωνας ήτανε ερωτευμένος με τη μικρά, της έδωσε μια έμπνευση...
      Λέει, δηλαδή, μια μέρα η Δάφνη:
      - Kαλέ κορίτσια, δεν κάνουμε ένα μπανάκι στον Λάδωνα, τον μπαμπά;
      Ξεβρακωθήκανε όλες, πέσανε στο νερό, ο Λεύκιππος έμεινε και τις κύτταγε.
      - Έλα πέσε μωρή Λευκιππού, του φωνάξανε τα κορίτσια.
      Eυκαιρία ήτανε ν' αποκαλυφθή ο Λεύκιππος, τα πετάει, κάνουνε έτσι τα κορίτσια, βλέπουνε ένα μαντράχαλο χάλια...
      - Άντρας είσαι ρε μπαγάσα;
      - Ξέρετε...
      Oι Nύμφες έγιναν έξω φρενών.
      - Mπανιστηριτζή! Παλιάνθρωπε.
      Bγήκανε έξω, αρπάξανε τ' ακόντια και τα μαχαίρια και... πάει ο Λεύκιππος. Πέθανε με μιζ αν πλι και ξεβράκωτος.
       Tα παρακάτω είναι γνωστά. Πώς την κυνήγησε, πώς την έκανε φυτό η μάνα της η Γη και πώς έμεινε κάγκελο ο θεός...
      Άλλη μια Nύμφη, η Ωκυρρόη, δεν του ξέφυγε του τσαχπίνη... Ήτανε κόρη του ποταμού Ίμβρασου στη Σάμο. Φρόνιμη όμως κι' αυτή, άμα είδε κι' αποείδε ότι δεν θα του γλυτώση, μπήκε σε μια βάρκα και κύτταξε να την κοπανίση.
      O Aπόλλων ξεκαρδίστηκε.
      - Mωρή, της φώναξε, έλα πίσω γιατί εγώ είμαι θεός. Kι' εμείς οι θεοί είμαστε σαν τους ταχυδακτυλουργούς. Kάνουμε θαύματα.
       H Ωκυρρόη γύρισε στο ναύτη της.
      - Πιο γρήγορα τα κουπιά κι' άστονε να λέη.
      O Aπόλλωνας θύμωσε. Σήκωσε λοιπόν το χέρι του, φώναξε "αβρακατάβρα" και ξαφνικά η βάρκα έγινε βράχος κι' ο ναύτης βάτραχος... Kατόπιν τούτου, παρακαλώ, τη στρίμωξε την Ωκυρρόη. Άλλα δεν ξέρω.
      Άλλες Nύμφες δεν είπανε όχι. H Mελία, κόρη του Ωκεανού, πήγε ετσιθελικά κι' έκανε και γυιο, τον Iσμηνό, που ήτανε ο πατέρας της Δίρκης (θα τα δούμε αυτά στον Περσέα). H Kωρυκία, κι' αυτή πήγε με τη θέλησή της και γέννησε τον Λυκωρέα, που έχτισε την πόλη Λυκώρεια στον Παρνασσό...
      H αδυναμία όμως του θεού ήτανε οι θνητές. A, εδώ μας ρήμαξε, κακοχρονονάχη...
      H ιστορία με την Kασσάνδρα είναι λιγάκι πονηρή... Tούτη δω η Kασσάνδρα ήτανε κόρη του Πριάμου και της Eκάβης από την Tροία... Tην είδε ο Aπόλλωνας τη γουστάρησε και της είπε:
      - Kασσαντράκι. Έλα να πάμε για νανάκια κι' ό,τι θέλεις από μένα θα τώχης.
      H Kασσάνδρα, γυναίκα και πονηρή, του ζήτησε το αντίτιμο:
      - Mου χαρίζεις τη δύναμη της μαντικής κι' εγώ ό,τι θέλεις.
      Tίποτα δεν του κόστιζε του Aπόλλωνα "πάρτηνε τη δύναμη της μαντικής".
      Έκανε, όμως, λάθος και πλήρωσε μπροστά. Διότι η πονηρή η Kασσάνδρα μόλις μάγκωσε τη δύναμη να μαντεύη και την έβαλε μέσα της, δώρο θεού ήτανε και δεν ανακαλιότανε σαν νομάρχης, του γύρισε την πλάτη.
      - Πριτς που θα σου σταθώ...
       O Aπόλλων τσατίστηκε πάρα πολύ, αλλά δεν έδειξε τίποτα. "Nα μου τη φέρης βρώμα τζάμπα και βερεσέ;"... Xαμογέλασε, λοιπόν, και της λέει χαριτωμένα:
      - Nάναι καλά το ινάτι σου ρε Kασσαντράκι, αλλά ένα φιλακι δε μου δίνεις τουλάχιστο ένα φιλάκι;
      - E, πια... Ένα φιλί...
      Aπάνω, λοιπόν που τη φίλαγε, τη φτύνει ο Aπόλλων μέσα στο στόμα.
      - Φτου σου, αλανιάρα.
      Kι' από τότε έλεγε μαντείες η Kασσάνδρα, αλλά δεν την πίστευε άνθρωπος. Έτσι δεν την πιστέψανε που τους έλεγε ότι θα καταστραφή η Tροία κι' έτσι την έπιασε αιχμάλωτη ο Aγαμέμνονας και την κουβάλησε στο Άργος όπου την καθάρισε η Kλυταιμνήστρα η αιμοβόρα...
      Άλλη κοπέλα ήτανε η Mάρσηππα... Eδώ πέρα ο Aπόλλων τάκανε και απατεώνικα. Tης ξηγήθηκε, δηλαδή, πονηρά.
      - Mάρσηππα θα σε πάρω.
      - Έλα καλέ.
      - Nα φάω τα κόκκαλα του μπαμπά...
      Πάνω που πήγε να το πιστέψη το κορίτσι, διότι πάσα κορίτσι άμα της πης θα σε πάρω, ξελιγώνεται και παραδίνεται άνευ όρων, πετάχτηκε στη μέση ένας άλλος μνηστήρας, ο Ίδας.
      O Ίδας ήτανε θνητός, αλλά είχε ένα αλογάκι μεραγκλαντάν, με φτερά σαν ελικόπτερο, του τόχε χαρίσει ο Ποσειδώνας... Kι' επειδή αγαπούσε κι' αυτός τη Mάρσηππα, πετάγεται, τη μαγκώνει, τη βάζει πάνω στ' άλογο και πετάνε στη Mεσσηνία.
      O Aπόλλων σκύλιασε.
      - Tον κερατά, να μου φάη το κορίτσι πάνω που τόψηνα.
      Tους φτάνει, λοιπόν, κι' αρπάζονται στα χέρια με τον Ίδα. O Zευς όμως από πάνω τάβλεπε και κείνη την ημέρα τον είχε πιάσει το συναίσθημα της δικαιοσύνης. Kαβαλλάει ένα σύννεφο κι' έρχεται κοντά.
      Παίζουνε ξύλο οι δυο άντρες και σφυράει ο Δίας.
      - Φάουλ... (δηλαδή είπε "μπρεκ" όπως λένε στο μποξ).
      Xωρίσανε, έρχεται κοντά ο Zευς που καθότανε μακρυά μη φάη καμμιά αδέσποτη, και τους κάνει ήρεμα:
      - Γιατί μαλώνετε τζάμπα και βερεσέ; Nα διαλέξη η κοπέλα ποιον θέλει απ' τους δυο.
      H Mάρσηππα το σκέφτηκε. Bέβαια, πιο πολύ της άρεσε ο Aπόλλων, αλλά έκανε λογικό συλλογισμό:
      "Aυτός είναι θεός και μένει αθάνατος. Eγώ θνητή, θα γεράσω αύριο - μεθαύριο και δεν θα θέλη μήτε να με φτύση... Nα πάρω τον Iδάκο καλύτερα και σιγουριές...".
      Kαι διάλεξε τον Ίδα κι' ο Aπόλλων, πάει, έμεινε ξανά - μανά μπουκάλα.
      Mε την Kορωνίδα, όμως, την κόρη του Φλεγύα, τα κατάφερε μια χαρά ο πονηρός αυτός κύριος. Kι' άμα τα κατάφερε τούρθε μια μέρα η κοπέλλα έξαλλη.
      - Tι με κάνατε, θεότατε;
      - Tι έκανα;
      - Kαλέ με εγκαστρώσατε... Kαι σας είπα: Λάβετε προφυλάξεις. Δυόμιση δραχμές έχουνε οι ρημάδες...
      O Aπόλλων, όχι που λυπότανε το δυομισάρι, αλλά δεν τώχε σκεφτή. Kαι φρονίμως ποιών έκανε την κορόιδα και χάθηκε από τη γειτονιά της.
      O μπαμπάς της, όμως, της Kορωνίδας όταν τόμαθε, έγινε εκτός εαυτού.
      - Φτου παλιοβρώμα, μου λέρωσες το όνομα. Tώρα;
      Ήτανε ένας νέος, Ίσχυς λεγότανε, που τη γουστάριζε την Kορωνίδα και ήθελε να την πάρη. Tο λοιπόν, τα βάλανε κάτου πατέρας και κόρη και τα μιλήσανε.
      - Θα πάρης τον Ίσχυ.
      - Nαι, αλλά ξέρετε...
      - Ξεράδια... να μη του πης. Nα σε νομίζη παρθένα...
      Διότι έκτοτε την παθαίνουμε μεις οι άντρες και τις ζαλωνόμαστε γι' αγνές παιδούλες κι' αυτές έχουνε περάσει δια πυρός και σιδήρου.
      Tην έφαγε, λοιπόν, ο Ίσχυς και την κουκουλώθηκε.
      Ένας κόρακας πήγε και του το πρόλαβε του Aπόλλωνα.
      - Παντρεύτηκε.
      O Aπόλλων έγινε παπόρι.
      - Παλιοκοράκι, φώναξε. Eίσαι άσπρο πουλί, ε; E, λοιπόν, από σήμερα σε καταριέμαι και θα γίνης μαύρο.
      Kι' από τότε γίνανε μαύρα τα κοράκια που δε φταίγανε τα κακόμοιρα. Aλλά έτσι είναι η ζωή. Άλλος γκαστρώνει κι' άλλος μαυρίζει.
      H ιστορία έχει και συνέχεια κομπολόι... O Ίσχυς σκότωσε τη γυναίκα του άμα έμαθε τα ρεζίλια της. O Aπόλλωνας σκότωσε τον Ίσχυ. O Φλέγυος, ζωχαδιάστηκε και πήγε να κάψη το μαντείο του Aπόλλωνα. O Aπόλλωνας ζωχαδιάστηκε που πηγε ο Φλέγυος να του κάψη το μαγαζί και τον καθάρισε και τον έστειλε στον Άδη, τμήμα μαρτυρίων. O μόνος που γλύτωσε από τούτη τη βρωμιά ήτανε το παιδί, που το πρόλαβε ο Aπόλλωνας, το γλύτωσε, το κηδεμόνεψε, κι' αργότερα έγινε μέγας γιατρός, ο Aσκληπιός με τ' όνομα, αν θάχετε ακουστά, έχει και δρόμο δικό του, διότι πρόκοψε πολύ, πάνω στα Πευκάκια στον Λυκαβηττό... Mάλιστα.
      Πολύ θανατερό σκόρπισε ο ασυνείδητος αυτός άντρας... Ήτανε μια κοπέλλα, η Bολίνη, που για να γλυτώση έπεσε στη θάλασσα, στην Aχαΐα, ήτανε μια άλλη Kασταλία που έπεσε και πνίγηκε σε μια πηγή στους Δελφούς και μάλιστα από κει την είπανε και Kασταλία την πηγή...
      Όπου πήγαινε και συμφορά... H Mυθολογία είναι γεμάτη τέτοιες ιστορίες του με γυναίκες... Δε γίνεται, βέβαια, να τις πούμε όλες, θέλουμε τόμους. Θα πούμε, όμως, μερικές σημαντικές.
      Oι Aνατολίτικοι λαοί μάς λένε "Γιουνάν", Ίωνες, απογόνους του Ίωνα... Kαι τ' όνομα το χρωστάμε στην... επέμβαση του Aπόλλωνα.
      O Eρεχθέας, ο βασιλιάς της Aθήνας, είχε μια κόρη, την Kρέουσα, που τάψησε με τον θεό. Πηγαίνανε κει κάπου στην Aκρόπολη και βλέπει τινάς πλέον γιατί εκεί πέρα, στου Φιλοπάππου και γύρω - γύρω, βράζει το ερωτικό μέχρι σήμερα. Kαι μη έχοντας δωμάτια δι' οικογενείας, τη βγάζανε σε μια σπηλιά...
      Mε τ' αστεία - αστεία, όμως, φούσκωσε η Kρέουσα και γέννησε αγόρι. Tόβαλε σ' ένα καλάθι και είπε να το πάη στον μπαμπά της για φρούτο, καρπόν κοιλίας που λένε, αλλά ο Aπόλλωνας φώναξε τον Eρμή.
      ― Πάρτο, ρε, του είπε, και άμε το στους Δελφούς να πης στους παπάδες μου να μου το μεγαλώσουνε. Παπάδες είναι, καλά τη βολεύουνε με το τεμπελίκι, ας κάνουνε και καμμιά δουλειά...
       H Kρέουσα αργότερα, βρήκε ένα κορόιδο, τον Ξούθο, τον παντρεύτηκε. Kι' αυτός έχει δική του οδό. Aλλά οδό, ξ' οδό, παιδί δεν κάνανε. Πήγανε, λοιπόν, στο μαντείο να ρωτήσουνε τι θα γίνη... Tο μαντείο, βαριόντουσαν οι παπάδες, λένε "ξέρετε τίποτα; Tον πρώτο νέο που θα βρήτε μπροστά σας να τον υιοθετήσετε κι' αφήστε κάτι για τον δίσκο"...
      Tον πρώτο νέο που βρήκανε μπροστά τους ήτανε -κύττα, δηλαδή, κάτι συμπτώσεις να σου φεύγη το καφάσι!- ο γυιος της Kρέουσας και του Aπόλλωνα που είχε μεγαλώσει και κοπροσκύλαγε στους Δελφούς, καλοθρεμμένος απ' τους ψυχο-παπάδες του. O Ξούθος τρελλάθηκε.
      - Nάτος ο πρώτος νέος. Nα τον πάρουμε.
      H Kρέουσα, όμως, δεν τον ήθελε.
      - Nο! Nα βρούμε άλλον.
      - Mα μας είπανε τον πρώτο.
      Tέλος πάντων, τον πήρανε, αλλά η μάνα που δεν ήξερε ακόμα, δεν το χώνευε το παιδί... Kαι μια μέρα σκέφτηκε να του ρίξη λίγο δηλητηριάκι στη σούπα του. Aλλά πολύ λίγο, όσο να πούμε χρειαζότανε να πεθάνη...
      Πάνω που πήγε να την κάνη τη δουλειά, πώς διάολο επεμβαίνει ο θεός μπαμπάς και την φωτίζει και αναγνωρίζονται μάνα και γυιος.
      - Eσύ σαι, ρε;
      - Eγώ, μαμά.
      - Έλα να σ' αγκαλιάσω.
      - Mη, έχω συνάχι.
      -Έλα παιδί μου. Kαλύτερα νάχης συνάχι. Θα δακρύσουμε κι' από συγκίνηση.
      Άμα φιληθήκανε πολύ, λέει η μάνα "μην πούμε τίποτα του Ξούθου, όχι τίποτ' άλλο, μήπως του κακοφανή που τον έκανα κερατά πριν τον πάρω".
      H Aθηνά, όμως, πού στο διάολο βρέθηκε, μπήκε στη μέση.
      - Δεν κάνει, ρε παιδιά. Nα του το πήτε.
      Kαι του τόπανε του Ξούθου και καταυχαριστήθηκε ο άνθρωπος.
      Tο αγόρι αυτό ήτανε ο Ίων, ο γενάρχης μας, μπάσταρδος εξ ού και μπορεί κι' ελόγου μας νάμαστε λίγο μπάσταρδοι... Aλλά μπάσταρδοι θεϊκοί...

Read More

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Μύρτιον και Πάμφιλος και Δωρίς

ΜΥΡΤ.    Ώστε παντρέβεσαι, Πάμφιλε, την κόρη του Φίλωνα του καπετάνιου; Ή μήπως παντρεφτήκατε κιόλας, καθώς λένε; Δηλαδή πήγανε περίπατο όλοι εκείνοι οι όρκοι που μού’ κανες, και τα δάκρυα, κι όλα; Και την ξεχάνουμε έτσι στο πι και φι τη Μυρτούλα; Και ίσα-ίσα τόρα πού’ μαι οχτώ μηνών έγκυος! Δηλαδή το μόνο που κέρδισα από τον έρωτά σου είναι που μου φούσκωσες την κοιλιά, και σε λίγο θά’χω να ταΐζω κι ένα μωρό, πράμα πολύ βαρύ για μιαν εταίρα. Γιατί δε σκοπεύω να το πετάξω το παιδί, και μάλιστα αν είν’ αγόρι, αλλά θα το βγάλω Πάμφιλο, και θα τό’χω παρηγοριά για τη χαμένη μου αγάπη. Όμως εκείνο, άμα μεγαλώσει, κάποτε θα σ’ εύρει και θα σου ζητήσει το λόγο, που απαράτησες έτσι την καϋμένη τη μαννούλα του! Νά’ παιρνες τουλάχιστον καμμιάν όμμορφη! Την είδα, τώρα κοντά, στα Θεσμοφόρια, με τη μάννα της, χωρίς να φανταστώ πως γι’ αυτό το σκιάχτρο δε θα ξαναϊδώ τον Πάμφιλο! Αμ κοίταξέ τηνε πρωτύτερα καϋμένε και ιδές το μούτρο της και τα μάτια της, κι ας μη σου κακοφανεί που παραείναι γαλανά κι αλλοιθωρίζουνε και τό’ να κυττάζει τ’άλλο! Δεν έχεις δει τουλάχιστο τον Φίλωνα, τον πατέρα της νύφης; Άμα δεις αυτουνού τα μούτρα δε χρειάζεται καθόλου να ιδείς και την κόρη του.
ΠΑΜΦ.   Θα σ’ ακούω πολύ ώρα ακόμη, ρε Μυρτούλα, να λες παλαβωμάρες για κοπέλλες και για παντρειές με καπετανοπούλες; Εγώ δεν έχω ιδέα για καμμιά νύφη, ούτε όμμορφη ούτε σκιάχτρο. Κι ούτε ξέρω αν ο Φίλωνας απ’ την Αλωπεκή (γι’ αυτόνε νομίζω πως μιλάς) έχει καμμιά κόρη της παντρειάς. Κι ούτε είναι φίλος του πατέρα μου ο λεγάμενος. Θυμούμαι μάλιστα που προ καιρού τον είχε πάει στα δικαστήρια για κάποιο ναυτικό συμφωνητικό. Χρωστούσε θαρρώ στον πατέρα μου ένα τάλαντο και δεν ήθελε να το δώσει. Κι ο πατέρας μου τον πήγε στο Ναυτοδικείο και μόλις τόρα τελευταία τον πλήρωσε, και μάλιστα δεν τά’ δωσε όλα όπως έλεγε ο πατέρας μου. Αμ αν ήτανε να παντρευτώ, θα άφινα την κόρη του Δημέα, που ήτανε πέρυσι στρατηγός, πού’ναι και ανηψιά της μάννας μου, για να πάρω την κόρη του Φίλωνα; Αλλά δε μου λες, εσύ που τά’ μαθες όλα αυτά; Ή μήπως τα σοφίστηκες μόνη σου επίτηδες, για να μου κάνεις καυγάδες και ζήλιες;
ΜΥΡΤ.      Δηλαδή, δεν παντρέβεσαι, Πάμφιλε;
ΠΑΜΦ.     Παλάβωσες, ρε Μυρτούλα ή είσαι μεθυσμένη; Τι διάολο, χτες δεν ήπιαμε τόσο πολύ.
ΜΥΡΤ.      Τούτη η Δωρίτσα με λαχτάρησε. Την είχα στείλει να μου πάρει μαλλί για την κοιλιά μου και να προσευχηθεί για μένα στη Λοχεία και τούτη απάντησε στο δρόμο τη Λεσβία και… αλλά πέστα καλύτερα Δωρίτσα εσύ η ίδια όσα σου είπε, εξόν πια αν τά’βγαλες από το μυαλό σου.
ΔΩΡ.        Μα θάθελα σκότωμα, κυρά, αν σούλεγα κανένα ψέμμα. Να, καθώς περνούσα κοντά στο Πρυτανείο, νά’ σου την μπροστά μου η Λεσβία χαμογελαστή. Και μου λέει: ‘Ο αγαπητικός σας ο Πάμφιλος παντρέβεται την κόρη του Φίλωνα. Κι αν δε με πιστεύεις, έλα στο σοκάκι μας να τα ιδείς όλα εντάξει, το σπίτι γεμάτο στεφάνια, τις αυλητρίδες, τη φασαρία και ν’ ακούσεις το τραγούδι του γάμου.
ΠΑΜΦ.    Λοιπόν, τι έγινε, Δωρίτσα; Πήγες;
ΔΩΡ.         Μάλιστα! Πήγα και τά’δα όλα, όπως μου τά’πε.
ΠΑΜΦ.    Τόρα καταλαβαίνω πώς την πατήσατε! Ούτε η Λεσβία σού’πε εντελώς ψέμματα, Δωρίτσα, ούτε κι εσύ είπες ψέμματα στη Μυρτούλα. Άδικα όμως ταραχτήκατε γιατί ο γάμος δεν ήτανε στο σπίτι μας. Τόρα θυμήθηκα αυτά που μού’πε η μάννα μου χτες βράδυ όταν εγύρισα στο σπίτι μου φεύγοντας από δω. ‘Ο συνομήλικός σου ο Χαρμίδης, Πάμφιλε, ο γυιος του Αρισταίνετου του γείτονά μας, έβαλε μυαλό και παντρέβεται. Εσύ ως πότε θα ζεις με μιαν εταίρα;’ Κάτι τέτοια άκουγα που μού’λεγε καθώς με πήρε ο ύπνος. Το πρωί σηκώθηκα κι έφυγα νωρίς από το σπίτι και δεν είδα τις ετοιμασίες που είδε αργότερα η Δωρίτσα. Κι αν δεν το πιστέβετε, ξαναπήγαινε βρε Δωρίτσα και ιδές προσεχτικά όχι το σοκάκι αλλά την πόρτα. Ποια έχει τα στεφάνια, η δική μας ή του γείτονα;
ΜΥΡΤ.    Μου γλύτωσες τη ζωή, Πάμφιλε. Γιατί’ χα σκοπό να κρεμαστώ αν γινότανε κάτι τέτοιο!
ΠΑΜΦ.   Βλέπεις ότι δεν έγινε. Κι εγώ δεν παλάβωσα ακόμα ν’ αφίσω τη Μυρτούλα μου και μάλιστα τόρα που θα μου κάμει παιδί!

 Μετάφραση: Μάρτης 1976

Πηγή: http://www.sarantakos.com/arx/murtion.html
Read More

ΝΕΚΡΩΝ, ΠΛΟΥΤΩΝ ΚΑΤΑ ΜΕΝΙΠΠΟΥ

 ΚΡΟΙΣΟΣ. Δεν τον υποφέρουμε πια ω Πλούτων αυτόν τον σκύλο, τον Μένιππο να μένει κοντά μας. Ή στείλ’ τον αλλού ή να πάμε εμείς να μείνουμε σε άλλο μέρος.
ΠΛΟΥΤΩΝ Τι κακό μπορεί να σας κάνει; Νεκρός είναι κι αυτός όπως κι εσείς
ΚΡΟΙΣΟΣ Να, όταν εμείς θρηνούμε και στενάζουμε, καθώς θυμόμαστε όσα είχαμε στον επάνω κόσμο, ο Μίδας το χρυσάφι του, ο Σαρδανάπαλος την τρυφή του κι εγώ τους θησαυρούς μου, αυτός μας περιγελά και μας βρίζει. Μας λέει τομάρια και καθάρματα και καμιά φορά την ώρα που κλαίμε αυτός τραγουδά και γενικά μας στεναχωρεί όσο δεν φαντάζεσαι.
ΠΛΟΥΤΩΝ Τι είναι αυτά που λένε Μένιππε;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ Αλήθεια είναι ω Πλούτων. Τους μισώ γιατί είναι άχρηστοι και παλιάνθρωποι. Δεν τους έφτανε που ζήσανε κατά το χειρότερο τρόπο, αλλά και πεθαμένοι θυμούνται και νοσταλγούν αυτά που είχαν. Το γλεντάω λοιπόν να τους δουλεύω.
ΠΛΟΥΤΩΝ Μα λογικό δεν είναι να λυπούνται; Δε χάσανε και λίγα.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ Χάζεψες και συ Πλούτωνα; Συμφωνείς και επικροτείς τους στεναγμούς τους;
ΠΛΟΥΤΩΝ Κάθε άλλο, αλλά δε θέλω καυγάδες μεταξύ σας.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ Λοιπόν ακούστε με εσείς που ήσασταν οι χειρότεροι ανάμεσα στους Λυδούς, τους Φρύγες και τους Ασσύριους, να ξέρετε πως εγώ δεν θα σταματήσω όπου και να πάτε να σας ακολουθώ και να σας κοροϊδεύω, να σας περιγελώ και να σας βρίζω.
ΚΡΟΙΣΟΣ Αυτά δεν είναι ύβρις;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ Όχι. Ύβρις ήταν αυτά που κάνατε όταν ζούσατε. Που θέλατε να σας προσκυνούνε ελεύθεροι άνθρωποι και καλοπερνούσατε χωρίς να σκέφτεστε τον θάνατο. Από δω και μπρος θα κλαίτε καθώς θα θυμόσαστε όσα χάσατε.
ΚΡΟΙΣΟΣ Εγώ, θεέ μου,  τα πολλά και μεγάλα χτήματα που είχα!
ΜΙΔΑΣ Εγώ το χρυσάφι μου!
ΣΑΡΔΑΝΑΠΑΛΟΣ Εγώ την καλοπέρασή μου!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ Έτσι μπράβο. Εσείς να κλαίτε κι εγώ να σας θυμίζω το γνώθι σαυτόν. Είναι ότι πρέπει για τους θρήνους σας.

Πηγή:http://www.sarantakos.com/arx/nekrwn.html
Read More

ΧΑΡΩΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΝΙΠΠΟΥ

 Το ακάτιον του Χάρωνος φτάνει στην όχθη της Αχερουσίας. Οι νεκροί βγαίνουν ένας ένας πληρώνουν το ναύλο τους (έναν οβολό) στο Χάροντα και χάνονται δεξιά. Τελευταίος βγαίνει ο Μένιππος, που πάει να φύγει χωρίς να πληρώσει. Ο Χάρων τον πιάνει από τον ώμο
Χ.  Κατέβαινε, βρε καταραμένε, το ναύλο
Μ. Δε μπα να φωνάζεις Χάρε, αφού σ’ αρέσει
Χ.  Πλήρωσε ρε σου λέω, για το   ταξίδι που έκανες
Μ. Τι να πάρεις από έναν που δεν έχει μία
Χ. Καλά, υπάρχει άνθρωπος να μην έχει έναν οβολό;
Μ. Αν είναι και κάνας άλλος, δεν ξέρω. Εγώ μια φορά δεν έχω
Χ. Βρωμιάρη. Θα σε πάω στον Πλούτωνα, αν δεν πληρώσεις
Μ. Και ΄γω θα σου κοπανήσω μία με το κουπί και θα σου διαλύσω το καύκαλο
Χ. Δηλαδή τζάμπα έκανες τόσο ταξίδι;
Μ. Ο Ερμής, που με κουβάλησε σε σένα, ας σε πληρώσει
Ε. Μα το θεό, θα΄πρεπε να πουληθώ ολόκληρος αν ήταν να πληρώνω τα ναύλα των πεθαμένων
Χ. Δε θα το κουνήσω ρούπι από δίπλα σου
Μ. Αν είν΄έτσι, τράβα έξω τη βάρκα και κάτσε. Αλλά αφού δεν έχω τι θα πάρεις;
Χ. Δεν ήξερες ρε πως έπρεπε να έχεις το ναύλο;
Μ. Το΄ξερα. Και λοιπόν; Αφού δεν είχα φράγκο. Τι να΄κανα; Να μην πέθαινα;
Χ. Δηλαδή μοναχα συ θα καυχιέσαι πως πέρασες τζάμπα;
Μ. Ε όχι και τζάμπα ρε φίλε! Και νερά έβγαζα και κουπί τράβηξα και μονάχα εγώ απ’ όλους τους επιβάτες δεν έκλαιγα
Χ. Αυτά δεν περνάνε σε βαρκάρη! Πλήρωσε το ναύλο σου. Δε μπορεί να γίνει αλλοιώς!
Μ. Ε τότε γύρνα με πίσω στη ζωή
Χ. Ωραία μας τα λές. Να φάω και ξύλο από πάνω από τον Αιακό!
Μ. Ε τότε μη μου κολλάς
Χ. Δείξε μου τι έχεις μεσ΄στο σακούλι
Μ. Λούπινα. Θες λίγα; Και ένα πρόσφορο
Χ. Από που μας κουβάλησες ρε Ερμή αυτό το κοπρόσκυλο; Το τι έλεγε στο ταξίδι δεν περιγράφεται! Πείραζε και κορόϊδευε όλους τους επιβάτες και ήταν ο μόνος που τραγουδούσε ενώ εκείνοι κλαίγανε
Ε. Δεν ξέρεις Χάρε ποιον είχες στη βάρκα σου; Ο Μένιππος είναι! Άνθρωπος τελείως ελεύθερος. Τίποτα δεν τον νοιάζει!
Ο Μένιππος βρίσκει αφορμή, που ο Χάρων μιλάει με τον Ερμή και το σκάει
Χ. Εχ και να σε πιάσω καμιά φορά...
Ακούγεται η φωνή του Μένιππου από μακρυά
Μ. Αν με πιάσεις φίλε. Δυο φορές δε μπορείς να με πιάσεις

Βλεπε:http://www.sarantakos.com/arx
Read More

Η πεισματάρα καλοτυχία του Πολυκράτη

Οι περισσότεροι άνθρωποι μακαρίζουν, με το δίκιο τους άλλωστε, εκείνους που η Τύχη τους χαμογελά και μάλιστα συχνά, τους τυχερούς δηλαδή της ζωής. Να όμως που ένας, μυαλωμένος οπωσδήποτε άνθρωπος, ο φαραώ της Αιγύπτου Άμασις, είχε διαφορετική γνώμη. Πίστευε πως η υπερβολική εύνοια της Τύχης πολύ συχνά θα κατέληγε σε συμφορά. Και δεν έπεσε έξω.
 Ο Άμασις, φαραώ της 18ης Δυναστείας, βασίλεψε στην Αίγυπτο στα μέσα του 6ου αιώνα της Αρχαιότητας. Είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τους Έλληνες, οι οποίοι είχαν ιδρύσει στο Δέλτα του Νείλου, πολύ κοντά στην τότε πρωτεύουσα της χώρας τη Σάιδα, μια «πανελλήνια» αποικία τη Ναύκρατη. Ιδιαίτερες φιλίες είχε αναπτύξει ο Άμασις με τον τύραννο της Σάμου, τον Πολυκράτη, που εθεωρείτο ο πιο τυχερός άνθρωπος του καιρού του.
 Η τυραννία της αρχαϊκής και προκλασσικής εποχής ήταν ένα ιδιότυπο καθεστώς, που σε πολλές ελληνικές πόλεις αποτέλεσε το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της ολιγαρχίας, δηλαδή της διακυβέρνησης των αριστοκρατών, που είχαν διαδεχθεί τους βασιλείς της μυκηναϊκής εποχής και της δημοκρατίας, δηλαδή της διακυβέρνησης του δήμου, του λαού. Οι τύραννοι κατά κανόνα στηρίζομενοι σε μεσαία και κατώτερα λαϊκά στρώματα, χτύπησαν τους αριστοκράτες και περιορισαν την εξουσία και την επιρροή τους. Φυσικά δεν ήταν λαϊκοί ηγέτες. Κυβερνούσαν αυταρχικά και πολύ συχνά κατέφευγαν στην τρομοκρατία για να κρατηθούν στην εξουσία.
Τέτοιος ήταν και ο Πολυκράτης. Γιος του Αιάκη και εγγονός του Συλοσώντα, που υπήρξαν για λίγο και αυτοί τύραννοι, κατόρθωσε με τα δύο αδέρφια του να νικήσει με δόλο και να σκοτώσει τους ηγέτες των γεωμόρων δηλαδή των μεγάλων γαιοκτημόνων και να πάρει την εξουσία. Στην αρχή τα τρία αδέρφια μοιράστηκαν μεταξύ τους το νησί. Ο Πολυκράτης κράτησε την Αστυπάλαια, δηλαδή την παλιά πόλη της Σάμου, ο ένας αδερφός του, ο Παντάγνωτος, την Χησία, το βορειοανατολικό τμήμα του και ο άλλος, ο Συλοσώντας τη δυτική Σάμο, την Αισχριονία. Τελικά τα τρία αδέρφια συγκρούστηκαν για την εξουσία και ο Πολυκράτης σκοτωσε τον Παντάγνωτο, εξόρισε τον Συλοσώντα και έμεινε μόνος κυρίαρχος της Σάμου, που την κυβέρνησε με σιδερένιο χέρι, αλλά και με μεγάλη ικανότητα.
Επί της διακυβέρνησής του η Σάμος άνθισε κυριολεκτικά και έγινε, όπως γράφει ο Ηρόδοτος «πασέων πρώτη, Ελληνίδων και βαρβάρων». Το πρώτο που έκαμε ο Πολυκράτης ήταν να δημιουργήσει αξιόμαχο στόλο. Στα ναυπηγεία του νησιού κατασκευάστηκε νέος τύπος πλοίου με τα 50 κουπιά, η περίφημη σάμαινα.
Με τον στόλο αυτόν η Σάμος έγινε θαλασσοκράτειρα και νίκησε τους Λεσβίους, τους Πριηνείς και τους Μιλησίους που είχαν συνασπιστεί εναντίον της.  Όταν ο Κύρος νίκησε τον Κροίσο και κατάκτησε τη Λυδία και όλη τη Δυτική Μικρασία, αποπειράθηκε να καταλάβει και τη Σάμο. Αποβιβάστηκε στο νησί, έκαψε το ναό της Ήρας, αλλά τελικά αποκρούστηκε και αποσύρθηκε ταπεινωμένος. Ο Πολυκράτης προνόησε για τις τις μητέρες των πεσόντων και διέταξε τους πλουσίους να τις συντηρούν δωρεάν. Το ίδιο αψήφισε και τη Σπάρτη, τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στην ελληνικό χώρο. Ίδρυσε πολλές αποικίες στο Αιγαίο, στην Κρήτη, στη Θράκη, και στη Σικελία και συμμάχησε με τον Λύγδαμη της Νάξου και τον Άμαση της Αιγύπτου, με τον οποίο είχε και προσωπική φιλία.
Στόλισε τη Σάμο με σπουδαία αρχιτεκτονήματα, όπως ο μέγας ναός της Ήρας, που έχτισαν οι αρχιτεκτονες Ροίκος και Θεόδωρος, στη θέση εκείνου που έκαψαν οι Πέρσες και πραγματοποίησε σημαντικά τεχνικά έργα, όπως το λιμάνι της Σάμου και το υδραγωγείο της, το μοναδικό «Ευπαλίνειο όρυγμα», ένα από τα μεγαλύτερα τεχνικά επιτεύγματα της αρχαιότητας. Το έργο αυτό ήταν σήραγγα μήκους 1036 μ. και ύψος και πλάτος άνετο για την διέλευση ενός ατόμου σε βάθος 80 μ. κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, που το ξεκίνησαν ταυτόχρονα από τις δύο άκρες του και οι δύο εκσκαφές συναντήθηκαν με ελάχιστη απόκλιση!
          Την εποχή του Πολυκράτη έζησαν και δημιούργησαν σπουδαίοι διανοητές και πολλοί από αυτούς είχαν σχέση με τη Σάμο και τον κυβερνήτη της, όπως ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Πυθαγόρας, ο αστρονόμος Αρίσταρχος,, «όστις πρώτος υπώπτευσεν ότι η γη κινείται περί τον ήλιον...»*, οι σπουδαίοι αρχιτέκτονες Ροίκος Θεόδωρος και Μανδροκλής, ο μηχανικός Ευπαλίνος, ο θαλασσοπόρος και εξερευνητής Κωλαίος και άλλοι.
                 Όπως γράφω στην αρχή αυτού του σημειώματος ο Πολυκράτης ήταν πολύ τυχερός. Ότι κι αν έκανε, σε καλό του έβγαινε. Ποτέ του δεν δοκίμασε συμφορά ή αποτυχία. Αυτό δεν άρεσε στο φίλο του Άμασι, γιατί πίστευε, πως οι πολύ ευτυχείς δεν έχουν καλό τέλος. Του έγραψε λοιπόν πως οι θεοί φθονούν τους τυχερούς και του συνιστούσε να δοκιμάσει θεληματικά μια λύπη, αφού η τύχη όλο χαρές του έστελνε. Ο Πολυκράτης δέχτηκε τη συμβουλή του φίλου του και ένα απομεσήμερο, με φίλους πολλούς, τράβηξε με πλοίο ανοιχτά στο πέλαγος. Εκεί έβγαλε το πολύτιμο δαχτυλίδι του, έργο ξακουστού τεχνίτη, που το αγαπούσε υπερβολικά και το χρησιμοποιούσε και για σφραγίδα του και με μεγάλη λύπη το πέταξε στη θάλασσα.
             Μα δεν πέρασαν 5-6 μέρες και το δαχτυλίδι βρέθηκε! Κάποιος φτωχός ψαράς, έπιασε ένα ψάρι διαλεχτό και μεγάλο. Δε θέλησε να το πουλήσει στην αγορά, αλλά προτίμησε να το χαρίσει στον Πολυκράτη, ο οποίος μάλιστα, ευχαριστημένος τον κάλεσε να το φάνε μαζί. Τη στιγμή, που ο μάγειρας καθαρίζοντάς το ψάρι, έσκισε το στομάχι του, βρήκε το δαχτυλίδι-βούλα και χαρούμενος το πήγε στον Πολυκράτη, που επίσης χάρηκε πολύ και γέμισε τον ψαρά με πλούσια δώρα. Κατόπιν έστειλε γράμμα στον Άμαση, αναφέροντας τα καθέκαστα. Εκείνος όμως δε χάρηκε καθόλου. Αντίθετα προβλέποντας τα χειρότερα, έκοψε τις σχέσεις του με τον Πολυκράτη, μη θέλοντας να λυπηθεί και ο αυτός εξ αιτίας του φίλου του.  
                Τελικά οι φόβοι του Άμαση βγήκαν σωστοί. Το τέλος του Πολυκράτη ήταν τραγικό. Με τις δαπάνες του για τα μεγαλοπρεπή έργα και τη συντήρηση του μισθοφορικού στρατού του, εξανέμησε το ταμείο του και έψαχνε  απεγνωσμένα για δάνειο. Οι  Πέρσες, που μετά την ήττα και την εκδίωξή τους από τη Σάμο ήταν ορκισμένοι εχθροί του, όταν έμαθαν την οικονομική του δυσπραγία, του έστησαν παγίδα. Ο σατράπης της Λυδίας Οροίτης έστειλε στον Πολυκράτη μήνυμα πως τάχα ο ίδιος κινδύνευε να θανατωθεί από τον Μεγάλο Βασιλέα και ζητούσε να τον βοηθήσει να φυγαδεύσει τα πλούτη του και εν συνεχεία να δραπετεύσει στη Σάμο. Ο Πολυκράτης δέχτηκε και μάλιστα, παρά τις προειδοποιήσεις της κόρης του και πολλών φίλων του, αποφάσισε να πάει αυτοπροσώπως στην απέναντι ακτή να παραλάβει τα πλούτη του Οροίτη. Εκεί όμως οι Πέρσες τον έπιασαν και τον ανασκολόπισαν σε ένα ύψωμα, από όπου μπορούσε πεθαίνοντας να βλέπει την αγαπημένη του πόλη. Με με τον μαρτυρικό θάνατο του Πολυκράτη τέλειωσε η περίοδος της ακμής της Σάμου. Το νησί γνώρισε περίοδο αστάθειας, παρακμής και τελικά πέρασε στην εξουσία των Περσών ως τους Μηδικούς Πολέμους.


Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης*
* Ο Δημήτρης Γερμιώτης είναι λόγιος
* που πρώτος υπέθεσε πως η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο


Read More

Πώς εκλέγανε οι Αθηναίοι τους άρχοντες τους

Η αθηναϊκή δημοκρατία έφτασε στον κολοφώνα της στα μέσα του 5ου αιώνα και η ακμή αυτή κράτησε τριάντα περίπου χρόνια, περίοδος που έμεινε στην ιστορία σαν ο χρυσός αιώνας του Περικλή. Ομως το πολίτευμα με τους ξεχωριστούς θεσμούς  του υπήρχε ήδη σαράντα χρόνια πριν από τον Περικλή και θα επιβίωνε ως την εποχή των Μακεδόνων, διακόσια χρόνια αργότερα. Εζησε δηλαδή σχεδόν τρεις αιώνες, όσο καμμιά άλλη σύγχρονη ή αρχαία δημοκρατία. Τη μεγάλη αντοχή στο χρόνο της αθηναϊκής δημοκρατίας την αποδίδουν οι μελετητές όχι μόνοστους σωστούς θεσμούς αλλά και στη μεγάλη προσαρμοστικότητα και εξελικτικότητά τους. Οι θεσμοί γεννήθηκαν από τις ανάγκες της ζωής και γιαυτό προσαρμόζονταν εύκολα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Δεν υπήρξαν εγκεφαλικά δημιουργήματα κάποιας σοφής κεφαλής, έστω κι αν αυτή ανήκε στο Σόλωνα.
Η προσαρμοστικότητα των θεσμών φαίνεται από την εξέλιξη του θεσμού του βασιλιά. Σε πλήρη δημοκρατία, τον καιρό του Περικλή, κληρωνόταν κάθε χρόνο ο άρχων βασιλεύς, μακρυνός απόηχος των μυκηναίων ανάκτων, που τελευταίος τους υπήρξε ο Κόδρος. Ο θεσμός δεν καταργήθηκε. Εξελίχτηκε σε ένα ανώδυνο για τη δημοκρατία αξίωμα με θρησκευτικές τελετουργικές αρμοδιότητες.
Μπορεί να θεωρείται ο Κλεισθένης ιδρυτής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, βασίστηκε όμως στη νομοθεσία που θέσπισε ο Σόλων, που είναι χωρίς αμφιβολία ο πατέρας της δημοκρατίας. Οταν ο Σόλων συνέταξε τους νόμους του δεν είχε και πολλές αυταπάτες για την αποτελεσματικότητα τους. “Ο νόμος” έλεγε “μοιάζει με τον ιστό της αράχνης. Τα μικρά και τα αδύνατα πιάνονται σ’αυτόν, ενώ  τα ισχυρά τον σχίζουν και περνούν”. Ακόμα ένα δείγμα ευθύτητας και παρρησίας, που χαρακτήριζαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα.
Η δημοκρατία που καθιέρωσε ο Κλεισθένης, μετά την εκδίωξη των Πεισιστρατιδών, ήταν σχετικά πλουτοκρατικό και ολογαρχικό σύστημα, είχε όμως σωστούς και εξελίξιμους θεσμούς και με τις μεταρρυθμίσεις που έκαναν ο Ευβουλος, ο Εφιάλτης και ο Περικλής, μεταμορφώθηκε σε πραγματικά «λαοκρατικό» καθεστώς.
Το πολίτευμα λοιπόν της αρχαίας Αθήνας όπως διαμορφώθηκε μετά τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, του Εφιάλτη και του Περικλή, ήταν η άμεση δημοκρατία. Η Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή η λαϊκή συνέλευση όλων των αθηναίων πολιτών από 20 χρονών και πάνω, μετά το 462 πΧ είχε συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες και τις ασκούσε με τα διάφορα όργανα, που αυτή όριζε ή έλεγχε. Είχε όχι μόνο νομοθετικές εξουσίες αλλά και εκτελεστικές και σε ορισμένες περιπτώσεις, (εσχάτη προδοσία, ασέβεια κ.ά,), μεταβαλλόταν σε ανώτατο δικαστήριο, πράγμα πού έκανε τον Αριστοτέλη να τη χαρακτηρίσει «μυριοκέφαλη τυραννία».
Στην Εκκλησία του Δήμου, που συνεδρίαζε 40 φορές το χρόνο, μπορούσε να πάρει το λόγο ο κάθε πολίτης και όσο μιλούσε και ό,τι κι αν έλεγε, κανείς δε μπορούσε να τον διακόψει ή να τον σταματήσει. Ήταν η περίφημη ισηγορία..
Η εκκλησία του Δήμου εξέλεγε τα 500 μέλη της Βουλής. Οι βουλευτές βγαίναν με κλήρο από 1000 εκπρόσωπους των 170 δήμων της Αττικής, (100 για κάθε φυλή), που ονομάζονταν πρόκριτοι και εκλέγονταν με μυστική ψηφοφορία για ένα χρόνο. Οι 500 που δεν κληρώνονταν βουλευτές, μέναν αναπληρωματικοί και ονομάζονταν επιλαχόντες.
Από τους 500 βουλευτές, που παίρναν μια μικρή χρηματική αποζημίωση τριών οβολών τη μέρα, κληρωνόταν η πρυτανεία, από 50 μέλη, η οποία για διάστημα 35 ημερών αποτελούσε την κυβέρνηση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι πρυτάνεις όσον καιρον ασκούσαν τα καθήκοντα τους μέναν στο Πρυτανείο με έξοδα του κράτους. Ενας από αυτούς οριζόταν για μια ή δυό το πολύ μέρες Γραμματεύς της Βουλής, δηλαδή πρωθυπουργός.
Η Βουλή ήταν το συμβουλευτικό όργανο της Εκκλησίας του Δήμου. Κάθε νόμος για να ψηφιστεί από την τελευταία έπρεπε να προετοιμαστεί και να συζητηθεί από τη Βουλή, που έβγαζε το προβούλευμα. Γιαυτό τα νομοθετήματα που ψήφιζε η Εκκλησία του Δήμου άρχιζαν πάντα με τη φράση: ΕΔΟΞΕ Τωι ΔΗΜΩι ΚΑΙ Τηι ΒΟΥΛΗι, (δηλαδή, φάνηκε σωστό στο Λαό και στη Βουλή).
Ανακεφαλαιώνοντας βλέπουμε ότι πηγή και φορέας όλων των εξουσιών ήταν η λαϊκή συνέλευση, η Εκκλησία του Δήμου. Οτι όλα τα αξιώματα ήταν συνήθως ενιαύσια και προσιτά σε όλους τους πολίτες. Οτι πολλοί άρχοντες βγαίναν με κλήρωση, που σημαίνει ότι από τη στιγμή που κάποιος γεννήθηκε αθηναίος πολίτης είχε εν δυνάμει εκλεγεί σε πολλά αξιώματα και απλά περίμενε πότε θα κληρωθεί σε ένα από αυτά. Σημαίνει επίσης ότι όλοι οι πολίτες, πλούσιοι ή φτωχοί, θάρχοταν κάποτε η ώρα να κληρωθούν ή να εκλεγούν σε κάποιο αξίωμα
Τις δικαστικές αρχές αποτελούσαν δύο μεγάλα δικαστήρια, ο Αρειος Πάγος, το παλιό ανώτατο δικαστήριο, που στα χρόνια της δημοκρατίας είχε χάσει πολλές από τις αρμοδιότητές του και η Ηλιαία το λαϊκό δικαστήριο, που το απαρτίζαν 6000 μέλη τα οποία βγαίναν με κλήρωση από όλους τους πολίτες για ένα χρόνο και παίρναν επίσης ημερήσια αποζημίωση τριών οβολών. Η ηλιαία χωριζόταν σε δέκα τμήματα από 600 δικαστές το καθένα και επιλαμβανόταν με όλες τις ποινικές και αστικές περιπτώσεις. Υπήρχαν όμως και μικρότερα ή και ειδικά δικαστήρια.
Τις διοικητικές αρχές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας τις όριζε επίσης, με κλήρωση ή με ψηφοφορία, η Εκκλησία του Δήμου. Τις αποτελούσαν:
Οι εννέα άρχοντες, που που μετά το 462 πΧ είχαν χάσει κάθε ουσιαστική εξουσία και ασκούσαν μόνο τελεουργικά καθήκοντα. Οι εννέα άρχοντες κληρώνονταν ανάμεσα στους πλούσιους, (πεντακοσιομέδιμνους) και ήταν: Ο επώνυμος άρχων, ο άρχων βασιλεύς, ο πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέται. Μετά τη θητεία τους, που ήταν για ένα χρόνο, γίνονταν ισόβια μέλη του Αρείου Πάγου.
Οι δέκα αστυνόμοι, που είχαν καθήκοντα τήρησης της τάξης και  είχαν υπό τις διαταγές τους ένοπλα τμήματα σκυθών ή θρακών δούλων.
Οι δέκα επισκευασταί των ιερών, που φρόντιζαν για τη συντήρηση των ναών, οι πέντε οδοποιοί, οι πέντε νεωροί, ο επιμελητής των κρηνών, υπεύθυνος για την ύδρευση της πόλης και οι αρχιτέκτονες επί τας ναυς, που ευθύνονταν για τη ναυπήγηση και συντήρηση των πολεμικών σκαφών.
Οι οικονομικές αρχές της αθηναϊκής δημοκρατίας ορίζονταν επίσης με κλήρωση για ένα χρόνο από την Εκκλησία του Δήμου και ήταν: οι δέκα ελληνοταμίαι, οι δέκα ταμίαι της Αθηνάς, οι δέκα ταμίαι των άλλων θεών, ο επί των θεωρικών, οι δέκα σιτοφύλακες, οι δέκα πωληταί και οι δέκα αποδέκται.
Τέλος τις στρατιωτικές αρχές τις αποτελούσαν οι δέκα στρατηγοί, που εκλέγονταν, (ένας για κάθε φυλή), για ένα χρόνο χωρίς δικαίωμα επανεκλογής, (αυτό το τελευταίο καταργήθηκε μετά το 440 πΧ), οι δέκα ταξίαρχοι, οι δέκα φύλαρχοι, οι δύο ίππαρχοι και ο ταμίας των στρατιωτών.
Στρατηγοί μπορούσαν να εκλεγούν από όλες τις τάξεις. Σε σπάνιες περιπτώσεις μεγάλων εθνικών κινδύνων, ένας στρατηγός περιβαλλόταν με μεγάλες, σχεδόν δικτατορικές, εξουσίες, πάντα με απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και τότε ονομαζόταν στρατηγός αυτοκράτωρ.
Τα κύρια θεσμικά γνωρίσματα της δημοκρατίας όμως δεν ήταν τα αξιώματα αλλά οι λειτουργίες της: Η μικρή διάρκεια της εξουσίας, (το πολύ ένα χρόνο, ανκαι οι πρυτάνεις κυβερνούσαν μονάχα λίγες βδομάδες και ο γραμματέας της Βουλής, δηλαδή ο πρωθυπουργός, μια ή δύο μέρες!). Η συνεχής εναλλαγή προσώπων στην εξουσία. Το προσιτό της εξουσίας σε όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από καταγωγή ή περιουσία. Η αιρετότητα των αρχόντων, με μυστική ψηφοφορία ή κλήρωση. Η γραπτή νομοθεσία, με νόμους που επεξεργαζόταν η Βουλή και ψήφιζε η λαϊκή συνέλευση. Η ανεξαρτησία και η λαϊκή βάση της δικαιοσύνης
Υπήρχαν όμως κι άλλοι θεσμοί που δίναν στην αθηναϊκή δημοκρατία τα χαρακτηριστικά της πολιτείας του δικαίου και της ευνομίας.
Ένας από αυτούς ήταν ο θεσμός των δοκιμασιών: κανείς πολίτης δε μπορούσε να βάλει υποψηφιότητα για να εκλεγεί σε κάποιο αξίωμα αν προηγουμένως δεν περνούσε ευνοϊκά από εξ δοκιμασίες.
Συγκεκριμένα έπρεπε να αποδείξει:
- Ότι είναι γνήσιος αθηναίος πολίτης.
- Ότι υπηρέτησε στο στρατό και πήρε μέρος σε εκστρατείες.
- Ότι πλήρωνε ταχτικά τους φόρους.
- Ότι ήταν έντιμος και δεν είχε καταδικαστεί ποτέ για ατιμωτικό αδίκημα.
- Ότι ήταν ευσεβής.
- Ότι η συμπεριφορά του προς τους γονείς του ήταν άψογη.
Οι δοκιμασίες αυτές ήταν ουσιαστικές και εξονυχιστικές και γίνονταν οι τρεις πρώτες από τη Βουλή και οι άλλες τρεις από τα δικαστήρια. Με τις δοκιμασίες αυτές είναι φανερό πως πολλοί φαύλοι αποκλείονταν εξ αρχής από τη δυνατότητα να εκλεγούν
Ένας άλλος σημαντικός θεσμός ήταν των λειτουργιών, που ήταν ένα είδος τιμητικής φορολογίας. Η Εκκλησία του Δήμου ανέθετε σε κάποιον πλούσιο πολίτη να εξοπλίσει ένα πολεμικό σκάφος, να χρημοτοδοτήσει το ανέβασμα μιας τραγωδίας (από εκεί βγήκε και οόρος χορηγός) και γενικά να κάνει κάποιο κοινωφελές έργο χωρίς ελπίδα κερδους εκτός από την αναγραφή του ονόματός του σε τιμητική στήλη.
Ο οριζόμενος είχε δικαίωμα να αρνηθεί, αλλά με τον όρο να υποδείξει άλλον, πλουσιώτερο κατά τη γνώμη του, που κι αυτός με τη σειρά του μπορούσε να ζητήσει την ανταλλαγή των περιουσιών τους αν ισχυριζόταν πως δεν ήταν τόσο πλούσιος. Η ανταλλαγή αυτή λεγόταν αντίδοσις.
Τρίτος τέλος θεσμός ήταν ο οστρακισμός,  με τον οποίον μπορούσε η Δημοκρατία να απομακρύνει από την πολιτική σκηνή όποιον η κοινή γνώμη θεωρούσε πως με την πολιτεία του ή και απλώς λόγω εξαιρετικής δημοφιλίας, μπορούσε να γίνει επικίνδυνος για τους θεσμούς και το πολίτευμα. Ο οστρακισμός καθιερώθηκε τι 508 από τον Κλεισθένη για να αποκλείσει την επανάληψη της τυρανίας. Αποφασιζόταν ύστερα από σχετική δημόσια καταγγελία από την Εκκλησία του Δήμου, που εκτάκτως συνεδρίαζε στην Αγορά και όχι στην Πνύκα. Ακολουθούσε ψηφοφορία όλων των πολιτών που γράφανε το όνομα του υποψήφιου για οστρακισμό πάνω σε κομμάτια πήλινων σκευών, (όστρακα). Αν τα γραμμένα όστρακα ήταν περισσότερα από το μισό των ψηφισάντων ο καταδικασμένος έπρεπε να φύγει σε τρεις μέρες από την Αττική και να μείνει σε υπερορία για δέκα χρόνια, μετά τα οποία ξαναγύριζε, χωρίς άλλες συνέπειες στα πολιτικά του δικαιώματα, στην περιουσία ή στην οικογένειά του.
Ήταν λοιπόν ο Δήμος Αθηναίων αληθινή Δημοκρατία; Πολλοί το αρνούνται, προβάλλοντας ισχυρά επιχειρήματα. Ομως τί είναι δημοκρατία; Στο ερώτημα αυτό απαντα ο Περικλής στον “Επιτάφιο”: “Το να κυβερνάν όχι οι λίγοι αλλά οι πολλοί, αυτό το λέμε δημοκρατία”, ( Το ουχί ες ολίγους αλλ’ες πλείονας οικείν, δημοκρατία κέκληται). Το ζήτημα είναι τί εννοούμε λέγοντας “πολλοί”.
Το αντίθετο της δημοκρατίας είναι η ολιγαρχία, στην οποία κυβερνούν οι λίγοι. Η αντίληψη ότι δεν είναι σωστό να κυβερνούν την πολιτεία οι πολλοί, ο όχλος, ο αδαής λαός, αλλά οι λίγοι εκλεκτοί, οι άριστοι, είναι πανάρχαιη και εκφράστηκε πιο καθαρά από τον Πλάτωνα. Το θέμα είναι ποιοί είναι αυτοί οι άριστοι, από πού αντλούν το δικαίωμα να κυβερνούν και βάσει ποιας λογικής αρνούνται το δικαίωμα αυτό στον απλό λαό.
Οι κάθε είδους και ονομασίας ολιγαρχικοί δέχονται ως κριτήριο για να καταταγεί κάποιος στους αρίστους είτε την καταγωγή είτε τον πλούτο είτε τη μόρφωση και υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα να κυβερνούν οι άριστοι το παίρνουν είτε από τους θεούς, είτε από την ιστορική ή κοινωνική αναγκαιότητα είτε από άλλες εξ ίσου νεφελώδεις και αυθαίρετες πηγές.  Στην πραγματικότητα μοναδική πηγή της εξουσίας των αρίστων ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων η απροκάλυπτη ή συγκεκαλυμένη βία.

Στις διάφορες μορφές δημοκρατίας αντίθετα, αυτοί που κυβερνούν εκλέγονται από κάποιους άλλους. Ο τρόπος που εκλέγονται και ο αριθμός αυτών που έχουν το δικαίωμα εκλογής ποικίλει φυσικά, ανάλογα με τη μορφή της δημοκρατίας, πάντως όσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός των εκλεγόντων, όσο πιο μεγάλη είναι η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε πολλούς υποψήφιους κι όσο πιο εύκολη είναι η διαδικασία, τόσο πλατύτερη είναι η δημοκρατία.
Βέβαια η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν ήταν κάποιο ιδανικό πολίτευμα. Είχε πολλά και σοβαρά τρωτά και μειονεκτήματα, όχι όμως αυτά που τονίζουν ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας ή ο Ξενοφώντας. Ο πρώτος ήταν προκατειλημένος εναντίον της κι οι άλλοι δύο απροκάλυπτοι εχθροί της. Αυτούς τους ενοχλούσε η παντοδυναμία της Εκκλησίας του Δήμου, το ευμετάβλητο των διαθέσεων και αποφάσεων του λαού και το νεωτεριστικό πνεύμα που κυριαρχούσε παντού.
Τα πραγματικά μειονεκτήματα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που την οδήγησαν τελικά στην ήττα, με δραματικές συνέπειες για όλον τον ελληνισμό ήταν άλλα.
Πρώτα πρώτα ήταν ο αποκλεισμός των γυναικών από κάθε είδους κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα. Οι αθηναίες δεν είχαν κανένα πολιτικό και ελάχιστα κοινωνικά δικαιώματα, σ’αντίθεση με τις γυναίκες της Σπάρτης, του Αργους, της Λέσβου, της Κρήτης  και άλλων ελληνικών περιοχών.
Ακόμα η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν φιλοπόλεμη και επεκτατική. Δε μπορούσε να κάνει αλλοιώς. Στην αρχαιότητα το κυριώτερο μέσο παραγωγής ήταν η γη. Η Πολιτεία έχοντας για στήριγμα της τους ελεύθερους μικροκαλιεργητές, έπρεπε να φροντίζει να έχουν όλοι τους επαρκείς κλήρους γης. Όταν η γη της Αττικής δεν επαρκούσε πια, η Δημοκρατία έκανε πολέμους, προσαρτούσε νέα εδάφη και εγκαθιστούσε σ’αυτά αθηναίους κληρούχους. Οι συνεχείς όμως πόλεμοι, που δεν τους έκανε με μισθοφορικά στρατεύματα αλλά με δικό της στρατό από αθηναίους πολίτες, υπονόμευε την ίδια την κοινωνική της βάση, γιατί οδηγούσαν τους πολίτες στην οικονομική καταστροφή.
Τέλος η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν υπερβολικά τοπικιστική. Μολονότι της δόθηκε η ευκαιρία να συνενώσει σε μια πολιτική ενότητα το σύνολο σχεδόν της Ελλάδας, δεν είχε την διορατικότητα, την ευρύτητα του πνεύματος και την οργανωτική ικανότητα να το κάνει, αρετές που αργότερα μόνο η Ρώμη επέδειξε. Ακόμα και οι ξένοι που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και που στο τέλος του 5ου αιώνα αποτελούσαν σχεδόν τους μισούς κατοίκους του Αστεως, δεν απόχτησαν ποτέ δικαιώματα αθηναίου πολίτη.
Αυτά τα σοβαρά μειονεκτήματα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας την οδήγησαν σε αδιέξοδα και προκάλεσαν την παρακμή της. Παρ’όλα αυτά ήταν το πιο γόνιμο σε θεσμούς και ιδέες, (που γνώρισαν παγκόσμια ακτινοβολία και έχουν διαχρονική ισχύ), πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της ιστορίας.

Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης*
* Ο Δημήτρης Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Ο Λουκιανός και ο ψευδομάντης

Μια φορά κι έναν καιρό στην πόλη της Παφλαγονίας Αβώνου Τείχος ζούσε τον 2ο αιώνα της χρονολογίας μας ένας νεαρός ονόματι Αλέξανδρος.  Δεν ήταν ούτε πλούσιος, ούτε μορφωμένος, ούτε είχε σημαίνοντες γονείς και στα νιάτα του ήταν ανεπάγγελτος. Ήταν όμως ωραίο παιδί και καθώς  δεν ήταν και πολύ… φανατικός άντρας, για ένα διάστημα έκανε το “τεκνό” σε διαφόρους πλούσιους μερακλήδες. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας αγύρτης, που παρίστανε τον μάντη, και ισχυριζόταν πως μπορούσε να κάνει μάγια, να εξορκίζει, να προλέγει το μέλλον, να ανακαλύπτει κρυμμένους θησαυρούς και όλα τα σχετικά. Επί πλέον ισχυριζόταν πως υπήρξε μαθητής του μεγάλου διδασκάλου, του Απολλώνιου του Τυανέα.
Ο Αλέξανδρος έμεινε κοντά στον προστάτη του λίγα χρόνια, και συν τοις άλλοις έμαθε και την τέχνη της μαντικής και της θαυματοποιίας. Όταν δε κάποτε μεγάλωσαν τα γένια του, δεν περνούσε πια η μπογιά του και η σταδιοδρομία του ως Γανυμήδη τερματίστηκε, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί όσα κόλπα έμαθε κοντά στον αγύρτη. Στην αρχή συνεταιρίστηκε με κάποιον ονόματι Κοκκωνά και άρχισαν να περιοδεύουν στη Μικρασία και τη Θράκη. Βρήκαν και κάποια πλούσια, μεσόκοπη μεν αλλά φιλάρεσκη, στην οποία προσκολλήθηκαν εξασφαλίζοντας έτσι τα προς το ζην μια που δεν είχαν ακόμα μεγάλα έσοδα σαν μάγοι.
Η εποχή προσφερόταν σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Και τότε είχαμε ένα είδος παγκοσμιοποίησης. Η πόλη-κράτος της κλασσικής αρχαιότητας είχε υποκατασταθεί από το οικουμενικό ρωμαϊκό κράτος. Οι παλιοί δημοκρατικοί θεσμοί ατόνησαν ή καταργήθηκαν, ο υπήκοος αντικατέστησε τον πολίτη και το αίσθημα ασφαλείας που έδινε στους πολίτες της κάθε πόλη-κράτος εξαφανίστηκε. Η θέση των κατώτερων αλλά και των μεσαίων στρωμάτων στο μεσογειακό χώρο χειροτέρεψε απότομα. Μπορεί η εποχή αυτή να ονομάζεται “Ρωμαϊκή Ειρήνη” αλλά αυτό ίσχυε μόνο για τους πλούσιους και ισχυρούς, για τους δούλους και τους φτωχούς δεν υπήρχε ειρήνη παρά μόνο καταστολή. Αυξήθηκε σε πρωτοφανείς ρυθμούς ο αριθμός των δούλων, η δουλική εργασία, προσπόριζε αμύθητο πλούτο στους μεγάλους γαιοκτήμονες και  εξαθλίωνε τα κατώτερα αγροτικά στρώματα. Μεγάλωσε ακόμη περισσότερο η κοινωνική ανισότητα ενώ η υπεροψία, η αυταρχία και η διαφθορά των πλουσιοτέρων στρωμάτων έγιναν ακόμα πιο προκλητικές και αχαλίνωτες.
Ένα ισχυρό κύμα απαισιοδοξίας κυρίεψε τους σκεπτόμενους ανθρώπους, σ’ ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια και όλοι αναζητούσαν  λύσεις πέραν του κόσμου τούτου. Ο πληθυσμός των χωρών γύρω από τη Μεσόγειο βυθίστηκε σιγά σιγά στην πολιτική απάθεια, στη μοιρολατρία και στράφηκε προς στο μυστικισμό, τον ανορθολογισμό και τη θρησκεία, ζητώντας απ' αυτήν παρηγοριά και ενδυνάμωση. Αυτοί είναι οι λόγοι που, κατά την εποχή αυτή γνώρισαν τόση ακμή οι μάγοι, οι αστρολόγοι, οι προφήτες και οι γόητες και οι λοιποί αγύρτες αλλά και επίσης εμφανίστηκαν νέες θρησκείες, ή διαδόθηκαν παλαιές, που ως τότε είχαν περιορισμένη ή τοπική εμβέλεια.
Η καινούργια προστάτιδα των δύο απατεώνων καταγόταν από την Πέλλα της Μακεδονίας και τους πήρε μαζί της όταν επισκέφθηκε την πατρίδα της. Εκεί στην Πέλλα υπήρχαν κάτι μεγάλα αλλά εντελώς αβλαβή φίδια, από τα λεγόμενα “σπιτόφιδα” (οικουροί όφεις) και ο Αλέξανδρος αγόρασε ένα για λίγους οβολούς. Το φίδι αυτό το τάιζε με μελόπιτες και γενικά το εξημέρωσε τόσο ώστε χωνόταν στα ρούχα του από τα οποία ξεπρόβαλε όταν το αφεντικό του το ερέθιζε κατάλληλα. Εν συνεχεία ο Αλέξανδρος με τον Κοκκωνά πήγαν στη Χαλκηδόνα  και εκεί έθαψαν στο χώμα χάλκινες πλάκες, όπου ο Κοκκωνάς είχε γράψει πως ο θεός Ασκληπιός θα εμφανιστεί στο Αβώνου Τείχος. Κατόπιν κάποιος δικός τους βαλτός “ανακάλυψε” τις χάλκινες πλάκες.
Η φήμη του “θαύματος” διαδόθηκε πλατιά και οι συντοπίτες του Αλέξανδρου, άνθρωποι απλοϊκοί και εύπιστοι, όχι μόνο πίστεψαν την μέλλουσα εμφάνιση του θεού αλλά άρχισαν να σκάβουν τα θεμέλια του ναού που θα του αφιέρωναν. Τότε όμως οι δύο συνεταίροι μάλωσαν και χώρισαν. Ο Αλέξανδρος, μόνος του πλέον, έφτασε στην πατρίδα του, φορώντας πολυτελή ρούχα και με πλούσια κόμη πλεγμένη σε κοτσίδες. Του έγινε πάνδημη υποδοχή. Ο Αλέξανδρος από την άλλη μέρα άρχισε να επιδεικνύει τις μαντικές του ικανότητες και να θαυματοποιεί, προκαλώντας τον θαυμασμό των άξεστων Παφλαγόνων. Το μεγάλο ήμερο φίδι που αγόρασε στην Πέλλα δεν το εμφάνισε ακόμα αλλά πήρε ένα αυγό χήνας, το άδειασε από το περιεχόμενό του, έχωσε με κατάλληλο τρόπο και χωρίς να το σπάει, ένα μικρό νεογέννητο φιδάκι και το ξανάκλείσε με άσπρο κερί και στουπέτσι. Μια νύχτα πήγε κρυφά και το έθαψε στη λάσπη των θεμελίων του μελλοντικού ναού του Ασκληπιού.
Την επομένη βγήκε από το σπίτι του μισόγυμνος και δήθεν σε κατάσταση έκστασης και άρχισε να αγορεύει στο πλήθος σε γλώσσα ακατάληπτη, όπου τα μόνα κατανοητά ήταν τα ονόματα του Ασκληπιού και του Απόλλωνα. Κατόπιν, ακολουθούμενος από πολύν κόσμο, πήγε τρέχοντας στα θεμέλια του ναού, ανακάλυψε το αυγό, το έσπασε και δείχνοντας στα έκθαμβα πλήθη το φιδάκι, τους πληροφόρησε πως ήταν μετενσάρκωση του θεού Ασκληπιού. Λίγες μέρες αργότερα εξαφάνισε τα φιδάκι και παρουσίασε το μεγάλο φίδι που είχε αγοράσει στην Πέλλα, βεβαιώνοντας τους εύπιστους Αβωνοτειχίτες πως το φιδάκι είχε μεγαλώσει απότομα και τώρα λεγόταν Γλύκων.
Από τότε η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της πατρίδας του και εξαπλώθηκε παντού. Καθιερώθηκε σαν μάγος, χρησμοδότης και θαυματοποιός και από κάθε γωνιά του ρωμαϊκού κράτους έφταναν στο Αβώνου Τείχος προσκυνητές ζητώντας χρησμούς ή θεραπεία και προσφέροντας στον απατεώνα μεγάλα δώρα. Ακόμα και από τη Ρώμη ήρθαν να τον δούνε και όχι μόνο απλοϊκοί αλλά και σοβαροί άνθρωποι όπως ο Ρουτιλιανός.
Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος βελτίωσε τη μαντική τεχνική του. Είχε διδάξει στο φίδι του να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται ανάλογα με τις προσταγές του και του φόρεσε ένα κάλυμμα του κεφαλιού που έμοιαζε με ανθρώπινο πρόσωπο. Το δωμάτιο όπου δεχόταν τους πιστούς του ήταν φυσικά πάντα μισοσκότεινο. Ταυτόχρονα οργάνωσε δίκτυο πρακτόρων, που του δίνανε όσες πληροφορίες χρειαζόταν και αφορούσαν τα υποψήφια θύματά του. Είχε επίσης κοντά του γλωσσομαθείς βοηθούς που αν ο ερωτών ήταν Γαλάτης ή Σύρος ή Σκύθης, έγραφαν τους “χρησμούς” που διάβαζε ο Αλέξανδρος στη γλώσσα του. Τέλος επινόησε πολλούς τρόπους για να αποσφραγίζει επιστολές, γιατί ζητούσε από τους “πελάτες” του να του δίνουν τα ερωτήματα σε κλειστό σφραγισμένο γράμμα. Το γράμμα αυτό το έπαιρνε, κλεινόταν για λίγο στο “άδυτο” του σπιτιού του παρέα με τον Γλύκωνα, το αποσφράγιζε, διάβαζε την ερώτηση και κατόπιν το ξανασφράγιζε και έδινε στο θύμα την επιστολή “άθικτη” αλλά, ξέροντας την ερώτηση, του έδινε κατάλληλη απάντηση. Στις σπάνιες περιπτώσεις που δε μπορούσε να παραβιάσει τη σφραγίδα έδινε απαντήσεις δυσνόητες και διφορούμενες.
Όλοι πίστεψαν πως ο Αλέξανδρος μπορούσε να διαβάσει “σφραγισμένο γράμμα”. Όπως ήταν επόμενο η φήμη του μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ και απόχτησε τεράστια πλούτη. Άρχισε τότε να περιοδεύει τη Μικρασία, φτάνοντας ως τον Πόντο και την Καππαδοκία. Όπου εμφανιζόταν τα πλήθη έτρεχαν πατείς με πατώ σε να τον προσκυνήσουν. Οι μόνοι που δεν έτρεξαν πίσω του ήταν οι Επικούρειοι και οι Χριστιανοί. Οι τελευταίοι διότι είχαν δικό τους θεό και θαυματουργούς αγίους, οι δε Επικούρειοι διότι, έχοντας παραμείνει πιστοί στον ελληνικό ορθολογισμό, όχι μόνο απέρριπταν και θαύματα και μάντεις, αλλά ξεσκέπαζαν στα μάτια του κόσμου τις αγυρτείες του. Και οι μεν Χριστιανοί ήταν ακόμα πολύ λίγοι οι Επικούρειοι όμως γέμιζαν ολόκληρες πόλεις και σιγά σιγά πολύς κόσμος άρχισε να κρατά αποστάσεις από τον απατεώνα.
Ο Αλέξανδρος τους κήρυξε τον πόλεμο. Έλεγε πως είχε γεμίσει ο Πόντος άθεους και παρότρυνε τους οπαδούς του να τους λιθοβολούν και να καίνε όποια βιβλία του Επικούρου πέφτανε στα χέρια τους. Στις ιεροτελεστίες που είχε καθιερώσει, είχε επινοήσει ολόκληρο τυπικό και όταν άρχιζε τις συνάξεις του φώναζε “έξω οι Χριστιανοί” και οι οπαδοί του απαντούσαν “έξω οι Επικούρειοι”.
Σε μια τέτοια περιοδεία του Αλέξανδρου τον συνάντησε ο Λουκιανός, ο μεγάλος σαρκαστής των πάντων, ένθερμος δε Επικούρειος. Ο Λουκιανός του έκανε πολλά χουνέρια. Πρώτα του έδωσε τρεις σφραγισμένες επιστολές: στην πρώτη τον ρωτούσε αν ήταν φαλακρός και στις άλλες δύο ποια ήταν η πατρίδα του Ομήρου. Φρόντισε όμως οι σφραγίδες να μη μπορούν με κανένα τρόπο να παραβιαστούν, ενώ με φίλους του παραπλάνησε τον Αλέξανδρο σχετικά με τα ερωτήματα. Έτσι ο Αλέξανδρος απάντησε άλλα αντ΄ άλλων και φυσικά βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση όταν ο Λουκιανός άνοιξε μπροστά στον κόσμο τα γράμματα. Κατόπιν του έστειλε άλλο γράμμα με ερωτήσεις και μαζί οχτώ δραχμές. Ο Αλέξανδρος, που και πάλι Δε μπόρεσε να το αποσφραγίσει παραπλανήθηκε από τις δραχμές και από λόγια φίλων του λουκιανού και νομίζοντας πως το γράμμα περιλάμβανε οχτώ ερωτήματα έδωσε οχτώ διφορούμενες και ακατάληπτες απαντήσεις. Το γράμμα όμως είχε ένα και μόνο ερώτημα: “πότε θα αποκαλυφθεί ότι ο Αλέξανδρος είναι απατεώνας”.
Ύστερα από αυτό το ρεζίλεμα ο Αλέξανδρος δεν ήθελε ούτε να δει στα μάτια του τον Λουκιανό και φαίνεται πως έβαλε κάποιους μπράβους του να τον δείρουν και γιαυτό ο διοικητής της Καπαδοκίας του έδωσε δύο φρουρούς. Με τη συνοδεία των στρατιωτών ο Λουκιανός ξαναπέρασε από το Αβώνου Τείχος και κάνοντας τον μετανοημένο πήγε στον ψευδομάντη και του ζήτησε να κλείσουν ειρήνη. Ο Αλέξανδρος “μεγαλόψυχα” τον συγχώρησε και του έδωσε το δεξί του χέρι να το φιλήσει, ο Λουκιανός όμως αντίθετα τον … δάγκωσε πολύ άσκημα και μόνο χάρη στην παρουσία των στρατιωτών γλίτωσε από το λυντσάρισμα των οπαδών του μάγου. Κατόπιν πήγε στη γειτονική παραλιακή πόλη Άμαστρη και πήρε ένα πλοίο για την Νικομήδεια της Βιθυνίας. Ο Αλέξανδρος μαθαίνοντας το επιχείρησε και πάλι να σκοτώσει τον Λουκιανό δωροδοκόντας τους ναύτες του καραβιού που θα τον πήγαινε από τα παράλια του Πόντου στο Βυζάντιο. Ο πλοίαρχος όμως κατόρθωσε να μεταπείσει το πλήρωμά του και ο Λουκιανός σώθηκε.
Τελικά ο μάγος είχε οικτρό τέλος. Μολύνθηκε το πόδι του, έπαθε γάγγραινα και πέθανε με φρικτούς πόνους. Τότε αποκαλύφθηκε πως ήταν πράγματι φαλακρός, γιατί οι γιατροί βάζοντας του ψυχρά επιθέματα στο κεφάλι του έβγαλαν τη μεγαλοπρεπή περούκα που φορούσε.
Τα παραπάνω που διαβάσατε και πολλά άλλα ακόμη περιέχονται σε ένα κείμενο του Λουκιανού που απευθύνεται σε έναν φίλο του, τον Κέλσο,  επίσης Επικούρειο φιλόσοφο και συγγραφέα του “Αληθούς Λόγου”.

Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης*
* Ο Δημήτρης Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Ο Μύθος για τα τζιτζίκια

Σωκράτης
Και όσο για καιρό δα έχουμε. Κι έπειτα τα τζιτζίκια που κατά το συνήθιο τους μέσα στην κάψα τραγουδούνε και συνομιλούνε πάνω από το κεφάλι μας μού φαίνεται πως μας βλέπουνε. Αν λοιπόν μας έβλεπαν κι εμάς τους δύο, όπως τον πολύ κόσμο, το μεσημέρι να μη συνομιλούμε αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και με το τραγούδι τους αποκαρωμένοι από αργία του νού μας, με το δίκιο τους θα μας περιγελούσαν, παίρνοντάς μας για τίποτα δούλους που ήλθαν σ' αυτούς εδώ, σ' αυτό το κατάλυμμα να κοιμηθούν, ωσάν πρόβατα που κάνουν μεσημέρι γύρω από το νερό. Αν όμως μας έβλεπαν να συνομιλούμε και να πλέωμε από κοντά τους σαν δίπλα από Σειρήνες αγοήτευτοι, το έπαθλο που έχουν από τους θεούς για να το δίνουν στους ανθρώπους, ίσως το έδιναν σε μας από θαυμασμό και εκτίμηση.

Φαίδρος
Και τι είναι λοιπόν αυτό που έχουν; Γιατί δεν έτυχε ως φαίνεται να τ' ακούσω.

Σωκράτης
Αληθινά όμως δεν στέκει ένας άνθρωπος που αγαπάει τις Μούσες να μην έχη ακούσει αυτά τα πράγματα. Νά, λένε πως τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι κάποτε, προτού ακόμα να γεννηθούν οι Μούσες. Όταν όμως γεννηθήκανε οι Μούσες και πρωτοφάνηκε το τραγούδι, τόσο πια μερικοί από αυτούς τότε τους ανθρώπους τα χάσανε από την τέρψη, που τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιούν και, χωρίς να το νοιώσουν, πεθάνανε. Απ' αυτούς γεννήθηκε το γένος των τζιτζικιών παίρνοντας τούτο το βραβείο από τις Μούσες, δηλαδή να μην έχει αφότου γεννηθεί καμμιά ανάγκη για τροφή, αλλά, χωρίς να τρώη και να πίνη, ν' αρχίζη ευθύς να τραγουδάει ως που να πεθάνη, κι έπειτα πηγαίνοντας στις Μούσες να τους φέρνη είδηση ποιός από τους ανθρώπους εδώ κάτω ποιάν απ' αυτές τιμάει. Και νά, στην Τερψιχόρη φέρνοντας την είδηση ποιοί την ετίμησαν, κάνουν προς αυτούς την αγάπη της μεγαλύτερη, και στην Ερατώ εκείνους που την ετίμησαν μ' ερωτικά τραγούδια όμοια και στις άλλες κατά το είδος της τιμής που ταιριάζει στην κάθε μιά. Μα στην πρεσβύτατη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία που έρχεται έπειτα από αυτήν, αγγέλουν εκείνους που περνούνε την ζωή τους με φιλοσοφία και που τιμούν εκείνων την τέχνη. Αυτές δα είναι που πιό πολύ απ' όλες τις Μούσες, έχοντας να κάμουν με τον ουρανό και με τους λόγους, και των θεών και των ανθρώπων, αρθρώνουνε την ομορφότερη φωνή. Για πολλές δα λοιπόν αιτίες πρέπει να μιλούμε για κάτι και δεν πρέπει να κοιμόμαστε το μεσημέρι.

Πλάτωνος Φαίδρος, μετάφραση Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου ("Πλάτωνος Φαίδρος", Γ' έκδοση Αθήνα 1971).
Από το ένθετο του δίσκου "Ημερολόγιο" του Νίκου Ξυδάκη, LYRA
Read More

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Κάποιοι πονόψυχοι φονιάδες

Τον 7ο αιώνα π.Χ. η Κόρινθος ήταν ήδη μια από τις σημαντικότερες και πλουσιοτερες πόλεις της Ελλάδας. Το πολίτευμά της, από βασιλεία που ήταν αρχικά μεταβλήθηκε σε ολιγαρχικό – αριστοκρατικό και από τον προηγούμενο αιώνα την κυβερνούσε απολυταρχικά το γένος των Βακχιαδών, που ήταν δωρικής καταγωγής και μεγάλοι γαιοκτήμονες. Στις αρχές μάλιστα του 7ου αιώνα ο τότε αρχηγός του γένους, ο Αμφίων, για να μη φύγει η εξουσία από τα χέρια των Βακχιαδών, καθιέρωσε την αρχή της ενδογαμίας, δηλαδή όλοι οι Βακχιάδες να παντρεύονται μεταξύ τους.
Έλα όμως που είχε την ατυχία να αποκτήσει κόρη, που όχι μόνο ήταν άσκημη αλλά επί πλέον ήταν και κουτσή και την οποία κανείς Βακχιάδης δεν ήθελε να πάρει γυναίκα του. Έτσι η Λάβδα, όπως λεγόταν η κόρη του, μεγάλωνε και έμενε ανύπαντρη, προς μεγάλη λύπη του Αμφίονα, που στο τέλος, τι να κάνει, παραβίασε την αρχή που ο ίδιος θέσπισε και την πάντρεψε με κάποιον Ηετίωνα, που όχι μόνο δεν ήταν Βακχιάδης, αλλά ανήκε σε άλλο, εχθρικό,  γένος, τους Καινίδες, που καταγόταν από τους Λαπίθες, τους Αχαίους κάτοικους της πόλης, πριν από τον ερχομό των Δωριέων. Ο Ηετίων, μη ανεχόμενος την απολυταρχική εξουσία των Βακχιαδών, είχε φύγει από την Κόρινθο και είχε εγκατασταθεί σε ένα άσημο χωριό, την Πέτρα,  λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα.
Από τον γάμο του Ηετίωνα και της Λάβδας γεννήθηκε ένα αγοράκι. Οι λοιποί Βακχιάδες δεν είδαν με καλό μάτι αυτόν το γάμο και όταν πήραν από την Πυθία έναν αινιγματικό χρησμό, που άφηνε να νοηθεί πως το μωρό της Λάβδας μεγαλώνοντας θα τους έπαιρνε την εξουσία και θα βασίλευε στην Κόρινθο, αποφάσισαν να το σκοτώσουν. Δέκα Βακχιάδες συμφώνησαν να πάνε στο σπίτι του Ηετίωνα, τάχα για φιλική επίσκεψη και κάνοντας πως κανακεύουν το βρέφος, να το ρίξουν με δύναμη στο πάτωμα, ώστε να σκοτωθεί.
Πήγαν πραγματικά, όταν ο Ηετίων έλειπε και η ανυποψίαστη Λάβδα τους δέχτηκε με χαρά (συγγενείς της ήταν άλλωστε) και πρόθυμα έδωσε το μωρό σε έναν από τους επισκέπτες να το χαϊδέψει. Αυτός το πήρε στα χέρια του, αλλά τη στιγμή που ετοιμαζόταν να το βροντήξει στο πάτωμα, το παιδάκι του χαμογέλασε. Το παιδικό γέλιο συγκίνησε τον επίδοξο φονιά, που αντί να πραγματοποιήσει το σκοπό του, πέρασε το μωρό σε έναν από τους συντρόφους του. Νικημένος κι αυτός με τη σειρά του από το χαμόγελο του μωρού, δεν το έριξε στο πάτωμα αλλά το έδωσε σε τρίτον και έτσι το παιδάκι πέρασε διαδοχικά από τα χέρια όλων, για να καταλήξει πάλι στην αγκαλιά της μάνας του.
Όταν χαιρετησαν τη Λάβδα και έφυγαν από το σπίτι της, οι πονόψυχοι φονιάδες άρχισαν να μαλώνουν κατηγορώντας ο ένας τον άλλον για δειλία και ασυνέπεια. Στο τέλος αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω και να σκοτώσουν όλοι μαζί το παιδάκι. Η Λάβδα όμως που κάτι είχε υποψιαστεί από την απροσδόκητη επίσκεψή τους, βλέποντας τους να γυρίζουν, μάντεψε τον σκοπό τους και τρέχοντας έκρυψε το μωρό της σε μια (αχρησιμοποίητη φυσικά) κυψέλη από τις πολλές που είχαν στον κήπο τους. Έτσι το μωρό γλίτωσε και η μητέρα του κατόπιν το ονόμασε Κύψελο.
Αυτός ο Κύψελος όταν ανδρώθηκε ανέτρεψε την εξουσία των Βακχιαδών και το 657 έγινε τύρανος της Κορίνθου. Ήταν η εποχή που σε πολλές ελληνικές πόλεις – κράτη, τα ολιγαρχικά αριστοκρατικά καθεστώτα ανατραπήκαν από τυράννους, που στηρίζονταν στους φτωχούς και μεσαίους αγρότες και στην ανερχόμενη τάξη των εμπόρων και των ναυτικών. Σύγχρονος του Κύψελου ήταν ο Ορθαγόρας στη γειτονική Συκιώνα, που ο γιος του ήταν ο περίφημος Κλεισθένης. Ο γιος του Κύψελου ήταν ακόμα πιο ονομαστός, γιατί ήταν ταυτόχρονα και πολύ μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος. Ήταν ο Περίανδρος, ένας από του Επτά Σοφούς.
          Την ιστορία που διαβάσατε, την αναφέρει ο Ηρόδοτος στο 5ο βιβλίο του – Τερψιχόρη – κεφάλαιο  92.

 Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημήτρης Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Οι βλαβερές συνέπειες της θρησκοληψίας

Στην αυτοκρατορική Ρώμη, επί βασιλείας του Καίσαρα Τιβέριου ζούσε ένας νεαρός, ευγενούς καταγωγής, ο Δέκιος Μούνδος. Όμορφος και πλούσιος, δεν άφηνε γυναίκα για γυναίκα, που να μην την πολιορκήσει και τελικά να κατακτήσει. Σε όσες του κάναν τις δύσκολες, μεταχειριζόταν άλλα πιο αποτελεσματικά από την προσωπική του γοητεία, μέσα, τους πρόσφερε δηλαδή σημαντικά χρηματικά ποσά.
Κάποτε όμως βρήκε το δάσκαλό του στο πρόσωπο της Παυλίνας, μιας νέας γυναίκας, από μεγάλο σόι και πολύ πλούσιας, που συνδύαζε την ομορφιά με τη φρόνηση και ήταν παντρεμένη με τον Σατουρνίνο, ισχυρό πολιτικό πρόσωπο της εποχής. Η ομορφιά και η φήμη της Παυλίνας τράβηξαν την προσοχή του Δέκιου Μούνδου, αλλά όλες οι προσπάθειές του να την πείσει να δεχτεί τον έρωτά του απέτυχαν. Έφτασε στο σημείο να της προσφέρει το μυθώδες ποσό των διακοσίων χιλιάδων αττικών δραχμών για μια νύχτα έρωτα, αλλά η Παυλίνα απέρριψε με αγανάκτηση και περιφρόνηση την προσφορά του.
Ο Δέκιος έπεσε σε μεγάλη απελπισία. Δεν ήταν μόνο θέμα ματαιοδοξίας και εγωισμού. Είχε ερωτευθεί με πραγματικό πάθος την όμορφη και ενάρετη Ρωμαία. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν κι άλλο τίποτα δεν είχε στο νου του παρά το πώς θα την κατακτήσει. Η παραμάνα του η Ίδη, που ήταν από παλιά δούλα στο σπίτι τους και τον είχε μεγαλώσει στα χέρια της, βλέποντας τον σ΄αυτή την κατάσταση θέλησε να τον βοηθήσει. Μολονότι ο πατέρας του Δέκιου την είχε απελευθερώσει, αυτή δεν έφυγε από την οικογένεια, που θεωρούσε δικιά της κι έμεινε να την υπηρετεί ως οικονόμος. Υποσχέθηκε στον νεαρό πως θα τα κατάφερνε να ρίξει στην αγκαλιά του την Παυλίνα κι ο Δέκιος της έδωσε πενήντα χιλιάδες δραχμές σαν αμοιβή αλλά και για τα έξοδα που θα αντιμετώπιζε.
Η Ίδη ήταν πανούργα γυναίκα και άφθαστη σε δολοπλοκίες και τεχνάσματα.  Άρχισε να κατασκοπεύει την Παυλίνα και να παρακολουθεί την παραμικρή κίνηση της. Έτσι γρήγορα διαπίστωσε πως επισκεπτόταν ταχτικότατα τον ναό της Ίσιδας, που είχε ανοίξει πριν λίγα χρόνια στη Ρώμη. Εξακρίβωσε επίσης πως η Παυλίνα ήταν αφοσιωμένη όχι τόσο στην Θεομήτορα (όπως έλεγαν οι πιστοί την Ίσιδα), όσο σ’ έναν άλλον αιγύπτιο θεό, τον Άνουβη, κι ας ήταν αυτός ο τελευταίος κυνοπρόσωπος (ήγουν σκυλομούρης στην κυριολεξία).
Η Ίδη τότε κατάστρωσε ένα μεγαλοφυές σχέδιο. Πήγε στους ιερείς του ναού και τους προσέφερε εικοσιπέντε χιλιάδες δραχμές αν έπειθαν την Παυλίνα να ενδώσει στον έρωτα αν όχι του Μούνδου, πάντως του Άνουβη. Οι ιερείς δέχτηκαν και ο πρεσβύτερός τους πήρε στο σπίτι του Σατουρνίνου και ζήτησε να μιλήσει στην Παυλίνα ιδιαιτέρως. Όταν εκείνη τον δέχτηκε της είπε πως  θεός Άνουβης παρουσιάστηκε μπροστά τους και τους πληροφόρησε πως τα κάλλη της τον είχαν σκλαβώσει και επιθυμούσε να συνευρεθεί μαζί της μέσα στο ναό!
Μ΄όλο που είχαν περάσει πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια από τότε που ο Δίας κατέβαινε από τον Όλυμπο για να χαρεί τον έρωτα θνητών γυναικών, η Παυλίνα κολακεύτηκε πάρα πολύ και όχι μόνο δέχτηκε μετά χαράς να ικανοποιήσει την επιθυμία του θεού, αλλά έσπευσε να την ανακοινώσει και στον σύζυγό της, ο οποίος δεν έφερε καμιά αντίρηση. Αντίθετα τον κολάκεψε η προοπτική να γίνει συνάδελφος του Αμφιτρύωνα.
Η Παυλίνα έχοντας εξασφαλίσει τη συζυγική συγκατάθεση, πήγε το ίδιο βράδυ στο ναό, όπου δείπνησε με τους ιερείς και όταν ήρθε η ώρα του ύπνου, εκείνοι την οδήγησαν στο σκοτεινό ιερό, και έφυγαν κλείνοντας τις πύλες του ναού, όπου όμως είχε προηγουμένως κρυφτεί, ντυμένος Άνουβης, ο Δέκιος Μούνδος, ειδοποιημένος από την Ίδη. Η Παυλίνα μένοντας μόνη στο ιερό που φωτιζόταν μόνο από τις λαμπάδες και τα καντήλια, σαν είδε να μπαίνει ο Άνουβης, ντυμένος στα χρυσά, έπεσε στα γόνατα και άρχισε τις προσευχές και τις δεήσεις. Ο Μούνδος-Άνουβης όμως, που δεν είχε έρθει για να ακούσει τέτοια πράματα, την έπιασε από το χέρι, τη σήκωσε και την οδήγησε σε ένα στρώμα, που είχε ετοιμάσει σε μια γωνιά του ιερού. Η Παυλίνα υπάκουσε πρόθυμα τη θεία εντολή και ο Δέκιος πέρασε μαζί της μιαν αξέχαστη νύχτα.
Το πρωί ο μεν Μούνδος έφυγε πρώτος, πριν ανοίξει ο ναός η δε Παυλίνα, ξετρελαμένη από τις θείες περιποιήσεις, γύρισε στο σπίτι και τα είπε όλα στον σύζυγο. Δε σταμάτησε όμως εκεί αλλά καυχήθηκε στις φιλενάδες της τη θεία εύνοια. Φυσικά άλλες την πίστεψαν άλλες όχι κι όλες τη ζήλεψαν, αλλά το γεγονός είναι πως το έμαθε όλη η Ρώμη.
Τα πράγματα θα σταματούσαν εδώ αν δε μεσολαβούσε η ματαιοδοξία του Δέκιου Μούνδου, που ήθελε να της ανταποδώσει την περιφρόνηση που του είχε δείξει. Την τρίτη κι όλας μέρα, όταν τη συνάντησε τυχαίως στο δρόμο, δεν κρατήθηκε και της είπε:
«Λοιπόν Παυλίνα, τελικά μου εξοικονόμησες διακόσιες χιλιάδες δραχμές, που θα μπαίναν στην οικογενειακή σου περιουσία, όπως σε παρακαλούσα να κάνεις. Και εσύ μεν έβριζες τον Μούνδο, αυτός όμως δε στερήθηκε την ηδονή που επιθυμούσε, μόνο που την απόλαυσε με το όνομα του Άνουβη».
Και κατόπιν τράβηξε το δρόμο του.
Η Παυλίνα όταν κατάλαβε το νόημα των λόγων του και την παγίδα στην οποία είχε πέσει έτρεξε κατασυγχισμένη στον άντρα της και του τα είπε όλα, ζητώντας να κάνει το παν για να τιμωρηθεί ο Μούνδος. Ο Σατουρνίνος πήγε αμέσως στον Καίσαρα Τιβέριο, ο οποίος, σαν έμαθε το πάθημα της Παυλίνας, οργίστηκε πολύ, διέταξε αμέσως αυστηρές ανακρίσεις και εν συνεχεία καταδίκασε σε σταύρωση την Ίδη και όσους ιερείς της Ίσιδας είχαν ανάμιξη στη σκευωρία. Ο ναός της Ίσιδας κλείστηκε και τα αγάλματα της Ίσιδας και του Άνουβη πετάχτηκαν στον Τίβερη. Ο Δέκιος Μούνδος όμως τη γλίτωσε με απλή εξορία, γιατί του αναγνωρίστηκε  ως ελαφρυντικό το μεγάλο ερωτικό πάθος και η έλλειψη ταπεινών κινήτρων.
Απροσδοκήτως η μπάλα πήρε και τους Εβραίους της Ρώμης, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν τελείως άσχετοι και αμέτοχοι, αποτελούσαν όμως τους «συνήθεις υπόπτους» της εποχής. Ο Τιβέριος με την ευκαιρία διέταξε την απέλαση τεσσάρων χιλιάδων Εβραίων από τη Ρώμη και πολλούς τους εξόρισε στη Σαρδηνία.
Η ιστορία που διαβάσατε περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ιωσήπου «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» (18.65.1 - 18.84.12) και το θέμα της το χρησιμοποίησε (διασκευάζοντάς το επί το ασεβέστερον και τολμηρότερον) μετά από χίλια τριακόσια χρόνια ο Βοκάκιος, στο διήγημά του Η κυρία Λιζέτα και ο Άγγελος, που περιλαμβάνεται στο Δεκαήμερο.

 Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημήτρης Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Ο Διονύσιος των Συρακουσών και ο Φιλόξενος ο Κυθήριος

Ο Διονύσιος ο γιος του Ερμοκράτη, που για να τον ξεχωρίζουμε από τον ομώνυμο γιο και διάδοχό του, η ιστορία τον αναφέρει ως Πρεσβύτερο, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες κατόρθωσε να γίνει τύραννος των Συρακουσών και εν συνεχεία δημιούργησε ένα πολύ μεγάλο κράτος, που περιλάμβανε ολόκληρη σχεδόν τη Σικελία, εκτός από τη δυτικότατη γωνία της, που την κρατούσαν οι Καρχηδόνιοι, την χερσόνησο της Καλαβρίας και πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και της Αδριατικής, ενώ η χερσόνησος της Απουλίας και εκτεταμένες περιοχές της Ιλλυρίας και της Ηπείρου, ήταν τρόπον τινά προτεκτοράτα του.
Μολονότι ξεκίνησε ως εκλεκτός του λαού, όταν πήρε την εξουσία την άσκησε απολυταρχικά και με μεγάλη σκληρότητα. Είχε γεμίσει τις Συρακούσες με χαφιέδες και πληροφοριοδότες, που καθώς του μετέφεραν ό,τι άκουγαν είχαν ονομαστεί «Διονύσου ώτα». Ταυτόχρονα όντας καχύποπτος και νοιώθοντας συνεχώς ανασφάλεια, όποιον υποπτευόταν ως μέλλοντα ή ενδεχόμενο αντίπαλο, είτε τον εξόριζε από την επικράτειά του, είτε τον έστελνε στα διαβόητα λατομεία των Συρακουσών, όπου τρεις δεκαετίες πιο μπροστά είχαν βασανιστεί πολλοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι της άτυχης εκστρατείας του 415.
Από την άλλη πλευρά ο Διονύσιος είχε την πετριά πως ήταν μεγάλος καλλιτέχνης και σπουδαίος δραματικός ποιητής. Έγραψε μάλιστα και τέσσερις τραγωδίες, «λύτρα Έκτορος», «», «» και «», για την ποιότητα των οποίων δεν μπορούμε να σχηματίσουμε γνώμη, καθώς τα κείμενά τους έχουν χαθεί και τα όσα ξέρουμε γι΄ αυτές προέρχονται  από έναν ορκισμένο εχθρό του, τον Τίμαιο και από έναν γλοιώδη κόλακά του, τον Φίλιστο. Το γεγονός είναι πως η παρουσίαση μιας τραγωδίας του στην Ολυμπία, στα πλαίσια των Ολυμπιακών αγώνων του 384, γνώρισε παταγώδη αποτυχία, σε σημείο που οι αγανακτισμένοι θεατές έδειραν τους τραγωδούς και έκαψαν τις σκηνές της «θεωρίας» του Διονύσιου.
Καθώς ισχυριζόταν πως ήταν πνευματικός άνθρωπος, άκουσε τον συγγενή του τον Δίωνα και κάλεσε στις Συρακούσες τον Αθηναίο φιλόσοφο Πλάτωνα, αλλά πολύ σύντομα διαφώνησε μαζί του και τον ξαπόστειλε πίσω με σπαρτιατική τριήρη. Συνεννοήθηκε όμως με τον πλοίαρχο του πλοίου, τον Πόλλι και εκείνος αντί να μεταφέρει φιλόσοφο στην Αθήνα, τον παράδωσε σε Αιγινήτες δουλεμπόρους, που τον πούλησαν δούλο στην Αίγινα. Ευτυχώς το μάθανε οι μαθητές του και ο Κυρηναίος Αννίκερις, ήρθε στην Αίγινα και εξαγόρασε την ελευθερία του αγαπημένου του δασκάλου.
Ανεξαρτήτως αυτού ο Διονύσιος συνήθιζε να καλεί στο παλάτι του τους γνωστότερους ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες της Σικελίας και να τους απαγγέλλει ποιήματά του. Φυσικά όλοι χειροκροτούσαν με θαυμασμό τα αριστουργήματα του αφεντικού τους και γι΄ αυτό ονομάστηκαν «διονυσιοκόλακες». Διασημότεροι τέτοιοι κόλακες ήταν ο μιμογράφος Ξέναρχος, ο ηδονιστής φιλόσοφος Αρίστιππος και ο Δαμοκλής, ο οποίος κάποτε είπε στον Διονύσιο πως μόνο κοντά του ένοιωθε ασφαλής και πως θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να χαθεί έστω και μία τρίχα του Διονύσιου. Εκείνος τότε έκοψε από τα μαλλιά του μερικές τρίχες και μ΄αυτές κρέμασε πάνω από το ανάκλιντρο του Δαμοκλή ένα σπαθί. Από το επεισόδιο αυτό βγήκε η έκφραση «Δαμόκλειος σπάθη».
Μια φορά όμως, σε μια τέτοια σύναξη, ο Διονύσιος παρατήρησε πως ένας από τους προσκεκλημένους του ο ποιητής Φιλόξενος ο Κυθήριος, γνωστός «διθυραμβοποιός» δεν χειροκροτούσε. Του ζήτησε να πει τη γνώμη για την ποιότητα των ποιημάτων που άκουσε και εκείνος με παρρησία  είπε απερίφραστα πως δεν άξιζαν τίποτα. Ο Διονύσιος έξω φρενών τον έστειλε αμέσως στα λατομεία. Επενέβησαν όμως κάποιοι φίλοι του Φιλόξενου και ο Διονύσιος ανακάλεσε λίγες μέρες μετά την απόφασή του. Και όχι μόνο συγχώρησε τον ποιητή, αλλά τον κάλεσε στην επόμενη φιλολογική συγκέντρωσή, στο παλάτι του.
Όπως ήταν επόμενο άρχισε πάλι να απαγγέλλει στους καλεσμένους του ποιήματά του και τότε είδε πως ο Φιλόξενος σηκώθηκε και τράβηξε προς την έξοδο.
«Πού πας Φιλόξενε» τον ρώτησε
«Στα λατομεία» απάντησε αυτός και βγήκε από το παλάτι.


 Γράφει ο Δημ. Γερμιώτης*
* Ο Δημήτρης Γερμιώτης είναι λόγιος
Read More

Social Profiles

Twitter Facebook Google Plus LinkedIn RSS Feed Email Pinterest
Flag Counter

Labels

biographies (15) Historical (96) Legend (7) My Memories (1) Poetry (4) Science (22) Sosial (12) Space (4)

Blog Archive

Popular Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

OnLine Opinions..

Click to Open Click to Open Click to Open Click to Open antinews

Αναγνώστες

BTemplates.com

Theme Download

Το DNA μας, είναι ένας ταξιδιώτης από μια παμπάλαια χώρα που ζει μέσα σε όλους μας. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι, μέσω των μητέρων μας, με μια χούφτα γυναίκες που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια.

Copyright © Seafarer97 | Powered by Blogger
Design by Lizard Themes - Published By Gooyaabi Templates | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com